Τον είδα τον Σημίτη, τον είδα το πουρνό, εδώ στην Ηροδότου, με έναν κολλητό. Εκείνοι ανεβαίνανε γελαστοί κουβεντιάζοντας προς το Κολωνάκι, εγώ κατέβαινα προς Βασιλίσης Σοφίας. Το πεζοδρόμιο είναι στενό, σχεδόν σπρωχτήκαμε και λιγάκι προσπαθώντας ευγενικά να κάνουμε χώρο, πάντα με το χαμόγελο και χωρίς να διακόψει τη συζήτησή του - που πρέπει να ήταν ευχάριστη αφού είχε και γέλιο. Εγώ ως περίεργο άτομο σταμάτησα να δω τριγύρω να εντοπίσω πού ήταν η φρουρά που ακολουθεί κατά βήμα τους εθνοπατέρες –και τους τριτοκλασάτους ακόμα – αλλά όσο και να προσπάθησα δεν τους είδα. Κάπου θα ήταν οπωσδήποτε κάνα, δυο ή και τρεις –το ζήτημα είναι πως δεν κατάφερα να τους δω με τα μάτια μου πουθενά. Και η Ηροδότου είχε κόσμο εκείνη την ώρα και εγώ την ώρα που «σπρωχτήκαμε» τόσο ευγενικά με τον κύριο Κώστα θα μπορούσα να είχα ένα περίστροφό ας πούμε στην τσέπη μου (φορούσα και σακάκι, Νοέμβριος είναι) και να τον σκότωνα στην ψύχρα τον άνθρωπο. Μετά, περπατώντας θυμήθηκα πως και στην Ράτκα που τον έβλεπα να τρώει κάποια βράδια παρέα με το ζεύγος Τσουκαλά (λέμε τώρα) ρωτούσα «μα που είναι η φρουρά» και μου απαντούσε η Ράτκα «εδώ είναι αλλά δεν θα μπορέσεις να τους διακρίνεις. Δεν θέλει να ενοχλεί ο πρωθυπουργός». Ητανε και πρωθυπουργός βλέπετε τότε.
Και μπήκα σε σκέψεις. Η οκταετία Σημίτη που συνέπεσε με την περίοδο που ήμουν 40 προς 50 ετών ήταν ένας οικονομικός παράδεισος για την Ελλάδα. Όλοι είχαμε λεφτά.
Μπορεί να μην ήταν δικά μας, να ήταν δηλαδή δανεικά με τη μορφή πλαστικού χρήματος ή διακοποδανείου ή εορτοδανείου ή δανείου καταναλωτικού και τα λοιπά, το πορτοφόλι μας πάντως ήταν γεμάτο και αγοράζαμε δυό-δυό τα Prada και τα Τodd’s από τον «Καλογήρου» όπου η ουρά στο ταμείο ήταν μακρύτερη απ’ ότι στις τυρόπιτες της Τσακάλωφ – με 12 άτοκες δόσεις βέβαια και την υπέροχη Visa, MasterCard, American Express μας την χρυσή. Παράδεισος. Τρώγαμε στα πιο ακριβά εστιατόρια και ο σομελιέ ερχόταν και μας έλεγε απίστευτες μαλακίες τύπου «το ακούτε στον ουρανίσκο σας το Bourgogne της Αλσατίας;» και εμείς κουνούσαμε το κεφάλι μας συγκαταβατικά και λέγαμε «μμμμμ, βέβαια, βέβαια, εξαιρετικό». Ήταν η οκταετία (οκταετία και κάτι, διότι ο Σημίτης είναι ο «μακροβιότερος» πρωθυπουργός σε συνεχή θητεία που είχε ποτέ η Ελλάδα – ξεπέρασε και την περιβόητη «οκταετία Καραμανλή») που πεταγόμασταν για week-end εδώ και εκεί όλοι οι άφραγκοι και σκασιλάρα μας τι χρέωνε ο ξενοδόχος – αφού είχε την ευγένεια να μας ρωτήσει «να σας κάνω έξι δοσούλες, σας βολεύει»; Τότε που μάθαμε επιτέλους να τρώμε καλό σούσι και φρέσκο σολομό σωστά ψημένο και κλείναμε εισιτήρια στο west-end (του Λονδίνου) για την παράσταση, για «να μην τρέχουμε τελευταία στιγμή». Αλλά τι σας τα λέω – τα ξέρετε καλύτερα από μένα : Η εποχή Σημίτη. Κάτι σαν τον Χρυσό Αιώνα του Περικλέους – αλλά σε credit. Κακά τα ψέματα, ας μην είμαστε αχάριστοι, περάσαμε καλά. Ρωτήστε και τα Hondos Center που πουλούσανε τις κρεμούλες τους (250 ευρώ το βαζάκι) δέκα-δέκα στα πούλμαν από τις επαρχίες που ΔΕΝ είχαν Hondo. Πολλή κατανάλωση μιλάμε. Και δεν θα αναφερθώ στα οχήματα κάθε είδους, από μηχανές, μέχρι αυτοκίνητα, φουσκωτά, σκάφη και κότερα – διότι δεν είμαι ενήμερος και θα εκτεθώ. Πάντως στην Κεφαλονιά στο Fitz-κάρδο (από τον Francis Scott Fitz-gerald) βγαίνει αυτό, δέναμε δίπλα-δίπλα τα σκάφη και να οι Φιλιππινέζες με τις όμορφες ασπρόμαυρές στολές τους που βγαίνανε βόλτες με το tender στο λιμάνι, αγκαζέ.
Μπορεί να μην ήταν δικά μας, να ήταν δηλαδή δανεικά με τη μορφή πλαστικού χρήματος ή διακοποδανείου ή εορτοδανείου ή δανείου καταναλωτικού και τα λοιπά, το πορτοφόλι μας πάντως ήταν γεμάτο και αγοράζαμε δυό-δυό τα Prada και τα Τodd’s από τον «Καλογήρου» όπου η ουρά στο ταμείο ήταν μακρύτερη απ’ ότι στις τυρόπιτες της Τσακάλωφ – με 12 άτοκες δόσεις βέβαια και την υπέροχη Visa, MasterCard, American Express μας την χρυσή. Παράδεισος. Τρώγαμε στα πιο ακριβά εστιατόρια και ο σομελιέ ερχόταν και μας έλεγε απίστευτες μαλακίες τύπου «το ακούτε στον ουρανίσκο σας το Bourgogne της Αλσατίας;» και εμείς κουνούσαμε το κεφάλι μας συγκαταβατικά και λέγαμε «μμμμμ, βέβαια, βέβαια, εξαιρετικό». Ήταν η οκταετία (οκταετία και κάτι, διότι ο Σημίτης είναι ο «μακροβιότερος» πρωθυπουργός σε συνεχή θητεία που είχε ποτέ η Ελλάδα – ξεπέρασε και την περιβόητη «οκταετία Καραμανλή») που πεταγόμασταν για week-end εδώ και εκεί όλοι οι άφραγκοι και σκασιλάρα μας τι χρέωνε ο ξενοδόχος – αφού είχε την ευγένεια να μας ρωτήσει «να σας κάνω έξι δοσούλες, σας βολεύει»; Τότε που μάθαμε επιτέλους να τρώμε καλό σούσι και φρέσκο σολομό σωστά ψημένο και κλείναμε εισιτήρια στο west-end (του Λονδίνου) για την παράσταση, για «να μην τρέχουμε τελευταία στιγμή». Αλλά τι σας τα λέω – τα ξέρετε καλύτερα από μένα : Η εποχή Σημίτη. Κάτι σαν τον Χρυσό Αιώνα του Περικλέους – αλλά σε credit. Κακά τα ψέματα, ας μην είμαστε αχάριστοι, περάσαμε καλά. Ρωτήστε και τα Hondos Center που πουλούσανε τις κρεμούλες τους (250 ευρώ το βαζάκι) δέκα-δέκα στα πούλμαν από τις επαρχίες που ΔΕΝ είχαν Hondo. Πολλή κατανάλωση μιλάμε. Και δεν θα αναφερθώ στα οχήματα κάθε είδους, από μηχανές, μέχρι αυτοκίνητα, φουσκωτά, σκάφη και κότερα – διότι δεν είμαι ενήμερος και θα εκτεθώ. Πάντως στην Κεφαλονιά στο Fitz-κάρδο (από τον Francis Scott Fitz-gerald) βγαίνει αυτό, δέναμε δίπλα-δίπλα τα σκάφη και να οι Φιλιππινέζες με τις όμορφες ασπρόμαυρές στολές τους που βγαίνανε βόλτες με το tender στο λιμάνι, αγκαζέ.
Κοίτα να δεις τώρα τι μου θύμισε ο Σημίτης: Τι Millennium βουτηγμένο στη χλιδή, τι χρηματιστήρια και πολλά εκατομμύρια (σ’ αυτό το ταμπλό δεν έπαιζα αλλά μάθαινα, άκουγα, έβλεπα), τι να αρχίζουνε ξαφνικά τα ΑΤΜ να βγάζουν ευρώ αντί για χιλιάρικα και πεντοχίλιαρα και να χιονίζει κιόλας στην Αθήνα Πρωτοχρονιά του 01 – αν δεν με απατά η μνήμη μου. Και μετά η κ. Γιάννα και οι προετοιμασίες για τους Ολυμπιακούς μας και για το Μουσείο της Ακρόπολης και τι να σου πρωτοθυμηθώ αδερφάκι μου. Ώσπου μια μέρα ξαφνικά, φύγε εσύ-έλα εσύ, πάει ο Σημίτης, ήρθε ο ΓΑΠ στο ΠΑΣΟΚ και ο Κώστας Καραμανλής «στα πράγματα» και από εκεί και πέρα μη με ρωτήσετε, η επιτάχυνση της καταρρεύσεως ήτανε τόσο ισχυρή ώστε δεν τόχω, το χάνω. Και ξαναφτάνω στην Ηροδότου και στην συνάντησή μου με τον Σημίτη και τον φίλο του σκασμένους στα γέλια να κουβεντιάζουν αμέριμνοι και να ανηφορίζουν. Στο σήμερα δηλαδή.
Τι έγινε παιδιά; Πώς καταντήσαμε έτσι με τις Τρόικες και τους Σαμαροβενιζέλους και δεν έχουμε πιά ούτε κάρτες ούτε credit ούτε κρεμούλα νυκτός από τον Hondo; Κακοδιαχείριση, μου λένε. Πέσαμε έξω, ή όπως έλεγε και ο κ. Μιχαλαριάς στις δόξες του, «φορέσαμε πολύ ψηλό καπέλο». Υπάρχουν και άλλες εκφράσεις να περιγράψουνε το δράμα της έκπτωσης του lifestyle μας – αλλά ας μην πολυλογούμε.
Ο Σημίτης. Κάτι μου συμβαίνει όταν προσπαθώ να σκεφτώ λογικά την περίπτωση Σημίτη. Ότι είχε υπουργούς –και συνεργάτες - απατεώνες είναι πια γνωστό. Αλλά δεν τον ενδιέφερε, σου λέει, τον ενδιέφερε το ευρώ και οι Ολυμπιακοί και η πλήρης ένταξή μας σε μιαν Ευρώπη μεγάλη και σπουδαία που θα μας στήριζε και θα μας εξασφάλιζε ένα μέλλον λαμπρό μέσα στην διεθνή κοινότητα. Έτσι λέει ο Μύθος τουλάχιστον.
Αλλά δεν του πέτυχε. Παρ’ όλ’ αυτά μοιάζει χαρούμενος και τον βλέπω στον δρόμο γελαστό και ελαφρύ – χωρίς το βάρος της «απειλής» που νοιώθουν όλοι οι άλλοι «διατελέσαντες»- ακόμα και αγρονόμοι. Έχει την συνείδησή του ήσυχη;
Η απλώς δεν χρωστάει όπως εμείς και γι’ αυτό είναι ένας κεφάτος πρώην πρωθυπουργός που αργά η γρήγορα θα διατελέσει και κάνα-δυο τετραετίες Πρόεδρος να απολαύσει τον ωραίο κήπο της Ηρώδου Αττικού –με την Δάφνη, τα παιδιά, τα εγγονάκια του –και τους καλούς του φίλους;
Δεν ξέρω. Κι’ έχω πλησιάσει πια τις χίλιες λέξεις χωρίς να έχω πει τίποτα.
Ας πρόσεχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου