Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Περι υδρογονανθρακων και αναπτυξης...

photo-2
«Πρέπει να προφυλαχθεί η Ευρώπη από τους κινδύνους που βρίσκονται στα νότιά της, και από εκεί προέρχονται κύματα μεταναστών, στην απέναντι ακτή βρίσκονται πλουτοπαραγωγικοί πόροι που έχει ανάγκη η Ευρώπη, αλλά και στον ίδιο το βυθό της Μεσογείου. […] Η ΕΕ πρέπει να κάνει αισθητή την παρουσία της στη γειτονιά της, η Μεσόγειος παίζει και θα παίξει καθοριστικό ρόλο για την ασφάλεια και τη διεθνή ακτινοβολία της Ευρώπης, για τον ενεργειακό εφοδιασμό της» δήλωσε προ ημερών ο κ. Σαμαράς αναζητώντας τη στήριξη της ΕΕ για την ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ και την εξόρυξη πετρελαίου από τη Μεσόγειο.
Θα ξεπεράσουμε το μεγαλοϊδεατισμό του ανδρός που φαντάζεται την Ελλάδα ως ενεργειακό κόμβο για την Ευρώπη. Θα ξεπεράσουμε ακόμα και την αποικιοκρατική λογική του, που βλέπει την Αφρική ως χώρο από τον οποίο η Ευρώπη πρέπει να αντλήσει φυσικούς πόρους και στον οποίο πρέπει να εγκλωβίσει πιθανούς μετανάστες.
Θα μείνουμε όμως στη  θέση που έρχεται και επανέρχεται στο δημόσιο λόγο και λέει ότι η ανάπτυξη για την Ελλάδα εξυπηρετείται από τις εξορύξεις υδρογονανθράκων. Την ίδια ακριβώς θέση εξέφρασε ο κύπριος πρόεδρος κ. Αναστασιάδης όταν τις πρώτες μέρες της κυπριακής κρίσης δήλωσε ότι οι μικροκαταθέτες που πιθανώς να χάσουν τις αποταμιεύσεις τους από τις τράπεζες θα αποζημιωθούν παίρνοντας μετοχές από την εταιρεία εξόρυξης φυσικού αερίου της Κύπρου.
Δημιουργείται ένα πλαίσιο όπου οι δύο χώρες παρουσιάζονται ως υπερχρεωμένες μεν, πλούσιες σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους δε. Πόρους που πρέπει να εκμεταλλευτούν άμεσα αν θέλουν «να βγουν από την κρίση». Παρότι πρέπει να αποφύγουμε τις εύκολες αντιστοιχίσεις, ο τρόπος που τίθεται το ζήτημα θυμίζει την εκμετάλλευση χωρών της Αφρικής και της Λ. Αμερικής από τις μεγάλες εταιρίες πετρελαίου τις προηγούμενες δεκαετίες. Ενισχύεται ένα πλέγμα πολύ συγκεκριμένων και ίδιων ιδεολογημάτων ενώ απονομιμοποιείται ο αντίλογος ως αναχρονιστικός.
Καταρχήν οι εξορύξεις υδρογονανθράκων παρουσιάζονται ως αδιαμφισβήτητα αναγκαίες σήμερα. Για τον κυρίαρχο λόγο είναι, αν όχι η μόνη, σίγουρα η πιο κατάλληλη οδός για να ξεπεραστεί η ύφεση και να επέλθει ανάπτυξη. Συνεπώς οποιοδήποτε μοντέλο «επανεκκίνησης της οικονομίας» πρέπει να τις περιλαμβάνει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Υπάρχει μόνο μια δυνατότητα ανάπτυξης –με κέντρο τις εξορύξεις– και οι κοινωνίες καλούνται απλά να την αποδεχτούν.
Αν ξεφύγουμε όμως από τα προφανή και μελετήσουμε λίγο βαθύτερα ένα μοντέλο ανάπτυξης που βασίζεται στις εξορύξεις θα δούμε ότι, προκειμένου οι όποιες εξορύξεις να είναι επικερδείς στην παγκόσμια αγορά σήμερα, προϋποθέτουν ένα κράτος σε «διαρκή κρίση». Ένα κράτος που μπορεί να προσφέρει στις πετρελαϊκές εταιρείες φθηνή γη, χαμηλό εργατικό κόστος και άμεση καταστολή των όποιων κοινωνικών αντιστάσεων. Αυτή η καταστατική δυνατότητα είναι που κάνει ελκυστικές τις επενδύσεις τέτοιου είδους σήμερα σε Ελλάδα και Κύπρο και κάνει «εμφανή» κοιτάσματα, που μέχρι τώρα δεν ενδιέφεραν το παγκόσμιο κεφάλαιο.
Κατά δεύτερον, τα οφέλη από τις εξορύξεις παρουσιάζονται ως δεδομένα και τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά κόστη ως πάντα μετρήσιμα και διαχειρίσιμα. Ερωτήματα και κριτικές σε σχέση με την επικινδυνότητα εξορυκτικών δραστηριοτήτων σε μια κλειστή θάλασσα όπως το Αιγαίο ή η Μεσόγειος παρουσιάζονται ως αβάσιμα. Τόσο όμως η εμπειρία του Μεξικού πριν λίγα χρόνια, όσο και οι καθημερινές διαρροές πετρελαίου σε περιοχές της Νιγηρίας σήμερα, δεν μας επιτρέπουν να τα προσπερνάμε. Το κόστος σε οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο, όχι από ένα ατύχημα κλίμακας αλλά από μια απλή διαρροή στο Αιγαίο, είναι τεράστιο και καμία εταιρεία δεν μπορεί να διασφαλίσει την αποφυγή ενός τέτοιου ενδεχόμενου.
Τέλος, τα οφέλη από τις εξορυκτικές δραστηριότητες παρουσιάζονται σαν να διαχέονται ενιαία στην κοινωνία και να τα απολαμβάνουν όλοι. Οι ταξικές διαφοροποιήσεις και οι τοπικές ιδιαιτερότητες φαίνονται ως μη παρούσες «καθώς όλοι έχουν κερδίζειν» από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. «Αυτόματα» θα ανοίξουν χιλιάδες θέσεις εργασίας, θα αυξηθεί η παραγωγική δραστηριότητα της χώρας και θα «αναπτυχθούμε».
Όμως και πάλι η πρόσφατη ιστορία διαψεύδει αυτές τις εύκολες γενικεύσεις. Χώρες της Λ. Αμερικής που τα μεταπολεμικά χρυσά χρόνια του καπιταλισμού «αναπτύχθηκαν» μέσω αυτού του μοντέλου, πέτυχαν να αυξήσουν τις ταξικές διαφορές στο εσωτερικό τους, να οδηγήσουν μεγάλα μερίδια του πληθυσμού σε φτωχοποίηση και να υποβαθμίσουν την ποιότητα ζωής και περιβάλλοντος σε τεράστιες περιοχές.
 Γ.Β.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων