απο το Ιστολογιο του Ερυθρου Καγκουρω...
Ξεκάθαρα πράγματα. Τη νηστεία τη σέβομαι για όποιον την επιλέγει. Μπορεί να την επιλέξω κι εγώ. Για θρησκευτικούς ή όχι λόγους. Τέλος πάντων θεωρώ ότι υπάρχει ένα modus vivendi μεταξύ νηστευόντων και μη, με διάφορες γαστρονομικές ντρίμπλες, έτσι ώστε να είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Άλλωστε κι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος δίνει απλόχερα και έξυπνα την άφεση “νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον. Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες.” Το κρατώ και το σημειώνω με την επιφύλαξη ότι η τράπεζα δεν γέμει ρε γαμώτο για τους πάντες.
Μεγάλη Πέμπτη ήταν νομίζω κι η ουζοπαρέα είχε ανταμώσει στο μπακαλικάκι του Μήτσου. Μαρμάρινος πάγκος. Το επαγγελματικό ηλεκτρικό ψυγείο έβγαζε παγωμένο νερό στο βρυσάκι. Ο Μήτσος , μπακάλης κι οικοδεσπότης και άγιος άνθρωπος, έβγαζε μεζέδες. Νηστίσιμους. Κάτι ελιές, κάτι τουρσιά της άλμης, παξιμάδι βρεμένο, τέτοια πράγματα. Τα ούζα πήγαιναν κι έρχονταν. Μαζεμένοι ήταν κάτι σακατεμένοι οικοδόμοι πριν πάνε σπίτι. Κάτι συνταξιούχοι που είχαν διαβάσει τρεις φορές την εφημερίδα μέχρι να φτάσει η παρέα, κι ο θείος μου ο Θοδωρής, που μόλις είχε ξεμπαρκάρει. Ούζο στο ούζο, κουβέντα στην κουβέντα, μπήκε ο διάολος μέσα τους. “Γαμώ το δεν είναι μεζές αυτός, που να πάει κάτω το ρακί”. Ζαλισμένοι κιόλας κολλήσανε κι αρχίσανε να λένε του Μήτσου “κάνε ρε και κάτι άλλο ν’ αρτυστούμε”. Ο μπακάλης, είπαμε θεοφοβούμενος άνθρωπος στην αρχή αρνήθηκε. Μετά μπήκε στον πειρασμό, φώναζαν κι οι μουστερήδες και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Άναψε τη γκαζιέρα, έβαλε το μαυρισμένο τηγάνι με το λάδι να τσιτσιρίζει πάνω της. Έβγαλε τα αυγά ημέρας που φύλαγε στο ψυγείο. Τα έσπασε μαστόρικα κι έπιασε να τα τηγανίζει. Μάτια. Μετά άνοιξε με μαεστρία έναν ντοματοπελτέ και τον έριξε στο τηγάνι. Πήρε να βράζει ο μεζές, τα σάλια της παρέας είχαν πέσει ήδη στο τσιμεντένιο πάτωμα. Μέχρι που άνοιξε η πόρτα…
Μπήκε ο Ραφαήλος. Σταυροκουμπωμένο σακάκι. Μαλλί μέσα στο μπριγιόλ. Σιδερωμένη η “Ακρόπολις” στη μασχάλη. Μουστακάκι ποντικοουρά. Ρουφιάνος της Ασφάλειας, επίτροπος στην εκκλησία, μικρέμπορος στην αγορά με διασυνδέσεις περίεργες και πάντα με το καθεστώς. Το όποιο καθεστώς. Τους έκοψε όλους κι έφριξε. Μάλλον του είχε σπάσει τα ρουθούνια κι η μυρωδιά και ξεσπάθωσε. “Καλά ντροπή δεν έχετε πάνω σας μωρέ; Σήμερα σταυρώνεται ο Χριστός κι εσείς πασχάζετε; Ιούδες!”. Ο Μήτσος ο μπακάλης έριξε τα μάτια χαμηλά. Κάνα δυο γεροντάκια καμώθηκαν πως κοίταζαν αλλού. Σηκώθηκε το Νικολάκι, το επιλεγόμενο Φτωχό, και κάτι πήγε να του πει. Ο θείος ο Θοδωρής (δεν ήταν στ’ αλήθεια θείος, έτσι τους λέγαμε όλους τους συγγενείς στη γειτονιά), θα ήταν φαίνεται κρίμα να την πληρώσει το Νικολάκι, σκέφτηκε, αυτός είχε πάντα τη θάλασσα.
“Κι όταν νήστευα εγώ ρε καριόλη 4 χρόνια την Κατοχή κι εσύ την έβγαζες με κονσέρβες και κουραμάνες των Γερμανών ήταν καλά;” Είχε πιάσει το Ραφαήλο, από τα πέτα και τον κουνούσε πέρα δώθε. Ο άλλος μιλιά. Τον πήγε καροτσάκι μέχρι την πόρτα του μπακάλικου. “Άιντε να χαθείς, Ιούδα!”. Και του πέταξε την “Ακρόπολη” ξεπουπουλιασμένη. Τα έφαγαν τα αυγά. Ήπιαν και το τελευταίο ουζάκι τους και απόσωσαν. Δεν μίλησαν σε κανέναν για το επεισόδιο πάρα μόνο χρόνια μετά. Παραδόξως ο Θοδωρής δεν είχε συνέπειες. Ούτε ο Ραφαήλος μίλησε, τι να πει;
“εγκρατείς και ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε”…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου