του Δ. Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, TVXS...
Η πράξη, και όχι τα λόγια, είναι το βασικό πρόβλημα με τον ρατσισμό -και ελλείψει άλλων ενδιαφερόμενων, αυτό είναι το βασικό μέλημα του ΣΥΡΙΖΑ. Όσο αδιανόητο κι αν είναι, λοιπόν, βουλευτές της ΝΔ να παρομοιάζουν με «κατσαρίδες» τους μετανάστες, όσο εξοργιστικό κι αν ακούγεται ένας πρωθυπουργός να απειλεί λαθρο-νήπια ότι θα ανακαταλάβει τους παιδικούς σταθμούς, κι όσο θλιβερή κι αν ηχεί η κινδυνολογία υπουργών περί μεταναστών-«βόμβας στα θεμέλια της κοινωνίας» (αυτά εξηγούν επαρκώς γιατί η ΝΔ δεν άντεξε ούτε καν το ν/σ Ρουπακιώτη), το κύριο δεν είναι εκεί -δηλαδή στα λόγια. Είναι στις αθρόες προσαγωγές με βάση το χρώμα του δέρματος, που πραγματοποιεί η ΕΛ.ΑΣ με τον Ξένιο Δία – όπως μαρτυρούν οι 5.000 συλλήψεις μεταναστών από τον Αύγουστο του 2012, επί συνόλου 100.000 προσαγωγών. Είναι στις οργανωμένες επιδρομές μοτοσικλετιστών στο Πεδίον του Άρεως, και στους εμπρησμούς αυτοσχέδιων τζαμιών, για τα οποία ένας ευρωπαίος Επίτροπος μαθαίνει με επί τόπου επισκέψεις μέσα σε λίγες μέρες, αλλά οι μηχανοκίνητες μονάδες της ΕΛ.ΑΣ “αγνοούν”. Είναι στις έμπρακτες διακρίσεις που καλύπτονται υπό το μανδύα του δημόσιου λειτουργού (γι' αυτό το κακό Δημόσιο, όμως, δεν μιλάει κανείς) και στις βίαιες επιθέσεις που καμουφλάρονται πίσω από την κάθε λογής ασυλία - ενώ οι αυτουργοί τους επιχορηγούνται. Είναι στο γεγονός ότι, στην εποχή των “επίορκων”, κανείς δεν διανοείται έστω και ένας αστυνομικός ή δημόσιος υπάλληλος να κατηγορηθούν ως “επίορκοι” για ρατσιστικό έγκλημα -πολλώ δε μάλλον ότι μπορεί έσως και ένας να καταδικαστεί, να φυλακιστεί και να πάει στο σπίτι του.
Στο βαθμό, λοιπόν, που η γιγάντωση του ρατσιστικού εγκλήματος οφείλεται σε νομοθετικά κενά (και μολονότι, πράγματι, ο αντιρατσισμός δεν είναι κυρίως νομική υπόθεση), στο σημείο αυτό αστόχησαν οι μέχρι σήμερα νομοθετικές πρωτοβουλίες: από το νόμο του 1979, που ασχολήθηκε με την έκφραση ρατσιστικών ιδεών, αγνοώντας όμως τα όντως εγκλήματα, μέχρι τις απόπειρες ενσωμάτωσης στην εθνική νομοθεσία της Απόφασης-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της ΕΕ και την πρόταση ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ. Εκεί, στην ιεράρχηση δηλαδή του ρατσιστικού λόγου υψηλότερα σε σχέση με τη ρατσιστική πράξη - αλλά και στην εκκωφαντική απουσία αποτελεσματικής μέριμνας όσον αφορά τα θύματα της ρατσιστικής εγκληματικότητας.
Ακόμα και τα Γραφεία Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας, που συγκροτήθηκαν επί των ημερών του κ. Δένδια, ουδόλως επτόησαν τις ρατσιστικές συμμορίες. Κι αυτό γιατί ευθύς εξαρχής τους “εγγυώνταν” ότι, “σε περίπτωση καταγγελίας επίθεσης σε βάρος παράνομου μετανάστη, δεν ακυρώνεται η διαδικασία κράτησης και απέλασης που προβλέπεται από το νόμο”. Κοινώς, με βάση τα ως τώρα ισχύοντα, θύματα και μάρτυρες χωρίς χαρτιά, αντί να προστατεύονται από το νόμο απέναντι στους εγκληματούντες διώκτες τους, θα τιμωρούνται. Η δε ατιμωρησία των δραστών θα “διασφαλίζεται” και τότε, αλλά και στην περίπτωση που τα θύματα της ρατσιστικής βίας είναι νόμιμα διαμένοντες μετανάστες, αφού μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ανεξάρτητο όργανο καταγραφής καταγγελιών - συνεπώς η καταγγελία στην Αστυνομία μοιάζει εκ των προτέρων μάταιη. Την ίδια στιγμή, και όπως εξηγεί ο αρμόδιος εισαγγελέας, τα υψηλά παράβολα ελαχιστοποιούν τις πιθανότητες ένα θύμα ρατσιστικής επίθεσης να δει τον θύτη καθισμένο στο σκαμνί, ακόμα κι αν ζει μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα.
Στο έδαφος αυτό οικοδομείται το ελληνικό Απαρτχάιντ, που κοστίζει πλέον ζωές, που στοχοποιεί όχι μόνο μετανάστες, αλλά και ΑΜΕΑ, γκέι και τρανς – και το οποίο δεν μπορεί να αποδοθεί αυτόματα, άνευ ετέρου, στα μνημόνια και στην κρίση. Όσοι το πιστεύουν αυτό, όσοι δηλαδή νομίζουν πως, μόλις βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση, ως διά μαγείας θα ξεμπερδέψουμε με τον ρατσισμό και τους νοσταλγούς των κρεματορίων, δεν έχουν παρά να σκεφτούν την ευρωπαϊκή εμπειρία της τελευταίας 15ετίας: Πόσα χρόνια πριν από την κρίση είχε η Αυστρία κυβέρνηση Χάιντερ; Πόσα χρόνια πριν η Γαλλία έφτιαχνε στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών; Πόσα χρόνια τώρα δρουν στην Ουγγαρία οι πολιτοφυλακές του Jobbik εναντίον των Τσιγγάνων; Και, στα καθ' ημας, πόσα χρόνια πάνε από τότε που οι χούλιγκαν της Γαλάζιας Στρατιάς κυνηγούσαν Αλβανούς στο κέντρο της Αθήνας;
Ο ρατσισμός δεν είναι έκφραση μιας αυθόρμητης τάσης της ελληνικής κοινωνίας που ενισχύεται μέσα στην κρίση. Είναι ένα σύνολο λόγων, κυρίως όμως πρακτικών, που με την ανοχή και τη συνέργεια της κεντρικής διοίκησης, εφαρμόζουν λυκειάρχες και διευθύντριες νοσοκομείων, αστυνομικοί και δικαστές, αλλά και “ενώσεις προσώπων” του κοινού ποινικού δικαίου με κύρια ιδεολογική αναφορά την εθνοκάθαρση. Το πρόβλημα με όλους αυτούς δεν είναι ότι αρνούνται το Ολοκαύτωμα ή ότι ζητούν “να καεί το μπουρδέλο η Βουλή” (για να θυμηθώ τον συνήθη συμψηφισμό), καλλιεργώντας -υποτίθεται- μίσος και εχθροπάθεια. Πώς να το κάνουμε, μια Αστυνομία που βασανίζει μετανάστες είναι σοβαρότερη υπόθεση από τις “ιστορικές” μονογραφίες του Ιωάννη Κωτούλα -και αντίστροφα, κανένα “εμπρηστικό” σύνθημα δεν προκάλεσε ποτέ προβλήματα τόσο σοβαρά όσο η πυρπόληση του Ράιχσταγκ.
Φωτογραφία: Αγγελική Παναγιώτου/ FosPhotos
Η πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, υπό τον τίτλο «Καταπολέμηση των εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά», είναι η πιο σοβαρή μέχρι σήμερα επεξεργασία όσον αφορά την (ποινική και διοικητική) αντιμετώπιση του ρατσισμού. Είναι η πιο σοβαρή, όχι γιατί επιχειρεί να πλειοδοτήσει σε αυστηρότητα έναντι άλλων προτάσεων, αλλά γιατί ασχολείται με το πραγματικό πρόβλημα: όχι με αυτό που σκέφτονται ή που λένε οι ρατσιστές, αλλά με αυτό που κάνουν. Όχι με τις απόψεις και τις θεωρίες τους, που παραδόξως ενδιαφέρουν περισσότερο τους «φιλελεύθερους», αλλά με τις πράξεις. Όχι αφηρημένα με το γράμμα της Απόφασης-πλαίσιο, αλλά με τις αλλεπάλληλες δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλεται η δημοκρατία από τις ρατσιστικές συμμορίες και τις συμμοριακές πρακτικές τμημάτων του κράτους.Δεν πρόκειται λοιπόν για “άλλο ένα αντιρατσιστικό νομοσχέδιο”, όπως θα είχαν λόγους να ισχυρίζονται οι επαγγελματίες της ξενοφοβίας - ή όπως ανησυχούν καλοπροαίρετοι σχολιαστές, οι οποίοι δικαίως (αλλά τσουβαλιάζοντας δικαίους και αδίκους), δυσανασχετούν για την τύχη του νομοσχεδίου Ρουπακιώτη.
Η πράξη, και όχι τα λόγια, είναι το βασικό πρόβλημα με τον ρατσισμό -και ελλείψει άλλων ενδιαφερόμενων, αυτό είναι το βασικό μέλημα του ΣΥΡΙΖΑ. Όσο αδιανόητο κι αν είναι, λοιπόν, βουλευτές της ΝΔ να παρομοιάζουν με «κατσαρίδες» τους μετανάστες, όσο εξοργιστικό κι αν ακούγεται ένας πρωθυπουργός να απειλεί λαθρο-νήπια ότι θα ανακαταλάβει τους παιδικούς σταθμούς, κι όσο θλιβερή κι αν ηχεί η κινδυνολογία υπουργών περί μεταναστών-«βόμβας στα θεμέλια της κοινωνίας» (αυτά εξηγούν επαρκώς γιατί η ΝΔ δεν άντεξε ούτε καν το ν/σ Ρουπακιώτη), το κύριο δεν είναι εκεί -δηλαδή στα λόγια. Είναι στις αθρόες προσαγωγές με βάση το χρώμα του δέρματος, που πραγματοποιεί η ΕΛ.ΑΣ με τον Ξένιο Δία – όπως μαρτυρούν οι 5.000 συλλήψεις μεταναστών από τον Αύγουστο του 2012, επί συνόλου 100.000 προσαγωγών. Είναι στις οργανωμένες επιδρομές μοτοσικλετιστών στο Πεδίον του Άρεως, και στους εμπρησμούς αυτοσχέδιων τζαμιών, για τα οποία ένας ευρωπαίος Επίτροπος μαθαίνει με επί τόπου επισκέψεις μέσα σε λίγες μέρες, αλλά οι μηχανοκίνητες μονάδες της ΕΛ.ΑΣ “αγνοούν”. Είναι στις έμπρακτες διακρίσεις που καλύπτονται υπό το μανδύα του δημόσιου λειτουργού (γι' αυτό το κακό Δημόσιο, όμως, δεν μιλάει κανείς) και στις βίαιες επιθέσεις που καμουφλάρονται πίσω από την κάθε λογής ασυλία - ενώ οι αυτουργοί τους επιχορηγούνται. Είναι στο γεγονός ότι, στην εποχή των “επίορκων”, κανείς δεν διανοείται έστω και ένας αστυνομικός ή δημόσιος υπάλληλος να κατηγορηθούν ως “επίορκοι” για ρατσιστικό έγκλημα -πολλώ δε μάλλον ότι μπορεί έσως και ένας να καταδικαστεί, να φυλακιστεί και να πάει στο σπίτι του.
Στο βαθμό, λοιπόν, που η γιγάντωση του ρατσιστικού εγκλήματος οφείλεται σε νομοθετικά κενά (και μολονότι, πράγματι, ο αντιρατσισμός δεν είναι κυρίως νομική υπόθεση), στο σημείο αυτό αστόχησαν οι μέχρι σήμερα νομοθετικές πρωτοβουλίες: από το νόμο του 1979, που ασχολήθηκε με την έκφραση ρατσιστικών ιδεών, αγνοώντας όμως τα όντως εγκλήματα, μέχρι τις απόπειρες ενσωμάτωσης στην εθνική νομοθεσία της Απόφασης-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της ΕΕ και την πρόταση ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ. Εκεί, στην ιεράρχηση δηλαδή του ρατσιστικού λόγου υψηλότερα σε σχέση με τη ρατσιστική πράξη - αλλά και στην εκκωφαντική απουσία αποτελεσματικής μέριμνας όσον αφορά τα θύματα της ρατσιστικής εγκληματικότητας.
Ακόμα και τα Γραφεία Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας, που συγκροτήθηκαν επί των ημερών του κ. Δένδια, ουδόλως επτόησαν τις ρατσιστικές συμμορίες. Κι αυτό γιατί ευθύς εξαρχής τους “εγγυώνταν” ότι, “σε περίπτωση καταγγελίας επίθεσης σε βάρος παράνομου μετανάστη, δεν ακυρώνεται η διαδικασία κράτησης και απέλασης που προβλέπεται από το νόμο”. Κοινώς, με βάση τα ως τώρα ισχύοντα, θύματα και μάρτυρες χωρίς χαρτιά, αντί να προστατεύονται από το νόμο απέναντι στους εγκληματούντες διώκτες τους, θα τιμωρούνται. Η δε ατιμωρησία των δραστών θα “διασφαλίζεται” και τότε, αλλά και στην περίπτωση που τα θύματα της ρατσιστικής βίας είναι νόμιμα διαμένοντες μετανάστες, αφού μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ανεξάρτητο όργανο καταγραφής καταγγελιών - συνεπώς η καταγγελία στην Αστυνομία μοιάζει εκ των προτέρων μάταιη. Την ίδια στιγμή, και όπως εξηγεί ο αρμόδιος εισαγγελέας, τα υψηλά παράβολα ελαχιστοποιούν τις πιθανότητες ένα θύμα ρατσιστικής επίθεσης να δει τον θύτη καθισμένο στο σκαμνί, ακόμα κι αν ζει μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα.
Στο έδαφος αυτό οικοδομείται το ελληνικό Απαρτχάιντ, που κοστίζει πλέον ζωές, που στοχοποιεί όχι μόνο μετανάστες, αλλά και ΑΜΕΑ, γκέι και τρανς – και το οποίο δεν μπορεί να αποδοθεί αυτόματα, άνευ ετέρου, στα μνημόνια και στην κρίση. Όσοι το πιστεύουν αυτό, όσοι δηλαδή νομίζουν πως, μόλις βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση, ως διά μαγείας θα ξεμπερδέψουμε με τον ρατσισμό και τους νοσταλγούς των κρεματορίων, δεν έχουν παρά να σκεφτούν την ευρωπαϊκή εμπειρία της τελευταίας 15ετίας: Πόσα χρόνια πριν από την κρίση είχε η Αυστρία κυβέρνηση Χάιντερ; Πόσα χρόνια πριν η Γαλλία έφτιαχνε στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών; Πόσα χρόνια τώρα δρουν στην Ουγγαρία οι πολιτοφυλακές του Jobbik εναντίον των Τσιγγάνων; Και, στα καθ' ημας, πόσα χρόνια πάνε από τότε που οι χούλιγκαν της Γαλάζιας Στρατιάς κυνηγούσαν Αλβανούς στο κέντρο της Αθήνας;
Ο ρατσισμός δεν είναι έκφραση μιας αυθόρμητης τάσης της ελληνικής κοινωνίας που ενισχύεται μέσα στην κρίση. Είναι ένα σύνολο λόγων, κυρίως όμως πρακτικών, που με την ανοχή και τη συνέργεια της κεντρικής διοίκησης, εφαρμόζουν λυκειάρχες και διευθύντριες νοσοκομείων, αστυνομικοί και δικαστές, αλλά και “ενώσεις προσώπων” του κοινού ποινικού δικαίου με κύρια ιδεολογική αναφορά την εθνοκάθαρση. Το πρόβλημα με όλους αυτούς δεν είναι ότι αρνούνται το Ολοκαύτωμα ή ότι ζητούν “να καεί το μπουρδέλο η Βουλή” (για να θυμηθώ τον συνήθη συμψηφισμό), καλλιεργώντας -υποτίθεται- μίσος και εχθροπάθεια. Πώς να το κάνουμε, μια Αστυνομία που βασανίζει μετανάστες είναι σοβαρότερη υπόθεση από τις “ιστορικές” μονογραφίες του Ιωάννη Κωτούλα -και αντίστροφα, κανένα “εμπρηστικό” σύνθημα δεν προκάλεσε ποτέ προβλήματα τόσο σοβαρά όσο η πυρπόληση του Ράιχσταγκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου