Του Οδυσσέα Αϊβαλή, απο το Red NoteBook...
Πριν από λίγες μέρες οι εργαζόμενοι στην Pizza Fan έβγαλαν μια ανακοίνωση στην
οποία περιγράφουν τις συνθήκες εργασίας, με αφορμή το τροχαίο ενός
διανομέα
και την αντίδραση της υπεύθυνης του καταστήματος. Το πρώτο
πράγμα που ρώτησε ήταν αν χάλασαν οι πίτσες και το δεύτερο ζήτημα ήταν
να μη καταγραφεί ως εργατικό ατύχημα. Πριν από ένα χρόνο εργαζόμενη σε κατάστημα της ίδιας αλυσίδας εστίασης στην Πάτρα, βρέθηκε νεκρή μέσα στο κατάστημα από ανακοπή καρδιάς.
Η συγκεκριμένη αλυσίδα δουλεύει με το σύστημα franchise, όπου ένας «μικρός» επιχειρηματίας παίρνει την επωνυμία με ένα μικρό κεφάλαιο. Ενώ το νομικό πλαίσιο της δικαιόχρησης (franchise) δίνει τη δυνατότητα στον ιδιοκτήτη να αλλάζει σχετικά εύκολα την επωνυμία της επιχείρησης και να μη δίνει τα δεδουλευμένα στους εργαζόμενους.
Μέσα στο «μαύρο κουτί» της επιχείρησης δημιουργείται ο χώρος του ατομικού επιχειρηματία που με τις δυνατότητές του να εκμεταλλεύεται την μισθωτή εργασία, μαζί με την παραγωγή εμπορευμάτων, παράγεται και υπεραξία.
Η εργασιακή δύναμη είναι το μόνο εμπόρευμα που διαθέτει ο εργαζόμενος προκειμένου να επιβιώσει. Η είσοδος του εργαζόμενου στον χώρο εργασίας, τον μετατρέπει σε ένα υποκείμενο που παράγει μέσα σε προκαθορισμένες συνθήκες που διέπονται από πολύ συγκεκριμένους κανόνες. Το αποτέλεσμα της συλλογικής δουλειάς των εργαζομένων ιδιοποιείται από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης, ο οποίος κερδίζει από την παραγωγή υπεραξίας [1]. Η πληρωμή της εργασιακής δύναμης με τον μισθό προσδιορίζεται κάθε φορά από τον αντίστοιχο ταξικό συσχετισμό.
Από την πώληση της εργασιακής δύναμης και από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής απορρέει το δικαίωμα του εργοδότη να ορίσει ποιες θα είναι οι σχέσεις των εργαζομένων μεταξύ τους, και οι σχέσεις των εργαζομένων με τα μέσα παραγωγής μέσα στην εργασιακή διαδικασία. Η διαδικασία παραγωγής διεξάγεται μέσα σε σχέσεις εξουσίας και υποταγής: αυτός που πούλησε την εργασιακή του δύναμη υπάγεται στην εξουσία εκείνου που την αγόρασε και την καταναλώνει
Με αυτόν τον τρόπο η επιχείρηση, αποτελεί το πρωταρχικό πεδίο της ταξικής σύγκρουσης, και μετατρέπεται σε μονάδα εκμετάλλευσης. Η πειθάρχηση του εργαζόμενου μέσα στην παραγωγή και η εμπέδωση του διευθυντικού δικαιώματος είναι απαραίτητα συστατικά για την αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το κέρδος. Το γεγονός της εκμετάλλευσης γίνεται αόρατο, ενώ η πηγή της συσσώρευσης του κεφαλαίου αποσπάται από την παραγωγή για να εμφανιστεί ως μια εξωτερική σχέση, ανάμεσα στην παραγωγή και την κυκλοφορία [2].
O επιχειρηματίας κεφαλαιοκράτης (είτε πρόκειται για το μικρό εργοδότη είτε όχι) αποτελεί τον στρατηγικό νου της εκμετάλλευσης. Ένας στρατηγικός νους που οφείλει να επιτύχει ταυτόχρονα τη θέση στην αγορά, τις παραγωγικές τεχνικές, τις μεθόδους καταναγκασμού σε υπερεργασία (παίζοντας με τη διάρκειά της, την έντασή της, την αμοιβή της) και τις ιδιαίτερες «κοινωνικές πολιτικές» αναπαραγωγής του εργαζόμενου.
Από την άλλη πλευρά η ίδια η κεφαλαιοκρατική επιχείρηση, ως πρώτος τόπος της οργανωμένης αναμέτρησης των κοινωνικών δυνάμεων, ως κέντρο εκμετάλλευσης της εργασίας και συσσώρευσης του «πραγματικού» υλοποιημένου κεφαλαίου συγκροτείται επίσης σε πολιτικό τόπο: όχι μόνο επειδή το κράτος είναι αναγκασμένο να παρέμβει στην παραγωγή, αλλά επίσης γιατί η οικονομική συγκυρία, η δυνατότητα ή όχι να μπορούν να μεταφρασθούν τα κέρδη παραγωγικότητας σε «έκτακτα κέρδη» και συνεπώς σε διαφορικά πλεονεκτήματα πάνω στα ανταγωνιστικά κέντρα εκμετάλλευσης, εξαρτάται από αυτό το συσχετισμό δυνάμεων [3].
Το κράτος διαμορφώνει τη συνολική στρατηγική του κεφαλαίου προκειμένου να αναπαράγεται με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Από αυτήν τη λειτουργία του κράτους προκύπτει και η παρέμβαση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Το ερευνητικό κέντρο του Υπουργείου Ανάπτυξης προτείνει δωρεάν εργασία για έναν χρόνο και κατάργηση του κατώτατου μισθού για τους νέους εργαζόμενους. Φαίνεται ότι η υποτίμηση της εργασίας είναι η κύρια στρατηγική κράτους και κεφαλαίου, με την ανεργία να χρησιμοποιείται ως μέσο για την δημιουργία φθηνού εργατικού δυναμικού και τη μείωση των ιστορικών αναγκών αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης.
Η συλλογική δράση των εργαζομένων
Στους κλάδους της παραγωγής υπηρεσιών διαμορφώνονται νέες κατηγορίες εργαζόμενων φτωχών, κυρίως λόγω της χαμηλής ειδίκευσης που επιτρέπει τη συχνή εναλλαγή των εργαζομένων. Οι διανομείς στη Pizza Fan οργανώθηκαν στην Συνέλευση Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου και μέσα από εκεί ασκούν πίεση στις αυθαιρεσίες των εργοδοτών. Αντιδρούν συλλογικά στις απόπειρες εκφοβισμού εργαζομένων με απόλυση, στη μη καταβολή δεδουλευμένων, στην εντατικοποίηση της εργασίας. Η αντίδραση των εργοδοτών στην οργάνωση των εργαζομένων σε συλλογικότητα και στην συνδικαλιστική δράση ήταν ο εκφοβισμός και η απειλή της απόλυσης.
Η συλλογική απάντηση των εργαζομένων με μαζικές κινητοποιήσεις και με νομική στήριξη ενάντια στις εργοδοτικές αυθαιρεσίες, έχει καταφέρει μέχρι τώρα αρκετές νίκες, αναπτύσσοντας το συλλογικό ταξικό συμφέρον. Οι αγώνες μετατρέπονται σε αιτήματα για την αύξηση του μεριδίου της εργασίας πάνω στο παραγόμενο προϊόν αφενός. Αφετέρου στοχεύουν στη μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση του μισθού. Η διαχείριση και η κατανομή του γενικού χρόνου εργασίας είναι σημαντικό εργαλείο υποτίμησης. Γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να εμφανίζεται ως περίσσευμα εργασίας και επικυρώνεται ύστερα σε όλο το φάσμα η μαζική υποτίμηση της εργασίας.
Τα σωματεία βάσης και οι συνελεύσεις εργαζομένων μέσα από τη διεκδίκηση άμεσων υλικών αιτημάτων ενάντια στον εργοδοτικό αυταρχισμό και μέσα από την συλλογική δράση, διαμορφώνουν την οργανωμένη απάντηση των εργαζόμενων τάξεων μέσα στις επιχειρήσεις.
_______
Σημειώσεις
[1] Pierre Macherey. Φουκώ και Μαρξ Το παραγωγικό υποκείμενο. Εκτός Γραμμής, Αθήνα 2013.
[2] Ετιέν Μπαλιμπάρ, Ο Μαρξ και η επιχείρηση, Θέσεις 23-24, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1988
[3] ό.π.
Η συγκεκριμένη αλυσίδα δουλεύει με το σύστημα franchise, όπου ένας «μικρός» επιχειρηματίας παίρνει την επωνυμία με ένα μικρό κεφάλαιο. Ενώ το νομικό πλαίσιο της δικαιόχρησης (franchise) δίνει τη δυνατότητα στον ιδιοκτήτη να αλλάζει σχετικά εύκολα την επωνυμία της επιχείρησης και να μη δίνει τα δεδουλευμένα στους εργαζόμενους.
Μέσα στο «μαύρο κουτί» της επιχείρησης δημιουργείται ο χώρος του ατομικού επιχειρηματία που με τις δυνατότητές του να εκμεταλλεύεται την μισθωτή εργασία, μαζί με την παραγωγή εμπορευμάτων, παράγεται και υπεραξία.
Η εργασιακή δύναμη είναι το μόνο εμπόρευμα που διαθέτει ο εργαζόμενος προκειμένου να επιβιώσει. Η είσοδος του εργαζόμενου στον χώρο εργασίας, τον μετατρέπει σε ένα υποκείμενο που παράγει μέσα σε προκαθορισμένες συνθήκες που διέπονται από πολύ συγκεκριμένους κανόνες. Το αποτέλεσμα της συλλογικής δουλειάς των εργαζομένων ιδιοποιείται από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης, ο οποίος κερδίζει από την παραγωγή υπεραξίας [1]. Η πληρωμή της εργασιακής δύναμης με τον μισθό προσδιορίζεται κάθε φορά από τον αντίστοιχο ταξικό συσχετισμό.
Από την πώληση της εργασιακής δύναμης και από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής απορρέει το δικαίωμα του εργοδότη να ορίσει ποιες θα είναι οι σχέσεις των εργαζομένων μεταξύ τους, και οι σχέσεις των εργαζομένων με τα μέσα παραγωγής μέσα στην εργασιακή διαδικασία. Η διαδικασία παραγωγής διεξάγεται μέσα σε σχέσεις εξουσίας και υποταγής: αυτός που πούλησε την εργασιακή του δύναμη υπάγεται στην εξουσία εκείνου που την αγόρασε και την καταναλώνει
Με αυτόν τον τρόπο η επιχείρηση, αποτελεί το πρωταρχικό πεδίο της ταξικής σύγκρουσης, και μετατρέπεται σε μονάδα εκμετάλλευσης. Η πειθάρχηση του εργαζόμενου μέσα στην παραγωγή και η εμπέδωση του διευθυντικού δικαιώματος είναι απαραίτητα συστατικά για την αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το κέρδος. Το γεγονός της εκμετάλλευσης γίνεται αόρατο, ενώ η πηγή της συσσώρευσης του κεφαλαίου αποσπάται από την παραγωγή για να εμφανιστεί ως μια εξωτερική σχέση, ανάμεσα στην παραγωγή και την κυκλοφορία [2].
O επιχειρηματίας κεφαλαιοκράτης (είτε πρόκειται για το μικρό εργοδότη είτε όχι) αποτελεί τον στρατηγικό νου της εκμετάλλευσης. Ένας στρατηγικός νους που οφείλει να επιτύχει ταυτόχρονα τη θέση στην αγορά, τις παραγωγικές τεχνικές, τις μεθόδους καταναγκασμού σε υπερεργασία (παίζοντας με τη διάρκειά της, την έντασή της, την αμοιβή της) και τις ιδιαίτερες «κοινωνικές πολιτικές» αναπαραγωγής του εργαζόμενου.
Από την άλλη πλευρά η ίδια η κεφαλαιοκρατική επιχείρηση, ως πρώτος τόπος της οργανωμένης αναμέτρησης των κοινωνικών δυνάμεων, ως κέντρο εκμετάλλευσης της εργασίας και συσσώρευσης του «πραγματικού» υλοποιημένου κεφαλαίου συγκροτείται επίσης σε πολιτικό τόπο: όχι μόνο επειδή το κράτος είναι αναγκασμένο να παρέμβει στην παραγωγή, αλλά επίσης γιατί η οικονομική συγκυρία, η δυνατότητα ή όχι να μπορούν να μεταφρασθούν τα κέρδη παραγωγικότητας σε «έκτακτα κέρδη» και συνεπώς σε διαφορικά πλεονεκτήματα πάνω στα ανταγωνιστικά κέντρα εκμετάλλευσης, εξαρτάται από αυτό το συσχετισμό δυνάμεων [3].
Το κράτος διαμορφώνει τη συνολική στρατηγική του κεφαλαίου προκειμένου να αναπαράγεται με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Από αυτήν τη λειτουργία του κράτους προκύπτει και η παρέμβαση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Το ερευνητικό κέντρο του Υπουργείου Ανάπτυξης προτείνει δωρεάν εργασία για έναν χρόνο και κατάργηση του κατώτατου μισθού για τους νέους εργαζόμενους. Φαίνεται ότι η υποτίμηση της εργασίας είναι η κύρια στρατηγική κράτους και κεφαλαίου, με την ανεργία να χρησιμοποιείται ως μέσο για την δημιουργία φθηνού εργατικού δυναμικού και τη μείωση των ιστορικών αναγκών αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης.
Η συλλογική δράση των εργαζομένων
Στους κλάδους της παραγωγής υπηρεσιών διαμορφώνονται νέες κατηγορίες εργαζόμενων φτωχών, κυρίως λόγω της χαμηλής ειδίκευσης που επιτρέπει τη συχνή εναλλαγή των εργαζομένων. Οι διανομείς στη Pizza Fan οργανώθηκαν στην Συνέλευση Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου και μέσα από εκεί ασκούν πίεση στις αυθαιρεσίες των εργοδοτών. Αντιδρούν συλλογικά στις απόπειρες εκφοβισμού εργαζομένων με απόλυση, στη μη καταβολή δεδουλευμένων, στην εντατικοποίηση της εργασίας. Η αντίδραση των εργοδοτών στην οργάνωση των εργαζομένων σε συλλογικότητα και στην συνδικαλιστική δράση ήταν ο εκφοβισμός και η απειλή της απόλυσης.
Η συλλογική απάντηση των εργαζομένων με μαζικές κινητοποιήσεις και με νομική στήριξη ενάντια στις εργοδοτικές αυθαιρεσίες, έχει καταφέρει μέχρι τώρα αρκετές νίκες, αναπτύσσοντας το συλλογικό ταξικό συμφέρον. Οι αγώνες μετατρέπονται σε αιτήματα για την αύξηση του μεριδίου της εργασίας πάνω στο παραγόμενο προϊόν αφενός. Αφετέρου στοχεύουν στη μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση του μισθού. Η διαχείριση και η κατανομή του γενικού χρόνου εργασίας είναι σημαντικό εργαλείο υποτίμησης. Γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να εμφανίζεται ως περίσσευμα εργασίας και επικυρώνεται ύστερα σε όλο το φάσμα η μαζική υποτίμηση της εργασίας.
Τα σωματεία βάσης και οι συνελεύσεις εργαζομένων μέσα από τη διεκδίκηση άμεσων υλικών αιτημάτων ενάντια στον εργοδοτικό αυταρχισμό και μέσα από την συλλογική δράση, διαμορφώνουν την οργανωμένη απάντηση των εργαζόμενων τάξεων μέσα στις επιχειρήσεις.
_______
Σημειώσεις
[1] Pierre Macherey. Φουκώ και Μαρξ Το παραγωγικό υποκείμενο. Εκτός Γραμμής, Αθήνα 2013.
[2] Ετιέν Μπαλιμπάρ, Ο Μαρξ και η επιχείρηση, Θέσεις 23-24, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1988
[3] ό.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου