Κώστας Ν. Στρατηλάτης, απο το Κοκκινο Σημειωματαριο...
Ο ορισμός της δημοκρατίας που μας παρέδωσαν οι πολιτικές, επιχειρηματικές και μιντιακές ελίτ της «μεταπολίτευσης» ήταν βέβαια από μόνος του εξαιρετικά φειδωλός: Δημοκρατία είναι το ηρωικά κατεκτημένο σύστημα διακυβέρνησης που παρέχει σε όλους μεν τους εγγεγραμμένους πολίτες-ιδιώτες το προνόμιο να ψηφίζουν, αλλά σε μία εκλογική μειοψηφία (της τάξης περίπου του 40%) το ακόμη πιο σημαντικό προνόμιο να εκλέγει τους εκπροσώπους του έθνους και του λαού. Αυτοί με τη σειρά τους, αναλαμβάνουν μεν τη μεγάλη ευθύνη να μεριμνούν για τις ανάγκες της εκλογικής πελατείας τους, αλλά από την άλλη πλευρά λαμβάνουν για τέσσερα χρόνια ως αντίδωρο την ασυλία να κυβερνούν και να νομοθετούν περίπου κατά το δοκούν, υπό συνθήκες εξωφρενικής κομματικής πειθαρχίας, ανύπαρκτης εσωκομματικής δημοκρατίας και, βέβαια, συνεκτικά διαπλεκόμενης και πολιτικώς ορθά σκεπτόμενης μεγαλοδημοσιογραφίας. [1]
Ασφαλώς, ο παραπάνω ορισμός δεν άφηνε εντελώς ικανοποιημένα τα βαθυστόχαστα κριτήρια της φιλελεύθερης μεταπολιτευτικής διανόησης της χώρας μας —πολύ λιγότερο άλλα, πιο απαιτητικά κριτήρια και αισθητήρια. Όπως κι αν έχει, αυτό που γνωρίζαμε ήταν ότι οι τύποι της κοινοβουλευτικής διαδικασίας τηρούνταν, τουλάχιστον «σε γενικές γραμμές». Έστω και τυπικά, έστω και προσχηματικά, υπήρχαν πάντως κάποιοι δίαυλοι, αν όχι ελέγχου, τουλάχιστον επίγνωσης των περιεχομένων της διακυβέρνησης και της νομοθεσίας στον τόπο μας. Επίγνωσης, αν όχι των πολιτών, τουλάχιστον των Βουλευτών. Και αν όχι όλων, ή των περισσοτέρων εξ αυτών, πάντως κατά τεκμήριο των πιο καλά ενημερωμένων ή εκείνων που είχαν την ευθύνη του Υπουργού και της νομοθετούσας Κυβέρνησης συνολικά.
Φθάσαμε λοιπόν στην εποχή των Μνημονίων, όπου ακόμη και κορυφαίοι Υπουργοί της «μεταπολίτευσης» (και της «γενιάς του Πολυτεχνείου») αυτοθαυμάζονται για την υπεύθυνη ειλικρίνειά τους, όταν ομολογούν ότι δεν είχαν καν το χρόνο να διαβάσουν (πολύ λιγότερο να μελετήσουν) το κείμενο των πιο σημαντικών διεθνών συνθηκών που «υπέγραψε η χώρα» (ποια χώρα και ποιανού η υπογραφή;) εδώ και δεκαετίες. Φθάσαμε λοιπόν στην εποχή των Μνημονίων, όπου οι Βουλευτές της συμπολίτευσης θεωρούν θεμελιώδες δημοκρατικό δικαίωμά τους να μην γνωρίζουν ούτε αυτοί, έστω και σε γενικές γραμμές, το περιεχόμενο των νομοσχεδίων που «υπεύθυνα» ψηφίζουν. [2] (Φθάσαμε στην εποχή όπου θεωρείται αυτονόητο πως οι πιο σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις για τις επόμενες δεκαετίες, ρυθμίσεις που αφορούν κάθε σχεδόν τομέα της ζωής εκατομμυρίων πολιτών (και των γενιών που έρχονται), φθάσαμε λοιπόν στην εποχή όπου τα νομοθετήματα αυτά μπορούν άνετα να πακετάρονται ανά εκατοντάδες σελίδων σε ένα διάταγμα («πράξη νομοθετικού περιεχομένου») ή και σε ένα μόνο άρθρο κάποιου υπεργολαβικά υπερτροφικού πολυ-πολυ-νομοσχεδίου, προκειμένου να μην προκύψει, έστω και οριακά, το ενδεχόμενο κάποιας αποστασίας. Φθάσαμε στην εποχή όπου στις οθόνες των δελτίων ειδήσεων θριαμβεύει, και παρουσιάζεται ως θριαμβευτής, ο ροπαλοφόρος εκπρόσωπος της ΝΔ, να κατηγορεί με μύδρους την αντιπολίτευση, γιατί είχε το θράσος να υπερασπιστεί έστω τον τύπο των συνταγματικών και των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Φθάσαμε στην εποχή όπου ομολογείται ανοιχτά ότι η Βουλή νομοθετεί διά βοής και χωρίς στοιχειώδη έστω επίγνωση —και όποιος έχει αντίρρηση, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν, τα τηλεοπτικά παράθυρα θα τον καταδικάσουν συνοπτικά με βάση τις διατάξεις της θεωρίας των άκρων, του νέου εκθαμβωτικού παρασυντάγματος της φιλελεύθερης διανόησης της χώρας).
Το πιο θλιβερό είναι ότι η Κυβέρνηση, που οικειοποιήθηκε εδώ και καιρό ανοιχτά κάθε νομοθετική εξουσία στο κράτος που ονομάζεται Ελλάδα, η κυβέρνηση αυτή ομολογεί επίσης ανοιχτά ότι η νομοθετική, διαταγματική, διακυβερνητική, αναθεωρητική και η όποια άλλη εξουσία της τελεί υπό την έγκριση της τρόικα. Έχοντας οικειοποιηθεί το σύνολο των εξουσιών που πηγάζουν από το Λαό με σκοπό να του στερήσουν την ελπίδα να τις ασκήσει κάποτε στο μέλλον, έχοντας καταλύσει τις όποιες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, οι οποίες αποτελούσαν τη μόνη υπαρκτή δίοδο πολιτικής νομιμοποίησης κατά τον ορισμό της μεταπολίτευσης, έχοντας θεσμοποιήσει εξουσίες κυβερνητικής προπαγάνδας σε μεγαλο-εργολάβους και σε ασύδοτα αρπακτικά της δημοσιογραφίας, τα μέλη της Κυβέρνησης ομολογούν επιπλέον ανοιχτά (κάποιοι μάλιστα και χαρωπά) ότι οι όποιες, επί παντός επιστητού, αποφάσεις τους υπόκεινται στην έγκριση τριών γραφειοκρατών, ονόματι Τόμσεν, Μαζούχ και Μορς. Ακόμη και τα προσχήματα της «μεταπολίτευσης» έλαβαν τέλος.
Αυτό που ακόμη δεν ομολογείται ανοιχτά (αλλά βλέποντας τον ροπαλοφόρο εκπρόσωπο της κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Βουλή, πιστεύω ότι δεν θα αργήσει η ώρα) είναι ότι το Σύνταγμα του 1975 αποτελεί και ως κείμενο παρελθόν. Μέχρι να μας το ανακοινώσουν κι αυτό, θα έχουμε το προνόμιο να απολαμβάνουμε τις θυσίες, τις σωτηρίες και (ήδη) τα θεαματικά οφέλη της κοινοβουλευτικής τους δικτατορίας.
Υ.Γ. Αρνούμαι να υπογράψω το κείμενο αυτό με την ιδιότητα του δικηγόρου και του διδάκτορα Νομικής. Τούτο διότι αρνούμαι να αναλάβω τις διπλωματικές διατυπώσεις που αρμόζουν σε αυτούς τους τίτλους, τουλάχιστον όπως αυτοί εννοούνται από τους συνήθεις τύπους αστικής-πανεπιστημιακής ευγένειας στον τόπο μας.
_______________
Σημειώσεις
[1] Η «αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων» και το συναφές δικαίωμα των πολιτών σε πολυφωνική και κατά το δυνατόν πλήρη ενημέρωση δεν υπήρξαν ποτέ πραγματικότητα στη χώρα μας. Ο μεταπολιτευτικός ορισμός της δημοκρατίας δεν επεδίωξε ποτέ να βολέψει κάπως, έστω και προσχηματικά, τις συναφείς επιταγές των άρθρων 14 και 15 του Συντάγματος.
[2] Κάποιοι βέβαια, πιο πονηροί, σιγο-γκρινιάζουν περί τούτο με διαρροές (την επίσημη μορφή ενημέρωσης στη χώρα μας), προκειμένου να κερδίσουν λίγα δευτερόλεπτα τηλεοπτικής δημοσιότητας. Κάποιοι άλλοι, πάλι, χρησιμοποιούν την άγνοιά τους αυτή ως ρητορικό όπλο για να κατακεραυνώσουν την ανεύθυνη αντιπολίτευση, με εκφράσεις του τύπου: «εμείς οι υπεύθυνοι φθάσαμε σε σημείο να μην γνωρίζουμε τι ψηφίζουμε κι εσείς οι ανεύθυνοι, αντί να αναγνωρίζετε το μεγαλείο μας, έχετε το θράσος να μας κατηγορείτε για το χάλι της διαδικασίας».
Ασφαλώς, ο παραπάνω ορισμός δεν άφηνε εντελώς ικανοποιημένα τα βαθυστόχαστα κριτήρια της φιλελεύθερης μεταπολιτευτικής διανόησης της χώρας μας —πολύ λιγότερο άλλα, πιο απαιτητικά κριτήρια και αισθητήρια. Όπως κι αν έχει, αυτό που γνωρίζαμε ήταν ότι οι τύποι της κοινοβουλευτικής διαδικασίας τηρούνταν, τουλάχιστον «σε γενικές γραμμές». Έστω και τυπικά, έστω και προσχηματικά, υπήρχαν πάντως κάποιοι δίαυλοι, αν όχι ελέγχου, τουλάχιστον επίγνωσης των περιεχομένων της διακυβέρνησης και της νομοθεσίας στον τόπο μας. Επίγνωσης, αν όχι των πολιτών, τουλάχιστον των Βουλευτών. Και αν όχι όλων, ή των περισσοτέρων εξ αυτών, πάντως κατά τεκμήριο των πιο καλά ενημερωμένων ή εκείνων που είχαν την ευθύνη του Υπουργού και της νομοθετούσας Κυβέρνησης συνολικά.
Φθάσαμε λοιπόν στην εποχή των Μνημονίων, όπου ακόμη και κορυφαίοι Υπουργοί της «μεταπολίτευσης» (και της «γενιάς του Πολυτεχνείου») αυτοθαυμάζονται για την υπεύθυνη ειλικρίνειά τους, όταν ομολογούν ότι δεν είχαν καν το χρόνο να διαβάσουν (πολύ λιγότερο να μελετήσουν) το κείμενο των πιο σημαντικών διεθνών συνθηκών που «υπέγραψε η χώρα» (ποια χώρα και ποιανού η υπογραφή;) εδώ και δεκαετίες. Φθάσαμε λοιπόν στην εποχή των Μνημονίων, όπου οι Βουλευτές της συμπολίτευσης θεωρούν θεμελιώδες δημοκρατικό δικαίωμά τους να μην γνωρίζουν ούτε αυτοί, έστω και σε γενικές γραμμές, το περιεχόμενο των νομοσχεδίων που «υπεύθυνα» ψηφίζουν. [2] (Φθάσαμε στην εποχή όπου θεωρείται αυτονόητο πως οι πιο σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις για τις επόμενες δεκαετίες, ρυθμίσεις που αφορούν κάθε σχεδόν τομέα της ζωής εκατομμυρίων πολιτών (και των γενιών που έρχονται), φθάσαμε λοιπόν στην εποχή όπου τα νομοθετήματα αυτά μπορούν άνετα να πακετάρονται ανά εκατοντάδες σελίδων σε ένα διάταγμα («πράξη νομοθετικού περιεχομένου») ή και σε ένα μόνο άρθρο κάποιου υπεργολαβικά υπερτροφικού πολυ-πολυ-νομοσχεδίου, προκειμένου να μην προκύψει, έστω και οριακά, το ενδεχόμενο κάποιας αποστασίας. Φθάσαμε στην εποχή όπου στις οθόνες των δελτίων ειδήσεων θριαμβεύει, και παρουσιάζεται ως θριαμβευτής, ο ροπαλοφόρος εκπρόσωπος της ΝΔ, να κατηγορεί με μύδρους την αντιπολίτευση, γιατί είχε το θράσος να υπερασπιστεί έστω τον τύπο των συνταγματικών και των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Φθάσαμε στην εποχή όπου ομολογείται ανοιχτά ότι η Βουλή νομοθετεί διά βοής και χωρίς στοιχειώδη έστω επίγνωση —και όποιος έχει αντίρρηση, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν, τα τηλεοπτικά παράθυρα θα τον καταδικάσουν συνοπτικά με βάση τις διατάξεις της θεωρίας των άκρων, του νέου εκθαμβωτικού παρασυντάγματος της φιλελεύθερης διανόησης της χώρας).
Το πιο θλιβερό είναι ότι η Κυβέρνηση, που οικειοποιήθηκε εδώ και καιρό ανοιχτά κάθε νομοθετική εξουσία στο κράτος που ονομάζεται Ελλάδα, η κυβέρνηση αυτή ομολογεί επίσης ανοιχτά ότι η νομοθετική, διαταγματική, διακυβερνητική, αναθεωρητική και η όποια άλλη εξουσία της τελεί υπό την έγκριση της τρόικα. Έχοντας οικειοποιηθεί το σύνολο των εξουσιών που πηγάζουν από το Λαό με σκοπό να του στερήσουν την ελπίδα να τις ασκήσει κάποτε στο μέλλον, έχοντας καταλύσει τις όποιες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, οι οποίες αποτελούσαν τη μόνη υπαρκτή δίοδο πολιτικής νομιμοποίησης κατά τον ορισμό της μεταπολίτευσης, έχοντας θεσμοποιήσει εξουσίες κυβερνητικής προπαγάνδας σε μεγαλο-εργολάβους και σε ασύδοτα αρπακτικά της δημοσιογραφίας, τα μέλη της Κυβέρνησης ομολογούν επιπλέον ανοιχτά (κάποιοι μάλιστα και χαρωπά) ότι οι όποιες, επί παντός επιστητού, αποφάσεις τους υπόκεινται στην έγκριση τριών γραφειοκρατών, ονόματι Τόμσεν, Μαζούχ και Μορς. Ακόμη και τα προσχήματα της «μεταπολίτευσης» έλαβαν τέλος.
Αυτό που ακόμη δεν ομολογείται ανοιχτά (αλλά βλέποντας τον ροπαλοφόρο εκπρόσωπο της κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Βουλή, πιστεύω ότι δεν θα αργήσει η ώρα) είναι ότι το Σύνταγμα του 1975 αποτελεί και ως κείμενο παρελθόν. Μέχρι να μας το ανακοινώσουν κι αυτό, θα έχουμε το προνόμιο να απολαμβάνουμε τις θυσίες, τις σωτηρίες και (ήδη) τα θεαματικά οφέλη της κοινοβουλευτικής τους δικτατορίας.
Υ.Γ. Αρνούμαι να υπογράψω το κείμενο αυτό με την ιδιότητα του δικηγόρου και του διδάκτορα Νομικής. Τούτο διότι αρνούμαι να αναλάβω τις διπλωματικές διατυπώσεις που αρμόζουν σε αυτούς τους τίτλους, τουλάχιστον όπως αυτοί εννοούνται από τους συνήθεις τύπους αστικής-πανεπιστημιακής ευγένειας στον τόπο μας.
_______________
Σημειώσεις
[1] Η «αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων» και το συναφές δικαίωμα των πολιτών σε πολυφωνική και κατά το δυνατόν πλήρη ενημέρωση δεν υπήρξαν ποτέ πραγματικότητα στη χώρα μας. Ο μεταπολιτευτικός ορισμός της δημοκρατίας δεν επεδίωξε ποτέ να βολέψει κάπως, έστω και προσχηματικά, τις συναφείς επιταγές των άρθρων 14 και 15 του Συντάγματος.
[2] Κάποιοι βέβαια, πιο πονηροί, σιγο-γκρινιάζουν περί τούτο με διαρροές (την επίσημη μορφή ενημέρωσης στη χώρα μας), προκειμένου να κερδίσουν λίγα δευτερόλεπτα τηλεοπτικής δημοσιότητας. Κάποιοι άλλοι, πάλι, χρησιμοποιούν την άγνοιά τους αυτή ως ρητορικό όπλο για να κατακεραυνώσουν την ανεύθυνη αντιπολίτευση, με εκφράσεις του τύπου: «εμείς οι υπεύθυνοι φθάσαμε σε σημείο να μην γνωρίζουμε τι ψηφίζουμε κι εσείς οι ανεύθυνοι, αντί να αναγνωρίζετε το μεγαλείο μας, έχετε το θράσος να μας κατηγορείτε για το χάλι της διαδικασίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου