Κατά την τελευταία τριετία, φαίνεται να έχει σπάσει οριστικά η παλιά συναίνεση του θριαμβεύοντος νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στην ελληνική εκδοχή του. Ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί στο πολιτικό πεδίο αυτή η εξέλιξη, η εκ μέρους της Αριστεράς αναμέτρηση με τις κοινωνικές σχέσεις στις οποίες βασίστηκε η δυναμική της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης και μέσα στις οποίες εξακολουθεί να επιβιώνει λανθάνουσα η δυναμική της θα αποβούν καθοριστικοί παράγοντες για την εξασφάλιση της αριστερής ηγεμονίας ή αντιθέτως για την ανάδυση νέων ολέθριων αντιθέσεων.
Ο «λαός της Αριστεράς», υπαρκτός και δυνητικός, θα κινηθεί μέσα από τις συγκεκριμένες αντιφάσεις είτε ως οργανικά προωθητική δύναμη της αριστερής ηγεμονίας είτε ως εύξεστο και ευτόρνευτο πλήθος στην τροχιά μιας νέας γραφειοκρατικής αφασίας και ενσωμάτωσης. Σε πείσμα μιας επιβίωσης του εστέτ σεκταρισμού, δεν είναι κακό που η κοινωνική - ταξική συμμαχία της Αριστεράς εμφανίζεται με χαρακτηριστικά ταλάντευσης ανάμεσα στο καινούργιο και το παλιό. Κακό, δηλαδή αυτοακυρωτικό για μια αριστερή πολιτική δύναμη, είναι να χειρίζεται αυτά τα χαρακτηριστικά, αντί να οργανώνει πολιτικά και ιδεολογικά τη νέα ιστορική συνείδηση, η οποία θα θεμελιώσει την αριστερή διακυβέρνηση σε επίπεδο πρακτικών και θεσμών.
Μέσα στον πολιτικό φορέα της σύγχρονης ριζοσπαστικής και ανανεωτικής Αριστεράς οφείλει να αναπτύσσεται διαλεκτικά, δηλαδή και συγκρουσιακά, η θεώρηση της πάλης των τάξεων και της αριστερής ηγεμονίας.
Οι πόλοι άρθρωσης της πολιτικής και ιδεολογικής φυσιογνωμίας θα προσδιορίζουν το εύρος, την ποιότητα και την προοπτική της ενότητας. Το πάντα ευαίσθητο και σύνθετο ερώτημα σχετικά με το τι ξεχωρίζει το «ορθό» από το «αληθινό» στην αριστερή πολιτική δεν μπορεί να τίθεται με την μπλαζέ υπεροψία του Πιλάτου. Εφόσον οι θέσεις που επικαλούνται τάσεις ή ομαδοποιήσεις εντός του αριστερού πολιτικού φορέα για να προωθήσουν μια κατεύθυνση δράσης σε αντιπαράθεση με άλλες συγκροτούνται κοινωνικά και γνωσιακά, τότε τα ντετερμινιστικά αξιώματα και οι τελεολογικές αυτάρκειες προς αβρόχοις ποσί απόκτηση της πρωτοκαθεδρίας δεν προωθούν την πολιτική μαζών, αλλά αντιλήψεις που απλώς επικαλούνται τις μάζες. Απέναντι στην κριτική λειτουργία σε μια διαρκή διαδικασία από τη βάση ώς την κορυφή και αντιστρόφως, παραμονεύει ο παλιός κακός απριορισμός ως άθροιση χειρισμών. Αν, όμως, η κριτική λειτουργία δημιουργεί πόλους άρθρωσης δημιουργικών συνθέσεων μεταξύ της γνώσης και της εμπειρίας, η μετατροπή του απριορισμού σε διαχειριστικό θέσφατο αναδεικνύει σε μοναδικό πόλο άρθρωσης της πολιτικής και ιδεολογικής φυσιογνωμίας τον εμπειρισμό ενός στενού κομματικού κέντρου. Το μέτρο της κριτικής λειτουργίας υποκαθίσταται έτσι από έναν αριστεροφανή ταρτουφισμό της συμμόρφωσης με το κατά περίπτωση αναμενόμενο και η νέα ιστορική συνείδηση πάει περίπατο: επιστρέφει σε αυτά που «αρέσουν στο κοινό», στον μυστικοποιημένο κόσμο της πολιτικής του θεάματος.
Αυτός ο ταρτουφισμός δεν μπορεί να είναι μέτρο, ωστόσο φιλοδοξεί να γίνεται διαρκώς θερμόμετρο. Να αυτοθαυμάζεται ως αίρεση, αλλά να πράττει σαν δόγμα: «Γιατί, έτσι απλά, δογματισμός είναι ό,τι δεν αποδεικνύεται και συνηθέστατα η λήψη του ζητούμενου ως δοσμένου», έγραψε ο Άγγελος Ελεφάντης το 1976. Τα ρέοντα και αντιφατικά της κριτικής λειτουργίας δεν βελτιώνονται ποιοτικά και δεν συντίθενται αποτελεσματικά, όταν οι αντιρρήσεις ή οι ιδεολογικές αναμετρήσεις δυσφημούνται συνοπτικά, συμβατικά και αφοριστικά ως «αριστερόμετρα». Τεχνάσματα όπως αυτό στριμώχνουν τις αντιθέσεις «έγκλειστες στο εγώ τους» σε ράφια προκατασκευασμένων απαντήσεων και ανάγουν τις διεργασίες σε «σωστές» ή «λανθασμένες» θερμοκρασίες. Η υπαγωγή των αριστερών στην κούρα της θερμομέτρησης, αντί της εκπαίδευσης στην κριτική λειτουργία με ορίζοντα την πολιτική και ιδεολογική τους ηγεμονία, ενείχε πάντα τον κίνδυνο της μετάπτωσης σε έναν μάταιο θαυμασμό, φρενήρη και οκνηρό συνάμα, που είναι ίδιον του οπαδού. Θαυμασμός, διότι το ακινητοποιημένο βλέμμα συνεπαίρνεται από την εκάστοτε επίδειξη τεχνικής. Μάταιος, επειδή η ετεροκαθοριζόμενη, υποπολιτική συνείδηση παραμένει ανίκανη να εκπληρώσει τα πολιτικά καθήκοντα που διακηρύσσει.
Στη σύγχρονη Αριστερά δεν υφίστανται αναπόδεικτα δρόμοι της Αρετής και δρόμοι της Κακίας. Από την άλλη, όμως, ενώ η κριτική λειτουργία συμβάλλει στην ευρύτερη κατανόηση της κοινωνικής διαπάλης και στην κίνηση της πολιτικής αλλαγής, το θερμόμετρο του απριορισμού ακινητοποιεί την κριτική συνείδηση σε μια πειθήνια, ανερμάτιστη συνάθροιση προκατασκευασμένων προτύπων, εχθρική απέναντι στην καινοτόμο σκέψη και πράξη. Κι εδώ είναι που αναφύεται το πραγματικό δίλημμα.
 
Ν. Σκοπλάκης είναι ιστορικός