Του Πετρου Σταυρου, απο το Red NoteBook...
Αν προσπαθούσαμε να περιγράψουμε την κατάσταση της σημερινής οικονομίας
θα λέγαμε ότι αυτή βρίσκεται κοντά (όχι ακριβώς, αλλά κοντά) σε ένα
σημείο ηρεμίας και «ισορροπίας». Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το σημείο
ισορροπίας βρίσκεται στον «πάτο ενός μπουκαλιού». Η οικονομία για να
ανέβει πιο ψηλά, προς τον «λαιμό του μπουκαλιού» ας πούμε, χρειάζεται
μια ποσότητα ενέργειας που δεν διαθέτει και που δεν μπορεί να
δημιουργήσει ενδογενώς.
Αν υποθέσουμε ότι η οικονομία απαρτίζεται από ένα εργοστάσιο που παράγει παπούτσια και από ανέργους που στοιβάζονται σε έναν εξωτερικό χώρο του εργοστασίου, τότε η «ισορροπία» μπορεί να περιγραφεί κάπως έτσι: Ο εργοστασιάρχης δεν προβαίνει σε επενδύσεις ή σε αύξηση της παραγωγής γιατί δεν πιστεύει ότι μελλοντικά θα αυξηθεί η ζήτηση των παπουτσιών. Οι άνεργοι το γνωρίζουν αυτό και δεν ελπίζουν σε νέες θέσεις εργασίας, ενώ οι εργαζόμενοι του εργοστασίου δεν ζητούν αυξήσεις του μισθού τους διότι θεωρούν ότι ο μισθός τους βρίσκεται στο σημείο που αναγκαστικά κινείται η οικονομία και δεν πρόκειται να αυξηθεί στο μέλλον, αισθάνονται, δηλαδή, πως με «φυσικό» τρόπο σωστά βρίσκονται εκεί που βρίσκονται.
Στην παραπάνω περιγραφή θα προσθέσουμε δύο–τρία νέα στοιχεία: Οι άνεργοι που κάθονται στο περιθώριο δεν περιμένουν τίποτα, είναι για μεγάλο διάστημα στην ανεργία και ουσιαστικά έχουν παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια αναζήτησης δουλειάς. Στο ένα και μοναδικό εργαστάσιο αυτής της οικονομίας δουλεύουν δύο κατηγορίες εργαζομένων. Η μια κατηγορία είναι οι κανονικοί εργαζόμενοι με πλήρη εργασιακά δικαιώματα και οι μερικώς απασχολούμενοι σε περιστασιακές εργασίες του εργοστασίου. Ξαφνικά, ανοίγει δίπλα μια νέα επιχείρηση προμήθειας του εργοστασίου με πρώτες ύλες και ζητά πέντε θέσεις εργαζομένων. Επειδή όμως οι άνεργοι έχουν μεγάλο διάστημα εκτός της αγοράς εργασίας, έχουν χάσει την ικανότητα για εργασία, δηλαδή τις συγκεκριμένες δεξιότητες που είχαν, κι έτσι κανένας δεν τους θέλει στη δούλεψή του. Ο νέος επιχειρηματίας θα προσανατολιστεί να προσλάβει κάποιον επισφαλή εργαζόμενο από το διπλανό εργοστάσιο, τόσο γιατί είναι πιο φθηνός από τον κανονικό εργάτη πλήρους απασχόλησης, όσο και γιατί έχει διατηρήσει στοιχειωδώς κάποιες εργασιακές δεξιότητες. Το εργοστάσιο που έχασε τους πέντε εργαζόμενους δεν θα προσλάβει κανέναν στη θέση τους και θα προτιμήσει να «απασχολήσει», να εντατικοποιήσει δηλαδή, την εργασία των εναπομεινάντων εργαζομένων.
Την παραπάνω περιγραφή θα μπορούσαμε να την εμπλουτίσουμε περαιτέρω βάζοντας να υπάρχουν επιδοτούμενα προγράμματα κοινωφελούς απασχόλησης, κατάρτισης κλπ. Τα πράγματα δεν θα άλλαζαν δραστικά στο παραπάνω παράδειγμα. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανέργων θα παρέμενε στην ανεργία, ενώ εκείνο που θα άλλαζε θα ήταν η εσωτερική κατανομή της εργασίας, σε εργαζόμενους πλήρους και μερικής απασχόλησης. Η μερική απασχόληση θα κέρδιζε έδαφος έναντι της πλήρους απασχόλησης. Έτσι, η οικονομία θα παρέμενε σε στασιμότητα, η ανεργία θα διατηρούνταν αν δεν αυξανόταν κιόλας, και η μερική απασχόληση θα γινόταν σιγά – σιγά ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
Κάπως έτσι συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη. Η οικονομία παραμένει στάσιμη, η ανεργία αυξάνεται σταθερά και παράλληλα με την αύξηση της μερικής απασχόλησης. Ακόμα και οικονομίες που γνώρισαν μια μικρή μείωση της ανεργίας (Πορτογαλία), είδαν να αυξάνεται η μερική απασχόληση αρκετά.
Τι μας λένε οι παραπάνω περιγραφές που ανταποκρίνονται, σε μεγάλο βαθμό, στην πραγματικότητα των αγορών εργασίας; Πρώτον, ότι η μερική απασχόληση προσδιορίζει τους γενικότερους εργασιακούς όρους, και όχι η ανεργία γενικώς. Οι εργαζόμενοι, δηλαδή, υφίστανται την πίεση και τον ανταγωνισμό της επισφαλούς εργασίας, όλο και περισσότερο. Δίπλα στο «βιομηχανικό στρατό» των ανέργων δημιουργείται ο «βιομηχανικός στρατός» των μερικώς απασχολούμενων που αρχίζει και γίνεται πιο δραστικός, μακροοικονομικά αλλά και κοινωνικά, από τον πρώτο. Δεύτερον, ότι λόγω αυτής της νέας κατάστασης η οικονομία θα αναπτύσσεται με πολύ αργούς ρυθμούς, δεν θα δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και θα αυξάνεται η κοινωνική μιζέρια.
Τρίτον και σπουδαιότερο είναι ο ρόλος του κράτους. Λόγω των σκληρών καταστάσεων το κράτος θα καλεστεί, εξ ανάγκης, να διαχειριστεί την ιστορικά υψηλή ανεργία. Αυτό άλλωστε έκανε πάντοτε! Δύο τρόποι υπάρχουν, διαχείρισης της ανεργίας, από την πλευρά του υφιστάμενου κράτους. Ο τρόπος της περιστασιακής φιλανθρωπίας και με στήριξη, είτε από κοινοτικά κονδύλια, είτε από την κοινωνική αδράνεια που δημιουργεί η αίσθηση της πλήρους ιστορικής στασιμότητας των αναγκών. Ο τρόπος αυτός απλώς μειώνει τον ρυθμό της συντελούμενης κοινωνικής καταστροφής. Υπάρχει, επίσης και ο τρόπος της θέσπισης του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που όμως είτε θα χρηματοδοτηθεί πιλοτικά σε κάποιες περιφέρειες, είτε θα εφαρμοστεί οριζόντια και γενικευμένα με μεταβίβαση πόρων από το κοινωνικό κράτος, την παιδεία, την υγεία και τις συντάξεις σε προνοιακού τύπου επιδόματα.
Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος: Η καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος πιο υψηλού από το επίπεδο ενός προνοιακού επιδόματος, με πρόσθετη χρηματοδότηση και χωρίς να χρειαστεί να γίνει μεταβίβαση πόρων από άλλες κοινωνικές δομές, με στόχο τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης αλλά και αποτροπής και, πολύ περισσότερο, μείωσης των ελαστικών μορφών εργασίας. Μια τέτοια χρήση του εργαλείου του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δεν θα προσέφερε απλά και μόνο μια στοιχειώδη επιβίωση σε ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού αλλά θα αφαιρούσε από την οικονομία κάποιους πολύ σημαντικούς παράγοντες που την βυθίζουν στον φαύλο κύκλο. Έτσι, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα μαζί με την αύξηση του κατώτατου μισθού θα σπρώξουν την οικονομία και την κοινωνία εκτός «μπουκαλιού». Μόνο η αριστερά είναι σε θέση να επιχειρήσει κάτι τέτοιο- εφόσον, βέβαια, η δραστική μείωση της ανεργίας είναι ο πρώτος και άμεσος στόχος της.
Αν υποθέσουμε ότι η οικονομία απαρτίζεται από ένα εργοστάσιο που παράγει παπούτσια και από ανέργους που στοιβάζονται σε έναν εξωτερικό χώρο του εργοστασίου, τότε η «ισορροπία» μπορεί να περιγραφεί κάπως έτσι: Ο εργοστασιάρχης δεν προβαίνει σε επενδύσεις ή σε αύξηση της παραγωγής γιατί δεν πιστεύει ότι μελλοντικά θα αυξηθεί η ζήτηση των παπουτσιών. Οι άνεργοι το γνωρίζουν αυτό και δεν ελπίζουν σε νέες θέσεις εργασίας, ενώ οι εργαζόμενοι του εργοστασίου δεν ζητούν αυξήσεις του μισθού τους διότι θεωρούν ότι ο μισθός τους βρίσκεται στο σημείο που αναγκαστικά κινείται η οικονομία και δεν πρόκειται να αυξηθεί στο μέλλον, αισθάνονται, δηλαδή, πως με «φυσικό» τρόπο σωστά βρίσκονται εκεί που βρίσκονται.
Στην παραπάνω περιγραφή θα προσθέσουμε δύο–τρία νέα στοιχεία: Οι άνεργοι που κάθονται στο περιθώριο δεν περιμένουν τίποτα, είναι για μεγάλο διάστημα στην ανεργία και ουσιαστικά έχουν παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια αναζήτησης δουλειάς. Στο ένα και μοναδικό εργαστάσιο αυτής της οικονομίας δουλεύουν δύο κατηγορίες εργαζομένων. Η μια κατηγορία είναι οι κανονικοί εργαζόμενοι με πλήρη εργασιακά δικαιώματα και οι μερικώς απασχολούμενοι σε περιστασιακές εργασίες του εργοστασίου. Ξαφνικά, ανοίγει δίπλα μια νέα επιχείρηση προμήθειας του εργοστασίου με πρώτες ύλες και ζητά πέντε θέσεις εργαζομένων. Επειδή όμως οι άνεργοι έχουν μεγάλο διάστημα εκτός της αγοράς εργασίας, έχουν χάσει την ικανότητα για εργασία, δηλαδή τις συγκεκριμένες δεξιότητες που είχαν, κι έτσι κανένας δεν τους θέλει στη δούλεψή του. Ο νέος επιχειρηματίας θα προσανατολιστεί να προσλάβει κάποιον επισφαλή εργαζόμενο από το διπλανό εργοστάσιο, τόσο γιατί είναι πιο φθηνός από τον κανονικό εργάτη πλήρους απασχόλησης, όσο και γιατί έχει διατηρήσει στοιχειωδώς κάποιες εργασιακές δεξιότητες. Το εργοστάσιο που έχασε τους πέντε εργαζόμενους δεν θα προσλάβει κανέναν στη θέση τους και θα προτιμήσει να «απασχολήσει», να εντατικοποιήσει δηλαδή, την εργασία των εναπομεινάντων εργαζομένων.
Την παραπάνω περιγραφή θα μπορούσαμε να την εμπλουτίσουμε περαιτέρω βάζοντας να υπάρχουν επιδοτούμενα προγράμματα κοινωφελούς απασχόλησης, κατάρτισης κλπ. Τα πράγματα δεν θα άλλαζαν δραστικά στο παραπάνω παράδειγμα. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανέργων θα παρέμενε στην ανεργία, ενώ εκείνο που θα άλλαζε θα ήταν η εσωτερική κατανομή της εργασίας, σε εργαζόμενους πλήρους και μερικής απασχόλησης. Η μερική απασχόληση θα κέρδιζε έδαφος έναντι της πλήρους απασχόλησης. Έτσι, η οικονομία θα παρέμενε σε στασιμότητα, η ανεργία θα διατηρούνταν αν δεν αυξανόταν κιόλας, και η μερική απασχόληση θα γινόταν σιγά – σιγά ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
Κάπως έτσι συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη. Η οικονομία παραμένει στάσιμη, η ανεργία αυξάνεται σταθερά και παράλληλα με την αύξηση της μερικής απασχόλησης. Ακόμα και οικονομίες που γνώρισαν μια μικρή μείωση της ανεργίας (Πορτογαλία), είδαν να αυξάνεται η μερική απασχόληση αρκετά.
Τι μας λένε οι παραπάνω περιγραφές που ανταποκρίνονται, σε μεγάλο βαθμό, στην πραγματικότητα των αγορών εργασίας; Πρώτον, ότι η μερική απασχόληση προσδιορίζει τους γενικότερους εργασιακούς όρους, και όχι η ανεργία γενικώς. Οι εργαζόμενοι, δηλαδή, υφίστανται την πίεση και τον ανταγωνισμό της επισφαλούς εργασίας, όλο και περισσότερο. Δίπλα στο «βιομηχανικό στρατό» των ανέργων δημιουργείται ο «βιομηχανικός στρατός» των μερικώς απασχολούμενων που αρχίζει και γίνεται πιο δραστικός, μακροοικονομικά αλλά και κοινωνικά, από τον πρώτο. Δεύτερον, ότι λόγω αυτής της νέας κατάστασης η οικονομία θα αναπτύσσεται με πολύ αργούς ρυθμούς, δεν θα δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και θα αυξάνεται η κοινωνική μιζέρια.
Τρίτον και σπουδαιότερο είναι ο ρόλος του κράτους. Λόγω των σκληρών καταστάσεων το κράτος θα καλεστεί, εξ ανάγκης, να διαχειριστεί την ιστορικά υψηλή ανεργία. Αυτό άλλωστε έκανε πάντοτε! Δύο τρόποι υπάρχουν, διαχείρισης της ανεργίας, από την πλευρά του υφιστάμενου κράτους. Ο τρόπος της περιστασιακής φιλανθρωπίας και με στήριξη, είτε από κοινοτικά κονδύλια, είτε από την κοινωνική αδράνεια που δημιουργεί η αίσθηση της πλήρους ιστορικής στασιμότητας των αναγκών. Ο τρόπος αυτός απλώς μειώνει τον ρυθμό της συντελούμενης κοινωνικής καταστροφής. Υπάρχει, επίσης και ο τρόπος της θέσπισης του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που όμως είτε θα χρηματοδοτηθεί πιλοτικά σε κάποιες περιφέρειες, είτε θα εφαρμοστεί οριζόντια και γενικευμένα με μεταβίβαση πόρων από το κοινωνικό κράτος, την παιδεία, την υγεία και τις συντάξεις σε προνοιακού τύπου επιδόματα.
Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος: Η καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος πιο υψηλού από το επίπεδο ενός προνοιακού επιδόματος, με πρόσθετη χρηματοδότηση και χωρίς να χρειαστεί να γίνει μεταβίβαση πόρων από άλλες κοινωνικές δομές, με στόχο τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης αλλά και αποτροπής και, πολύ περισσότερο, μείωσης των ελαστικών μορφών εργασίας. Μια τέτοια χρήση του εργαλείου του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δεν θα προσέφερε απλά και μόνο μια στοιχειώδη επιβίωση σε ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού αλλά θα αφαιρούσε από την οικονομία κάποιους πολύ σημαντικούς παράγοντες που την βυθίζουν στον φαύλο κύκλο. Έτσι, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα μαζί με την αύξηση του κατώτατου μισθού θα σπρώξουν την οικονομία και την κοινωνία εκτός «μπουκαλιού». Μόνο η αριστερά είναι σε θέση να επιχειρήσει κάτι τέτοιο- εφόσον, βέβαια, η δραστική μείωση της ανεργίας είναι ο πρώτος και άμεσος στόχος της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου