Του Παναγιώτη Λαμπρόπουλου, Red NoteBook...
Αν η κρίση έχει να κάνει και με την ικανότητα της τάξης που εξουσιάζει να προτείνει την δική της θετική (ταξική) επιχειρηματολογία, τότε μοιραία, η υπέρβασή της, προς όφελος των εξουσιαζόμενων τάξεων, έχει να κάνει με την ηγεμόνευση της θετικής επιχειρηματολογίας αυτών των τάξεων.
Πώς συμβάλλει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό;
Κάθε κυβερνητικό πρόγραμμα, στην εκφώνησή του, κρίνεται (και) από τους άμεσους στόχους που βάζει, από το ποια κατεύθυνση θέτει και από τα μέσα που θέλει να χρησιμοποιήσει προκειμένου να υπηρετήσει τους διακηρυγμένους του στόχους.
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (για την κυβέρνηση της αριστεράς ή όπως αλλιώς αυτή θα ονομαστεί) είναι σε μια «καθαρή κατεύθυνση», ταξικά μεροληπτική, υπέρ του κόσμου της εργασίας, από τη στιγμή που:
α) θέτει ως άμεσους και μακροπρόθεσμου στόχους την εξυπηρέτηση, κατά προτεραιότητα, των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας (άμεσα και αδιαμεσολάβητα).
β) ως μέσο για την υλοποίησή τους, θεωρεί το σύνολο του κόσμου της εργασίας και (εξίσου ως προτεραιότητα) θέτει την διαμόρφωση εκείνων των μηχανισμών που είναι απαραίτητοι για την πολιτική ενδυνάμωσής του (εργατικά συμβούλια, κοινωνικός έλεγχος κλπ).
γ) κάτω από αυτούς τους μηχανισμούς, θέτει «υπό επίβλεψη» το σύνολο του κεφαλαίου, ως κοινωνική σχέση και όχι επιμέρους τμήματά του (μικρό η μεγάλο κεφάλαιο).
δ) διακηρυγμένος στόχος του είναι η ενίσχυση οικονομικών μορφών και ικανοποίηση αναγκών που θα βρίσκονται εκτός της σφαίρας επιρροής του κεφαλαίου (κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία).
Μια βασική πλευρά αυτής της κατεύθυνσης του προγράμματός του ΣΥΡΙΖΑ είναι η σχέση ανάμεσα στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και της πολιτικής ενδυνάμωσης του κόσμου της εργασίας.
Διακηρυγμένος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι «η κυβέρνηση της αριστεράς θα δώσει την εξουσία εκεί που ανήκει, δηλαδή στην πλειοψηφία της κοινωνίας». Ταυτόχρονα μιλάει για την «οικονομία και κοινωνία των αναγκών» που κατά προτεραιότητα θα αναπτύσσεται, προκειμένου να υπηρετεί τις ανθρώπινες ανάγκες.
Πως αυτά τα δυο συνδυάζονται;
Ξεκινώντας από το σκέλος των «αναγκών» το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι «ποιος και με ποιο τρόπο καθορίζει τις ανάγκες; Ποιος είναι αυτός, που θέτει τις προτεραιότητες και με ποιο τρόπο;».
Στην «οικονομία της αγοράς» αυτές καθορίζονται και ιεραρχούνται από τον επιχειρηματία, όσο και αν οι απολογητές της ισχυρίζονται το αντίθετο. Η «οικονομία της αγοράς» ικανοποιεί εκείνες τις ανάγκες, εκείνων των ανθρώπων που έχουν την αγοραστική δυνατότητα να αγοράσουν (τα) προϊόντα και υπηρεσίες και μέχρι τον βαθμό που τους επιτρέπει το «διαθέσιμο εισόδημα». Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι πραγματικές ανάγκες, πραγματικών ανθρώπων που δεν έχουν όμως «αγοραστική δύναμη» και εισόδημα, απλά δεν ικανοποιούνται.
Στις χώρες του πάλαι ποτέ, «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι «ανάγκες» καθορίζονταν και ιεραρχούνταν κεντρικά από το κράτος, μέσω των πεντάχρονων πλάνων. Αυτός (ο κεντρικός σχεδιασμός) ήταν που καθόριζε, τόσο τις ανάγκες, όσο και τις προτεραιότητες της κοινωνίας. Αν και σε έναν βαθμό, κατάφερε να λύσει, με αυτόν τον τρόπο, μια από τις μεγάλες αντιθέσεις του καπιταλισμού, δηλαδή τη σχέση ανάμεσα στις ανάγκες για παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και τις ανάγκες για παραγωγή «μέσων παραγωγής» (που θα παρήγαγαν αυτά τα αγαθά), εν τούτοις δεν κατάφερε να ικανοποιήσει ανθρώπινες ανάγκες, γιατί ακριβώς αυτός ο κεντρικός μηχανισμούς σχεδιασμού δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις προτεραιότητες και τις ανάγκες διαφορετικών ανθρώπων.
Το βασικό χαρακτηριστικό «της οικονομίας και κοινωνίας των αναγκών» δεν μπορεί να είναι κανένα άλλο, παρά η άμεση εμπλοκή του κόσμου της εργασίας στον σχεδιασμό των προτεραιοτήτων, αλλά και στον τρόπο κάλυψης των αναγκών. Αυτό γιατί σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης και παραγωγικής αποσάθρωσης υποχρεωτικά ο κόσμος της εργασίας, που σήμερα βρίσκεται στο περιθώριο και που (η κρίση και) τα μνημόνια απαξιώνουν συνεχώς την ζωντανή εργασία του, θα παίξει ένα πρωταγωνιστικό ρόλο στην, όποια, μελλοντική ανάπτυξη.
Όμως, όταν επενδύεις με βάση την εργασία που μπορεί ο κάθε ένας και η κάθε μία να προσφέρει, τότε «σπάει» μια βασική σύμβαση του καπιταλισμού, αυτή που θέλει, από τη μια πλευρά επιχειρηματίες - επενδυτές και από την άλλη υπάλληλους -εργαζόμενους. Η επένδυση «δια της εργασίας», υποχρεωτικά απαιτεί σχέσεις ισοτιμίας, αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης.
Η ζωντανή εργασία, έχει (κάθε φορά) συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και δυνατότητες, έτσι, είναι λογικό ότι η όποια «αναπτυξιακή κατεύθυνση» δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στις συγκεκριμένες αυτές δυνατότητες (και χαρακτηριστικά), που ο κόσμος της εργασίας έχει ή που μπορεί εύκολα να αποκτήσει. Αυτές οι δυνατότητες δεν είναι μόνο όσες κατά καιρούς έχουν «πουληθεί» στην αγορά, στη διαδικασία της μισθωτής εργασίας. Οι γνώσεις, ο δεξιότητες, τα ταλέντα, οι παραδοσιακούς τεχνογνωσίες, είναι μια τεράστια προίκα που η καπιταλιστική ανάπτυξη για δεκαετίες είχε απαξιώσει.
Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε οι τομείς πάνω στους οποίους μπορεί να επενδύσει, μέσω της εργασίας του ο κόσμος της εργασίας δεν μπορεί να είναι μόνο αποτέλεσμα κεντρικού σχεδιασμού. Αυτό γιατί, αυτή την «επένδυση» θα την κάνουν συγκεκριμένοι άνθρωποι (και οι συλλογικότητές τους) με συγκεκριμένα προσόντα, δεξιότητες, φόβους, κλίσεις κλπ.
Αν στην διαδικασία «σχεδιασμού» των όποιων προτεραιοτήτων δεν συμμετάσχουν και αυτοί, και άρα ο καθορισμός τους γίνει ερήμην των πραγματικών δυνατοτήτων τους (των δυνατοτήτων που ο κόσμος της εργασίας έχει ή μπορεί εύκολα να αποκτήσει), τότε το αποτέλεσμα θα είναι μια ανάπτυξη και μια οικονομία που δεν θα ικανοποιεί (κατά προτεραιότητα και άμεσα) τις ανάγκες του κόσμου της εργασίας.
Αλλά η παραγωγός-εργασία και η, σε νέα βάση, οργάνωσή της, λίγες πιθανότητες έχει να πετύχει αν, ταυτόχρονα με την παραγωγή της, δεν μπορέσει να εντοπίσει εκείνες τις πραγματικές και ανθρώπινες ανάγκες που μπορεί να ικανοποιήσει με την εργασία της και ταυτόχρονα δεν βρει τον τρόπο να προσεγγίσει όσους έχουν ανάγκη τα προϊόντα της εργασίας της.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ένα τρόπο (αλλά ενδεχομένως και έναν «τόπο») όπου αυτοί έχουν λόγο, μπορούν να στέλνουν μηνύματα και να αποφασίζουν για το ποιές είναι αυτές οι ανάγκες. Για αυτό το λόγο έχουν ιδιαίτερη σημασία για εμάς τα διάφορα συστήματα «δημοκρατικού προγραμματισμού» για την κατάρτιση των προγραμμάτων των ΟΤΑ, αλλά και ο «κοινωνικός και δημόσιος έλεγχος στο τραπεζικό σύστημα» κτλ.
Ταυτόχρονα, οι παραγωγοί που θα ικανοποιούν αυτές τις ανάγκες θα πρέπει να είναι ανοιχτοί και να δίνουν δυνατότητα ελέγχου της δράσης τους, από τους εργαζόμενους (που, σε τελική ανάλυση, θα είναι οι αποδέκτες των προϊόντων τους). Άρα εδώ υποχρεωτικά (πρέπει να) έχουμε συμμετοχικές διαδικασίες παραγωγής, στις οποίες συμμετέχουν και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και μεγέθη μονάδων και τρόπο οργάνωσης τους τέτοιο, που να επιτρέπει την πρόσβαση και τον έλεγχο από αυτούς.
Το πώς θα γίνει πρακτικά αυτό είναι βέβαια θέμα παραπέρα συζήτησης και πειραματισμού. Είναι σίγουρο δε ότι θα γίνουν και λάθη, ότι θα υπάρχουν παραλείψεις κλπ. Αλλά αυτή είναι μια «καθαρή κατεύθυνση» και πάνω σε αυτή την κατεύθυνση ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί τον κόσμο της εργασίας να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που θα δώσει, στον κόσμο αυτόν, το πρόγραμμα και η κυβέρνησης της αριστεράς.
Πώς συμβάλλει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό;
Κάθε κυβερνητικό πρόγραμμα, στην εκφώνησή του, κρίνεται (και) από τους άμεσους στόχους που βάζει, από το ποια κατεύθυνση θέτει και από τα μέσα που θέλει να χρησιμοποιήσει προκειμένου να υπηρετήσει τους διακηρυγμένους του στόχους.
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (για την κυβέρνηση της αριστεράς ή όπως αλλιώς αυτή θα ονομαστεί) είναι σε μια «καθαρή κατεύθυνση», ταξικά μεροληπτική, υπέρ του κόσμου της εργασίας, από τη στιγμή που:
α) θέτει ως άμεσους και μακροπρόθεσμου στόχους την εξυπηρέτηση, κατά προτεραιότητα, των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας (άμεσα και αδιαμεσολάβητα).
β) ως μέσο για την υλοποίησή τους, θεωρεί το σύνολο του κόσμου της εργασίας και (εξίσου ως προτεραιότητα) θέτει την διαμόρφωση εκείνων των μηχανισμών που είναι απαραίτητοι για την πολιτική ενδυνάμωσής του (εργατικά συμβούλια, κοινωνικός έλεγχος κλπ).
γ) κάτω από αυτούς τους μηχανισμούς, θέτει «υπό επίβλεψη» το σύνολο του κεφαλαίου, ως κοινωνική σχέση και όχι επιμέρους τμήματά του (μικρό η μεγάλο κεφάλαιο).
δ) διακηρυγμένος στόχος του είναι η ενίσχυση οικονομικών μορφών και ικανοποίηση αναγκών που θα βρίσκονται εκτός της σφαίρας επιρροής του κεφαλαίου (κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία).
Μια βασική πλευρά αυτής της κατεύθυνσης του προγράμματός του ΣΥΡΙΖΑ είναι η σχέση ανάμεσα στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και της πολιτικής ενδυνάμωσης του κόσμου της εργασίας.
Διακηρυγμένος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι «η κυβέρνηση της αριστεράς θα δώσει την εξουσία εκεί που ανήκει, δηλαδή στην πλειοψηφία της κοινωνίας». Ταυτόχρονα μιλάει για την «οικονομία και κοινωνία των αναγκών» που κατά προτεραιότητα θα αναπτύσσεται, προκειμένου να υπηρετεί τις ανθρώπινες ανάγκες.
Πως αυτά τα δυο συνδυάζονται;
Ξεκινώντας από το σκέλος των «αναγκών» το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι «ποιος και με ποιο τρόπο καθορίζει τις ανάγκες; Ποιος είναι αυτός, που θέτει τις προτεραιότητες και με ποιο τρόπο;».
Στην «οικονομία της αγοράς» αυτές καθορίζονται και ιεραρχούνται από τον επιχειρηματία, όσο και αν οι απολογητές της ισχυρίζονται το αντίθετο. Η «οικονομία της αγοράς» ικανοποιεί εκείνες τις ανάγκες, εκείνων των ανθρώπων που έχουν την αγοραστική δυνατότητα να αγοράσουν (τα) προϊόντα και υπηρεσίες και μέχρι τον βαθμό που τους επιτρέπει το «διαθέσιμο εισόδημα». Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι πραγματικές ανάγκες, πραγματικών ανθρώπων που δεν έχουν όμως «αγοραστική δύναμη» και εισόδημα, απλά δεν ικανοποιούνται.
Στις χώρες του πάλαι ποτέ, «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι «ανάγκες» καθορίζονταν και ιεραρχούνταν κεντρικά από το κράτος, μέσω των πεντάχρονων πλάνων. Αυτός (ο κεντρικός σχεδιασμός) ήταν που καθόριζε, τόσο τις ανάγκες, όσο και τις προτεραιότητες της κοινωνίας. Αν και σε έναν βαθμό, κατάφερε να λύσει, με αυτόν τον τρόπο, μια από τις μεγάλες αντιθέσεις του καπιταλισμού, δηλαδή τη σχέση ανάμεσα στις ανάγκες για παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και τις ανάγκες για παραγωγή «μέσων παραγωγής» (που θα παρήγαγαν αυτά τα αγαθά), εν τούτοις δεν κατάφερε να ικανοποιήσει ανθρώπινες ανάγκες, γιατί ακριβώς αυτός ο κεντρικός μηχανισμούς σχεδιασμού δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις προτεραιότητες και τις ανάγκες διαφορετικών ανθρώπων.
Το βασικό χαρακτηριστικό «της οικονομίας και κοινωνίας των αναγκών» δεν μπορεί να είναι κανένα άλλο, παρά η άμεση εμπλοκή του κόσμου της εργασίας στον σχεδιασμό των προτεραιοτήτων, αλλά και στον τρόπο κάλυψης των αναγκών. Αυτό γιατί σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης και παραγωγικής αποσάθρωσης υποχρεωτικά ο κόσμος της εργασίας, που σήμερα βρίσκεται στο περιθώριο και που (η κρίση και) τα μνημόνια απαξιώνουν συνεχώς την ζωντανή εργασία του, θα παίξει ένα πρωταγωνιστικό ρόλο στην, όποια, μελλοντική ανάπτυξη.
Όμως, όταν επενδύεις με βάση την εργασία που μπορεί ο κάθε ένας και η κάθε μία να προσφέρει, τότε «σπάει» μια βασική σύμβαση του καπιταλισμού, αυτή που θέλει, από τη μια πλευρά επιχειρηματίες - επενδυτές και από την άλλη υπάλληλους -εργαζόμενους. Η επένδυση «δια της εργασίας», υποχρεωτικά απαιτεί σχέσεις ισοτιμίας, αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης.
Η ζωντανή εργασία, έχει (κάθε φορά) συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και δυνατότητες, έτσι, είναι λογικό ότι η όποια «αναπτυξιακή κατεύθυνση» δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στις συγκεκριμένες αυτές δυνατότητες (και χαρακτηριστικά), που ο κόσμος της εργασίας έχει ή που μπορεί εύκολα να αποκτήσει. Αυτές οι δυνατότητες δεν είναι μόνο όσες κατά καιρούς έχουν «πουληθεί» στην αγορά, στη διαδικασία της μισθωτής εργασίας. Οι γνώσεις, ο δεξιότητες, τα ταλέντα, οι παραδοσιακούς τεχνογνωσίες, είναι μια τεράστια προίκα που η καπιταλιστική ανάπτυξη για δεκαετίες είχε απαξιώσει.
Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε οι τομείς πάνω στους οποίους μπορεί να επενδύσει, μέσω της εργασίας του ο κόσμος της εργασίας δεν μπορεί να είναι μόνο αποτέλεσμα κεντρικού σχεδιασμού. Αυτό γιατί, αυτή την «επένδυση» θα την κάνουν συγκεκριμένοι άνθρωποι (και οι συλλογικότητές τους) με συγκεκριμένα προσόντα, δεξιότητες, φόβους, κλίσεις κλπ.
Αν στην διαδικασία «σχεδιασμού» των όποιων προτεραιοτήτων δεν συμμετάσχουν και αυτοί, και άρα ο καθορισμός τους γίνει ερήμην των πραγματικών δυνατοτήτων τους (των δυνατοτήτων που ο κόσμος της εργασίας έχει ή μπορεί εύκολα να αποκτήσει), τότε το αποτέλεσμα θα είναι μια ανάπτυξη και μια οικονομία που δεν θα ικανοποιεί (κατά προτεραιότητα και άμεσα) τις ανάγκες του κόσμου της εργασίας.
Αλλά η παραγωγός-εργασία και η, σε νέα βάση, οργάνωσή της, λίγες πιθανότητες έχει να πετύχει αν, ταυτόχρονα με την παραγωγή της, δεν μπορέσει να εντοπίσει εκείνες τις πραγματικές και ανθρώπινες ανάγκες που μπορεί να ικανοποιήσει με την εργασία της και ταυτόχρονα δεν βρει τον τρόπο να προσεγγίσει όσους έχουν ανάγκη τα προϊόντα της εργασίας της.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ένα τρόπο (αλλά ενδεχομένως και έναν «τόπο») όπου αυτοί έχουν λόγο, μπορούν να στέλνουν μηνύματα και να αποφασίζουν για το ποιές είναι αυτές οι ανάγκες. Για αυτό το λόγο έχουν ιδιαίτερη σημασία για εμάς τα διάφορα συστήματα «δημοκρατικού προγραμματισμού» για την κατάρτιση των προγραμμάτων των ΟΤΑ, αλλά και ο «κοινωνικός και δημόσιος έλεγχος στο τραπεζικό σύστημα» κτλ.
Ταυτόχρονα, οι παραγωγοί που θα ικανοποιούν αυτές τις ανάγκες θα πρέπει να είναι ανοιχτοί και να δίνουν δυνατότητα ελέγχου της δράσης τους, από τους εργαζόμενους (που, σε τελική ανάλυση, θα είναι οι αποδέκτες των προϊόντων τους). Άρα εδώ υποχρεωτικά (πρέπει να) έχουμε συμμετοχικές διαδικασίες παραγωγής, στις οποίες συμμετέχουν και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και μεγέθη μονάδων και τρόπο οργάνωσης τους τέτοιο, που να επιτρέπει την πρόσβαση και τον έλεγχο από αυτούς.
Το πώς θα γίνει πρακτικά αυτό είναι βέβαια θέμα παραπέρα συζήτησης και πειραματισμού. Είναι σίγουρο δε ότι θα γίνουν και λάθη, ότι θα υπάρχουν παραλείψεις κλπ. Αλλά αυτή είναι μια «καθαρή κατεύθυνση» και πάνω σε αυτή την κατεύθυνση ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί τον κόσμο της εργασίας να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που θα δώσει, στον κόσμο αυτόν, το πρόγραμμα και η κυβέρνησης της αριστεράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου