a/man/called/…
Πίνει εμφιαλωμένο νερό κρατώντας μια Βαμβουνάκη. Τίτλο δεν κατάφερα να δω. Αγνοώ γιατί οι εκδότες χαλαλίζουν πάντα για τις υπογραφές τη μεγαλύτερη γραμματοσειρά κι όχι για τον τίτλο. Δεν καταλαβαίνω γιατί ποτέ δεν δοκιμάζουν κάτι πέρα απ’ το πλατσούρισμα στα ρηχά και πεπατημένα. Όχι ότι θ’ αγχωθώ κιόλας. Πιο εύκολα βγάζω έρπη παρά βιβλίο.
Δεν είμαι σίγουρος ότι διαβάζει, δεν διακρίνω μάτια να κινούνται κάτω από τα μαύρα της γυαλιά. Τζάμια αυτή, τζάμια κι εγώ, δύσκολο έργο η παρατήρηση μετ΄εμποδίων. Ίσως γύρισε σελίδα, κάποια στιγμή που άλλαξε ρότα το βλέμμα μου. Κουρασμένο μα ευσυνείδητο, προπονημένο βλέμμα. Όχι σαν το σβέρκο του λύκου, δεν είναι καθηλωμένο μονόμπαντα στη γραμμή του ορίζοντα απέναντι. Αν κοιτάς συνέχεια εκεί σκέφτεσαι το φευγιό, μετά δεν έχεις καλό τέλος.
Το σώμα της είναι αξιοθέατο. Ωριμασμένο τριάντα, τριανταπέντε χρόνια το πολύ, χωμένο -όμως- μέσα σε άσχημο περιτύλιγμα. Πώς τους πουλάνε τόσο αντιερωτικά μαγιώ, τόσο άσχημα φλοράλ, σαν δειγματολόγιο από τούρκικα τραπεζομάντηλα, ένα νούμερο μεγαλύτερο το κάτω, δυο νούμερα μικρότερο το πάνω, κανένα δεν ταιριάζει πουθενά. Γυμνή θα ήταν πολύ καλύτερη, σκέφτομαι. Ριγώ με την σοφία μου. Γυμνή, με μαύρο γυαλί -ας είναι και των πέντε ευρώ, απ’ τον brother Louie που ήρθε απ’ την Kaduna για να πουλάει κινέζικα IWC και Πάνο Κιάμο κάνοντας ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στην ελληνική άμμο και τους χρυσαυγίτες- και νερό να κυλάει απ’ τα χείλια της στο στήθος και μετά στην κοιλιά και μετά πιο κάτω. Μερικές σταγόνες είναι πολύ πολύ τυχερές, ασυζητητί.
Αφήνει χάμω τη Βαμβουνάκη, πιάνει το κινητό. Δείχνει ακριβό, βαριά τριψήφιο. Πληκτρολογεί. Κάποιος, κάποια, παίρνει μήνυμα. «Ένας μαλάκας απέναντι με γδύνει με τα μάτια του». Smart girl..
Ενάμιση μέτρο δεξιά. Τα ice tea δεν είναι ice πλέον, στέκουν ανέγγιχτα πάνω από ένα τέταρτο. Από την ώρα που τα έφερε το -πολύ – εικοσάχρονο, με μαύρισμα Χάλι Μπέρι. Δεν μ’ αρέσει η Χάλι, το εικοσάχρονο όμως άξιζε κάθε γραμμάριο απ΄το βάρος των πουρμπουάρ -μισάευρα, μη φαντασθείς τίποτε πολύ φανταχτερό- που μάζευε απ’ τους άντρες. Γυναίκα που να της έδωσε φιλοδώρημα δεν είδα τριγύρω. Άντρες όμως που χαζεύαν κορίτσια -όπως αυτή- στην ηλικία της κόρης τους, κάμποσους. Ναμπόκοφ στα όρια της νομιμότητας. Τα αρσενικά μπορούμε να ξεφτιλιζόμαστε υποδειγματικά μέχρι τα βαθιά γεράματα, σπουδαία κατάκτηση δε τη λες.
Ανάμεσα στα ice tea δυο φίλες, συγγενείς, ζωντοχήρες, κουμπάρες, ποιος ξέρει…Ηλικία απροσδιόριστη, αυτή που λες «της περιποιημένης προεμμηνόπαυσης» και ξεμπερδεύεις στο χωροχρόνο ανάμεσα στα -άντα και τα -ήντα. Μαλλί βαμμένο, σιγουράντζα ανταύγεια επαρχιακού κομμωτήριου, πιασμένο πίσω και οι δυό. Η μια φοράει παράταιρη μαντήλα, αγορασμένη απ΄το παζάρι της Δράμας, της Ξάνθης, από κει τριγύρω, γυαλιά τεράστια κρύβουν τα πάντα. Μέτωπο, ζυγωματικά, με δυσκολία διακρίνω μύτη. Η Χόλι Γκολάιτλι της γειτονιάς. Αυτή, αριστερά, έχει ωραία πόδια. Απ’ αυτά που η γαμιόλα η κυτταρίτιδα τα κάνει να μοιάζουν πιο επιθυμητά (γίνεται κι αυτό, με τον καιρό μαθαίνεις πως όλα γίνονται), ειδικά όταν τελειώνουν σε ένα μαύρο μαγιώ. Εκεί που λαχταράς να βάλεις τα δάχτυλά σου για να ανακουφίσεις το δέρμα της απ’ το κόκκινο σημάδι του λάστιχου. Η άλλη φοράει μια κοραλί πουκαμίσα, που και που σκαλίζει μια τσάντα και βγάζει από κει μέσα ένα ένα τα Άπαντα του Hondos. Παρατηρώ τα δάχτυλα των ποδιών της, μια ανάσα απ’ τα μάτια μου, περιποιημένα, πονηρά, περπατημένα, προσεχτικά βαμμένα. Είναι πικρό να σε σκανάρει ο άλλος και να γράφει πόρισμα μόνο για τα δάχτυλά σου αλλά καμιά μαγνητική δεν είναι τέλεια κάτω απ το φως του πρώτου καλοκαιρινού μπάνιου. Του κάθε χρόνο κι ακριβότερου, πιο απρόσιτου, λιγότερο καθαρμένου.
Δεν μιλάς
Ξεχάστηκα
Πάω να βουτήξω, θα ‘ρθεις;
Να τελειώσω τη μπίρα, μη γίνει εντελώς κάτουρο κι έρχομαι..
Και κλείσε αυτή την ρημάδα την εφημερίδα, χράτσα χρούτσα, σπάει νεύρα
Ποτέ δεν έχω δει γυναίκα να διαβάζει εφημερίδα, πίνοντας μπίρα απ’ το κουτί. Ίσως να φταίνε οι παρέες μου, ίσως οι θάλασσες που συχνάζω. Ίσως οι εφημερίδες. Μπορεί, πάλι, να θέλουν να σε κοιτάζουν χωρίς παρεμβολές για να γράψουν μετά για τους άντρες της διπλανής ξαπλώστρας. Αποκλείεται, δεν ασχολούνται με τη ράτσα μας. Μα όπως και να ‘χει, δεν θα ‘θελα ποτέ μα ποτέ να το διαβάσω αυτό..
Δεν είμαι σίγουρος ότι διαβάζει, δεν διακρίνω μάτια να κινούνται κάτω από τα μαύρα της γυαλιά. Τζάμια αυτή, τζάμια κι εγώ, δύσκολο έργο η παρατήρηση μετ΄εμποδίων. Ίσως γύρισε σελίδα, κάποια στιγμή που άλλαξε ρότα το βλέμμα μου. Κουρασμένο μα ευσυνείδητο, προπονημένο βλέμμα. Όχι σαν το σβέρκο του λύκου, δεν είναι καθηλωμένο μονόμπαντα στη γραμμή του ορίζοντα απέναντι. Αν κοιτάς συνέχεια εκεί σκέφτεσαι το φευγιό, μετά δεν έχεις καλό τέλος.
Το σώμα της είναι αξιοθέατο. Ωριμασμένο τριάντα, τριανταπέντε χρόνια το πολύ, χωμένο -όμως- μέσα σε άσχημο περιτύλιγμα. Πώς τους πουλάνε τόσο αντιερωτικά μαγιώ, τόσο άσχημα φλοράλ, σαν δειγματολόγιο από τούρκικα τραπεζομάντηλα, ένα νούμερο μεγαλύτερο το κάτω, δυο νούμερα μικρότερο το πάνω, κανένα δεν ταιριάζει πουθενά. Γυμνή θα ήταν πολύ καλύτερη, σκέφτομαι. Ριγώ με την σοφία μου. Γυμνή, με μαύρο γυαλί -ας είναι και των πέντε ευρώ, απ’ τον brother Louie που ήρθε απ’ την Kaduna για να πουλάει κινέζικα IWC και Πάνο Κιάμο κάνοντας ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στην ελληνική άμμο και τους χρυσαυγίτες- και νερό να κυλάει απ’ τα χείλια της στο στήθος και μετά στην κοιλιά και μετά πιο κάτω. Μερικές σταγόνες είναι πολύ πολύ τυχερές, ασυζητητί.
Αφήνει χάμω τη Βαμβουνάκη, πιάνει το κινητό. Δείχνει ακριβό, βαριά τριψήφιο. Πληκτρολογεί. Κάποιος, κάποια, παίρνει μήνυμα. «Ένας μαλάκας απέναντι με γδύνει με τα μάτια του». Smart girl..
Ενάμιση μέτρο δεξιά. Τα ice tea δεν είναι ice πλέον, στέκουν ανέγγιχτα πάνω από ένα τέταρτο. Από την ώρα που τα έφερε το -πολύ – εικοσάχρονο, με μαύρισμα Χάλι Μπέρι. Δεν μ’ αρέσει η Χάλι, το εικοσάχρονο όμως άξιζε κάθε γραμμάριο απ΄το βάρος των πουρμπουάρ -μισάευρα, μη φαντασθείς τίποτε πολύ φανταχτερό- που μάζευε απ’ τους άντρες. Γυναίκα που να της έδωσε φιλοδώρημα δεν είδα τριγύρω. Άντρες όμως που χαζεύαν κορίτσια -όπως αυτή- στην ηλικία της κόρης τους, κάμποσους. Ναμπόκοφ στα όρια της νομιμότητας. Τα αρσενικά μπορούμε να ξεφτιλιζόμαστε υποδειγματικά μέχρι τα βαθιά γεράματα, σπουδαία κατάκτηση δε τη λες.
Ανάμεσα στα ice tea δυο φίλες, συγγενείς, ζωντοχήρες, κουμπάρες, ποιος ξέρει…Ηλικία απροσδιόριστη, αυτή που λες «της περιποιημένης προεμμηνόπαυσης» και ξεμπερδεύεις στο χωροχρόνο ανάμεσα στα -άντα και τα -ήντα. Μαλλί βαμμένο, σιγουράντζα ανταύγεια επαρχιακού κομμωτήριου, πιασμένο πίσω και οι δυό. Η μια φοράει παράταιρη μαντήλα, αγορασμένη απ΄το παζάρι της Δράμας, της Ξάνθης, από κει τριγύρω, γυαλιά τεράστια κρύβουν τα πάντα. Μέτωπο, ζυγωματικά, με δυσκολία διακρίνω μύτη. Η Χόλι Γκολάιτλι της γειτονιάς. Αυτή, αριστερά, έχει ωραία πόδια. Απ’ αυτά που η γαμιόλα η κυτταρίτιδα τα κάνει να μοιάζουν πιο επιθυμητά (γίνεται κι αυτό, με τον καιρό μαθαίνεις πως όλα γίνονται), ειδικά όταν τελειώνουν σε ένα μαύρο μαγιώ. Εκεί που λαχταράς να βάλεις τα δάχτυλά σου για να ανακουφίσεις το δέρμα της απ’ το κόκκινο σημάδι του λάστιχου. Η άλλη φοράει μια κοραλί πουκαμίσα, που και που σκαλίζει μια τσάντα και βγάζει από κει μέσα ένα ένα τα Άπαντα του Hondos. Παρατηρώ τα δάχτυλα των ποδιών της, μια ανάσα απ’ τα μάτια μου, περιποιημένα, πονηρά, περπατημένα, προσεχτικά βαμμένα. Είναι πικρό να σε σκανάρει ο άλλος και να γράφει πόρισμα μόνο για τα δάχτυλά σου αλλά καμιά μαγνητική δεν είναι τέλεια κάτω απ το φως του πρώτου καλοκαιρινού μπάνιου. Του κάθε χρόνο κι ακριβότερου, πιο απρόσιτου, λιγότερο καθαρμένου.
Δεν μιλάς
Ξεχάστηκα
Πάω να βουτήξω, θα ‘ρθεις;
Να τελειώσω τη μπίρα, μη γίνει εντελώς κάτουρο κι έρχομαι..
Και κλείσε αυτή την ρημάδα την εφημερίδα, χράτσα χρούτσα, σπάει νεύρα
Ποτέ δεν έχω δει γυναίκα να διαβάζει εφημερίδα, πίνοντας μπίρα απ’ το κουτί. Ίσως να φταίνε οι παρέες μου, ίσως οι θάλασσες που συχνάζω. Ίσως οι εφημερίδες. Μπορεί, πάλι, να θέλουν να σε κοιτάζουν χωρίς παρεμβολές για να γράψουν μετά για τους άντρες της διπλανής ξαπλώστρας. Αποκλείεται, δεν ασχολούνται με τη ράτσα μας. Μα όπως και να ‘χει, δεν θα ‘θελα ποτέ μα ποτέ να το διαβάσω αυτό..
≈
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου