Της Αναστασίας Τσουκαλά* απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Σε μια χώρα με ταραγμένο πολιτικό παρελθόν, η λέξη «πολίτης» παραμένει ιερή στο συλλογικό φαντασιακό. Δηλώνει ένα δύσκολα κατακτημένο πολιτικό επίτευγμα που πρέπει πάντα να διαφυλάσσεται έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας. Η χρήση της λέξης εξαγνίζει, εξιλεώνει και, κατ’ επέκταση, αδρανοποιεί τον νου.
Λόγου χάρη, κανείς δεν παρατήρησε ότι η ονομασία «υπουργείο Προστασίας του Πολίτη» ήταν αντισυνταγματική: η λέξη «πολίτης» απέκλειε τους ανήλικους ημεδαπούς και όλους τους αλλοδαπούς που βρίσκονταν εντός της επικράτειας ως μετανάστες, επιχειρηματίες ή τουρίστες.
Εξίσου απαρατήρητες πέρασαν οι διατάξεις του νόμου περί αναδιάρθρωσης της Αστυνομίας, που προβλέπουν τη συμμετοχή των πολιτών στον σχεδιασμό πολιτικών πρόληψης της παραβατικότητας μέσω της συνεργασίας τους με την Αστυνομία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Θεωρείται αυτονόητο ότι, αφού το σκεπτικό αναφέρεται στους πολίτες και η εφαρμογή εμπλέκει άμεσα τους πολίτες, το εγχείρημα δεν μπορεί παρά να είναι καλό. Ενδυναμωτικό της δημοκρατίας. Αυτή η αυθαίρετη θεώρηση βασίζεται σε έναν εξίσου αυθαίρετο συλλογισμό: ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη είναι καλοπροαίρετα και, επιπλέον, είναι αντικειμενικά σε θέση να δράσουν ουδέτερα υπέρ του συλλογικού συμφέροντος. Στην πραγματικότητα, όλα τα σκέλη της τριμερούς σχέσης είναι προβληματικά.
Η συνεργασία της Αστυνομίας με φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης βασίζεται σε μια φαινομενικά ισότιμη αλλά ουσιαστικά άνιση σχέση εξουσίας. Λόγω πλήρους ασυμμετρίας δυνάμεων ως προς την αξιολόγηση των απειλών και την ανεύρεση τρόπων αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, η συνεργασία με τους κατά τόπους δήμους θα οδηγήσει στην εν τοις πράγμασι καθιέρωση του κυρίαρχου αστυνομικού ορισμού της εκάστοτε απειλής και στην επιβολή της αστυνομικής αντίληψης χειρισμού των πραγμάτων στην εκάστοτε τοπική ιδιαιτερότητα. Τι μέσα έχουν στη διάθεσή τους οι δήμοι για να αντιταχθούν στην ηγεμονική θέση της Αστυνομίας;
Η διεθνής εμπειρία μάς δείχνει ότι, λόγω άγνοιας των αιτίων γένεσης και εξάπλωσης της εγκληματικότητας και λόγω επιθυμίας εξυπηρέτησης τοπικών ψηφοθηρικών συμφερόντων, τα αιτήματα των δήμων επικεντρώνονται στην υιοθέτηση μέτρων με άμεσα και, κυρίως, ορατά αποτελέσματα. Η πρόληψη της παραβατικότητας βασίζεται επομένως στη λήψη κατασταλτικών ή δημαγωγικών μέτρων.
Οι νέες αγορές ασφάλειας που θα ανοίξουν στο τοπικό επίπεδο θα ελκύσουν τους επιχειρηματίες, οι οποίοι δεν θα διστάσουν να δελεάσουν τους κατά τόπους αρμόδιους φορείς για να τους πείσουν να προσφύγουν σε δαπανηρές, εντυπωσιακές αλλά αναποτελεσματικές τεχνολογίες (π.χ. εγκατάσταση καμερών σε δημόσιους χώρους) ή να δημιουργήσουν συνθήκες απασχόλησης ιδιωτικού προσωπικού ασφαλείας.
Η συνεργασία της Αστυνομίας με τους πολίτες είναι προβληματική, διότι, πριν καν εγείρει το τραυματικό για τη συλλογική μνήμη ζήτημα της κατάδοσης και του χαφιεδισμού και πριν καν εγείρει το ζήτημα της αξιοπιστίας της Αστυνομίας στα μάτια των πολιτών, θέτει ένα ζήτημα ηθικής.
Στη Μεγάλη Βρετανία, όπου έχει κυρίως αναπτυχθεί αυτό το μοντέλο συνεργασίας, η Αστυνομία έχει από καιρού λάβει πολλά αυστηρά μέτρα προκειμένου να πατάξει τη διαφθορά και την αυθαιρεσία στους κόλπους της. Η Αστυνομία με την οποία καλούνται να συνεργαστούν οι Βρετανοί πολίτες είναι κατ’ αρχήν νομοταγής.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός πάταξης της διαφθοράς στους κόλπους της Αστυνομίας. Και η Αστυνομία έχει ώς τώρα επιδείξει απόλυτη απροθυμία θέσπισης οιουδήποτε μηχανισμού ουσιαστικού ελέγχου της βίας και αυθαιρεσίας του προσωπικού της. Παρά την έξαρση του προβλήματος και τη σοβαρότητα των περιστατικών, επικρατεί πάντα η μαφιόζικη λογική της ομερτά προκειμένου οι αστυνομικοί να παραμείνουν στο απυρόβλητο.
Οι δράστες συγκαλύπτονται συστηματικά από τους συναδέλφους τους, την ιεραρχία τους, τη φυσική και την πολιτική ηγεσία του σώματος. Οι πολίτες καλούνται επομένως να συνεργαστούν με μια κατ’ αρχήν μη νομοταγή Αστυνομία. Θεωρείται αυτονόητο ότι αυτή η συνεργασία θα γίνει προς όφελος της κοινωνίας;
Το ότι οι λόγοι για τους οποίους καλούνται να συνεργαστούν οι πολίτες με την Αστυνομία αποβλέπουν πρωτίστως στην αύξηση της εξουσίας της Αστυνομίας, και όχι στην προώθηση του συλλογικού συμφέροντος, φαίνεται σαφώς από τις διατάξεις του άρθρου 12§2ε του νόμου: η μακροσκελέστατη απαρίθμηση των μορφών βίας, στην πάταξη των οποίων θεωρείται ότι μπορούν να εκφέρουν άποψη οι πολίτες, δεν περιλαμβάνει την αστυνομική βία και αυθαιρεσία. Γιατί δεν καλούνται οι πολίτες, και μάλιστα οι επιστημονικά καταρτισμένοι πολίτες, να συμβάλουν στην πρόληψη του φαινομένου; Πώς θεωρείται αυτονόητο ότι η Αστυνομία παραμένει εκτός κοινωνίας ενόσω ισχυρίζεται ότι πλησιάζει την κοινωνία προς όφελός της;
Η προβλεπόμενη συμμετοχή των πολιτών στη λειτουργία των Τοπικών Συμβουλίων Πρόληψης Παραβατικότητας είναι ανεπιθύμητη σε μια ευνομούμενη πολιτεία.
Οταν πρόκειται για σύνθετα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, οι πολίτες δεν διαθέτουν τις γνώσεις που θα τους επέτρεπαν να έχουν σφαιρική προσέγγιση του θέματος. Δεν αρκεί να κατέχει κάποιος ένα, λίγο ώς πολύ, συναφές πτυχίο ή έναν μεταπτυχιακό τίτλο, να κατοικεί τυχαία σε μια περιοχή και να θέλει να ασχοληθεί με τα κοινά, για να θεωρηθεί ότι μπορεί να επέμβει επωφελώς στη χάραξη πολιτικών ασφάλειας.
Θα νοούνταν ποτέ να συμμετείχαν, υπό οιανδήποτε μορφή, παρεμφερείς κατηγορίες πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων του υπουργείου Αμυνας; Απολύτως αδιανόητο. Τι μας επιτρέπει να θεωρήσουμε ότι η εσωτερική ασφάλεια είναι υποδεέστερη της εξωτερικής ώστε να περικλείσουμε τους πολίτες στον κύκλο των συμμετεχόντων στον σχεδιασμό πολιτικών εσωτερικής ασφάλειας;
Εξ ορισμού, οι πολίτες τείνουν να προωθούν τα ατομικά ή συντεχνιακά τους συμφέροντα, ενδεχομένως σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος. Η έμμεση πίεση που θα ασκούν, ως εκλογείς, στους φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα αναγκάσει όμως τους τελευταίους να λάβουν υπόψη τους τα αιτήματα των πολιτών, με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν κατά τόπους ιδιοτελείς, αν όχι ιδεοληπτικές, πολιτικές πρόληψης της εγκληματικότητας.
Ας θυμηθούμε τις πιέσεις για τήρηση της τάξης που έχουν ασκηθεί στο πρόσφατο παρελθόν από διάφορες ιδεοληπτικές επιτροπές κατοίκων ή από άλλες ομάδες φαινομενικά καλοπροαίρετων κατοίκων (π.χ. καλλιτεχνών και διανοούμενων), οι οποίοι ουσιαστικά προωθούσαν ιδιοτελή οικονομικά συμφέροντα.
Στο εξωτερικό, η ενεργός συμμετοχή πολιτών στην εφαρμογή τής κατά τόπους αντιεγκληματικής πολιτικής έχει πάρει, μεταξύ άλλων, τη μορφή συστηματικής παρακολούθησης συγκεκριμένων ομάδων πληθυσμού για την ενδεχόμενη καταγγελία πιθανολογούμενων αδικημάτων. Πρέπει άραγε να τονιστεί πόσο επικίνδυνη θα ήταν η εισαγωγή παρεμφερών πρακτικών για την ήδη κλονισμένη κοινωνική συνοχή της χώρας;
Εν κατακλείδι, η χρήση της σαγηνευτικής λέξης «πολίτης» υποκρύπτει την υπονόμευση του συλλογικού συμφέροντος: διακύβευση της ευνομίας, αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής, διάβρωση της εξουσίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Προς όφελος της Αστυνομίας. Εις βάρος του πολίτη.
……………………………………………………………………………………………………………………………
* Αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Πανεπιστήμιο Paris XI
Σε μια χώρα με ταραγμένο πολιτικό παρελθόν, η λέξη «πολίτης» παραμένει ιερή στο συλλογικό φαντασιακό. Δηλώνει ένα δύσκολα κατακτημένο πολιτικό επίτευγμα που πρέπει πάντα να διαφυλάσσεται έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας. Η χρήση της λέξης εξαγνίζει, εξιλεώνει και, κατ’ επέκταση, αδρανοποιεί τον νου.
Λόγου χάρη, κανείς δεν παρατήρησε ότι η ονομασία «υπουργείο Προστασίας του Πολίτη» ήταν αντισυνταγματική: η λέξη «πολίτης» απέκλειε τους ανήλικους ημεδαπούς και όλους τους αλλοδαπούς που βρίσκονταν εντός της επικράτειας ως μετανάστες, επιχειρηματίες ή τουρίστες.
Εξίσου απαρατήρητες πέρασαν οι διατάξεις του νόμου περί αναδιάρθρωσης της Αστυνομίας, που προβλέπουν τη συμμετοχή των πολιτών στον σχεδιασμό πολιτικών πρόληψης της παραβατικότητας μέσω της συνεργασίας τους με την Αστυνομία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Θεωρείται αυτονόητο ότι, αφού το σκεπτικό αναφέρεται στους πολίτες και η εφαρμογή εμπλέκει άμεσα τους πολίτες, το εγχείρημα δεν μπορεί παρά να είναι καλό. Ενδυναμωτικό της δημοκρατίας. Αυτή η αυθαίρετη θεώρηση βασίζεται σε έναν εξίσου αυθαίρετο συλλογισμό: ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη είναι καλοπροαίρετα και, επιπλέον, είναι αντικειμενικά σε θέση να δράσουν ουδέτερα υπέρ του συλλογικού συμφέροντος. Στην πραγματικότητα, όλα τα σκέλη της τριμερούς σχέσης είναι προβληματικά.
Η συνεργασία της Αστυνομίας με φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης βασίζεται σε μια φαινομενικά ισότιμη αλλά ουσιαστικά άνιση σχέση εξουσίας. Λόγω πλήρους ασυμμετρίας δυνάμεων ως προς την αξιολόγηση των απειλών και την ανεύρεση τρόπων αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, η συνεργασία με τους κατά τόπους δήμους θα οδηγήσει στην εν τοις πράγμασι καθιέρωση του κυρίαρχου αστυνομικού ορισμού της εκάστοτε απειλής και στην επιβολή της αστυνομικής αντίληψης χειρισμού των πραγμάτων στην εκάστοτε τοπική ιδιαιτερότητα. Τι μέσα έχουν στη διάθεσή τους οι δήμοι για να αντιταχθούν στην ηγεμονική θέση της Αστυνομίας;
Η διεθνής εμπειρία μάς δείχνει ότι, λόγω άγνοιας των αιτίων γένεσης και εξάπλωσης της εγκληματικότητας και λόγω επιθυμίας εξυπηρέτησης τοπικών ψηφοθηρικών συμφερόντων, τα αιτήματα των δήμων επικεντρώνονται στην υιοθέτηση μέτρων με άμεσα και, κυρίως, ορατά αποτελέσματα. Η πρόληψη της παραβατικότητας βασίζεται επομένως στη λήψη κατασταλτικών ή δημαγωγικών μέτρων.
Οι νέες αγορές ασφάλειας που θα ανοίξουν στο τοπικό επίπεδο θα ελκύσουν τους επιχειρηματίες, οι οποίοι δεν θα διστάσουν να δελεάσουν τους κατά τόπους αρμόδιους φορείς για να τους πείσουν να προσφύγουν σε δαπανηρές, εντυπωσιακές αλλά αναποτελεσματικές τεχνολογίες (π.χ. εγκατάσταση καμερών σε δημόσιους χώρους) ή να δημιουργήσουν συνθήκες απασχόλησης ιδιωτικού προσωπικού ασφαλείας.
Η συνεργασία της Αστυνομίας με τους πολίτες είναι προβληματική, διότι, πριν καν εγείρει το τραυματικό για τη συλλογική μνήμη ζήτημα της κατάδοσης και του χαφιεδισμού και πριν καν εγείρει το ζήτημα της αξιοπιστίας της Αστυνομίας στα μάτια των πολιτών, θέτει ένα ζήτημα ηθικής.
Στη Μεγάλη Βρετανία, όπου έχει κυρίως αναπτυχθεί αυτό το μοντέλο συνεργασίας, η Αστυνομία έχει από καιρού λάβει πολλά αυστηρά μέτρα προκειμένου να πατάξει τη διαφθορά και την αυθαιρεσία στους κόλπους της. Η Αστυνομία με την οποία καλούνται να συνεργαστούν οι Βρετανοί πολίτες είναι κατ’ αρχήν νομοταγής.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός πάταξης της διαφθοράς στους κόλπους της Αστυνομίας. Και η Αστυνομία έχει ώς τώρα επιδείξει απόλυτη απροθυμία θέσπισης οιουδήποτε μηχανισμού ουσιαστικού ελέγχου της βίας και αυθαιρεσίας του προσωπικού της. Παρά την έξαρση του προβλήματος και τη σοβαρότητα των περιστατικών, επικρατεί πάντα η μαφιόζικη λογική της ομερτά προκειμένου οι αστυνομικοί να παραμείνουν στο απυρόβλητο.
Οι δράστες συγκαλύπτονται συστηματικά από τους συναδέλφους τους, την ιεραρχία τους, τη φυσική και την πολιτική ηγεσία του σώματος. Οι πολίτες καλούνται επομένως να συνεργαστούν με μια κατ’ αρχήν μη νομοταγή Αστυνομία. Θεωρείται αυτονόητο ότι αυτή η συνεργασία θα γίνει προς όφελος της κοινωνίας;
Το ότι οι λόγοι για τους οποίους καλούνται να συνεργαστούν οι πολίτες με την Αστυνομία αποβλέπουν πρωτίστως στην αύξηση της εξουσίας της Αστυνομίας, και όχι στην προώθηση του συλλογικού συμφέροντος, φαίνεται σαφώς από τις διατάξεις του άρθρου 12§2ε του νόμου: η μακροσκελέστατη απαρίθμηση των μορφών βίας, στην πάταξη των οποίων θεωρείται ότι μπορούν να εκφέρουν άποψη οι πολίτες, δεν περιλαμβάνει την αστυνομική βία και αυθαιρεσία. Γιατί δεν καλούνται οι πολίτες, και μάλιστα οι επιστημονικά καταρτισμένοι πολίτες, να συμβάλουν στην πρόληψη του φαινομένου; Πώς θεωρείται αυτονόητο ότι η Αστυνομία παραμένει εκτός κοινωνίας ενόσω ισχυρίζεται ότι πλησιάζει την κοινωνία προς όφελός της;
Η προβλεπόμενη συμμετοχή των πολιτών στη λειτουργία των Τοπικών Συμβουλίων Πρόληψης Παραβατικότητας είναι ανεπιθύμητη σε μια ευνομούμενη πολιτεία.
Οταν πρόκειται για σύνθετα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, οι πολίτες δεν διαθέτουν τις γνώσεις που θα τους επέτρεπαν να έχουν σφαιρική προσέγγιση του θέματος. Δεν αρκεί να κατέχει κάποιος ένα, λίγο ώς πολύ, συναφές πτυχίο ή έναν μεταπτυχιακό τίτλο, να κατοικεί τυχαία σε μια περιοχή και να θέλει να ασχοληθεί με τα κοινά, για να θεωρηθεί ότι μπορεί να επέμβει επωφελώς στη χάραξη πολιτικών ασφάλειας.
Θα νοούνταν ποτέ να συμμετείχαν, υπό οιανδήποτε μορφή, παρεμφερείς κατηγορίες πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων του υπουργείου Αμυνας; Απολύτως αδιανόητο. Τι μας επιτρέπει να θεωρήσουμε ότι η εσωτερική ασφάλεια είναι υποδεέστερη της εξωτερικής ώστε να περικλείσουμε τους πολίτες στον κύκλο των συμμετεχόντων στον σχεδιασμό πολιτικών εσωτερικής ασφάλειας;
Εξ ορισμού, οι πολίτες τείνουν να προωθούν τα ατομικά ή συντεχνιακά τους συμφέροντα, ενδεχομένως σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος. Η έμμεση πίεση που θα ασκούν, ως εκλογείς, στους φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα αναγκάσει όμως τους τελευταίους να λάβουν υπόψη τους τα αιτήματα των πολιτών, με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν κατά τόπους ιδιοτελείς, αν όχι ιδεοληπτικές, πολιτικές πρόληψης της εγκληματικότητας.
Ας θυμηθούμε τις πιέσεις για τήρηση της τάξης που έχουν ασκηθεί στο πρόσφατο παρελθόν από διάφορες ιδεοληπτικές επιτροπές κατοίκων ή από άλλες ομάδες φαινομενικά καλοπροαίρετων κατοίκων (π.χ. καλλιτεχνών και διανοούμενων), οι οποίοι ουσιαστικά προωθούσαν ιδιοτελή οικονομικά συμφέροντα.
Στο εξωτερικό, η ενεργός συμμετοχή πολιτών στην εφαρμογή τής κατά τόπους αντιεγκληματικής πολιτικής έχει πάρει, μεταξύ άλλων, τη μορφή συστηματικής παρακολούθησης συγκεκριμένων ομάδων πληθυσμού για την ενδεχόμενη καταγγελία πιθανολογούμενων αδικημάτων. Πρέπει άραγε να τονιστεί πόσο επικίνδυνη θα ήταν η εισαγωγή παρεμφερών πρακτικών για την ήδη κλονισμένη κοινωνική συνοχή της χώρας;
Εν κατακλείδι, η χρήση της σαγηνευτικής λέξης «πολίτης» υποκρύπτει την υπονόμευση του συλλογικού συμφέροντος: διακύβευση της ευνομίας, αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής, διάβρωση της εξουσίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Προς όφελος της Αστυνομίας. Εις βάρος του πολίτη.
……………………………………………………………………………………………………………………………
* Αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Πανεπιστήμιο Paris XI
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου