Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, απο το Red NoteBook...
Άκουσα με προσοχή, και τελικά με μεγάλη ικανοποίηση, τη χτεσινή ομιλία
του Γαβριήλ Σακελλαρίδη στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ.
Με προσοχή,
γιατί ξέρω την αξία του Γαβριήλ στα του “πεδίου” του, στα οικονομικά, με
ενδιέφερε όμως το πρώτο “δείγμα γραφής” του στο ρόλο για τον οποίο τον
πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ. Την άκουσα όμως και με μεγάλη ικανοποίηση. Όχι μόνο
γιατί ο ίδιος ξέρει απολύτως “για τι πράγμα μιλάμε”, ούτε μόνο για τη
συντροφικότητα και τον ειλικρινή σεβασμό που έδειξε προς την Ελένη
Πορτάλιου. Αλλά και γιατί, μαζί με αυτά, η κατάληξη της ομιλίας του
συνόψιζε με ακρίβεια τη λογική με την οποία κατεβαίνει η ριζοσπαστική
Αριστερά στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Παραθέτω από μνήμης: “Είναι
εύκολο να κερδίσουμε τον Δήμο της Αθήνας, όπως και όλους τους δήμους και
τις περιφέρειες της χώρας. Αρκεί να κάνουμε ό,τι κάνουν οι αντίπαλοί
μας: μια καλή επικοινωνιακή καμπάνια, από ένα επιτελείο ειδικών. Το να
κερδίσεις το Δήμο, λοιπόν, είναι εύκολο. Εμείς, όμως, θέλουμε να
κερδίσουμε την πόλη. Και ακριβώς για να την κερδίσουμε, δεν θα κάνουμε
εκπτώσεις, ούτε στο πρόγραμμα ούτε στις αξίες μας”.
Αν λοιπόν η επιλογή υποψηφίου στον πρώτο δήμο της χώρας αντανακλά τη γενική κατεύθυνση ενός κόμματος, όσες και όσοι εμπιστεύτηκαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2012, αλλά και αυτές και αυτοί που προσβλέπουν σ΄ αυτόν για χίλιους δύο διαφορετικούς λόγους, με την υποψηφιότητα του Γαβριήλ έχουν ένα πολύ ισχυρό κίνητρο να στηρίξουν τη μάχη της Ανοιχτής Πόλης, από σήμερα και για τις επόμενες εκατό μέρες. Αλλά και μετά.
Καθώς η επιλογή υποψηφίου στον πρώτο δήμο της χώρας αντανακλά τη γενική κατεύθυνση ενός κόμματος, η δυναμική της υποψηφιότητας Σακελλαρίδη είναι προφανές ότι δεν εξαντλείται στα όρια του Λεκανοπεδίου. Στην πραγματικότητα δίνει το στίγμα με το οποίο κατεβαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές ως αυτό που είναι: ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που με βάση το πρόγραμμα, τις αξίες και την αξία των ανθρώπων της, διεκδικεί την κυβέρνηση σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, με “αριστερό τρόπο”. Διεκδικώντας τις καρδιές και το μυαλό των ανθρώπων – και έτσι κινητοποιώντας τους ανθρώπους αυτούς, αντί μόνο τους επικοινωνιολόγους. Ούτε μόνο “νέοι, ωραίοι και άφθαρτοι” λοιπόν (τέτοιους έχουν κι οι άλλοι), ούτε απλώς “γνωστοί και ταλαντούχοι” (διαθέτουμε πικράν πείραν), ούτε γενικώς “προοδευτικοί” (προοδευτικοί δηλώνουν και οι “58”). Μέσα στις επόμενες εκατό μέρες, όλα αυτά θα γίνουν όσο χρειάζεται σαφή. Και σίγουρα όχι μόνο στην Αθήνα.
Τα ίδια ισχύουν και για τους άλλους: για τη Ρένα Δούρου στην Αττική, την Ηρώ Διώτη στη Θεσσαλία, την Αγλαϊα Κυρίτση στο Βόρειο Αιγαίο, τον Βασίλη Χατζηλάμπρου στην Αχαϊα – και μένω σε εκείνους που περιλαμβάνονταν στην πρόταση που ψήφισε χτες η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, για να μη μιλήσω για τον Άκη Κατωπόδη στο Βύρωνα, την Ειρήνη Κατσινοπούλου στο Νέο Ηράκλειο και τόσους ακόμα.
Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα, για την οποία κάθε αριστερός δικαιούται να είναι περήφανος. Υπάρχουν, ωστόσο, επιφυλάξεις, αντιρρήσεις και ισχυρές διαφωνίες για επιμέρους περιπτώσεις. Ορισμένες τις συμμερίζομαι κι εγώ. Αλλά τις συμμερίζομαι στο πλαίσιό τους. Εξηγούμαι:
Πρώτον, με βάση την πολιτική απόφαση του ιδρυτικού συνεδρίου του του περασμένου Ιουλίου, “ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στην πρότασή του για συνεργασία με τις δυνάμεις της Αριστεράς, της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας και της ριζοσπαστικής οικολογίας”. Η εξειδίκευση αυτής της γραμμής, στο βαθμό τουλάχιστον που μιλάμε για ένα ενιαίο κόμμα όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να γίνεται κατά το ήμισυ, να εξαντλείται δηλαδή στις συνεργασίες που αφορούν την Αριστερά. Αλλιώς μιλάμε για άλλη γραμμή.
Δεύτερον, είναι ένα πράγμα οι διαφωνίες ως προς τα πρόσωπα (δεν πρόκειται μόνο για την περίπτωση Βουδούρη), και είναι εντελώς άλλο πράγμα η ακράδαντη πεποίθηση περί δεξιάς στροφής του ΣΥΡΙΖΑ, που δήθεν αποτυπώνεται σε συγκεκριμένες επιλογές (εν προκειμένω, αποκλειστικά στην περίπτωση Βουδούρη). Ο ΣΥΡΙΖΑ που, υποτίθεται, πάει πιο δεξιά, κατεβάζει τον Σακελλαρίδη στον πρώτο δήμο της χώρας, την Κυρίτση στο Βόρειο Αιγαίο, τον Κριτσωτάκη στην Κρήτη και τη Χαραλαμπίδου στην Κεντρική Μακεδονία. Ο ίδιος αντιμετωπίζει καθημερινά τις πιο απίθανες μομφές περί “ακρότητας” από την περίφημη μονταζιέρα, κι αυτό γιατί ο ίδιος, ο υποτίθεται δεξιότερος ΣΥΡΙΖΑ, δίνει καθημερινά το στίγμα της κυβέρνησης της Αριστεράς. Μόλις πρόσφατα, για παράδειγμα, ο Πάνος Σκουρλέτης ξεκαθάριζε ότι “η Κουμουνδούρου δεν πρόκειται να υπογράψει νέο δάνειο, ακόμη και αν δεν περιλαμβάνει νέο μνημόνιο, εφόσον της ζητηθεί, συμπληρώνοντας ότι “ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να σεβαστεί δεσμεύσεις που θα αναλάβει η κυβέρνηση ακόμη και αν αφορούν αποκλειστικά διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις”. Μπορώ να παραθέσω ανάλογες δηλώσεις, όπως του Ευκλείδη Τσακαλώτου για τα περίφημα πλεονάσματα, ή τις πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ σε σειρά “δημοφιλών” και “αντιδημοφιλών” ζητημάτων, από την υγεία και το δημόσιο Πανεπιστήμιο, ως τις φυλακές, το μεταναστευτικό και το γάμο ομοφύλων. Και δεν μιλάω καθόλου για τις δεσμεύσεις, με συγκεκριμένα νομοσχέδια, που αναλαμβάνει το κόμμα στη Βουλή, για τις κινητοποιήσεις των ανθρώπων του στα μικρά και τα μεγάλα κ.ο.κ.
Τρίτον, κι επειδή πράγματι δεν είναι δύσκολο να κερδίσεις μια εκλογική μάχη, όμως αυτό δεν αρκεί, νίκη για την Αριστερά είναι, μεταξύ άλλων, όσες και όσοι συνεργάζονται μαζί της (χωρίς απαραιτήτως να ταυτίζονται) να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως μέρος ενός συγκεκριμένου πολιτικού σχεδίου. Να τιμούν τη στήριξη που απολαμβάνουν και να μην έχουν τη φαεινή ιδέα ότι λογοδοτούν στο άστρο τους – ότι είναι “του λαού τους”. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε μπορούν να κατέβουν και μόνοι τους, και ο θεός μαζί τους.
Αν λοιπόν η επιλογή υποψηφίου στον πρώτο δήμο της χώρας αντανακλά τη γενική κατεύθυνση ενός κόμματος, όσες και όσοι εμπιστεύτηκαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2012, αλλά και αυτές και αυτοί που προσβλέπουν σ΄ αυτόν για χίλιους δύο διαφορετικούς λόγους, με την υποψηφιότητα του Γαβριήλ έχουν ένα πολύ ισχυρό κίνητρο να στηρίξουν τη μάχη της Ανοιχτής Πόλης, από σήμερα και για τις επόμενες εκατό μέρες. Αλλά και μετά.
Καθώς η επιλογή υποψηφίου στον πρώτο δήμο της χώρας αντανακλά τη γενική κατεύθυνση ενός κόμματος, η δυναμική της υποψηφιότητας Σακελλαρίδη είναι προφανές ότι δεν εξαντλείται στα όρια του Λεκανοπεδίου. Στην πραγματικότητα δίνει το στίγμα με το οποίο κατεβαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές ως αυτό που είναι: ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που με βάση το πρόγραμμα, τις αξίες και την αξία των ανθρώπων της, διεκδικεί την κυβέρνηση σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, με “αριστερό τρόπο”. Διεκδικώντας τις καρδιές και το μυαλό των ανθρώπων – και έτσι κινητοποιώντας τους ανθρώπους αυτούς, αντί μόνο τους επικοινωνιολόγους. Ούτε μόνο “νέοι, ωραίοι και άφθαρτοι” λοιπόν (τέτοιους έχουν κι οι άλλοι), ούτε απλώς “γνωστοί και ταλαντούχοι” (διαθέτουμε πικράν πείραν), ούτε γενικώς “προοδευτικοί” (προοδευτικοί δηλώνουν και οι “58”). Μέσα στις επόμενες εκατό μέρες, όλα αυτά θα γίνουν όσο χρειάζεται σαφή. Και σίγουρα όχι μόνο στην Αθήνα.
Τα ίδια ισχύουν και για τους άλλους: για τη Ρένα Δούρου στην Αττική, την Ηρώ Διώτη στη Θεσσαλία, την Αγλαϊα Κυρίτση στο Βόρειο Αιγαίο, τον Βασίλη Χατζηλάμπρου στην Αχαϊα – και μένω σε εκείνους που περιλαμβάνονταν στην πρόταση που ψήφισε χτες η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, για να μη μιλήσω για τον Άκη Κατωπόδη στο Βύρωνα, την Ειρήνη Κατσινοπούλου στο Νέο Ηράκλειο και τόσους ακόμα.
***
Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα, για την οποία κάθε αριστερός δικαιούται να είναι περήφανος. Υπάρχουν, ωστόσο, επιφυλάξεις, αντιρρήσεις και ισχυρές διαφωνίες για επιμέρους περιπτώσεις. Ορισμένες τις συμμερίζομαι κι εγώ. Αλλά τις συμμερίζομαι στο πλαίσιό τους. Εξηγούμαι:
Πρώτον, με βάση την πολιτική απόφαση του ιδρυτικού συνεδρίου του του περασμένου Ιουλίου, “ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στην πρότασή του για συνεργασία με τις δυνάμεις της Αριστεράς, της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας και της ριζοσπαστικής οικολογίας”. Η εξειδίκευση αυτής της γραμμής, στο βαθμό τουλάχιστον που μιλάμε για ένα ενιαίο κόμμα όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να γίνεται κατά το ήμισυ, να εξαντλείται δηλαδή στις συνεργασίες που αφορούν την Αριστερά. Αλλιώς μιλάμε για άλλη γραμμή.
Δεύτερον, είναι ένα πράγμα οι διαφωνίες ως προς τα πρόσωπα (δεν πρόκειται μόνο για την περίπτωση Βουδούρη), και είναι εντελώς άλλο πράγμα η ακράδαντη πεποίθηση περί δεξιάς στροφής του ΣΥΡΙΖΑ, που δήθεν αποτυπώνεται σε συγκεκριμένες επιλογές (εν προκειμένω, αποκλειστικά στην περίπτωση Βουδούρη). Ο ΣΥΡΙΖΑ που, υποτίθεται, πάει πιο δεξιά, κατεβάζει τον Σακελλαρίδη στον πρώτο δήμο της χώρας, την Κυρίτση στο Βόρειο Αιγαίο, τον Κριτσωτάκη στην Κρήτη και τη Χαραλαμπίδου στην Κεντρική Μακεδονία. Ο ίδιος αντιμετωπίζει καθημερινά τις πιο απίθανες μομφές περί “ακρότητας” από την περίφημη μονταζιέρα, κι αυτό γιατί ο ίδιος, ο υποτίθεται δεξιότερος ΣΥΡΙΖΑ, δίνει καθημερινά το στίγμα της κυβέρνησης της Αριστεράς. Μόλις πρόσφατα, για παράδειγμα, ο Πάνος Σκουρλέτης ξεκαθάριζε ότι “η Κουμουνδούρου δεν πρόκειται να υπογράψει νέο δάνειο, ακόμη και αν δεν περιλαμβάνει νέο μνημόνιο, εφόσον της ζητηθεί, συμπληρώνοντας ότι “ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να σεβαστεί δεσμεύσεις που θα αναλάβει η κυβέρνηση ακόμη και αν αφορούν αποκλειστικά διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις”. Μπορώ να παραθέσω ανάλογες δηλώσεις, όπως του Ευκλείδη Τσακαλώτου για τα περίφημα πλεονάσματα, ή τις πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ σε σειρά “δημοφιλών” και “αντιδημοφιλών” ζητημάτων, από την υγεία και το δημόσιο Πανεπιστήμιο, ως τις φυλακές, το μεταναστευτικό και το γάμο ομοφύλων. Και δεν μιλάω καθόλου για τις δεσμεύσεις, με συγκεκριμένα νομοσχέδια, που αναλαμβάνει το κόμμα στη Βουλή, για τις κινητοποιήσεις των ανθρώπων του στα μικρά και τα μεγάλα κ.ο.κ.
Τρίτον, κι επειδή πράγματι δεν είναι δύσκολο να κερδίσεις μια εκλογική μάχη, όμως αυτό δεν αρκεί, νίκη για την Αριστερά είναι, μεταξύ άλλων, όσες και όσοι συνεργάζονται μαζί της (χωρίς απαραιτήτως να ταυτίζονται) να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως μέρος ενός συγκεκριμένου πολιτικού σχεδίου. Να τιμούν τη στήριξη που απολαμβάνουν και να μην έχουν τη φαεινή ιδέα ότι λογοδοτούν στο άστρο τους – ότι είναι “του λαού τους”. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε μπορούν να κατέβουν και μόνοι τους, και ο θεός μαζί τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου