Της Άννας Χατζησοφιά, απο το Red NoteBook...
Εγώ μανίτσα μου ήξερα ότι λογοκρισία ασκούν οι εξουσίες. Ίσως να μου εντυπώθηκε αυτή η μπαρούφα επειδή ήμουν άδολη παιδίσκη όταν ο πατέρας μου σχολίαζε, διαβάζοντας εφημερίδα, έναν από τους ιδιοφυείς λόγους του Παπαδόπουλου:
Ως χειρουργοί είμεθα υποχρεωμένοι να εξουδετερώσωμε τους τιναγμούς και τους κραδασμούς που κάμνετε – οι δημοσιογράφοι- εις το χειρουργικό μας κρεβάτι, ως απαιτούντες να εκφράσετε ελευθέρως τας αντιλήψεις σας. Εν πάση περιπτώσει έχετε υποχρέωσιν να δεχθήτε την σοβαρότητα της εγχειρήσεως και να μας βοηθήσετε!
Στις 5 Μαΐου-όχι Μάη, όχι το συντακτικό των συνοδοιπόρων αγάπη μου- του 1967, σε πρες κόμφερανς εκτοξεύτηκε αυτή η ρουκέτα, η οποία σε απλά ελληνικά σήμαινε: Ή βγάλτε τον σκασμό, και κάντε μόκο, ή ελάτε με το μέρος μας.
Δεν θυμάμαι σε ποια εφημερίδα το διάβασε αυτό το πατέρας μου, αλλά προφανώς σε κάποια από εκείνες που δεν τινάζονταν και ιδιαιτέρως στο χειρουργικό τραπέζι της Εθνοσωτηρίου. Διότι, εκείνες που θα απαιτούσαν να εκφράσουν ελευθέρως τας αντιλήψεις των, είχαν ήδη σφραγιστεί και οι ρεπόρτερ τους βρίσκονταν ξαπλωμένοι σε άλλα κρεβάτια και «χειρουργούντο» χωρίς αναισθητικό.
Την μεθεπόμενη του πραξικοπήματος, κάποιες εφημερίδες έλειπαν από τις πρώτες κυκλοφορίες. Η Καθημερινή και η Μεσημβρινή της Ελένης Βλάχου, που αρνήθηκε να αποδεχτεί την κυκλοφορία, και οι αριστερές Αυγή και η Δημοκρατική Αλλαγή, που απαγορεύτηκε η κυκλοφορία τους.
Δεν συζητάμε φυσικά για τις ακροδεξιές Ελεύθερο Κόσμο και Εστία που υποστήριζαν ανοιχτά τους συνταγματάρχες και καμιά φορά τους τη λέγανε κι απ’ τα δεξιά, αλλά όλες οι υπόλοιπες που κυκλοφόρησαν υπέκυψαν στο καθεστώς λογοκρισίας. Λίγες μέρες μετά, η κεντροαριστερή Αθηναϊκή σταμάτησε την έκδοσή της.
Αυτά κι αυτά μου προξένησαν παιδικό τραύμα μάλλον, γιατί θυμάμαι, παιδίσκη πάντα, τον πατέρα μου να γκρινιάζει που δεν βρίσκει εφημερίδα που να μην το χει γυρίσει στο καλαματιανό για να διαβάζει, ακόμα και τα αγαπημένα του Νέα, γι αυτό και το έριξε στο Ρομάντζο και μετετράπη σε φαν του σπαγκοραμμένου.
Διάβαζε και κάτι βιβλία, κάποιας Λένι νόμιζα, Λένιν κατάλαβα αργότερα, που τα κρυβε μην πέσουν στα χέρια μου, γιατί το σοφό «τα εν οίκω μη εν δήμω» δεν το κατανοούσα η άδολη, και φοβόνταν μη τον μαρτυρήσω στον κουμπάρο τον Χίπη. Δεν αντιλαμβανόμουν γιατί τον έλεγε έτσι, ούτε μακρυμάλλης ήταν, ούτε κουδούνα κρεμασμένη σαν τον Βασίλη Τσιβιλίκα στη Θεία μου τη Χίπισσα είχε, τα γκρίζα του μαλλιά ήταν με την ψιλή παρμένα, σαν μαθητούδι και στο λαιμό του φορούσε σταυρό. Αργότερα επίσης κατάλαβα. ότι έλεγε τον κουμπάρο, τον Χίτη. Έτσι σιγά- σιγά, άρχισα να αντιλαμβάνομαι την έννοια του απαγορευμένου και της λογοκρισίας και να μην μαρτυρώ πως κάθε βράδυ στις 9 σφράγιζε πορτόφυλλα για να ακούσει τα νέα του BBC και να μάθει καμιά αλήθεια, γιατί αν σε πιάναν τότε να ασκείς το σπορ, έπρεπε να εφοδιαστείς με Κόπερτον για την ηλιοθεραπεία στο νησί.
Κάπως έτσι μου εντυπώθηκε η χαζή ιδέα, ότι λογοκρισία για να ασκήσεις πρέπει να κατέχεις εξουσία κι ότι η ελευθερία του τύπου πάει σετάκι με την ελευθερία του λόγου και διάφορες άλλες ελευθερίες.
Αν δεν κατέχεις εξουσία και πεις σε κάποιον «βούλωστο αγάπη μου», είσαι το πολύ-πολύ αγενής - εκτός αν είναι αγενής η αγάπη σου και σου έχει ζαλίσει τον έρωτα με τις παρλαπίπες της.
Τώρα, αν είσαι ο Πούτιν και η αγάπη σου είναι μια εκ των Pussy Riot, το «βούλωστο» αποκτά άλλο νόημα, γιατί συνοδεύεται από Σιβηρία. Σ΄ αυτή την περίπτωση έχουμε και λογοκρισία και απαγόρευση της ελευθερίας του λόγου και καταστολή και παραβίαση θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αλλά η διαφορά του δικού μου «βούλωστο» από του Πούτιν, είναι ότι ο δεύτερος έχει εξουσία.
By the way, δεν είδα να γίνεται και κανένας πανικός που το έστειλαν το κοριτσάκι σε Γκουλάγκ. Μόνο ο Σλάβοϊ Ζίζεκ της έστειλε κάτι επιστολές, αλλά αυτός δεν πιάνεται, γιατί θέλει να στείλει σε Γκουλάγκ όσους δεν ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ.
Προφανώς η εξορία στη Σιβηρία είναι κακή μόνον όταν σε στέλνει ο Στάλιν και ο υπαρκτός κομμουνισμός. Άμα σε στέλνει ο υπαρκτός αγριοαυταρχικός καπιταλισμός είναι δατς οκέι, γιατί δεν είδα καμιά εφημερίδα να σκίζει κάτι παραπάνω απ το καλσόν της. Και μην μου πείτε ότι διαπράττω σεξιστικό ατόπημα με τα περί καλσόν, γιατί θα σας παρακαλέσω να ανέβετε σε έναν στύλο να δω πόσο αντισεξιστικά χορεύετε.
Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά, θέλω να πω μανίστα μου ότι αν δεν έχεις το ψαλίδι στο χέρι, δεν μπορείς να λογοκρίνεις το πλάνο. Το περισσότερο που μπορείς είναι να κρίνεις κάποιον, το οποίο και αποτελεί δημοκρατικότατο δικαίωμά σου, με βάση την ελευθερία του λόγου. Με την ίδια βάση δηλαδή, που έχει δικαίωμα να γράψει κάποιος ή να γελοιογράψει ό,τι του κατεβάσει η κούτρα του ή το αφεντικό του.
Η κρίση δεν είναι λογοκρισία. Μπορείς να λες ό,τι θέλεις και θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμα μου να κρίνω αυτό που λες.
Και μια και ανέφερα για ψαλίδι θυμήθηκα δύο συμβάντα πραγματικής λογοκρισίας.
Το πρώτο επί Εθνοσωτήριου, είχα πάει με τη μαμά μου, γιατί ήμουν άδολη παιδίσκη είπαμε, να δούμε την ταινία η Άννα των 1000 ημερών, με τον Ρίτσαρντ Μπάρντον και την Ζενεβιέβ Μπυζόλντ. Την γνωστή ιστορία του Ερρίκου του Η΄ και της Άννα Μπόλευν. Ξαφνικά, όπως παρακολουθούσα το δράμα, κάνει ένα γκαπ η ταινία και βλέπουμε μια πλάτη με μακριά μαύρα μαλλιά, να απομακρύνεται από την αίθουσα.
Η πλάτη ήταν της Ειρήνης Παππά που έπαιζε την Αικατερίνη της Αραγωνίας, τον δεύτερο γυναικείο ρόλο δηλαδή. Το ψαλίδι του λογοκριτή έκοβε όποιο πλάνο την περιελάμβανε, συνολικά θα είχαν κόψει περί την μισή ώρα ταινίας. Το αποτέλεσμα ένα ψιλοαλαλούμ κι ανάθεμα αν κατάλαβα, η άδολη, πως έφτασε το κεφάλι της Άννας στον πάγκο του χασάπη.
Το δεύτερο επί ιδιωτικής τηλεόρασης και σε μεγάλο κανάλι. Κάναμε τότε την σειρά «Ο κακός Βεζίρης», ένα σήριαλ εμπνευσμένο από τον Ιζνογκούντ. Εκεί ο κεντρικός ήρωας, ο Κλέων Βεζίρης, γενικός γραμματέας ΥΠΕΧΩΔΕ, ήθελε να γίνει υπουργός στη θέση του ευτραφούς υπουργού Ευάγγελου Μόσχου.
Στο σπίτι του είχε κρεμασμένο έναν πίνακα με κολάζ προσώπων, από τον Ναπολέοντα και τον Χίτλερ, μέχρι τον Πάπα τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Μητσοτάκη, όσους δηλαδή είχαν ασκήσει εξουσία, της οποίας εξουσίας, έλεγε, ήθελε να γίνει εραστής. Ο Κλέων ήταν ένας κοινός αριβίστας που δεν θα δίσταζε να μεταπηδήσει σε οποιονδήποτε πολιτικό σχηματισμό εκπληρούσε το όνειρο του.
Όπως λοιπόν παρακολουθούσαμε το επεισόδιο ξαφνικά γίνεται ένα γκαπ, ίδιο με την πλάτη της Ειρήνης Παππά.
Τι είχε συμβεί; Ο υπεύθυνος προγράμματος του καναλιού είχε πάρει το ψαλίδι και είχε κόψει όποιο πλάνο ήταν γυρισμένο μπροστά από αυτόν τον πίνακα, γιατί δεν ήταν, όπως μου εξήγησε, δυνατόν, να βάζουμε τον Ανδρέα Παπανδρέου δίπλα στον Μητσοτάκη. Το δίπλα στον Χίτλερ, άσχετο, δεν τον ενόχλησε.
Φυσικά ξεκατινιαστήκαμε στο τηλέφωνο, βάλαν την σειρά σε ώρα άστα να πάνε, είχε διαμαρτυρηθεί και κάποιος υπουργός που νόμιζε ότι στο πρόσωπο του ευτραφούς Ευάγγελου Μόσχου στοχοποιούσαμε εκείνον, καμία σχέση όμως, στον Λαλιώτη στοχεύαμε, αλλά όποιος έχει την μύγα …το γνωστόν, και η σειρά έληξα άδοξα.
Επιμύθιο; Για να λογοκρίνεις μανίτσα μου, πρέπει να κατέχεις την εξουσία, είτε είσαι δικτάτορας, είτε διευθυντής προγράμματος. Όλα τα άλλα είναι απλή κριτική και αν η κριτική ήταν λογοκρισία, ο Γεωργουσόπουλος θα ήταν μέγας λογοκριτής. Μην τρελαθούμε κιόλας!
Ως χειρουργοί είμεθα υποχρεωμένοι να εξουδετερώσωμε τους τιναγμούς και τους κραδασμούς που κάμνετε – οι δημοσιογράφοι- εις το χειρουργικό μας κρεβάτι, ως απαιτούντες να εκφράσετε ελευθέρως τας αντιλήψεις σας. Εν πάση περιπτώσει έχετε υποχρέωσιν να δεχθήτε την σοβαρότητα της εγχειρήσεως και να μας βοηθήσετε!
Στις 5 Μαΐου-όχι Μάη, όχι το συντακτικό των συνοδοιπόρων αγάπη μου- του 1967, σε πρες κόμφερανς εκτοξεύτηκε αυτή η ρουκέτα, η οποία σε απλά ελληνικά σήμαινε: Ή βγάλτε τον σκασμό, και κάντε μόκο, ή ελάτε με το μέρος μας.
Δεν θυμάμαι σε ποια εφημερίδα το διάβασε αυτό το πατέρας μου, αλλά προφανώς σε κάποια από εκείνες που δεν τινάζονταν και ιδιαιτέρως στο χειρουργικό τραπέζι της Εθνοσωτηρίου. Διότι, εκείνες που θα απαιτούσαν να εκφράσουν ελευθέρως τας αντιλήψεις των, είχαν ήδη σφραγιστεί και οι ρεπόρτερ τους βρίσκονταν ξαπλωμένοι σε άλλα κρεβάτια και «χειρουργούντο» χωρίς αναισθητικό.
Την μεθεπόμενη του πραξικοπήματος, κάποιες εφημερίδες έλειπαν από τις πρώτες κυκλοφορίες. Η Καθημερινή και η Μεσημβρινή της Ελένης Βλάχου, που αρνήθηκε να αποδεχτεί την κυκλοφορία, και οι αριστερές Αυγή και η Δημοκρατική Αλλαγή, που απαγορεύτηκε η κυκλοφορία τους.
Δεν συζητάμε φυσικά για τις ακροδεξιές Ελεύθερο Κόσμο και Εστία που υποστήριζαν ανοιχτά τους συνταγματάρχες και καμιά φορά τους τη λέγανε κι απ’ τα δεξιά, αλλά όλες οι υπόλοιπες που κυκλοφόρησαν υπέκυψαν στο καθεστώς λογοκρισίας. Λίγες μέρες μετά, η κεντροαριστερή Αθηναϊκή σταμάτησε την έκδοσή της.
Αυτά κι αυτά μου προξένησαν παιδικό τραύμα μάλλον, γιατί θυμάμαι, παιδίσκη πάντα, τον πατέρα μου να γκρινιάζει που δεν βρίσκει εφημερίδα που να μην το χει γυρίσει στο καλαματιανό για να διαβάζει, ακόμα και τα αγαπημένα του Νέα, γι αυτό και το έριξε στο Ρομάντζο και μετετράπη σε φαν του σπαγκοραμμένου.
Διάβαζε και κάτι βιβλία, κάποιας Λένι νόμιζα, Λένιν κατάλαβα αργότερα, που τα κρυβε μην πέσουν στα χέρια μου, γιατί το σοφό «τα εν οίκω μη εν δήμω» δεν το κατανοούσα η άδολη, και φοβόνταν μη τον μαρτυρήσω στον κουμπάρο τον Χίπη. Δεν αντιλαμβανόμουν γιατί τον έλεγε έτσι, ούτε μακρυμάλλης ήταν, ούτε κουδούνα κρεμασμένη σαν τον Βασίλη Τσιβιλίκα στη Θεία μου τη Χίπισσα είχε, τα γκρίζα του μαλλιά ήταν με την ψιλή παρμένα, σαν μαθητούδι και στο λαιμό του φορούσε σταυρό. Αργότερα επίσης κατάλαβα. ότι έλεγε τον κουμπάρο, τον Χίτη. Έτσι σιγά- σιγά, άρχισα να αντιλαμβάνομαι την έννοια του απαγορευμένου και της λογοκρισίας και να μην μαρτυρώ πως κάθε βράδυ στις 9 σφράγιζε πορτόφυλλα για να ακούσει τα νέα του BBC και να μάθει καμιά αλήθεια, γιατί αν σε πιάναν τότε να ασκείς το σπορ, έπρεπε να εφοδιαστείς με Κόπερτον για την ηλιοθεραπεία στο νησί.
Κάπως έτσι μου εντυπώθηκε η χαζή ιδέα, ότι λογοκρισία για να ασκήσεις πρέπει να κατέχεις εξουσία κι ότι η ελευθερία του τύπου πάει σετάκι με την ελευθερία του λόγου και διάφορες άλλες ελευθερίες.
Αν δεν κατέχεις εξουσία και πεις σε κάποιον «βούλωστο αγάπη μου», είσαι το πολύ-πολύ αγενής - εκτός αν είναι αγενής η αγάπη σου και σου έχει ζαλίσει τον έρωτα με τις παρλαπίπες της.
Τώρα, αν είσαι ο Πούτιν και η αγάπη σου είναι μια εκ των Pussy Riot, το «βούλωστο» αποκτά άλλο νόημα, γιατί συνοδεύεται από Σιβηρία. Σ΄ αυτή την περίπτωση έχουμε και λογοκρισία και απαγόρευση της ελευθερίας του λόγου και καταστολή και παραβίαση θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αλλά η διαφορά του δικού μου «βούλωστο» από του Πούτιν, είναι ότι ο δεύτερος έχει εξουσία.
By the way, δεν είδα να γίνεται και κανένας πανικός που το έστειλαν το κοριτσάκι σε Γκουλάγκ. Μόνο ο Σλάβοϊ Ζίζεκ της έστειλε κάτι επιστολές, αλλά αυτός δεν πιάνεται, γιατί θέλει να στείλει σε Γκουλάγκ όσους δεν ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ.
Προφανώς η εξορία στη Σιβηρία είναι κακή μόνον όταν σε στέλνει ο Στάλιν και ο υπαρκτός κομμουνισμός. Άμα σε στέλνει ο υπαρκτός αγριοαυταρχικός καπιταλισμός είναι δατς οκέι, γιατί δεν είδα καμιά εφημερίδα να σκίζει κάτι παραπάνω απ το καλσόν της. Και μην μου πείτε ότι διαπράττω σεξιστικό ατόπημα με τα περί καλσόν, γιατί θα σας παρακαλέσω να ανέβετε σε έναν στύλο να δω πόσο αντισεξιστικά χορεύετε.
Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά, θέλω να πω μανίστα μου ότι αν δεν έχεις το ψαλίδι στο χέρι, δεν μπορείς να λογοκρίνεις το πλάνο. Το περισσότερο που μπορείς είναι να κρίνεις κάποιον, το οποίο και αποτελεί δημοκρατικότατο δικαίωμά σου, με βάση την ελευθερία του λόγου. Με την ίδια βάση δηλαδή, που έχει δικαίωμα να γράψει κάποιος ή να γελοιογράψει ό,τι του κατεβάσει η κούτρα του ή το αφεντικό του.
Η κρίση δεν είναι λογοκρισία. Μπορείς να λες ό,τι θέλεις και θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμα μου να κρίνω αυτό που λες.
Και μια και ανέφερα για ψαλίδι θυμήθηκα δύο συμβάντα πραγματικής λογοκρισίας.
Το πρώτο επί Εθνοσωτήριου, είχα πάει με τη μαμά μου, γιατί ήμουν άδολη παιδίσκη είπαμε, να δούμε την ταινία η Άννα των 1000 ημερών, με τον Ρίτσαρντ Μπάρντον και την Ζενεβιέβ Μπυζόλντ. Την γνωστή ιστορία του Ερρίκου του Η΄ και της Άννα Μπόλευν. Ξαφνικά, όπως παρακολουθούσα το δράμα, κάνει ένα γκαπ η ταινία και βλέπουμε μια πλάτη με μακριά μαύρα μαλλιά, να απομακρύνεται από την αίθουσα.
Η πλάτη ήταν της Ειρήνης Παππά που έπαιζε την Αικατερίνη της Αραγωνίας, τον δεύτερο γυναικείο ρόλο δηλαδή. Το ψαλίδι του λογοκριτή έκοβε όποιο πλάνο την περιελάμβανε, συνολικά θα είχαν κόψει περί την μισή ώρα ταινίας. Το αποτέλεσμα ένα ψιλοαλαλούμ κι ανάθεμα αν κατάλαβα, η άδολη, πως έφτασε το κεφάλι της Άννας στον πάγκο του χασάπη.
Το δεύτερο επί ιδιωτικής τηλεόρασης και σε μεγάλο κανάλι. Κάναμε τότε την σειρά «Ο κακός Βεζίρης», ένα σήριαλ εμπνευσμένο από τον Ιζνογκούντ. Εκεί ο κεντρικός ήρωας, ο Κλέων Βεζίρης, γενικός γραμματέας ΥΠΕΧΩΔΕ, ήθελε να γίνει υπουργός στη θέση του ευτραφούς υπουργού Ευάγγελου Μόσχου.
Στο σπίτι του είχε κρεμασμένο έναν πίνακα με κολάζ προσώπων, από τον Ναπολέοντα και τον Χίτλερ, μέχρι τον Πάπα τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Μητσοτάκη, όσους δηλαδή είχαν ασκήσει εξουσία, της οποίας εξουσίας, έλεγε, ήθελε να γίνει εραστής. Ο Κλέων ήταν ένας κοινός αριβίστας που δεν θα δίσταζε να μεταπηδήσει σε οποιονδήποτε πολιτικό σχηματισμό εκπληρούσε το όνειρο του.
Όπως λοιπόν παρακολουθούσαμε το επεισόδιο ξαφνικά γίνεται ένα γκαπ, ίδιο με την πλάτη της Ειρήνης Παππά.
Τι είχε συμβεί; Ο υπεύθυνος προγράμματος του καναλιού είχε πάρει το ψαλίδι και είχε κόψει όποιο πλάνο ήταν γυρισμένο μπροστά από αυτόν τον πίνακα, γιατί δεν ήταν, όπως μου εξήγησε, δυνατόν, να βάζουμε τον Ανδρέα Παπανδρέου δίπλα στον Μητσοτάκη. Το δίπλα στον Χίτλερ, άσχετο, δεν τον ενόχλησε.
Φυσικά ξεκατινιαστήκαμε στο τηλέφωνο, βάλαν την σειρά σε ώρα άστα να πάνε, είχε διαμαρτυρηθεί και κάποιος υπουργός που νόμιζε ότι στο πρόσωπο του ευτραφούς Ευάγγελου Μόσχου στοχοποιούσαμε εκείνον, καμία σχέση όμως, στον Λαλιώτη στοχεύαμε, αλλά όποιος έχει την μύγα …το γνωστόν, και η σειρά έληξα άδοξα.
Επιμύθιο; Για να λογοκρίνεις μανίτσα μου, πρέπει να κατέχεις την εξουσία, είτε είσαι δικτάτορας, είτε διευθυντής προγράμματος. Όλα τα άλλα είναι απλή κριτική και αν η κριτική ήταν λογοκρισία, ο Γεωργουσόπουλος θα ήταν μέγας λογοκριτής. Μην τρελαθούμε κιόλας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου