του Βασιλη Δρουκοπουλου, απο τα Ενθεματα...
Έργο του Ρ. Χάουσμαν
Από ένα «instrumentumvocale» στη δίποδη-ανθρωπόμορφη εκδοχή της επιχείρησης
«Η συζήτηση αδιάλειπτα θολώνει από την προσπάθεια της μεταμφίεσης των απαιτήσεων του κεφαλαίου ως αναγκών του λαού, της υποταγής της ανθρώπινης αγωνίας, έτσι ώστε να προσαρμόζεται στους σκοπούς των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων»
(Nigel Harris, Of Breadand Guns, Penguin, Harmondsworth, 1983, σ. 239)
Αναπαράγω την είδηση:
«Ο Μάικ Μέριλ, ένας 35χρονος κάτοικος του Πόρτλαντ, πρέπει να πάρει άδεια από τους μετόχους της εταιρείας του για να βγει ραντεβού με μια κοπέλα ή για να κάνει δίαιτα. Πριν από πέντε χρόνια, ο Μέριλ αποφάσισε να μετατρέψει τον εαυτό του σε εταιρεία, την οποία ελέγχουν σήμερα οι 320 μέτοχοί της: “Πουλάω μετοχές του εαυτού μου και στη συνέχεια επιτρέπω στους μετόχους μου να με καθοδηγούν σε αποφάσεις για τη ζωή μου”, είπε ο άνθρωπος-επιχείρηση στην εκπομπή Today. Όπως αναφέρει, οι μέτοχοι τον ανάγκασαν να γίνει ψηφοφόρος των Ρεπουμπλικανών, του επέτρεψαν να φορά ρούχα Brooks Brothers και επέλεξαν το πρόγραμμα που ακολουθεί στο γυμναστήριο. Του επέτρεψαν επίσης να βγαίνει με την κοπέλα της προτίμησής τους, αφού όμως τους υπέβαλε πρώτα έκθεση για την εμπειρία του πρώτου ραντεβού τους» (goo.gl/OsKH2, 31.3.2013).
Επιπρόσθετα, ο Μ.Μ. μας επισημαίνει στην ιστοσελίδα του: «Ο σκοπός δεν είναι να δημιουργηθούν κέρδη, αλλά είναι πιθανόν να προκύψουν στο μέλλον. Αντίθετα, πρόκειται για μια ομάδα ανθρώπων που εργάζονται για να επιτευχθεί ένας κοινός στόχος. Χρησιμοποιώντας μια προσαρμοσμένη δομή της αγοραίας οικονομίας, εσείς κι εγώ έχουμε στην κατοχή μας ένα διαθέσιμο μηχανισμό για ενέργειες, ανάληψη ευθυνών και μέτρηση της επιτυχίας που δεν είναι μόνον καλά τεκμηριωμένος αλλά και εύκολα κατανοητός».
Με την αφορμή αυτή, επαναφέρω στη μνήμη μας τα εξής, για να τα συνδέσουμε τελικά με την αλλόκοτη περίπτωση που μόλις περιγράψαμε:
α. Δουλεία. Η δουλεία, ως σχέση κυριαρχίας, δεν ήταν τίποτε άλλο από τον βίαιο εξαναγκασμό σε εργασία ανθρώπων που είχαν χάσει την ελευθερία τους και αποτελούσαν ιδιοκτησία εκείνων που κατείχαν τα μέσα παραγωγής. Ο δούλος δεν είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί την εργασία του στον κύριό του, ειδαλλιώς θα θανατωνόταν. Οι δουλοκτήτες δεν παρείχαν στους δούλους το ελάχιστο όριο συντήρησης μόνο για να μεγιστοποιήσουν το πλεόνασμα που καρπώνονταν, αλλά και για να διατηρούν τον έλεγχό τους. Όπως είχε παρατηρήσει ο Μαρξ, ένας Ρωμαίος συγγραφέας και επιστήμονας, ο Μάρκος Τερέντιος Βάρρο, είχε αποκαλέσει τον δούλο instrumentum vocale (εργαλείο που μιλάει), το ζώο instrumentum semi-mutum και το άροτρο instrumentum mutum (βουβό εργαλείο). Είχε λοιπόν διαμορφωθεί ο πρώτος ταξικός διαχωρισμός της κοινωνίας.
β. Δουλοπαροικία. Οι δουλοπάροικοι-αγρότες, που κατείχαν και καλλιεργούσαν τη γη, δεν ήταν οι ιδιοκτήτες της. Η γη είχε παραχωρηθεί στον φεουδάρχη άρχοντα από έναν ανώτερο ευγενή, στον οποίο ήταν προσωπικά υποτελής και όφειλε στρατιωτική υπηρεσία σ’ εποχή πολέμου. Η εκμετάλλευση ήταν καθαρή και φανερή. Μας θυμίζει ο Μωρίς Ντομπ (Μ. Dobb, StudiesintheDevelopmentofCapitalism): «Η πηγή από την οποία η φεουδαρχική άρχουσα τάξη αντλούσε το εισόδημά της, και η μόνη πηγή από την οποία αυτό το εισόδημα μπορούσε να αυξηθεί, ήταν η υπερεργασία της δουλοπάροικης τάξης πάνω από εκείνη που ήταν αναγκαία για την επιβίωσή της». Επίσης, ο δουλοπάροικος εξουσίαζε τα σύνεργα με τα οποία καλλιεργούσε τη γη και έτρεφε δικά του ζώα. Είχε όμως περιορισμένη ικανότητα μετακίνησης και δεν μπορούσε να διαθέσει την κινητή του περιουσία (π.χ. ζώα) χωρίς τη ρητή άδεια του φεουδάρχη. Τα σχέδια για τα παιδιά του υπόκεινταν σε έλεγχο, π.χ. δεν μπορούσε, χωρίς άδεια, να τα στείλει σε κάποιο θρησκευτικό τάγμα (Ο Μάικ Μέριλ, πάλι στην ιστοσελίδα του, αποτεινόμενος σε υποψήφιο επενδυτή-μέτοχο, μας πληροφορεί: «Μπορεί να είσαι το μόνο πρόσωπο που ψηφίζει να πάω στο νυχτερινό σχολείο, αλλά αν έχεις αρκετές μετοχές στην κατοχή σου, θα πρέπει να εγγραφώ»). Δεν ήταν η δουλοπαροικία μια κλειστή φιλική κοινότητα που χαρακτηρίζεται επιφανειακά από το επίχρισμα της Gemeinschaftlichkeit (κοινοτικός τρόπος ζωής). Η απόσπαση του υπερπροϊόντος ήταν άμεσα αντιληπτή. «Είναι φανερό σε όλους ότι ο δουλοπάροικος ξοδεύει μέρος του χρόνου του εργαζόμενος προς όφελος του αφέντη του» (G. A. Cohen, KarlMarx’sTheoryofHistory: adefence).
γ. Φεουδαρχισμός και καπιταλισμός. Συνεχίζουμε με ένα άλλο απόσπασμα από το έργο του Κοέν: «[...] στον καπιταλισμό ο τρόπος με τον οποίο ένα μέρος του προϊόντος του κόπου του εργάτη παρακρατείται από τον καπιταλιστή αποκρύπτεται. Η εργατική μέρα και ο εργατικός χρόνος δεν χωρίζονται καθαρά σε περιόδους για τις οποίες ο εργάτης αποζημιώνεται και σε εκείνες για τις οποίες δεν αποζημιώνεται. Είναι λάθος ότι σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή ο εργάτης ή παράγει προϊόν ισότιμο με τα ημερομίσθιά του ή παράγει προϊόν ισότιμο με το κέρδος, όμως η θεωρία αποφαίνεται για τον διαχωρισμό του συνολικού του χρόνου σ’αυτά τα δύο κομμάτια. Ούτε το απτό φυσικό προϊόν μοιράζεται μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη. Μοιράζονται μόνο τα χρήματα που το προϊόν αποφέρει στην αγορά, και αυτό συσκοτίζει τη συναλλαγή μεταξύ τους. Έτσι, αυτό που η φεουδαρχική πρόσοδος αποκαλύπτει, το σύστημα των ημερομισθίων το κρύβει».
δ. 19ος αιώνας. Μεταφερόμαστε τώρα σε μια μεταγενέστερη περίοδο. Το 1886, στην απόφασή του για την υπόθεση SantaClaraCountyv. SouthernPacificRailroad, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απονέμει στην εταιρική επιχείρηση, με την κάλυψη της 14ης τροπολογίας του Συντάγματος, τη νομική μορφή του «προσώπου». Με επανειλημμένες κατοπινές δικαστικές αποφάσεις και νομικές μελέτες, η εταιρική επιχείρηση από την προηγούμενη μορφή της ως κρατικό δημιούργημα μέσω του εμπορικού δικαίου, μεταπήδησε σε μια φυσική οντότητα δηλαδή ως ένα πρόσωπο που κατέχει δικαιώματα. Παρ’ ολ’ αυτά, η μεγάλη εταιρική επιχείρηση στις αρχές του 20ού αιώνα συνέχιζε να στερείται, στα μάτια των πολιτών, μιας αντίστοιχης κοινωνικής και ηθικής νομιμοποίησης. Είχε αποκληθεί soullesscorporation (εταιρική επιχείρηση χωρίς ψυχή). Κάποιος θα μπορούσε πιθανόν να προσφύγει στη συνείδηση του ατομικού businessman, στην «επιχείρηση χωρίς ψυχή» όμως όχι. Αυτή λειτουργούσε με την ψυχρή οικονομική λογική και που κάθε της απόφαση βασιζόταν σε μια εξίσωση σε χρηματικούς όρους (RolandMarchand, CreatingtheCorporateSoul). Όλα αυτά θυμίζουν τον πάπα Ιννοκέντιο IV (π. 1195-1254), ο οποίος είχε αποφανθεί ότι η Εκκλησία δεν είναι σε θέση να αφορίσει μια επιχείρηση, γιατί δεν έχει ψυχή, επομένως δεν μπορεί να χάσει κάτι που δεν έχει. Στο ίδιο μοτίβο είναι και η παρατήρηση του βαρώνου Thurlow, ο οποίος για πολλά χρόνια, προς το τέλος του 18ου αιώνα, είχε χρηματίσει, ως Τόρυ πολιτικός, λόρδος καγκελάριος της Βρετανίας: «Μήπως περίμενες μια εταιρική επιχείρηση να έχει συνείδηση, αφού ούτε ψυχή έχει για να δεχθεί κατάρες ούτε σώμα για να δεχθεί κλωτσιές;». Και γι’αυτό κάνουν ότι θέλουν. Μα το Θεό, χρειάζονται και τα δύο (και σώμα και ψυχή), φαίνεται να συμπλήρωσε. Οι πολλαπλές προσπάθειες για την εμφύσηση ανθρώπινων χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων στην εταιρική επιχείρηση θα πολλαπλασιαστούν σε όλη τη διάρκεια του 20ού αίώνα, και βέβαια συνεχίζονται αδιάκοπα ως τις μέρες μας.
Πού μπορεί λοιπόν να καταταχθεί ο Μ.Μ.; Είναι δούλος, δουλοπάροικος, προλετάριος ή μέλος του «πρεκαριάτου»; Ανθρωπόμορφη επιχείρηση ή λάτρης ριψοκίνδυνων περιπετειών που χρηματοδοτούνται από ιδιοτελείς χορηγούς; Ή μήπως χαρακτηρίζεται εκλεκτιστικά με ιδιότητες από όλες αυτές τις κατηγορίες; Ο Μ.Μ. καταβάλλει μερίσματα; Οι μέτοχοι προεξοφλούν μελλοντικές αποδόσεις; Θα παραχθεί και θα αντληθεί υπεραξία; Ερωτήματα που αναμένουν τις αντίστοιχες απαντήσεις. Και που ασφαλώς θα πρέπει να είναι πιο αναλυτικές και εμπεριστατωμένες από εκείνη του πλουσιότερου ανθρώπου όλης της οικουμένης στο τέλος του 19ου αιώνα (ιδιοκτήτης σιδηρόδρομων) WilliamH. Vanderbilt ο οποίος σε ερώτηση ενός δημοσιογράφου είχε απερίφραστα αποκριθεί (1883): «Στο διάολο το κοινό! Εργάζομαι μόνο για τους μετόχους μου».
ΥΓ. Στη συνέντευξη που είχε πάρει ο Κλωντ Κόουμπερν, πιθανόν ο πιο σημαντικός αριστερός δημοσιογράφος του 20ού αιώνα, από τον Αλ Καπόνε ((Σικάγο, 1930), ο δεύτερος είχε δηλώσει εμφατικά: «Άκου, μη σου μπει στο μυαλό η ιδέα ότι είμαι ένας από αυτούς τους αναθεματισμένους ριζοσπάστες. Μη σου μπει η ιδέα στο μυαλό ότι χτυπάω το αμερικανικό σύστημα». Προσθέτει ο Κόουμπερν ότι ο συνεντευξιαζόμενος εξύμνησε την ελευθερία, την επιχείρηση και τους πρωτοπόρους. Μίλησε για την «κληρονομιά μας». Αναφέρθηκε με περιφρονητική αηδία στον σοσιαλισμό και αναρχισμό. «Οι απάτες μου», επανέλαβε πολλές φορές, «ακολουθούν αυστηρά αμερικανικά πρότυπα και έτσι πρόκειται να μείνουν»… «Το δικό μας, το αμερικανικό σύστημα», κραύγασε, «πες το αμερικανισμό, πες το καπιταλισμό, πες το όπως θες, προσφέρει στον καθένα μας τη μεγάλη ευκαιρία, αρκεί να την αδράξουμε και με τα δυο μας χέρια και να την εκμεταλλευτούμε όσο μπορούμε» (ClaudCockburn, I, Claud). Ελπίζω ο Μ.Μ. να κρατάει σωστά λογιστικά βιβλία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου