Πωλ Σεζάν, «Πέντε λουόμενες», 1878
Η άμεση απειλή επιβολής αυτοδίκαιης αργίας στον αντιπρύτανη του ΑΠΘ Γ. Παντή αντιμετωπίστηκε από πολλούς σαν ακρότητα: αυτοδίκαιη αργία για μια υπερβολική δίωξη, ένα κινητό (που υποτίθεται ότι έδωσε), αντιπροσφορά σε μια συμφέρουσα τηλεοπτική προβολή του Πανεπιστημίου; Όχι δα! Καθώς όμως πολλές ανάλογες περιπτώσεις έχουν γίνει γνωστές, είναι πια σαφές ότι το «ακραίο» αποτελεί προϊόν μιας γενικευμένης πολιτικής, που θέτει στο στόχαστρο της απειλής κάθε εργαζόμενο στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Ασαφή πειθαρχικά παραπτώματα («ανάρμοστη συμπεριφορά»), καθώς και διώξεις εξαρτώμενες από ενδείξεις και την ανέλεγκτη εκτίμηση εισαγγελικών λειτουργών μπορούν να οδηγήσουν αυτόματα μεγάλο αριθμό εργαζόμενων στο δημόσιο σε αργία μεγάλης διάρκειας (μέχρι την αμετάκλητη δικαστική απόφαση, μετά από έτη), σε φτώχεια και ταπεινωτικό στιγματισμό.
Η γενικευμένη αυτή πολιτική απειλής μπορεί να ενταχθεί στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική κατά του δημόσιου τομέα. Όμως, αυτή η αναγωγή δεν είναι η μόνη δυνατή, ούτε αρκετή για να συνειδητοποιήσουμε το εύρος της εξελισσόμενης πολιτικής. Πρόκειται για πολιτικοκοινωνική εξέλιξη ευδιάκριτη από τις απαρχές της νέας χιλιετίας: σταθεροποιείται ένα σύστημα που στοχεύει από πολλές γωνίες τους πολλούς. Το υποκείμενό του, λογικά, θα είναι ολιγαρχικό. Αντίστοιχα, το σύστημα-στόχος δεν μπορεί παρά να εκφράζεται με σχέσεις και θεσμούς δημοκρατίας.
Από το 2001 έως την έναρξη της διεθνούς οικονομικής κρίσης (2006) ξεδιπλώθηκε η επίθεση κατά του κράτους δικαίου. Στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, του οργανωμένου εγκλήματος, της εμπορίας ανθρώπων, υπαρκτών δηλαδή απειλών, καταρρίπτονται διαδοχικά οι φραγμοί των ατομικών δικαιωμάτων. Η έννοια του υπόπτου διευρύνεται, η αστυνομία κερδίζει έδαφος έναντι του δικαστικού μηχανισμού, η μηδενική ανοχή έναντι της αναλογικότητας, ο κύκλος του εγκλεισμού ανοίγει και γίνεται ποικιλώνυμος (κέντρα φιλοξενίας, ασφαλιστική κράτηση), η ηλεκτρονική παρακολούθηση γενικεύεται κ.λπ. Η βία εντωμεταξύ δεν μειώνεται, ίσα-ίσα πολλαπλασιάζεται, επιβεβαιώνοντας ότι τα πλήγματα στους πολλούς δεν είναι μέσο καταπολέμησης του εγκλήματος αλλά αυτοσκοπός.
Με την οικονομική κρίση και το κράτος δικαίου ήδη επαρκώς εξασθενημένο, ξεδιπλώνεται η δεύτερη φάση. Τώρα πλήττεται το κράτος πρόνοιας: παιδεία, περίθαλψη, πολιτισμός για τους πολλούς. Αν κρίνουμε από τον συντονισμό αυτής της φάσης, η ικανή να φοβίζει τον μέσο υπάλληλο αυτοδίκαιη αργία ίσως άργησε να εμφανιστεί.
Φυσικά, απέναντι στην επίθεση αυτή κατά των πολλών, τα δημοκρατικά Συντάγματα αποτελούν ενοχλητικό ανάχωμα. Παράδειγμα, ακριβώς, η περίπτωση της αυτοδίκαιης αργίας: ολοφάνερα θίγεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, όταν με θολές αφορμές (ανάρμοστη συμπεριφορά, δίωξη για κάποιο πλημμέλημα) ο υπάλληλος χάνει τη δουλειά του, φτωχαίνει και στιγματίζεται. Μπορεί να πρόκειται για υπάλληλο που τη θέση του την έχει αποκτήσει με αλλεπάλληλες αξιοκρατικές κρίσεις. Αδιάφορο· τη χάνει μονομιάς. Εξίσου ολοφάνερα θίγεται το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα ακροάσεως του πολίτη.
Τι απαντά η εξουσία; Τι αποφαίνεται ο αρμόδιος υπουργός; Πώς εξηγείται αυτός ο παραγκωνισμός του Συντάγματος και των διεθνών συνθηκών που κατοχυρώνουν τα ατομικά δικαιώματα;
1. Πρώτη, άνωθεν, απάντηση: Το Σύνταγμα δεν έχει την εμβέλεια και τη δεσμευτικότητα την οποία του αποδίδει μια λαϊκιστική εκδοχή και πρακτική. Σχηματοποιώ: «Το παρακάναμε με τις αντισυνταγματικότητες. Τα πάντα αλλάζουν, ας αναδιαρθρώσουμε, ας μεταρρυθμίσουμε. Συνταγματικά κατοχυρωμένη η μέριμνα για το γήρας, η περίθαλψη των φτωχών, η αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ; Ας μην τα παίρνουμε τοις μετρητοίς».
Με επιχειρήματα πλέον του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης: τόσο αυτοί που αναθεματίζουν το Μνημόνιο όσο και εκείνοι που το βλέπουν ως σανίδα σωτηρίας, στο ίδιο Σύνταγμα καταφεύγουν. Η αποκατάσταση του κύρους των θεσμών (σημ.: και του Συντάγματος) προϋποθέτει τη λειτουργικά αποτελεσματική συμπεριφορά των φορέων της πολιτικής εξουσίας, καθώς και θεαματικές αναδιαρθρώσεις.[1] Πρώτα λοιπόν οι αναδιαρθρώσεις, μετά ασχολούμεθα με τον σεβασμό στο Σύνταγμα. Έχει γίνει επίκαιρο άθλημα να ανακαλύπτονται ανακολουθίες στα παλαιά γραφόμενα και τα νυν έργα του Α. Μανιτάκη. Εδώ όμως δεν υπάρχει καμιά αντίφαση προς ανακάλυψη. Τώρα και πριν, η υποτίμηση της δεσμευτικότητας του Συντάγματος, ουσιαστικά δηλαδή η απαξίωσή του, αν θυμηθούμε όσα έλεγε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, είναι παρούσα. Ήδη μάλιστα ένα περιβάλλον σκεπτικιστών συνταγματολόγων, αισθητό σε αμφιθέατρα, πολιτικούς χώρους και επιστημονικούς συλλόγους, έχει πειστεί ότι το συνταγματικό ανάχωμα είναι αμμώδες και ισχνό.
2. Δεύτερη απάντηση του συστήματος: ναι, Συντάγματα υπάρχουν, αλλά σε έκτακτες περιστάσεις αναγκαστικά παραμερίζονται. Κατάσταση κρίσης, emergency situation.[2] Η σχετική θεωρία διαμορφώθηκε κυρίως για να διαχειριστεί τον κίνδυνο της τρομοκρατίας και ήδη χρησιμεύει για τη διευκόλυνση της θεσμικής προσαρμογής στην οικονομική κρίση και τα Μνημόνια.
3. Η τρίτη απάντηση φάνηκε να προβάλλεται ιδίως στην περίπτωση της αυτοδίκαιης αργίας. Το επιχείρημα: το δικαίωμα ακρόασης, το τεκμήριο αθωότητας, η αναλογικότητα, όλα αυτά έχουν σημασία ενόψει της επιβολής μιας κύρωσης. Η αυτοδίκαιη αργία όμως δεν είναι κύρωση, αλλά μέτρο που αποσκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης. Αυτό έχει αναγνωριστεί και νομολογιακά. Δεν χρειάζεται λοιπόν προφυλάξεις ο θιγόμενος.
Ωστόσο, νομολογιακά έχει αναγνωριστεί και το αντίθετο, ιδίως στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ήδη από το 1976[3] το δικαστήριο δέχθηκε ένα αυτονόητο της κοινωνικής ζωής και της επιστήμης: «κύρωση» ή «μέτρο» δεν είναι απλώς ό,τι η εξουσία ονοματίζει έτσι κατά το δοκούν ούτε μόνο ό,τι προκύπτει από τους άνωθεν οριζόμενους –συνήθως ωραίους– στόχους. Αναγκαίο είναι να εξετάζονται και τα εμπειρικά χαρακτηριστικά των αντίστοιχων επεμβάσεων, καθώς και το αν ενέχουν αποδοκιμασία.
Με δυο λόγια, αν το μέτρο έχει επώδυνα χαρακτηριστικά, αν ενέχει μομφή («επίορκοι»), τότε διαθέτει κυρωτικά χαρακτηριστικά, όποιο όνομα κι αν του χαρίζει η οργουελική γλώσσα. Απέναντι στο βαρύ μέτρο χρειάζονται εγγυήσεις ελευθεριών και υπεράσπιση· ο αυτοματισμός (το αυτοδίκαιο), το πρόωρο και το άμετρο δεν έχουν θέση.
Η ίδια αυτονόητη παρατήρηση άλλωστε έγινε από καιρό στους κόλπους της ποινικής επιστήμης: όταν κάποιες έννομες συνέπειες ονομάζονταν από τον νομοθέτη μέτρα (ασφαλείας) και ξέφευγαν έτσι από τις εγγυήσεις (έφεση, έλεγχος δυσαναλογίας ή διάρκειας κ.λπ.), γινόταν λόγος για «απάτη της ετικέτας»: το όνομα άλλαζε, αλλά η σκληρή πραγματικότητα έμενε ίδια. Σήμερα, επίσης, η εξουσία μανιωδώς βαφτίζει και μετονομάζει. Αποκαλεί «μέτρο» την κύρωση, το «κέντρο φιλοξενίας» κέντρο κράτησης κ.ο.κ.
Άβυσσος οι επινοήσεις της εξουσίας για τον παραμερισμό του Συντάγματος. Επείγει επομένως η διαμόρφωση της θεσμικής και πολιτικής υπεράσπισής του.[4]
[1] Α. Μανιτάκης, «Το άδοξο τέλος της Μεταπολίτευσης και οι όροι ανάδυσης μιας νέας μεταπολεμικής περιόδου», constitutionalism.gr (Μάρτιος 2011-Φεβρουάριος 2012).
[2] Βλ. ενδεικτικά: D. Cole, J.X. Dempsey, Terrrorism and the Constitution, The New Press, 2006· Br. Ackerman, Before the Next Attack Yale University Press, 2006.
[3] E.C.H.R. (Plenary) Engel and Others v. The Netherlands, 8.6.1976.
[4] Από τα πολλά κείμενα που συμβουλεύθηκα, θα ήθελα να μνημονεύσω δύο αδημοσίευτα έργα νέων νομικών: τη διατριβή της διδάκτορος ΑΠΘ Μ. Παπαϊωάννου και το αναρτημένο άρθρο της δικηγόρου-μέλους της Ελ.Ε.Δ.Α. Ε. Θάνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου