Γελωτοποιος...
«…να αξιωθούμε μια μέρα να ζήσουμε σαν ελεύθεροι άνθρωποι, δηλαδή σαν άνθρωποι που αρνιούνται να ασκήσουν καθώς και να υποστούν τη φρίκη.»
Αλμπέρ Καμύ
Φανταστείτε τρεις ανθρώπους μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο πρώτος είναι ένας ξερακιανός γέρος που κοιτάει κατάματα τις προτεταμένες κάνες και φωνάζει: «Δεν σας φοβάμαι!»
Ο δεύτερος μοιάζει με λεμούριο. Με τα γουρλωμένα του μάτια αντικρίζει τα όπλα με τρόμο και προσμονή.
Ο τρίτος θα μπορούσε να είναι ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Γνωρίζει ότι τον σημαδεύουν και ότι από στιγμή σε στιγμή θα ακουστεί το πρόσταγμα. Αλλά έχει γυρισμένο το κεφάλι από την άλλη, καπνίζει και παρατηρεί τις τολύπες του καπνού, πως στροβιλίζονται χαοτικά πριν εκμηδενιστούν.
Αυτοί ήταν οι τρεις λογοτέχνες της πρώτης μου νεότητας.
Πρώτος ο Καζαντζάκης, που στοίχειωσε το νου πολλών εφήβων με εκείνα τα «φτάσε όπου δεν μπορείς» και «παρατέντωσε με, κι ας σπάσω». Τα βιβλία του λιονταρίσια τροφή, όπως του Νίτσε. Ο άνθρωπος που κοιτούσε το κενό κατάματα χωρίς να φοβάται και χωρίς να ελπίζει.
Τον δεύτερο μου τον σύστησε μια καθηγήτρια. «Έχεις διαβάσει Κάφκα;» με ρώτησε. Όταν της είπα ότι τον είχα μόνο ακουστά μου έδωσε χαμογελώντας τη «Δίκη». Γρήγορα κατάλαβα γιατί χαμογελούσε.
Βιβλία που έμοιαζαν να έχουν γραφτεί ανάμεσα στον ύπνο και την εγρήγορση, εφιαλτικά σχεδόν, αλλά χωρίς να θέλεις να ξυπνήσεις.
Κάποιες σκηνές από το ημιτελές «Αμερική» δεν μπορώ πλέον να θυμηθώ αν τις διάβασα ή αν τις ονειρεύτηκα.
Θαρραλέος κι αυτός μπροστά στο θάνατο και στη ζωή, αλλά με έναν δικό του τρόπο, κάτι σαν ψυχοπαθής κλόουν, που σε πετσοκόβει με μια ματσέτα ενώ γελάει –και πίσω ακούγεται μουσική τσίρκου.
Και μετά ήρθε ο Καμύ.
Ολιγόλογος, αλλά καίριος. Στοχαστικός, αλλά και παθιασμένος. Αρρενωπός, αλλά όχι χυδαίος. Και μόνος.
Πολλοί νομίζουν ότι ο Καμύ άνηκε στην κυρίαρχη λογοτεχνική/φιλοσοφική κλίκα της μεταπολεμικής Ευρώπης, τον υπαρξισμό. Αυτό είναι λάθος. Ο Καμύ εξαρχής βρέθηκε αντιμέτωπος με τους υπαρξιστές και ήρθε σε σύγκρουση με τον πάπα τους, τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και την πάπισσα τους, την Μπωβουάρ.
Όπως ήρθε σε σύγκρουση και με τους κομμουνιστές (μια εποχή που δεν επιτρεπόταν να είσαι διανοούμενος και να μην είσαι μαρξιστής), με τους φασίστες, με τους ναζί, με τους κληρικούς, με τους σουρεαλιστές, με τους αποικιοκράτες Γάλλους και με τους φονταμενταλιστές Αλγερινούς.
«Κάθε ιδεολογία», έγραφε στον Επαναστατημένο Άνθρωπο, «αρνιέται όλες τις άλλες, υποχρεωτικά ξεπλανευτικές. Τότε είναι που αρχίζουμε να σκοτώνουμε.»
Και αλλού:
«Δεν έμαθα την ελευθερία από τον Μαρξ, την έμαθα στην αθλιότητα.»
Οι γονείς του Αλμπέρ αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν από την Αλσατία στην Αλγερία για να γλιτώσουν από το φάσμα της πείνας. Αλλά κι εκεί δεν τα κατάφεραν καλύτερα.
Ο πατέρας του, έξι μήνες μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού του, σκοτώθηκε στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Κατερίνα Καμύ μετακόμισε στο Αλγέρι, στη συνοικία των άπορων, το Μπελκούρ, όπου ζούσαν Άραβες, Εβραίοι, Ισπανοί, Μαλτέζοι, Ιταλοί, Έλληνες και Γάλλοι. Καθάριζε σπίτια και έκανε ότι άλλη δουλειά μπορούσε να βρει για να επιβιώσουν, αλλά ήταν φιλάσθενη, στο σώμα και στο νου.
Ο Αλμπέρ πήγαινε στο σχολείο όποτε το θυμόταν, μέχρι που συνάντησε τον άνθρωπο που τον έκανε τον Καμύ που γνωρίζουμε. Έναν δάσκαλο, τον Λουΐ Ζερμαίν, ο οποίος αφοσιώθηκε στο ορφανό με πατρική στοργή, δίνοντας ‘του δωρεάν μαθήματα έξω από τις ώρες του σχολείου και πείθοντας τη μητέρα του ότι ο μικρός έπρεπε να δώσει εξετάσεις για τις υποτροφίες του γυμνασίου.
Ο Καμύ αναγνώρισε αυτή την οφειλή στο δάσκαλο και όταν πήρε το νόμπελ του αφιέρωσε τους «Λόγους στη Σουηδία».
Κέρδισε μια υποτροφία για το γυμνάσιο, αλλά εκεί είχε να αντιμετωπίσει –ως άπορος- τους γιους των πλούσιων μεσοαστών.
«Αισθανόμουν μέσα μου απεριόριστες δυνατότητες, έπρεπε απλώς να βρω έναν τρόπο να τις πραγματοποιήσω. Δεν ήταν η φτώχια μου που έμπαινε εμπόδιο σ’ αυτό: στην Αφρική, η θάλασσα και ο ήλιος δεν κοστίζουν τίποτα. Εμπόδια ήταν μάλλον οι προκαταλήψεις και η ανοησία.»
Ο Καμύ αποφάσισε να επιβληθεί. Έγινε ο καλύτερος μαθητής του γυμνασίου –για να κερδίσει τους καθηγητές, και εξαιρετικός στα σπορ -για να κερδίσει τους συμμαθητές του.
Μέχρι να φύγει του είχαν βγάλει το παρατσούκλι «ο μικρός πρίγκιπας».
Ενώ ετοιμαζόταν για τις σπουδές –φιλοσοφίας- στο πανεπιστήμιο αρρώστησε για πρώτη φορά από φυματίωση, αρρώστια πολύ συνηθισμένη στη συνοικία του Μπελκούρ. Έμεινε έναν χρόνο στο νοσοκομείο και όταν βγήκε συνέχισε τις σπουδές από εκεί όπου τις είχε αφήσει.
Το 1933, με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και την έκδοση της «Ανθρώπινης Μοίρας» του Μαλρώ, ο εικοσάχρονος Καμύ ανακαλύπτει τη συγγραφή και τον κομμουνισμό. Την πρώτη θα την τιμούσε μέχρι το τέλος του, αλλά ως κομμουνιστής έζησε μόνο δυο χρόνια.
Του είχαν αναθέσει να οργανώσει ένα Κίνημα Διεκδικήσεων μεταξύ των Μουσουλμάνων, αλλά το 1935, έρχονται εντολές από τη Μόσχα να παρακολουθούνται οι επαναστατικές δραστηριότητες των ντόπιων στο Αλγέρι, για να μη ξεφεύγουν από τη γραμμή και το δόγμα του Στάλιν.
Ο Καμύ (ως άλλος Λώρενς) «αρνείται να ευθυγραμμιστεί με τις οπορτουνιστικές αυτές εντολές και καταλήγει να κόψει κάθε δεσμό με το κομμουνιστικό κόμμα».
«Εκεί όπου ευδοκιμεί το ψέμα», γράφει, «αναγγέλλεται και διαιωνίζεται η τυραννία.»
Τελειώνει το διδακτορικό του στη φιλοσοφία και ιδρύει έναν ανεξάρτητο θίασο, το «Ομαδικό Θέατρο». Ο Καμύ πάντα θεωρούσε το θέατρο ως την ύψιστη μορφή τέχνης.
Εργάζεται ως δημοσιογράφος, γράφει θεατρικά και ανεβάζει παραστάσεις, ξεκινάει τον «Ξένο».
Με την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία, που «ξάφνιασε» πολλούς μετριοπαθείς, γράφει:
«Να ‘χεις ζήσει μέσα στο μίσος αυτού του θεριού, να το έχεις μπροστά σου και να μην ξέρεις να το αναγνωρίσεις. Τόσο λίγα πράγματα έχουν αλλάξει. Πιο ύστερα, χωρίς αμφιβολία, θα έρθουν η λάσπη, το αίμα, η πελώρια αηδία. Αλλά για σήμερα διαπιστώνουμε πως η αρχή των πολέμων είναι όμοια με την αρχή της ειρήνης: Ο κόσμος και η καρδιά την αγνοούν.»
Το 1941 τελειώνει το «Μύθο του Σίσυφου» και μπαίνει στη Γαλλική Αντίσταση.
«Κατάλαβα τότε πως απεχθανόμουν όχι τόσο τη βία όσο τη θεσμοθέτηση της βίας.»
Μετά την Απελευθέρωση (και άλλον έναν υποτροπιασμό της φυματίωσης) ο Γκαλιμάρ, ο εκδοτικός θρύλος της Γαλλίας, υποκύπτει στην πίεση του Μαλρώ και εκδίδει τον «Ξένο», πιστεύοντας ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν πρόκειται να πουλήσει πάνω από χίλια αντίτυπα. Έκανε λάθος.
Μαζί με το «Μύθο του Σίσυφου», που εκδίδεται τον επόμενο χρόνο, ο κόσμος ανακαλύπτει το αντίπαλο δέος του υπαρξισμού. Από τη μια είναι ένα ολόκληρο κίνημα, από την άλλη ένας μανιώδης καπνιστής, που ποτέ δεν θα παραδεχτεί ότι είναι φιλόσοφος.
Το 1948 η Ανατολική Ευρώπη γίνεται βορά της Σταλινικής δικτατορίας.
Ο Καμύ αντιδρά με μια σειρά από άρθρα:
«Όταν ένας άνθρωπος, κάπου στον κόσμο, υψώνει τη γυμνή γροθιά του μπροστά σε ένα τανκ και ουρλιάζει πως δεν είναι σκλάβος, τι χαρακτηρισμός μας ταιριάζει αν μένουμε αδιάφοροι;»
Όμως ενώ αντιτίθεται στον σταλινισμό, ένα χρόνο μετά δίνει στη δημοσιότητα μια έκκληση για τη ζωή των καταδικασμένων σε θάνατο Ελλήνων κομμουνιστών.
Το 1951 η έκδοση του «Επαναστατημένου Ανθρώπου» πέφτει σαν βόμβα. Ο Καμύ δέχεται επιθέσεις από δεξιά κι αριστερά (με πρωτοστάτη τον Σαρτρ), από κληρικούς και άθεους. Η «φιλοσοφία» του είναι μια φιλοσοφία ενάντια στο δογματισμό, πάσης φύσης, και υπέρ του ανθρώπου.
«Ο επαναστατημένος δε φυλάει τίποτα», γράφει, «τα παίζει όλα για όλα.»
Τι μπορεί να καταφέρει αυτός ο άνθρωπος ενάντια στο αδηφάγο σύστημα;
«Είναι κακή κατασκευή, αγαπημένε μου», γράφει στην Πανούκλα. «Όσο μακριά και να γυρίσω πίσω θυμάμαι πως άρκεσε πάντα ένας άνθρωπος που ξεπέρασε το φόβο του κι επαναστάτησε για να αρχίσει η μηχανή τους να τρίζει. Δε λέω δα και πως σταματά, θα απείχε πολύ. Πάντως όμως, τρίζει και μερικές φορές καταλήγει να χαλάσει στ’ αλήθεια.»
Συνεχίζει να γράφει, να κάνει παραστάσεις και να παρεμβαίνει πολιτικά όποτε χρειαζόταν.
Ακόμα και οι «εχθροί» του μαρτυρούν την ευγένεια και το σεβασμό που κυριαρχούσαν στη συμπεριφορά του προς τον άλλον. «Αγνοούσε τη δόξα του», γράφει η Μπωβουάρ και διατηρούσε στον άνθρωπο του λαού μια πίστη, που ορισμένοι έκριναν απλοϊκή.
Το 1956 εκδίδει το τελευταίο του μυθιστόρημα, την «Πτώση», όπου αναπτύσσει μια παλιότερη του σκέψη: «Το μόνο φιλοσοφικό ζήτημα είναι η αυτοκτονία».
Τρεις μήνες μετά του δίνουν το νόμπελ λογοτεχνίας και δύο χρόνια αργότερα σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό, τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα με το αυτοκίνητο του Γκαλιμάρ –σε παρόμοια ηλικία με τον Λώρενς.
«Αφελής» μέχρι το τέλος έγραφε:
«Αν είχα να γράψω ένα βιβλίο περί ηθικής θα είχε 100 σελίδες, οι 99 λευκές. Στην τελευταία θα έγραφα: Δεν γνωρίζω άλλο χρέος από την αγάπη.»
(Καθώς έγραφα αυτό το κείμενο είδα την αφίσα που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο για την «εξαφάνιση» του Ορχάν Παμούκ. Δυστυχώς δεν αρκεί η εξαιρετική γραφή και τα νόμπελ. Όταν σωπαίνεις μπροστά στη σφαγή είσαι ίδιος με τους σφαγείς.
Πληροφορίες για τον Καμύ άντλησα από το βιβλίο του P. Ginestier, «Η ζωή και η σκέψη του Καμύ», εκδόσεις Άπειρον, μτφ Αλέξανδρος Βέλιος.)
Φανταστείτε τρεις ανθρώπους μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο πρώτος είναι ένας ξερακιανός γέρος που κοιτάει κατάματα τις προτεταμένες κάνες και φωνάζει: «Δεν σας φοβάμαι!»
Ο δεύτερος μοιάζει με λεμούριο. Με τα γουρλωμένα του μάτια αντικρίζει τα όπλα με τρόμο και προσμονή.
Ο τρίτος θα μπορούσε να είναι ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Γνωρίζει ότι τον σημαδεύουν και ότι από στιγμή σε στιγμή θα ακουστεί το πρόσταγμα. Αλλά έχει γυρισμένο το κεφάλι από την άλλη, καπνίζει και παρατηρεί τις τολύπες του καπνού, πως στροβιλίζονται χαοτικά πριν εκμηδενιστούν.
Αυτοί ήταν οι τρεις λογοτέχνες της πρώτης μου νεότητας.
Πρώτος ο Καζαντζάκης, που στοίχειωσε το νου πολλών εφήβων με εκείνα τα «φτάσε όπου δεν μπορείς» και «παρατέντωσε με, κι ας σπάσω». Τα βιβλία του λιονταρίσια τροφή, όπως του Νίτσε. Ο άνθρωπος που κοιτούσε το κενό κατάματα χωρίς να φοβάται και χωρίς να ελπίζει.
Τον δεύτερο μου τον σύστησε μια καθηγήτρια. «Έχεις διαβάσει Κάφκα;» με ρώτησε. Όταν της είπα ότι τον είχα μόνο ακουστά μου έδωσε χαμογελώντας τη «Δίκη». Γρήγορα κατάλαβα γιατί χαμογελούσε.
Βιβλία που έμοιαζαν να έχουν γραφτεί ανάμεσα στον ύπνο και την εγρήγορση, εφιαλτικά σχεδόν, αλλά χωρίς να θέλεις να ξυπνήσεις.
Κάποιες σκηνές από το ημιτελές «Αμερική» δεν μπορώ πλέον να θυμηθώ αν τις διάβασα ή αν τις ονειρεύτηκα.
Θαρραλέος κι αυτός μπροστά στο θάνατο και στη ζωή, αλλά με έναν δικό του τρόπο, κάτι σαν ψυχοπαθής κλόουν, που σε πετσοκόβει με μια ματσέτα ενώ γελάει –και πίσω ακούγεται μουσική τσίρκου.
Και μετά ήρθε ο Καμύ.
Ολιγόλογος, αλλά καίριος. Στοχαστικός, αλλά και παθιασμένος. Αρρενωπός, αλλά όχι χυδαίος. Και μόνος.
Πολλοί νομίζουν ότι ο Καμύ άνηκε στην κυρίαρχη λογοτεχνική/φιλοσοφική κλίκα της μεταπολεμικής Ευρώπης, τον υπαρξισμό. Αυτό είναι λάθος. Ο Καμύ εξαρχής βρέθηκε αντιμέτωπος με τους υπαρξιστές και ήρθε σε σύγκρουση με τον πάπα τους, τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και την πάπισσα τους, την Μπωβουάρ.
Όπως ήρθε σε σύγκρουση και με τους κομμουνιστές (μια εποχή που δεν επιτρεπόταν να είσαι διανοούμενος και να μην είσαι μαρξιστής), με τους φασίστες, με τους ναζί, με τους κληρικούς, με τους σουρεαλιστές, με τους αποικιοκράτες Γάλλους και με τους φονταμενταλιστές Αλγερινούς.
«Κάθε ιδεολογία», έγραφε στον Επαναστατημένο Άνθρωπο, «αρνιέται όλες τις άλλες, υποχρεωτικά ξεπλανευτικές. Τότε είναι που αρχίζουμε να σκοτώνουμε.»
Και αλλού:
«Δεν έμαθα την ελευθερία από τον Μαρξ, την έμαθα στην αθλιότητα.»
Οι γονείς του Αλμπέρ αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν από την Αλσατία στην Αλγερία για να γλιτώσουν από το φάσμα της πείνας. Αλλά κι εκεί δεν τα κατάφεραν καλύτερα.
Ο πατέρας του, έξι μήνες μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού του, σκοτώθηκε στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Κατερίνα Καμύ μετακόμισε στο Αλγέρι, στη συνοικία των άπορων, το Μπελκούρ, όπου ζούσαν Άραβες, Εβραίοι, Ισπανοί, Μαλτέζοι, Ιταλοί, Έλληνες και Γάλλοι. Καθάριζε σπίτια και έκανε ότι άλλη δουλειά μπορούσε να βρει για να επιβιώσουν, αλλά ήταν φιλάσθενη, στο σώμα και στο νου.
Ο Αλμπέρ πήγαινε στο σχολείο όποτε το θυμόταν, μέχρι που συνάντησε τον άνθρωπο που τον έκανε τον Καμύ που γνωρίζουμε. Έναν δάσκαλο, τον Λουΐ Ζερμαίν, ο οποίος αφοσιώθηκε στο ορφανό με πατρική στοργή, δίνοντας ‘του δωρεάν μαθήματα έξω από τις ώρες του σχολείου και πείθοντας τη μητέρα του ότι ο μικρός έπρεπε να δώσει εξετάσεις για τις υποτροφίες του γυμνασίου.
Ο Καμύ αναγνώρισε αυτή την οφειλή στο δάσκαλο και όταν πήρε το νόμπελ του αφιέρωσε τους «Λόγους στη Σουηδία».
Κέρδισε μια υποτροφία για το γυμνάσιο, αλλά εκεί είχε να αντιμετωπίσει –ως άπορος- τους γιους των πλούσιων μεσοαστών.
«Αισθανόμουν μέσα μου απεριόριστες δυνατότητες, έπρεπε απλώς να βρω έναν τρόπο να τις πραγματοποιήσω. Δεν ήταν η φτώχια μου που έμπαινε εμπόδιο σ’ αυτό: στην Αφρική, η θάλασσα και ο ήλιος δεν κοστίζουν τίποτα. Εμπόδια ήταν μάλλον οι προκαταλήψεις και η ανοησία.»
Ο Καμύ αποφάσισε να επιβληθεί. Έγινε ο καλύτερος μαθητής του γυμνασίου –για να κερδίσει τους καθηγητές, και εξαιρετικός στα σπορ -για να κερδίσει τους συμμαθητές του.
Μέχρι να φύγει του είχαν βγάλει το παρατσούκλι «ο μικρός πρίγκιπας».
Ενώ ετοιμαζόταν για τις σπουδές –φιλοσοφίας- στο πανεπιστήμιο αρρώστησε για πρώτη φορά από φυματίωση, αρρώστια πολύ συνηθισμένη στη συνοικία του Μπελκούρ. Έμεινε έναν χρόνο στο νοσοκομείο και όταν βγήκε συνέχισε τις σπουδές από εκεί όπου τις είχε αφήσει.
Το 1933, με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και την έκδοση της «Ανθρώπινης Μοίρας» του Μαλρώ, ο εικοσάχρονος Καμύ ανακαλύπτει τη συγγραφή και τον κομμουνισμό. Την πρώτη θα την τιμούσε μέχρι το τέλος του, αλλά ως κομμουνιστής έζησε μόνο δυο χρόνια.
Του είχαν αναθέσει να οργανώσει ένα Κίνημα Διεκδικήσεων μεταξύ των Μουσουλμάνων, αλλά το 1935, έρχονται εντολές από τη Μόσχα να παρακολουθούνται οι επαναστατικές δραστηριότητες των ντόπιων στο Αλγέρι, για να μη ξεφεύγουν από τη γραμμή και το δόγμα του Στάλιν.
Ο Καμύ (ως άλλος Λώρενς) «αρνείται να ευθυγραμμιστεί με τις οπορτουνιστικές αυτές εντολές και καταλήγει να κόψει κάθε δεσμό με το κομμουνιστικό κόμμα».
«Εκεί όπου ευδοκιμεί το ψέμα», γράφει, «αναγγέλλεται και διαιωνίζεται η τυραννία.»
Τελειώνει το διδακτορικό του στη φιλοσοφία και ιδρύει έναν ανεξάρτητο θίασο, το «Ομαδικό Θέατρο». Ο Καμύ πάντα θεωρούσε το θέατρο ως την ύψιστη μορφή τέχνης.
Εργάζεται ως δημοσιογράφος, γράφει θεατρικά και ανεβάζει παραστάσεις, ξεκινάει τον «Ξένο».
Με την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία, που «ξάφνιασε» πολλούς μετριοπαθείς, γράφει:
«Να ‘χεις ζήσει μέσα στο μίσος αυτού του θεριού, να το έχεις μπροστά σου και να μην ξέρεις να το αναγνωρίσεις. Τόσο λίγα πράγματα έχουν αλλάξει. Πιο ύστερα, χωρίς αμφιβολία, θα έρθουν η λάσπη, το αίμα, η πελώρια αηδία. Αλλά για σήμερα διαπιστώνουμε πως η αρχή των πολέμων είναι όμοια με την αρχή της ειρήνης: Ο κόσμος και η καρδιά την αγνοούν.»
Το 1941 τελειώνει το «Μύθο του Σίσυφου» και μπαίνει στη Γαλλική Αντίσταση.
«Κατάλαβα τότε πως απεχθανόμουν όχι τόσο τη βία όσο τη θεσμοθέτηση της βίας.»
Μετά την Απελευθέρωση (και άλλον έναν υποτροπιασμό της φυματίωσης) ο Γκαλιμάρ, ο εκδοτικός θρύλος της Γαλλίας, υποκύπτει στην πίεση του Μαλρώ και εκδίδει τον «Ξένο», πιστεύοντας ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν πρόκειται να πουλήσει πάνω από χίλια αντίτυπα. Έκανε λάθος.
Μαζί με το «Μύθο του Σίσυφου», που εκδίδεται τον επόμενο χρόνο, ο κόσμος ανακαλύπτει το αντίπαλο δέος του υπαρξισμού. Από τη μια είναι ένα ολόκληρο κίνημα, από την άλλη ένας μανιώδης καπνιστής, που ποτέ δεν θα παραδεχτεί ότι είναι φιλόσοφος.
Το 1948 η Ανατολική Ευρώπη γίνεται βορά της Σταλινικής δικτατορίας.
Ο Καμύ αντιδρά με μια σειρά από άρθρα:
«Όταν ένας άνθρωπος, κάπου στον κόσμο, υψώνει τη γυμνή γροθιά του μπροστά σε ένα τανκ και ουρλιάζει πως δεν είναι σκλάβος, τι χαρακτηρισμός μας ταιριάζει αν μένουμε αδιάφοροι;»
Όμως ενώ αντιτίθεται στον σταλινισμό, ένα χρόνο μετά δίνει στη δημοσιότητα μια έκκληση για τη ζωή των καταδικασμένων σε θάνατο Ελλήνων κομμουνιστών.
Το 1951 η έκδοση του «Επαναστατημένου Ανθρώπου» πέφτει σαν βόμβα. Ο Καμύ δέχεται επιθέσεις από δεξιά κι αριστερά (με πρωτοστάτη τον Σαρτρ), από κληρικούς και άθεους. Η «φιλοσοφία» του είναι μια φιλοσοφία ενάντια στο δογματισμό, πάσης φύσης, και υπέρ του ανθρώπου.
«Ο επαναστατημένος δε φυλάει τίποτα», γράφει, «τα παίζει όλα για όλα.»
Τι μπορεί να καταφέρει αυτός ο άνθρωπος ενάντια στο αδηφάγο σύστημα;
«Είναι κακή κατασκευή, αγαπημένε μου», γράφει στην Πανούκλα. «Όσο μακριά και να γυρίσω πίσω θυμάμαι πως άρκεσε πάντα ένας άνθρωπος που ξεπέρασε το φόβο του κι επαναστάτησε για να αρχίσει η μηχανή τους να τρίζει. Δε λέω δα και πως σταματά, θα απείχε πολύ. Πάντως όμως, τρίζει και μερικές φορές καταλήγει να χαλάσει στ’ αλήθεια.»
Συνεχίζει να γράφει, να κάνει παραστάσεις και να παρεμβαίνει πολιτικά όποτε χρειαζόταν.
Ακόμα και οι «εχθροί» του μαρτυρούν την ευγένεια και το σεβασμό που κυριαρχούσαν στη συμπεριφορά του προς τον άλλον. «Αγνοούσε τη δόξα του», γράφει η Μπωβουάρ και διατηρούσε στον άνθρωπο του λαού μια πίστη, που ορισμένοι έκριναν απλοϊκή.
Το 1956 εκδίδει το τελευταίο του μυθιστόρημα, την «Πτώση», όπου αναπτύσσει μια παλιότερη του σκέψη: «Το μόνο φιλοσοφικό ζήτημα είναι η αυτοκτονία».
Τρεις μήνες μετά του δίνουν το νόμπελ λογοτεχνίας και δύο χρόνια αργότερα σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό, τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα με το αυτοκίνητο του Γκαλιμάρ –σε παρόμοια ηλικία με τον Λώρενς.
«Αφελής» μέχρι το τέλος έγραφε:
«Αν είχα να γράψω ένα βιβλίο περί ηθικής θα είχε 100 σελίδες, οι 99 λευκές. Στην τελευταία θα έγραφα: Δεν γνωρίζω άλλο χρέος από την αγάπη.»
(Καθώς έγραφα αυτό το κείμενο είδα την αφίσα που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο για την «εξαφάνιση» του Ορχάν Παμούκ. Δυστυχώς δεν αρκεί η εξαιρετική γραφή και τα νόμπελ. Όταν σωπαίνεις μπροστά στη σφαγή είσαι ίδιος με τους σφαγείς.
Πληροφορίες για τον Καμύ άντλησα από το βιβλίο του P. Ginestier, «Η ζωή και η σκέψη του Καμύ», εκδόσεις Άπειρον, μτφ Αλέξανδρος Βέλιος.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου