του Στέφαν Κολίνι μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου, απο τα Ενθεματα...
Σαράντα χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, και ενώ συνεχίζεται η απεργία των διοικητικών υπαλλήλων, με την κυβέρνηση να απειλεί με εισαγγελείς και συλλήψεις (όπως και ότι θα στείλει τα ΜΑΤ εάν η ΕΡΤ εκπέμψει από το ΕΜΠ), δημοσιεύουμε μικρά αποσπάσματα από το εκτενές βιβλιοκριτικό δοκίμιο του καθηγητή λογοτεχνίας και ιστορίας των ιδεών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Stephan Collini («Sold out», London Review of Books, τχ. 20, 24.10.2013). Ξεκινώντας από τις πρόσφατες μελέτες των Roger Brown – Helen Caraso (Everything for Sale? The Marketisation of UK Higher Education) και του Andrew McGettigan (The Great University Gamble: Money, Markets and the Future of Higher Education), o Κολίνι μιλάει για την ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης, στο Ηνωμένο Βασίλειο και γενικότερα. Τα δημοσιεύουμε, όχι μόνο ως προείκασμα ενός δυστοπικού μέλλοντος, αλλά και γιατί, παρά τις εθνικές ιδιαιτερότητες, ο αγώνας για την υπεράσπιση της δημόσιας παιδείας δεν μπορεί παρά να είναι κοινός, διαπερνώντας τα σύνορα.
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Ας ξεκινήσω από αυτό: Το να ασκούμε κριτική στην πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα στα πανεπιστήμια δεν σημαίνει ότι πιστεύουμε πως παλιότερα όλα είχαν καλώς ή πως αναπολούμε κάποια χρυσή εποχή στην οποία πρέπει να επιστρέψουμε, ούτε, τέλος πως τα πανεπιστήμια δεν είναι υπόλογα στην κοινωνία — κατηγορίες, όλες αυτές, που απαγγέλλουν οι υπερασπιστές της εν λόγω πολιτικής προκειμένου να απαξιώσουν τη δικαιολογημένη κριτική που τους γίνεται.
Με άλλα λόγια, η επιλογή δεν έγκειται ανάμεσα στην υποστήριξη της σημερινής πολιτικής και σε κάποια αίσθηση κεκτημένων δικαιωμάτων που ισοδυναμεί με στρουθοκαμηλισμό. Δεύτερον, θα έπρεπε να είναι επίσης ξεκάθαρο ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις έπαιξαν τον ρόλο τους στην προώθηση των πολιτικών αυτών [της ιδιωτικοποίησης]. Οι αλλαγές που σημειώθηκαν μετά το 2010 είναι φυσικά πιο θεμελιακές από όλα όσα είχαν συμβεί νωρίτερα, αλλά στους κύκλους όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις, και ειδικά μεταξύ των αρμόδιων παραγόντων, υπάρχει συνέχεια στην προσέγγιση τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Τρίτον, τη μοίρα των βρετανικών πανεπιστημίων δεν μπορεί κανείς να την εξετάσει απομονωμένα. Στις σύγχρονες δημοκρατίες της αγοράς, βαθιές δομικές αλλαγές ασκούν, διεθνώς, ισχυρότατες πιέσεις στις αξίες που διατήρησαν ζωντανό το ιδεώδες της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης. Δυστυχώς, το Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβε την πιλοτική πειραματική εφαρμογή αυτών των αλλαγών. Οι άλλες χώρες παρακολουθούν την εξέλιξη του πειράματος με ένα μείγμα λύπησης και ανησυχίας: λύπησης, γιατί η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στη Βρετανία ήταν κάτι που θαύμαζαν για πάρα πολλά χρόνια· και ανησυχίας, γιατί φοβούνται πως παρόμοιες πολιτικές μπορεί να ενσκήψουν σύντομα καταπάνω τους. Να το πούμε κι αλλιώς: σε πολλά μέρη του κόσμου τη βρετανική ανώτατη εκπαίδευση δεν τη αντιμετωπίζουν τόσο σαν ένα χρήσιμο πρωτοποριακό πείραμα όσο σαν παλιά εκείνα «καναρίνια στο ορυχείο».[1]
Με άλλα λόγια, η επιλογή δεν έγκειται ανάμεσα στην υποστήριξη της σημερινής πολιτικής και σε κάποια αίσθηση κεκτημένων δικαιωμάτων που ισοδυναμεί με στρουθοκαμηλισμό. Δεύτερον, θα έπρεπε να είναι επίσης ξεκάθαρο ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις έπαιξαν τον ρόλο τους στην προώθηση των πολιτικών αυτών [της ιδιωτικοποίησης]. Οι αλλαγές που σημειώθηκαν μετά το 2010 είναι φυσικά πιο θεμελιακές από όλα όσα είχαν συμβεί νωρίτερα, αλλά στους κύκλους όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις, και ειδικά μεταξύ των αρμόδιων παραγόντων, υπάρχει συνέχεια στην προσέγγιση τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Τρίτον, τη μοίρα των βρετανικών πανεπιστημίων δεν μπορεί κανείς να την εξετάσει απομονωμένα. Στις σύγχρονες δημοκρατίες της αγοράς, βαθιές δομικές αλλαγές ασκούν, διεθνώς, ισχυρότατες πιέσεις στις αξίες που διατήρησαν ζωντανό το ιδεώδες της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης. Δυστυχώς, το Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβε την πιλοτική πειραματική εφαρμογή αυτών των αλλαγών. Οι άλλες χώρες παρακολουθούν την εξέλιξη του πειράματος με ένα μείγμα λύπησης και ανησυχίας: λύπησης, γιατί η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στη Βρετανία ήταν κάτι που θαύμαζαν για πάρα πολλά χρόνια· και ανησυχίας, γιατί φοβούνται πως παρόμοιες πολιτικές μπορεί να ενσκήψουν σύντομα καταπάνω τους. Να το πούμε κι αλλιώς: σε πολλά μέρη του κόσμου τη βρετανική ανώτατη εκπαίδευση δεν τη αντιμετωπίζουν τόσο σαν ένα χρήσιμο πρωτοποριακό πείραμα όσο σαν παλιά εκείνα «καναρίνια στο ορυχείο».[1]
***
Εκ πρώτης όψεως, η διάκριση ανάμεσα στα δημόσια και τα ιδιωτικά ιδρύματα αφενός, και ανάμεσα στα κερδοσκοπικά και τα μη κερδοσκοπικά ιδιωτικά ιδρύματα αφετέρου, μοιάζει μάλλον εύκολη και ξεκάθαρη υπόθεση. Στην πραγματικότητα, και οι δύο αυτές διακρίσεις είναι αρκετά πολύπλοκες. Τα περισσότερα από τα παραδοσιακά βρετανικά πανεπιστήμια συνιστούν, από νομικής απόψεως, αυτόνομες εταιρείες. Ωστόσο, ορθώς θεωρούνται δημόσιοι οργανισμοί –με την ίδια έννοια, για παράδειγμα, που και το BBC θεωρείται δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας–, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησής τους προέρχεται από δημόσιες πηγές και επίσης ελέγχονται με αντίστοιχους όρους. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν λαμβάνουν απευθείας κρατική χρηματοδότηση, κι έτσι εξαιρούνται σε σημαντικό βαθμό από διαδικασίες δημόσιου ελέγχου. Παρ’ όλα αυτά, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ιδιωτικά και δημόσια πανεπιστήμια γίνεται ολοένα και πιο δυσδιάκριτη. Πρώτον, διότι, μετά το 2012, αρκετά πανεπιστήμια έχουν λάβει ελάχιστες απευθείας κρατικές επιχορηγήσεις, κι έτσι είναι απολύτως εξαρτημένα από τα –προερχόμενα από φοιτητικά δάνεια– δίδακτρα που εισπράττουν. Δεύτερον, διότι και τα εγκεκριμένα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα αντλούν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους από την ίδια ακριβώς πηγή.
Ένας κερδοσκοπικός ιδιωτικός εκπαιδευτικός φορέας είναι μια επιχείρηση σαν όλες τις άλλες: παρότι μπορεί να κάνει πολλή φασαρία για την «υψηλή αποστολή» του κ.ο.κ., σκοπός του είναι να παράγει κέρδος για τις μητρικές επιχειρήσεις, τα διευθυντικά στελέχη και τους μετόχους. Ένας μη κερδοσκοπικός φορέας λειτουργεί διαφορετικά: καθώς είναι κοινωφελής οργανισμός, του απαγορεύεται διά νόμου να καταμερίσει τα όποια πλεονάσματά του ως κέρδη σε οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά γενικότερα τους μη κερδοσκοπικούς εκπαιδευτικούς οργανισμούς, αυτό που μετράει δεν είναι τόσο το νομικό τους καθεστώς όσο η θέση τους εντός ευρύτερων επιχειρηματικών δομών. Μια μητρική επιχείρηση έχει πολλούς τρόπους για να βγάζει χρήματα από ένα μη κερδοσκοπικό πανεπιστήμιο, χωρίς να παραβιάζει τον κοινωφελή του χαρακτήρα — για παράδειγμα, μπορεί να είναι ο αποκλειστικός προμηθευτής του πανεπιστημίου για συγκεκριμένες υπηρεσίες. Βεβαίως, οι περισσότεροι επενδυτικοί όμιλοι δεν αδιαφορούν για το γενικό καλό, ωστόσο το γεγονός ότι, αυτή τη στιγμή, τα νερά γύρω από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι γεμάτα από ανυπόμονους καρχαρίες, επιτρέπει και στον πλέον αφελή να αντιληφθεί ότι εκείνο που τους προσελκύει είναι παρά η μυρωδιά του κέρδους. Το να αποκτήσει κανείς το όνομα και το καθεστώς πανεπιστημιακού ιδρύματος, που κάποτε προστατευόταν ως κόρη οφθαλμού, έγινε πλέον, χάρη στην κυβέρνηση, πολύ πιο εύκολη υπόθεση. Επίσης, φαίνεται πως ακόμη και αν ένα πανεπιστήμιο πωληθεί και ενταχθεί σε μια μεγάλη επιχειρηματική αυτοκρατορία θα του επιτραπεί να διατηρήσει την πολύτιμη εξουσία να απονέμει πτυχία, μαζί με το «φιλανθρωπικό» προφίλ του.
***
Ας προσέξουμε, τώρα, τη λέξη «μεταρρύθμιση»: ο υπαινιγμός, εδώ, είναι πως υπάρχει κάτι άσχημο στην παρούσα κατάσταση, το οποίο οι προτεινόμενες αλλαγές θα διορθώσουν. Και η λογική αυτής της μεταρρύθμισης είναι να εντάξει τους ανθρώπους στην κατηγορία του καταναλωτή, ανάγοντάς τους έτσι σε οικονομικούς παράγοντες που κινούνται στο πλαίσιο μιας αγοράς. Η πονηρία της κυβερνητικής προπαγάνδας, τόσο στο ζήτημα της ανώτατης εκπαίδευσης όσο και αλλού, είναι πως προβάλλει την κυβέρνηση ως υπερασπιστή των καταναλωτών, προκειμένου να επιβάλει την παράδοση ολοένα και περισσότερων τομέων της καθημερινής ζωής στην αγορά και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Από ποιον χρειάζεται να προστατευθούν οι φοιτητές-καταναλωτές; Ποιος τους αποτρέπει να πάρουν αυτό που θέλουν και πρέπει να αποκτήσουν; Όπως φαίνεται, από τα πανεπιστήμια. Η υπόθεση πίσω από την Έκθεση Μπράουν του 2010 και όλη την μετέπειτα κυβερνητική ρητορική είναι πως, αν αποκτήσει οικονομική επιρροή η καταναλωτική ζήτηση (κι αυτό γίνεται μέσω του συστήματος των διδάκτρων), τα πανεπιστήμια θα υποχρεωθούν να αλλάξουν. Κανείς όμως δεν έχει αποδείξει ότι προηγουμένως τα πανεπιστήμια αποτύγχαναν να ανταποκριθούν στις ανάγκες ή ότι αυτές οι αλλαγές θα τα βοηθήσουν να εκπληρώσουν τους σκοπούς τους: η ακατάπαυστη ρητορική πίεση υπονοεί ότι τα πανεπιστήμια θέτουν εμπόδια στις επιθυμίες των φοιτητών, θέτουν εμπόδια στις εύλογες απαιτήσεις των εργοδοτών, θέτουν εμπόδια στην αποτελεσματική διαχείριση συνολικά του εκπαιδευτικού τομέα και γενικώς, πώς να το πει κανείς… θέτουν εμπόδια. Όμως, συνεχίζει το ίδιο ρητορικό σχήμα, αν τα πανεπιστήμια αναγκαστούν να καταπιούν μια γερή δόση ισοσκελισμού των προϋπολογισμών τους, η δυσκοιλιότητα που επιδεικνύουν σύντομα θα ξεπεραστεί. Η μεταφορά που χρησιμοποιείται μας δείχνει ξεκάθαρα ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής.
Η αντικατάσταση της κρατικής χρηματοδότησης από τα δίδακτρα είναι το όχημα της μετατροπής των πανεπιστημίων σε αλυσίδες λιανεμπορίου, προσανατολισμένες στις ανάγκες των καταναλωτών. Eίναι, επίσης, ο δούρειος ίππος που θα επιτρέψει στο ιδιωτικό κεφάλαιο να κερδοσκοπήσει πάνω στην ανώτατη εκπαίδευση. Η πίεση που ασκείται στα πανεπιστήμια να κυνηγήσουν όποιες εμπορικές ευκαιρίες τους παρουσιάζονται δεν είναι κάτι καινούριο. Άλλωστε, εδώ και αρκετό καιρό, η κυριότερη πηγή εσόδων τους είναι τα δίδακτρα που πληρώνουν οι φοιτητές που προέρχονται από χώρες εκτός Ε.Ε.
[1] Τα καναρίνια είναι πολύ ευαίσθητα σε δηλητηριώδη αέρια, κι έτσι οι ανθρακωρύχοι τα χρησιμοποιούσαν για να να ελέγχουν την ποιότητα του αέρα. Όταν σταματούσαν να κελαηδάνε, σήμαινε ότι υπήρχαν επικίνδυνες αναθυμιάσεις και το ορυχείο έπρεπε να εγκαταλειφθεί αμέσως (Σ.τ.Μ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου