Του Νικόλα Σεβαστάκη*, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Από καιρό έχουν γίνει ορατά τα σοβαρά κενά στις πολιτικές της κρίσης, μνημονιακές και αντιμνημονιακές. Η πολιτική της λαϊκής οργής αποδείχτηκε ευάλωτη στον ιό του γενικευμένου αντικομματισμού και ενός ματαιωμένου εθνικισμού που ξέρει από απίθανες μεταμορφώσεις.
Από την άλλη, ο «ορθόδοξος» μνημονιακός μεταρρυθμισμός πότισε καλά τις απορριπτικές τάσεις στο κοινωνικό σώμα και μαζί με αυτές, το διαιρετικό πνεύμα το οποίο εξασθενίζει και άλλο την όποια αίσθηση πολιτικής κοινότητας σε τέτοιους δύσκολους καιρούς.
Υπάρχει πλέον και ένα άλλο ενδεχόμενο. Αυτά τα ίδια τα κενά να εμφανιστούν ως «πρόταση» υπέρβασης των προηγούμενων κενών. H κόπωση, η βαρεμάρα, η ψυχική και συναισθηματική απόσχιση από το πολιτικό σύστημα να γίνουν παράγοντες του νέου πολιτικού σκηνικού. Με άλλα λόγια, η εδώ και τέσσερα χρόνια διαρκώς αναβαλλόμενη έκρηξη του συστήματος να ξεδιπλωθεί ως ασύντακτος κατακερματισμός και χαοτική διασπορά.
Το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη προσπαθεί να εκμεταλλευτεί αυτήν ακριβώς την ευκαιρία. Προβάλλει ένα ύφος γύρω από το οποίο μπορεί να συναντηθούν, προσωρινά έστω, οι αμηχανίες και οι αμφιθυμίες ενός τμήματος της κοινωνίας. Σαν ένα προϊόν το οποίο αντιστοιχεί καλύτερα στη δεύτερη φάση της κρίσης: στην κόπωση από όλες τις πολιτικές φόρμες, αγωνιστικές και συναινετικές, και σε ένα μείγμα συμπονετισμού και μετα-ιδεολογικής ραστώνης.
Το εγχείρημα μπορεί να ξεθυμάνει ή και να έχει συνέπειες σε έναν νέο συσχετισμό δυνάμεων. Το σημαντικό όμως είναι ότι και τούτη η κίνηση αποκαλύπτει το βάθος της πολιτικής μας κρίσης. Ποια είναι η ουσία αυτής της κρίσης; Νομίζω κυρίως μία: ότι από τις μετωπικές διαιρέσεις γύρω από το Μνημόνιο και τις πολιτικές της λιτότητας δεν αναδύθηκε μια συνθετική, ενωτική και αληθινά προγραμματική αντίληψη για το δημόσιο συμφέρον.
Ο πρώτος πολιτικός χρόνος της αγανάκτησης υποτάχτηκε στη λογική της άθροισης των δυσαρεσκειών και των επιμέρους αρνήσεων. Το σχήμα προσδοκίας είχε ως εξής: η ένταση του πόνου θα γεννούσε ένα κύμα αντίστασης και εν συνεχεία κατακλυσμιαίο πολιτικό αποτέλεσμα. Σε αυτή τη δεύτερη φάση, την περισσότερο αμήχανη παρά αποφασισμένη, η παραπάνω ιδέα φαίνεται να μη λειτουργεί στην πράξη. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον.
Εδώ λοιπόν οι τάσεις απόδρασης από τα «σκληρά» διλήμματα μπορεί να παρουσιάζονται ως μια κάποια, εύθραυστη βεβαίως, απάντηση. Η κυβέρνηση απαγγέλλει το ποίημά της: πρωτογενές πλεόνασμα, έξοδος στις αγορές, εξωστρέφειες, καινοτομίες κ.λπ. Η αξιωματική αντιπολίτευση αντιγυρίζει: ανατροπή της λαίλαπας των Μνημονίων και τέλος της λιτότητας και της ανθρωπιστικής καταστροφής. Και έρχεται ξάφνου κάποιος τρίτος μιλώντας για μια «πιο ωραία ζωή» ή για την «ευτυχία». Σαν να απευθύνεται, έτσι, σε εκείνα τα τμήματα των μεσοαστικών στρωμάτων που δεν βυθίστηκαν πραγματικά στην κρίση, αλλά παρέμειναν εν πολλοίς στον αφρό, σε μια κατάσταση αμήχανης κατάπληξης ή χλομής και πάντως όχι έξαλλης ενόχλησης.
Ας κάνουμε μια υπόθεση: για ένα τέτοιο ακροατήριο το κυρίαρχο δεν είναι ούτε η προγραμματική εμβάθυνση μιας πολιτικής πρότασης ούτε φυσικά η ιστορική δικαίωση μιας ταυτότητας αλλά κάποιες θετικές αλλαγές στη δημόσια ατμόσφαιρα και στο ύφος της ελληνικής ζωής. Υπάρχει ένα κομμάτι της κοινωνίας για το οποίο η ελπίδα δεν αφορά μια υπόσχεση για την πολιτική μας συλλογικότητα ούτε ακόμα για μια δικαιότερη ρύθμιση του κοινωνικού μας ζητήματος. Αυτό που κερδίζει εδώ την προσοχή είναι η πιθανότητα για επανεκκίνηση του ατομικού ονείρου σε ένα κάπως «φιλικότερο περιβάλλον» από το κατατονικό και ζοφερό πλαίσιο της ύφεσης.
Αλλά η κουβέντα περί «πιο ωραίας ζωής» δεν είναι τόσο ανώδυνη ή δίχως γενικότερη σημασία. Στη συγκεκριμένη στιγμή, το να κλείνει κανείς το μάτι σε μια διάθεση απόδρασης από τα υπαρκτά βαριά διλήμματα της οικονομίας και της πολιτικής φτιάχνει απλώς έναν πιο ζαχαρωμένο λαϊκισμό. Το δικαίωμα στην ευτυχία, στην εκδοχή που πάει να σχηματιστεί, αποσιωπά το κόστος το οποίο έχουν οι δημόσιες επιλογές ως επιλογές οι οποίες, αναγκαστικά, δεν μπορεί να αρέσουν σε όλους. Η εκπροσώπηση της «κοινής λογικής» μπορεί να είναι λοιπόν άλλο ένα πλήγμα στην αντιπροσωπευτική μας δημοκρατία: σαν ένα είδος αίρεσης φτιαγμένης όμως από πολλές μικρές συμβατικότητες φιλελεύθερες, αριστερές, νεοφιλελεύθερες ή «πατριωτικές» (γιατί όχι;).
Νομίζω πάντως ότι το πολιτικό πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας δεν είναι η διαμάχη παλαιού και μοντέρνου, μπαγιάτικου και φρέσκου. Οπως και στο παρελθόν με τον εκσυγχρονισμό, έτσι και τώρα με τις προσπάθειες για ένα «υπερβατικό» άλμα στην πολιτική, ο κίνδυνος είναι ένας: να ξαναδοκιμάσουμε πολύ συμβατικές και ρηχές ιδέες στο όνομα της ρήξης με το παρελθόν και της «νέας απαρχής». Η αδυναμία των κυρίαρχων της θεσμικής πολιτικής μας τάξης να διαβάσουν τη συγκυρία και κυρίως να εκθέσουν με παρρησία εναλλακτικές αφηγήσεις του κοινού καλού πέρα από την άθροιση των αντιστάσεων (ριζοσπαστική Αριστερά) ή των προσαρμογών («μνημονιακός» μεταρρυθμισμός) μεγεθύνει το κενό. Και επειδή πάντα η κάλυψη του κενού είναι δύσκολη υπόθεση χωρίς πολιτική, ο κίνδυνος είναι η ίδια η ελαφρότητα να παρουσιαστεί ως διέξοδος από τα αδιέξοδα. Σε αυτή την περίπτωση, το μέλλον προς μια «Αριστερά» με κόμματα πειρατών και μια «Δεξιά» με κόμματα αθλητικών παραγόντων ή μεγαλοεπιχειρηματιών θα έλθει ακόμα κοντύτερα.
……………………………………………………………………………………………….
* Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Από καιρό έχουν γίνει ορατά τα σοβαρά κενά στις πολιτικές της κρίσης, μνημονιακές και αντιμνημονιακές. Η πολιτική της λαϊκής οργής αποδείχτηκε ευάλωτη στον ιό του γενικευμένου αντικομματισμού και ενός ματαιωμένου εθνικισμού που ξέρει από απίθανες μεταμορφώσεις.
Από την άλλη, ο «ορθόδοξος» μνημονιακός μεταρρυθμισμός πότισε καλά τις απορριπτικές τάσεις στο κοινωνικό σώμα και μαζί με αυτές, το διαιρετικό πνεύμα το οποίο εξασθενίζει και άλλο την όποια αίσθηση πολιτικής κοινότητας σε τέτοιους δύσκολους καιρούς.
Υπάρχει πλέον και ένα άλλο ενδεχόμενο. Αυτά τα ίδια τα κενά να εμφανιστούν ως «πρόταση» υπέρβασης των προηγούμενων κενών. H κόπωση, η βαρεμάρα, η ψυχική και συναισθηματική απόσχιση από το πολιτικό σύστημα να γίνουν παράγοντες του νέου πολιτικού σκηνικού. Με άλλα λόγια, η εδώ και τέσσερα χρόνια διαρκώς αναβαλλόμενη έκρηξη του συστήματος να ξεδιπλωθεί ως ασύντακτος κατακερματισμός και χαοτική διασπορά.
Το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη προσπαθεί να εκμεταλλευτεί αυτήν ακριβώς την ευκαιρία. Προβάλλει ένα ύφος γύρω από το οποίο μπορεί να συναντηθούν, προσωρινά έστω, οι αμηχανίες και οι αμφιθυμίες ενός τμήματος της κοινωνίας. Σαν ένα προϊόν το οποίο αντιστοιχεί καλύτερα στη δεύτερη φάση της κρίσης: στην κόπωση από όλες τις πολιτικές φόρμες, αγωνιστικές και συναινετικές, και σε ένα μείγμα συμπονετισμού και μετα-ιδεολογικής ραστώνης.
Το εγχείρημα μπορεί να ξεθυμάνει ή και να έχει συνέπειες σε έναν νέο συσχετισμό δυνάμεων. Το σημαντικό όμως είναι ότι και τούτη η κίνηση αποκαλύπτει το βάθος της πολιτικής μας κρίσης. Ποια είναι η ουσία αυτής της κρίσης; Νομίζω κυρίως μία: ότι από τις μετωπικές διαιρέσεις γύρω από το Μνημόνιο και τις πολιτικές της λιτότητας δεν αναδύθηκε μια συνθετική, ενωτική και αληθινά προγραμματική αντίληψη για το δημόσιο συμφέρον.
Ο πρώτος πολιτικός χρόνος της αγανάκτησης υποτάχτηκε στη λογική της άθροισης των δυσαρεσκειών και των επιμέρους αρνήσεων. Το σχήμα προσδοκίας είχε ως εξής: η ένταση του πόνου θα γεννούσε ένα κύμα αντίστασης και εν συνεχεία κατακλυσμιαίο πολιτικό αποτέλεσμα. Σε αυτή τη δεύτερη φάση, την περισσότερο αμήχανη παρά αποφασισμένη, η παραπάνω ιδέα φαίνεται να μη λειτουργεί στην πράξη. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον.
Εδώ λοιπόν οι τάσεις απόδρασης από τα «σκληρά» διλήμματα μπορεί να παρουσιάζονται ως μια κάποια, εύθραυστη βεβαίως, απάντηση. Η κυβέρνηση απαγγέλλει το ποίημά της: πρωτογενές πλεόνασμα, έξοδος στις αγορές, εξωστρέφειες, καινοτομίες κ.λπ. Η αξιωματική αντιπολίτευση αντιγυρίζει: ανατροπή της λαίλαπας των Μνημονίων και τέλος της λιτότητας και της ανθρωπιστικής καταστροφής. Και έρχεται ξάφνου κάποιος τρίτος μιλώντας για μια «πιο ωραία ζωή» ή για την «ευτυχία». Σαν να απευθύνεται, έτσι, σε εκείνα τα τμήματα των μεσοαστικών στρωμάτων που δεν βυθίστηκαν πραγματικά στην κρίση, αλλά παρέμειναν εν πολλοίς στον αφρό, σε μια κατάσταση αμήχανης κατάπληξης ή χλομής και πάντως όχι έξαλλης ενόχλησης.
Ας κάνουμε μια υπόθεση: για ένα τέτοιο ακροατήριο το κυρίαρχο δεν είναι ούτε η προγραμματική εμβάθυνση μιας πολιτικής πρότασης ούτε φυσικά η ιστορική δικαίωση μιας ταυτότητας αλλά κάποιες θετικές αλλαγές στη δημόσια ατμόσφαιρα και στο ύφος της ελληνικής ζωής. Υπάρχει ένα κομμάτι της κοινωνίας για το οποίο η ελπίδα δεν αφορά μια υπόσχεση για την πολιτική μας συλλογικότητα ούτε ακόμα για μια δικαιότερη ρύθμιση του κοινωνικού μας ζητήματος. Αυτό που κερδίζει εδώ την προσοχή είναι η πιθανότητα για επανεκκίνηση του ατομικού ονείρου σε ένα κάπως «φιλικότερο περιβάλλον» από το κατατονικό και ζοφερό πλαίσιο της ύφεσης.
Αλλά η κουβέντα περί «πιο ωραίας ζωής» δεν είναι τόσο ανώδυνη ή δίχως γενικότερη σημασία. Στη συγκεκριμένη στιγμή, το να κλείνει κανείς το μάτι σε μια διάθεση απόδρασης από τα υπαρκτά βαριά διλήμματα της οικονομίας και της πολιτικής φτιάχνει απλώς έναν πιο ζαχαρωμένο λαϊκισμό. Το δικαίωμα στην ευτυχία, στην εκδοχή που πάει να σχηματιστεί, αποσιωπά το κόστος το οποίο έχουν οι δημόσιες επιλογές ως επιλογές οι οποίες, αναγκαστικά, δεν μπορεί να αρέσουν σε όλους. Η εκπροσώπηση της «κοινής λογικής» μπορεί να είναι λοιπόν άλλο ένα πλήγμα στην αντιπροσωπευτική μας δημοκρατία: σαν ένα είδος αίρεσης φτιαγμένης όμως από πολλές μικρές συμβατικότητες φιλελεύθερες, αριστερές, νεοφιλελεύθερες ή «πατριωτικές» (γιατί όχι;).
Νομίζω πάντως ότι το πολιτικό πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας δεν είναι η διαμάχη παλαιού και μοντέρνου, μπαγιάτικου και φρέσκου. Οπως και στο παρελθόν με τον εκσυγχρονισμό, έτσι και τώρα με τις προσπάθειες για ένα «υπερβατικό» άλμα στην πολιτική, ο κίνδυνος είναι ένας: να ξαναδοκιμάσουμε πολύ συμβατικές και ρηχές ιδέες στο όνομα της ρήξης με το παρελθόν και της «νέας απαρχής». Η αδυναμία των κυρίαρχων της θεσμικής πολιτικής μας τάξης να διαβάσουν τη συγκυρία και κυρίως να εκθέσουν με παρρησία εναλλακτικές αφηγήσεις του κοινού καλού πέρα από την άθροιση των αντιστάσεων (ριζοσπαστική Αριστερά) ή των προσαρμογών («μνημονιακός» μεταρρυθμισμός) μεγεθύνει το κενό. Και επειδή πάντα η κάλυψη του κενού είναι δύσκολη υπόθεση χωρίς πολιτική, ο κίνδυνος είναι η ίδια η ελαφρότητα να παρουσιαστεί ως διέξοδος από τα αδιέξοδα. Σε αυτή την περίπτωση, το μέλλον προς μια «Αριστερά» με κόμματα πειρατών και μια «Δεξιά» με κόμματα αθλητικών παραγόντων ή μεγαλοεπιχειρηματιών θα έλθει ακόμα κοντύτερα.
……………………………………………………………………………………………….
* Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου