Λιτότητα και θεσμική συμμόρφωση ή δημοσιονομική απειθαρχία και αντίσταση; Ως γνωστόν, έτσι τοποθετούνται οι δύο κύριοι πολιτικοί πόλοι όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και ευρύτερα. Ο υπάκουος πόλος και ο κριτικός. Ονομάζονται μνημονιακός και αντιμνημονιακός, αλλά στην πραγματικότητα πίσω τους αθροίζονται ποικίλα περιεχόμενα και απωθημένα.
Εχω θέση υπέρ του δεύτερου· εν τούτοις, ο τρόπος ανάπτυξης των αφηγημάτων που εισηγούνται μου δημιουργεί αμφιβολίες. Στην ουσία τους φαίνεται να συγκεφαλαιώνουν δύο θεμελιώδεις και αποκλίνουσες εκδοχές για την ύπαρξη της χώρας και του λαού και προϋποθέτουν διαφορετικές αρχιτεκτονικές της Ευρώπης και της, ηγεμονικής μέχρι πριν λίγο, ιδεολογίας της «ευρωπαϊκότητας». Αυτό που μοιάζει με διλημματικό ερώτημα, στην πραγματικότητα είναι οι αποσυναρμολογημένες απαντήσεις σε ένα ερώτημα που δεν έχει επαρκώς τεθεί ή σε ένα ερώτημα που χάνεται στην πολεμική, που αποκρύπτεται από την ίδια τη φύση της πολιτικής φιλολογίας. Γιατί το ζήτημα δεν είναι τι απάντηση δίνει η μνημονιακή ή η αντιμνημονιακή πλευρά της πολιτικής σκηνής, αλλά σε ποιο ερώτημα απαντά. Είναι γνωστό ότι η θέση, η δομή ενός ερωτήματος είναι το κρίσιμο στοιχείο και όχι οι απαντήσεις που συχνά είναι απλώς οι αναπαραγωγικοί δορυφόροι του ερωτήματος. Και οι δύο πλευρές, μνημονιακή και αντιμνημονιακή θεώρηση, κινδυνεύουν με καθήλωση και θνησιγένεια των εναλλακτικών τους. Τέρμα η λιτότητα. Οι πολιτικές της λιτότητας είναι αδιέξοδες. Περίπου έτσι τοποθετείται η αντιμνημονιακή πλευρά. Η ελληνική συντηρητική σκηνή, απ' την άλλη, ισχυρίζεται με δογματισμό ότι μέσα από το πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο επιτυγχάνεται διά της λιτότητας, θα βγούμε από την κρίση, θα πείσουμε τους δανειστές, θα έλκουμε επενδύσεις κ.λπ. Πέρα από τις προφανείς απλουστεύσεις που στενεύουν τις πολιτικές προτάσεις, αναδύεται ένα δομικό πρόβλημα που κάνει τις εκδοχές επιχειρησιακά ανενεργές.
Η μία πλευρά, η αντιμνημονιακή, δίνει μια πολιτική απάντηση σε ένα ανθρωπιστικό πρόβλημα. Η άλλη πλευρά, η μνημονιακή, δίνει μια ηθικοσυμπεριφορική απάντηση σε ένα τεχνικο-οικονομικό ερώτημα. Η πρώτη ιεραρχεί τον ανθρωπισμό ως οργανικό κομμάτι της τεχνικο-οικονομικής διάρθρωσης του χρέους, η δεύτερη, η μνημονιακή, ιεραρχεί τη συμμόρφωση ως υπέρτατη αξία που κάποια στιγμή θα αμειφθεί με την οικονομική και πολιτική επιείκεια.
Και οι δύο θεωρήσεις προϋποθέτουν μια αναγκαστική παραχώρηση της ιστορίας. Ασύμπτωτοι δρόμοι. Ισως αυτό ακριβώς να ιχνογραφεί το μέγεθος και την ποιότητα του ελληνικού προβλήματος: δεν νοείται από την πολιτική σκηνή, επακριβώς και στις διαστάσεις του. Δεν μπορούν να συντεθούν τα διαρθρωτικά και ερωτηματικά σκέλη του πολύπλοκου ερωτήματος, όχι βέβαια για να συνυπάρξουν οι πολιτικές ομάδες και τα ελληνικά κόμματα «αγαπητικά», αλλά για να αναγνωσθούν με αξιόπιστο βάθος τα δυναμικά χαρακτηριστικά του προβλήματος. Αυτά που θα τυλίξουν τη μοίρα των μεταγενέστερων. Τι δουλειά θα κάνει η χώρα; Ποιο μερίδιο του διεθνούς καταμερισμού θα της δοθεί ή μπορεί να διεκδικήσει; Ποιο είναι το παραγωγικό μοντέλο που θα αντικαταστήσει ανορθωτικά το ελλείπον; Με ποια εργαλεία θα αυτοκατανοηθεί ο πολίτης; Γιατί το τι παραγωγικό μοντέλο θα διαμορφωθεί, θα υπερκαθορίσει και την ποιότητα της αυτοσυνειδησίας του πολίτη. Η χώρα μας υπήρξε αγροτική, μετεβλήθη σταδιακά σε μια οικονομία υπηρεσιών, μια στρεβλή, άτσαλα, αστυφιλική οικονομία, υποτυπωδών υπηρεσιών, εξέπεσε σε μια οικονομία του επιδοματικού παρασιτισμού.
Η χώρα κατέληξε. Αυτό το ιστορικό ανατέμνει και τις ανεπάρκειες των κομμάτων εξουσίας που μέσα στις εκλογικές τους ιδιοτέλειες δεν έβλεπαν την τύφλα τους, αλλά ανατέμνει και τις διαμορφούμενες «μέσες» κοινωνικές ποιότητες που συγκρότησαν τις λαϊκές ορμές και τις διεφθαρμένες συλλογικές συμπεριφορές. Αλλά αυτό το ιστορικό της λαθρανάπτυξης, ο τύπος και ο χαρακτήρας των στρεβλώσεων, είναι ενεργητικό στοιχείο που καθορίζει τις πολιτικές συμπεριφορές και αποτρέπει στο να συγκροτηθούν οι όροι ανάγνωσης και δίκαιης λύσης.
Η λάθος ανάπτυξη καθοδηγεί σε λάθος ερμηνείες και λάθος στρατηγικές επιλογές. Το λάθος δηλαδή είναι πιο ολιστικό από την ελαττωματική φύση των κομμάτων, από τη λαϊκή βουλιμία, την παραγωγική απραξία, την προχειρότητα και τους ερασιτεχνισμούς της κυβέρνησης και των τελεστών της. Είναι λάθος πολιτιστικού μοντέλου, που στοιχειώνει και το πρόβλημα και τις αναγνώσεις και τις λύσεις. Δεν φαίνεται στον ορίζοντα διέξοδος, αφού δεν μπορεί να τεθεί το θεμελιώδες ερώτημα, μέσα από την ολικά διαταραγμένη ταυτότητα του συλλογικού υποκειμένου.
*Ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ
dsevastakis@arch.ntua.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου