Του Πέτρου Σταύρου, απο το Red NoteBook...
«Για πρώτη φορά», λένε τα φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ, δηλαδή σχεδόν όλα, πως «γίνεται διαπραγμάτευση με την τρόικα». Λοιπόν ναι, θα συμφωνήσουμε. «Κόντρες» γίνονται, αλλά δεν είναι της διαπραγμάτευσης. Είναι οι «κόντρες» της νέας τροπής που παίρνουν οι αντιφάσεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ίσως ακούγεται υπερβολικό αλλά δεν είναι. H κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί να διαπραγματευτεί διότι η παραμικρή διαπραγμάτευση ανοίγει την «όρεξη» των από κάτω και αυτό δεν το θέλει. Ας δούμε περί τίνος πρόκειται, λοιπόν.
Στην πραγματικότητα, η διένεξη ΔΝΤ και Γερμανίας βρίσκεται καθ’ οδόν προς την οριστική διευθέτησή της. Το ελληνικό χρέος θα θεωρηθεί διαχειρίσιμο και μακροπρόθεσμα βιώσιμο. Το ΔΝΤ θα πάρει πίσω τα κεφάλαιά του στο ακέραιο, αρκεί να έχουμε διαδικασίες παραγωγής σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων από τους ελληνικούς προϋπολογισμούς της επόμενης δεκαετίας. Ουσιαστικά, αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν γίνουν πολλές και σημαντικές απολύσεις στο δημόσιο, δραστικές περικοπές των συντάξεων -και όχι μόνο εφάπαξ περικοπές δημοσίων δαπανών.
Σκεφτείτε πως όταν απολύεται ένας διοικητικός υπάλληλος από κάποιο πανεπιστήμιο δεν μειώνονται μόνο οι δαπάνες μισθοδοσίας του έτους της απόλυσης αλλά και όλων των επόμενων ετών που αυτός θα απασχολούνταν ως υπάλληλος στη γραμματεία του πανεπιστημίου. Δεν είναι το ίδιο εάν μειώσω τις λειτουργικές δαπάνες του πανεπιστημίου μη βάφοντας τις αίθουσες για φέτος, γιατί δεν πρόκειται για μια δαπάνη που εκτελείται σταθερά κάθε χρόνο. Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις των απολύσεων και των μειωμένων συντάξεων είναι πολύ πιο δραστικές σε σχέση με τις περικοπές σε προμήθειες και δαπάνες του δημοσίου για απλά αγαθά και υπηρεσίες.
Όμως, τέτοιες περικοπές δημόσιων δαπανών, όπως είναι οι περικοπές που οφείλονται στις απολύσεις και στην κατάργηση των ασφαλιστικών συστημάτων και των συντάξεων, εκτός από το να μειώνουν τις κρατικές δαπάνες, διαχρονικά, μειώνουν και την ανθεκτικότητα της πολιτικής τάξης στις κοινωνικές εντάσεις. Δικαιολογημένα η κυβέρνηση «δυσανασχετεί», λοιπόν, διότι αντιλαμβάνεται ενστικτωδώς ότι δεν έρχεται μόνο το δικό της τέλος αλλά και το τέλος όλου του κρατικού εποικοδομήματος, ως βαθμίδας αναπαραγωγής της γενικής κεφαλαιακής σχέσης. Γιατί το κράτος χωροφύλακας δεν είναι τελικά κράτος, αλλά μόνο χωροφύλακας, δηλαδή κάτι που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποδυθεί τον ρόλο του οργανωτή του μακροπρόθεσμου συμφέροντος της κοινωνίας. Η κυβέρνηση, λοιπόν, δεν διαπραγματεύεται αλλά «αγωνιά», ίσως για πρώτη φορά, για τις συνέπειες των μνημονιακών πολιτικών στην «ομοιοστασία» του κρατικού μηχανισμού.
Η τρόικα, από την άλλη, επιδιώκει τώρα τη θεσμοθέτηση των μεγάλων δημοσιονομικών πλεονασμάτων γιατί πιστεύει ότι έτσι δεν θα καταστήσει μόνο το ελληνικό χρέος βιώσιμο αλλά, κυρίως, θα καταστήσει τα χρέη όλου του ευρωπαϊκού νότου βιώσιμα. Αν δεν το καταφέρει αυτό, δηλαδή το να καταστήσει το ελληνικό χρέος βιώσιμο, έστω και στο συμβολικό επίπεδο, τότε η σύγκρουση Ευρωπαϊκού Βορρά και Ευρωπαϊκού Νότου θα είναι αναπόφευκτη.
Μην ξεχνάμε πως το 2014 θα είναι το έτος όπου θα αξιολογηθούν 128 ευρωπαϊκές τράπεζες για την αντοχή τους σε μια πιθανή κρίση, ούτως ώστε να προσδιοριστεί αν θα συμπεριληφθούν ή όχι στη διαδικασία για την ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση. Το περίεργο είναι πως αξιολογούνται οι ίδιοι οι φορείς των παραγόντων που δημιουργούν τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις για την αντοχή τους σε μια ενδεχόμενη νέα κρίση που πιθανά θα προέλθει από τους ίδιους. Πέρα όμως από αυτήν την παραδοξότητα συμβαίνει το εξής: Το πάλαι ποτέ ευρωπαϊκό και ενιαίο τραπεζικό σύστημα «εθνικοποιείται» ξανά, αλλά όχι παντού. Σε ταχύτατη φάση «εθνικοποίησης», μέσω του χρέους, βρίσκονται οι τράπεζες της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας. Πάνω από το 80% των κεφαλαίων αυτών των τραπεζών είναι τοποθετημένα στο χρέος, και μάλιστα στο χρέος των χωρών τους. Η διαδικασία της επανεθνικοποίησης των τραπεζικών κεφαλαίων ξεκίνησε από το 2009 και συνεχίζεται. Φαίνεται πως υπάρχει ένας φαύλος κύκλος που ξεκινάει από την τραπεζική κρίση, περνάει στις δημόσιες δαπάνες, και επιστρέφει ξανά στον εγχώριο τραπεζικό τομέα. Οι τράπεζες των χωρών του Βορρά (Γερμανία,Ολλανδία, Γαλλία) έχουν περιορίσει δραστικά τους τοποθετημένους τίτλους σε χρέη των χωρών του νότου, αρχής γενομένης από το ελληνικό PSI. Έτσι, με την έναρξη της αξιολόγησης των τραπεζικών συστημάτων από την ΕΚΤ, μέσα στο 2014, κινδυνεύει όλος ο τραπεζικός τομέας του νότου να βρεθεί σε δεύτερη ταχύτητα, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το ισοζύγιο κεφαλαίων αυτών των χωρών. Η γερμανική κεντρική τράπεζα το λέει καθαρά: οι τοποθετήσεις σε κρατικά χρέη του νότου δεν πρέπει να θεωρούνται «risk free».
Ο ανορθολογισμός και η άτεγκτη στάση της πολιτικής της τρόικας, στην παρούσα φάση, στηρίζεται σε έναν ορθολογικό στόχο. Να καταστήσει όλα τα κράτη του νότου αξιόχρεα, για να μη διακινδυνεύσει την πλήρη διάλυση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, και για να μην επιτείνει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες μεταξύ των κρατών μελών. Αυτή η προσπάθεια αποφυγής του υψηλού ρίσκου στην Ευρώπη την οδηγεί σε πολιτικές υψηλού ρίσκου στην Ελλάδα. Για να πετύχει τον ευρωπαϊκό στόχο δε διστάζει να δημιουργήσει οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό χάος στην Ελλάδα. Εκεί έχει φτάσει η εφαρμογή της κοινωνικής μηχανικής της.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στη κεντρική πολιτική σκηνή, στο μικροοικονομικό πεδίο του ιδιωτικού τομέα αρχίζουν και κάνουν δειλά–δειλά την εμφάνισή τους οι συμβάσεις με τρίμηνη καθυστέρηση της καταβολής του όποιου πενιχρού μισθού. Οι επιχειρήσεις αρχίζουν και δανείζονται βραχυπρόθεσμα κεφάλαια κίνησης από τους ίδιους τους εργαζόμενούς τους με αρνητικό επιτόκιο.
Οι ευρωπαϊκές αστικές δυνάμεις αγνοούν ποιο είναι το σημείο «βρασμού» των κοινωνιών της ευρωζώνης. Θα το καταλάβουν, αφού πρώτα το έχουν καταλάβει όλες οι άλλες τάξεις, με πρώτη και καλύτερη την τάξη των μισθωτών.
Στην πραγματικότητα, η διένεξη ΔΝΤ και Γερμανίας βρίσκεται καθ’ οδόν προς την οριστική διευθέτησή της. Το ελληνικό χρέος θα θεωρηθεί διαχειρίσιμο και μακροπρόθεσμα βιώσιμο. Το ΔΝΤ θα πάρει πίσω τα κεφάλαιά του στο ακέραιο, αρκεί να έχουμε διαδικασίες παραγωγής σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων από τους ελληνικούς προϋπολογισμούς της επόμενης δεκαετίας. Ουσιαστικά, αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν γίνουν πολλές και σημαντικές απολύσεις στο δημόσιο, δραστικές περικοπές των συντάξεων -και όχι μόνο εφάπαξ περικοπές δημοσίων δαπανών.
Σκεφτείτε πως όταν απολύεται ένας διοικητικός υπάλληλος από κάποιο πανεπιστήμιο δεν μειώνονται μόνο οι δαπάνες μισθοδοσίας του έτους της απόλυσης αλλά και όλων των επόμενων ετών που αυτός θα απασχολούνταν ως υπάλληλος στη γραμματεία του πανεπιστημίου. Δεν είναι το ίδιο εάν μειώσω τις λειτουργικές δαπάνες του πανεπιστημίου μη βάφοντας τις αίθουσες για φέτος, γιατί δεν πρόκειται για μια δαπάνη που εκτελείται σταθερά κάθε χρόνο. Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις των απολύσεων και των μειωμένων συντάξεων είναι πολύ πιο δραστικές σε σχέση με τις περικοπές σε προμήθειες και δαπάνες του δημοσίου για απλά αγαθά και υπηρεσίες.
Όμως, τέτοιες περικοπές δημόσιων δαπανών, όπως είναι οι περικοπές που οφείλονται στις απολύσεις και στην κατάργηση των ασφαλιστικών συστημάτων και των συντάξεων, εκτός από το να μειώνουν τις κρατικές δαπάνες, διαχρονικά, μειώνουν και την ανθεκτικότητα της πολιτικής τάξης στις κοινωνικές εντάσεις. Δικαιολογημένα η κυβέρνηση «δυσανασχετεί», λοιπόν, διότι αντιλαμβάνεται ενστικτωδώς ότι δεν έρχεται μόνο το δικό της τέλος αλλά και το τέλος όλου του κρατικού εποικοδομήματος, ως βαθμίδας αναπαραγωγής της γενικής κεφαλαιακής σχέσης. Γιατί το κράτος χωροφύλακας δεν είναι τελικά κράτος, αλλά μόνο χωροφύλακας, δηλαδή κάτι που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποδυθεί τον ρόλο του οργανωτή του μακροπρόθεσμου συμφέροντος της κοινωνίας. Η κυβέρνηση, λοιπόν, δεν διαπραγματεύεται αλλά «αγωνιά», ίσως για πρώτη φορά, για τις συνέπειες των μνημονιακών πολιτικών στην «ομοιοστασία» του κρατικού μηχανισμού.
Η τρόικα, από την άλλη, επιδιώκει τώρα τη θεσμοθέτηση των μεγάλων δημοσιονομικών πλεονασμάτων γιατί πιστεύει ότι έτσι δεν θα καταστήσει μόνο το ελληνικό χρέος βιώσιμο αλλά, κυρίως, θα καταστήσει τα χρέη όλου του ευρωπαϊκού νότου βιώσιμα. Αν δεν το καταφέρει αυτό, δηλαδή το να καταστήσει το ελληνικό χρέος βιώσιμο, έστω και στο συμβολικό επίπεδο, τότε η σύγκρουση Ευρωπαϊκού Βορρά και Ευρωπαϊκού Νότου θα είναι αναπόφευκτη.
Μην ξεχνάμε πως το 2014 θα είναι το έτος όπου θα αξιολογηθούν 128 ευρωπαϊκές τράπεζες για την αντοχή τους σε μια πιθανή κρίση, ούτως ώστε να προσδιοριστεί αν θα συμπεριληφθούν ή όχι στη διαδικασία για την ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση. Το περίεργο είναι πως αξιολογούνται οι ίδιοι οι φορείς των παραγόντων που δημιουργούν τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις για την αντοχή τους σε μια ενδεχόμενη νέα κρίση που πιθανά θα προέλθει από τους ίδιους. Πέρα όμως από αυτήν την παραδοξότητα συμβαίνει το εξής: Το πάλαι ποτέ ευρωπαϊκό και ενιαίο τραπεζικό σύστημα «εθνικοποιείται» ξανά, αλλά όχι παντού. Σε ταχύτατη φάση «εθνικοποίησης», μέσω του χρέους, βρίσκονται οι τράπεζες της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας. Πάνω από το 80% των κεφαλαίων αυτών των τραπεζών είναι τοποθετημένα στο χρέος, και μάλιστα στο χρέος των χωρών τους. Η διαδικασία της επανεθνικοποίησης των τραπεζικών κεφαλαίων ξεκίνησε από το 2009 και συνεχίζεται. Φαίνεται πως υπάρχει ένας φαύλος κύκλος που ξεκινάει από την τραπεζική κρίση, περνάει στις δημόσιες δαπάνες, και επιστρέφει ξανά στον εγχώριο τραπεζικό τομέα. Οι τράπεζες των χωρών του Βορρά (Γερμανία,Ολλανδία, Γαλλία) έχουν περιορίσει δραστικά τους τοποθετημένους τίτλους σε χρέη των χωρών του νότου, αρχής γενομένης από το ελληνικό PSI. Έτσι, με την έναρξη της αξιολόγησης των τραπεζικών συστημάτων από την ΕΚΤ, μέσα στο 2014, κινδυνεύει όλος ο τραπεζικός τομέας του νότου να βρεθεί σε δεύτερη ταχύτητα, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το ισοζύγιο κεφαλαίων αυτών των χωρών. Η γερμανική κεντρική τράπεζα το λέει καθαρά: οι τοποθετήσεις σε κρατικά χρέη του νότου δεν πρέπει να θεωρούνται «risk free».
Ο ανορθολογισμός και η άτεγκτη στάση της πολιτικής της τρόικας, στην παρούσα φάση, στηρίζεται σε έναν ορθολογικό στόχο. Να καταστήσει όλα τα κράτη του νότου αξιόχρεα, για να μη διακινδυνεύσει την πλήρη διάλυση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, και για να μην επιτείνει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες μεταξύ των κρατών μελών. Αυτή η προσπάθεια αποφυγής του υψηλού ρίσκου στην Ευρώπη την οδηγεί σε πολιτικές υψηλού ρίσκου στην Ελλάδα. Για να πετύχει τον ευρωπαϊκό στόχο δε διστάζει να δημιουργήσει οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό χάος στην Ελλάδα. Εκεί έχει φτάσει η εφαρμογή της κοινωνικής μηχανικής της.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στη κεντρική πολιτική σκηνή, στο μικροοικονομικό πεδίο του ιδιωτικού τομέα αρχίζουν και κάνουν δειλά–δειλά την εμφάνισή τους οι συμβάσεις με τρίμηνη καθυστέρηση της καταβολής του όποιου πενιχρού μισθού. Οι επιχειρήσεις αρχίζουν και δανείζονται βραχυπρόθεσμα κεφάλαια κίνησης από τους ίδιους τους εργαζόμενούς τους με αρνητικό επιτόκιο.
Οι ευρωπαϊκές αστικές δυνάμεις αγνοούν ποιο είναι το σημείο «βρασμού» των κοινωνιών της ευρωζώνης. Θα το καταλάβουν, αφού πρώτα το έχουν καταλάβει όλες οι άλλες τάξεις, με πρώτη και καλύτερη την τάξη των μισθωτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου