Νικος Σκοπλακης, απο το Red NoteBook...
Μετά τους «58» σε αναζήτηση μιας δυσώνυμα εκσυγχρονιστικής γνησιότητας του νεοφιλελευθερισμού, φύτρωσε η «Ελιά»,
που επιζητεί να αντλήσει δυνάμεις από την καθεστωτική της γλάστρα, για να ακολουθήσει η αντιπολιτική συγχορδία του κιτς.
Η αερόλογη δημαγωγία εμπορευματικού τύπου, η κονιορτοποίηση της πολιτικής σε ιδεολογικοποιημένες συνάψεις με τους ανομοιογενείς κορπορατισμούς της «υγιούς επιχειρηματικότητας», η βουλιμική επιδίωξη να αξιοποιηθούν εκλογικά η επί χρόνια εκπαιδευμένη απόγνωση της εξατομίκευσης, ο πολιτικός αποκλεισμός που με επικοινωνιακές τεχνικές βαυκαλίζει τη στέρηση σε ψευδεπίγραφη αυτάρκεια, η φλύαρη αμηχανία του πολιτικού παροπλισμού που συσπειρώνεται στον θαυμασμό της ιδιωτικής (και τηλεοπτικής) καταξίωσης-όλα τούτα καθίστανται οι θεμέλιοι φθόγγοι της.
Περσόνες που καυγάδισαν για το μερίδιό τους στο κοινό πάπλωμα, αλλά υπήρξαν δραστήριοι συναυτουργοί σε κάθε εκδοχή καθήλωσης της πολιτοφροσύνης και έκαναν την παλιά τους τέχνη κόσκινο για να θεμελιωθούν τα ερείσματα της δημόσιας αλαλίας, σπεύδουν να ηχήσουν μαζί, τάχαμου σαν κελάρυσμα καθολικού ενδιαφέροντος, στην πραγματικότητα όμως σαν φάλτσο πλατσούρισμα από κάδο πλυντηρίου. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που ονοματοδότησαν το κοινό τους melting-pot ανατρέχοντας στο υγρό στοιχείο. Η διαφημιστική μετωνυμία, ως (νεο)φιλελεύθερο μέσο της αντιπολιτικής επικοινωνίας, προσαγορεύει σε «Ποτάμι» την παροχή για το ξέβγαλμα και το στύψιμο στον κάδο, την ύστατη εστία εξομοιωτικής συγχώνευσης των πάντων και αποκάθαρσης συσσωρευμένων αδιεξόδων, με απορρυπαντικά την ψυχοσυμβουλευτική των «public relations» και την ψευδόμενη ειρωνεία του τρέντυ κομφορμισμού.
Ο επιθυμητός τρόπος πρόσληψης αυτού του κάδου στο εμπειρικό επίπεδο καλεί τις εκπραγματισμένες συνειδήσεις να γίνουν το νερό της παροχής. Και η επίκληση γίνεται με την ελπίδα ότι οι εκπραγματισμένες συνειδήσεις θα αποδεχτούν σπασμωδικά σαν υποκατάστατο συμμετοχής τον αντιπολιτικό φενακισμό που ήδη μαντεύουν, θα κλείσουν τα μάτια και-μπλουμ! Όπως, όμως, έχει επισημάνει και ο Αντόρνο, η σκέψη να πέσει κανείς στο melting-pot δεν ανακαλεί στη μνήμη τη δημοκρατία, αλλά τον θάνατο της δημοκρατίας.
Κανένα αντιπολιτικό σύνθεμα δεν βελτιώνεται παρουσιάζοντας ανοιχτά αυτό που είναι, αλλά αποσκοπεί στο να δελεάσει το υποπολιτικό αισθητήριο, καθηλώνοντάς το σε χτυπητά χαρακτηριστικά της εσωτερικής του διάρθρωσης. Διότι είναι δελεαστικό για μια εκπραγματισμένη συνείδηση να αντιλαμβάνεται την ιστορία ως γουέστερν, ως μελόδραμα ή ως οδηγό μαγειρικής και όχι ως συγκυρία στην οποία η φορά της κοινωνικής κίνησης είτε πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες ελευθερίας είτε συντηρεί τους παράγοντες της καταπίεσης. Το θολερό που σηματοδοτεί το «Ποτάμι», διατίθεται ως πλασματικός ορίζοντας για την καθήλωση ευρύτερων μαζών μακριά από την πολιτική δράση και από τις πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες, ώστε να διατηρηθούν και να διευρυνθούν τα κέρδη και οι λείες από ένα τετραετές μνημονιακό πλαίσιο ταξικής λιτότητας και κοινωνικής καταστροφής. Αυτό το πλαίσιο δεν κατονομάζεται με σαφήνεια, διότι οι συνένοχες περσόνες της επικοινωνιακής ψυχοσυμβουλευτικής και του τρέντυ κομφορμισμού επιδιώκουν να αναχθούν σε κλιμάκιο τετραπέρατων ειδικών, που με «προστασία, βοήθεια και συμβουλές» θα συντηρούν για τους εξαθλιωμένους τον παθητικό μηχανισμό της αδράνειας ως αναγκαίο συμπλήρωμα, εφόσον μάλιστα η αλχημική ανάμειξη καινοφανών και παραδοσιακών συστημικών συμπεριφορών εστιάζει στη «μετά το Μνημόνιο εποχή», με τη φυσικοποίηση όλων των συνεπειών του σε αδήριτο αυτοματισμό.
Οι έξαλλα μνημονιακές περσόνες στο «Ποτάμι» αναδιατάσσουν τα ίδια μέσα για την αναπαραγωγή της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης: ευτελίζουν την πραγματικότητα, αποσιωπούν τις αιτιώδεις σχέσεις, θολώνουν τα αποτελέσματά τους. Τώρα που οι καιροί είναι διαλυτικοί για τα συστημικά παρεάκια, αλλά η κοινωνική συμπεριφορά τους είναι χρήσιμη, υπερμεγεθύνουν τον μικρόκοσμό τους σε πασαρέλα εκλογικής συσπείρωσης, μεταμφιέζοντας τον «αυτοδημιούργητο» καθεστωτισμό σε πρωτοβουλία αγαπησιάρικης καλοσύνης. Η αρχή της ακλόνητης ανισότητας στην κατανομή του πλούτου δοκιμάζει την αντιπολιτική της επινοητικότητα, κατασκευάζοντας τεχνητές όχθες με το «Ποτάμι». Ο μπαρόκ επαρχιωτισμός του ιδεολογήματος «οι καλύτεροι Έλληνες» φορά τα ευρωπαϊστικά του και εφορμά ως δίκυκλος κένταυρος, βρουμ-βρουμ! Το βαρυφορτωμένο, κακοσυντηρημένο και σμπαραλιασμένο σαράβαλο, ο αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός της «ισχυρής Ελλάδας» με τους διεφθαρμένους αρχαϊσμούς, του εργοληπτικού θεάματος με τις ολυμπιακές εξακτινώσεις και των μνημονιακών τεχνικών της αιώνιας λιτότητας, συμβολοποιεί τον πλασματικό «ανθρωπομορφισμό» του σε μια περσόνα από plasma τηλεοπτικής ιδιωτείας. Άλλωστε, επικοινωνιακά αποτυπώματα του νεοφιλελεύθερου life-style είναι η ημιμόρφωση που νουθετεί τις καταπιεζόμενες τάξεις, η σκηνοθετημένη ατημέλεια των αναλύσεων, η φορτικά επιτηδευμένη τηλεοπτική οικειότητα, η φιλανθρωπία των φικτίβ πριγκίπων απέναντι στους «ταπεινούς και καταφρονεμένους». Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι στην πίσω όψη των αξιωμάτων του Χάγιεκ συγκροτούνται οι τροπισμοί της Νταϊάνα Σπένσερ.
Αν αυτά και άλλα εννοηθούν ως δομικά χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί επιστρατεύεται και πάλι το ιδεολόγημα «ούτε αριστερά ούτε δεξιά». Αυτό το «ούτε...ούτε» αποτελεί το σχήμα ισοζυγίου που περιστέλλει και ζυγίζει το πραγματικό σε βολικά ανάλογα, μια μαγική διάταξη της νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής για να κρύψει το πρόσωπό της στην προοπτική συμψηφισμού. Απαιτεί να μην την ορίζουμε ως δεξιά, παρά τις πρακτικές, τις οποίες πραγματοποίησε ή πραγματοποιεί στα πλαίσια που ο ιδεολογικός ρόλος και λόγος της ορίζει, αλλά να αναδεχτούμε την κρυπτογράφηση και τη μυστικοποίησή της σε κάτι «φιλελεύθερα καινοτόμο», για να μην επιλέξουμε την Αριστερά. Η αναγωγή της πολιτικής ταυτότητας στο «ούτε...ούτε» προσφέρεται στην εκπραγματισμένη συνείδηση ως ένα «ωραίο αντικείμενο» που πρέπει να το καρπωθεί, δίχως να αναρωτιέται από πού έρχεται. Αυτή η θαυματουργή εξάχνωση είναι κύρια σταθερά της νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής, απολύτως διαπερατή από τα ιδεολογήματα της σύγχρονης ακροδεξιάς. Το ακραίο ισοζύγιο που διαλύει την κοινωνία σε υπεραγορά, απευθύνει τον τηλεοπτικά προβεβλημένο «οδηγό» ως «σούπερ προσφορά» προς αντιπολιτική κατανάλωση. Παράλληλα, προσφέρει βορά στα ακονισμένα δόντια της καταστολής τους πολίτες που θέτουν με όρους αγωνιστικής διεκδίκησης τα ζητήματα (ταξικής) αιχμής. Ξέρουν από τέτοια πολλές περσόνες στο «Ποτάμι».
Η Αριστερά συνιστά τη μοναδική πολιτική δύναμη που μπορεί να συρρικνώνει αποτελεσματικά τον χώρο της μεταμορφωσιγενούς νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής και να ενδυναμώσει τη σύνδεση των πολιτών με την αξία της πολιτικής συμμετοχής ως μέσου για ριζοσπαστικές, δημοκρατικές κοινωνικές αλλαγές. Γι’ αυτό πρέπει να γκρεμίζει συστηματικά κάθε γέφυρα με μια κούφια πολιτικολογία που παρατείνει τη σύγχυση της ανάθεσης, αλλά και να αφίσταται συνεκτικά από κάθε πολιτικά αποστειρωμένο και τεχνοκρατικό σχολαστικισμό, ο οποίος ανακυκλώνει τις ζητήσεις του παραγοντισμού, με πρόσχημα έναν κάκιστα εννοούμενο ρεαλισμό. Από την άλλη, η πολιτική και ριζοσπαστική ενεργοποίηση κρίσιμων κοινωνικών μαζών δεν είναι συμβατή με μια ρηχή και συνθηματολογική φρασεολογία, η οποία αδιαφορεί για τις πραγματικές συμμαχίες με υπαρκτές δυνάμεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς, αφήνοντας τον δύσκολο, αλλά αναγκαίο δρόμο της σύνθεσης του τοπικού και του ευρωπαϊκού εκτεθειμένο σε χειραγωγήσιμους φορμαλισμούς εθνικής αναδίπλωσης.
Τα σιγανά ποταμάκια, τα ρυάκια και τα ξεβράσματα της νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής αντιμετωπίζονται επαρκώς όσο δεν αφήνουν στο διάβα τους γλοιώδεις, μονοσήμαντες, ακινητοποιητικές προσχώσεις και καθιζήσεις στην κοινωνία για να εκτρέφουν επιβιώσεις και αναβιώσεις του κρατούντος. Το αντιπολιτικό έθος ως σύγχρονο συστημικό habitus αντιμετωπίζεται με πολιτική. Με αριστερή πολιτική.
που επιζητεί να αντλήσει δυνάμεις από την καθεστωτική της γλάστρα, για να ακολουθήσει η αντιπολιτική συγχορδία του κιτς.
Η αερόλογη δημαγωγία εμπορευματικού τύπου, η κονιορτοποίηση της πολιτικής σε ιδεολογικοποιημένες συνάψεις με τους ανομοιογενείς κορπορατισμούς της «υγιούς επιχειρηματικότητας», η βουλιμική επιδίωξη να αξιοποιηθούν εκλογικά η επί χρόνια εκπαιδευμένη απόγνωση της εξατομίκευσης, ο πολιτικός αποκλεισμός που με επικοινωνιακές τεχνικές βαυκαλίζει τη στέρηση σε ψευδεπίγραφη αυτάρκεια, η φλύαρη αμηχανία του πολιτικού παροπλισμού που συσπειρώνεται στον θαυμασμό της ιδιωτικής (και τηλεοπτικής) καταξίωσης-όλα τούτα καθίστανται οι θεμέλιοι φθόγγοι της.
Περσόνες που καυγάδισαν για το μερίδιό τους στο κοινό πάπλωμα, αλλά υπήρξαν δραστήριοι συναυτουργοί σε κάθε εκδοχή καθήλωσης της πολιτοφροσύνης και έκαναν την παλιά τους τέχνη κόσκινο για να θεμελιωθούν τα ερείσματα της δημόσιας αλαλίας, σπεύδουν να ηχήσουν μαζί, τάχαμου σαν κελάρυσμα καθολικού ενδιαφέροντος, στην πραγματικότητα όμως σαν φάλτσο πλατσούρισμα από κάδο πλυντηρίου. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που ονοματοδότησαν το κοινό τους melting-pot ανατρέχοντας στο υγρό στοιχείο. Η διαφημιστική μετωνυμία, ως (νεο)φιλελεύθερο μέσο της αντιπολιτικής επικοινωνίας, προσαγορεύει σε «Ποτάμι» την παροχή για το ξέβγαλμα και το στύψιμο στον κάδο, την ύστατη εστία εξομοιωτικής συγχώνευσης των πάντων και αποκάθαρσης συσσωρευμένων αδιεξόδων, με απορρυπαντικά την ψυχοσυμβουλευτική των «public relations» και την ψευδόμενη ειρωνεία του τρέντυ κομφορμισμού.
Ο επιθυμητός τρόπος πρόσληψης αυτού του κάδου στο εμπειρικό επίπεδο καλεί τις εκπραγματισμένες συνειδήσεις να γίνουν το νερό της παροχής. Και η επίκληση γίνεται με την ελπίδα ότι οι εκπραγματισμένες συνειδήσεις θα αποδεχτούν σπασμωδικά σαν υποκατάστατο συμμετοχής τον αντιπολιτικό φενακισμό που ήδη μαντεύουν, θα κλείσουν τα μάτια και-μπλουμ! Όπως, όμως, έχει επισημάνει και ο Αντόρνο, η σκέψη να πέσει κανείς στο melting-pot δεν ανακαλεί στη μνήμη τη δημοκρατία, αλλά τον θάνατο της δημοκρατίας.
Κανένα αντιπολιτικό σύνθεμα δεν βελτιώνεται παρουσιάζοντας ανοιχτά αυτό που είναι, αλλά αποσκοπεί στο να δελεάσει το υποπολιτικό αισθητήριο, καθηλώνοντάς το σε χτυπητά χαρακτηριστικά της εσωτερικής του διάρθρωσης. Διότι είναι δελεαστικό για μια εκπραγματισμένη συνείδηση να αντιλαμβάνεται την ιστορία ως γουέστερν, ως μελόδραμα ή ως οδηγό μαγειρικής και όχι ως συγκυρία στην οποία η φορά της κοινωνικής κίνησης είτε πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες ελευθερίας είτε συντηρεί τους παράγοντες της καταπίεσης. Το θολερό που σηματοδοτεί το «Ποτάμι», διατίθεται ως πλασματικός ορίζοντας για την καθήλωση ευρύτερων μαζών μακριά από την πολιτική δράση και από τις πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες, ώστε να διατηρηθούν και να διευρυνθούν τα κέρδη και οι λείες από ένα τετραετές μνημονιακό πλαίσιο ταξικής λιτότητας και κοινωνικής καταστροφής. Αυτό το πλαίσιο δεν κατονομάζεται με σαφήνεια, διότι οι συνένοχες περσόνες της επικοινωνιακής ψυχοσυμβουλευτικής και του τρέντυ κομφορμισμού επιδιώκουν να αναχθούν σε κλιμάκιο τετραπέρατων ειδικών, που με «προστασία, βοήθεια και συμβουλές» θα συντηρούν για τους εξαθλιωμένους τον παθητικό μηχανισμό της αδράνειας ως αναγκαίο συμπλήρωμα, εφόσον μάλιστα η αλχημική ανάμειξη καινοφανών και παραδοσιακών συστημικών συμπεριφορών εστιάζει στη «μετά το Μνημόνιο εποχή», με τη φυσικοποίηση όλων των συνεπειών του σε αδήριτο αυτοματισμό.
Οι έξαλλα μνημονιακές περσόνες στο «Ποτάμι» αναδιατάσσουν τα ίδια μέσα για την αναπαραγωγή της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης: ευτελίζουν την πραγματικότητα, αποσιωπούν τις αιτιώδεις σχέσεις, θολώνουν τα αποτελέσματά τους. Τώρα που οι καιροί είναι διαλυτικοί για τα συστημικά παρεάκια, αλλά η κοινωνική συμπεριφορά τους είναι χρήσιμη, υπερμεγεθύνουν τον μικρόκοσμό τους σε πασαρέλα εκλογικής συσπείρωσης, μεταμφιέζοντας τον «αυτοδημιούργητο» καθεστωτισμό σε πρωτοβουλία αγαπησιάρικης καλοσύνης. Η αρχή της ακλόνητης ανισότητας στην κατανομή του πλούτου δοκιμάζει την αντιπολιτική της επινοητικότητα, κατασκευάζοντας τεχνητές όχθες με το «Ποτάμι». Ο μπαρόκ επαρχιωτισμός του ιδεολογήματος «οι καλύτεροι Έλληνες» φορά τα ευρωπαϊστικά του και εφορμά ως δίκυκλος κένταυρος, βρουμ-βρουμ! Το βαρυφορτωμένο, κακοσυντηρημένο και σμπαραλιασμένο σαράβαλο, ο αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός της «ισχυρής Ελλάδας» με τους διεφθαρμένους αρχαϊσμούς, του εργοληπτικού θεάματος με τις ολυμπιακές εξακτινώσεις και των μνημονιακών τεχνικών της αιώνιας λιτότητας, συμβολοποιεί τον πλασματικό «ανθρωπομορφισμό» του σε μια περσόνα από plasma τηλεοπτικής ιδιωτείας. Άλλωστε, επικοινωνιακά αποτυπώματα του νεοφιλελεύθερου life-style είναι η ημιμόρφωση που νουθετεί τις καταπιεζόμενες τάξεις, η σκηνοθετημένη ατημέλεια των αναλύσεων, η φορτικά επιτηδευμένη τηλεοπτική οικειότητα, η φιλανθρωπία των φικτίβ πριγκίπων απέναντι στους «ταπεινούς και καταφρονεμένους». Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι στην πίσω όψη των αξιωμάτων του Χάγιεκ συγκροτούνται οι τροπισμοί της Νταϊάνα Σπένσερ.
Αν αυτά και άλλα εννοηθούν ως δομικά χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί επιστρατεύεται και πάλι το ιδεολόγημα «ούτε αριστερά ούτε δεξιά». Αυτό το «ούτε...ούτε» αποτελεί το σχήμα ισοζυγίου που περιστέλλει και ζυγίζει το πραγματικό σε βολικά ανάλογα, μια μαγική διάταξη της νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής για να κρύψει το πρόσωπό της στην προοπτική συμψηφισμού. Απαιτεί να μην την ορίζουμε ως δεξιά, παρά τις πρακτικές, τις οποίες πραγματοποίησε ή πραγματοποιεί στα πλαίσια που ο ιδεολογικός ρόλος και λόγος της ορίζει, αλλά να αναδεχτούμε την κρυπτογράφηση και τη μυστικοποίησή της σε κάτι «φιλελεύθερα καινοτόμο», για να μην επιλέξουμε την Αριστερά. Η αναγωγή της πολιτικής ταυτότητας στο «ούτε...ούτε» προσφέρεται στην εκπραγματισμένη συνείδηση ως ένα «ωραίο αντικείμενο» που πρέπει να το καρπωθεί, δίχως να αναρωτιέται από πού έρχεται. Αυτή η θαυματουργή εξάχνωση είναι κύρια σταθερά της νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής, απολύτως διαπερατή από τα ιδεολογήματα της σύγχρονης ακροδεξιάς. Το ακραίο ισοζύγιο που διαλύει την κοινωνία σε υπεραγορά, απευθύνει τον τηλεοπτικά προβεβλημένο «οδηγό» ως «σούπερ προσφορά» προς αντιπολιτική κατανάλωση. Παράλληλα, προσφέρει βορά στα ακονισμένα δόντια της καταστολής τους πολίτες που θέτουν με όρους αγωνιστικής διεκδίκησης τα ζητήματα (ταξικής) αιχμής. Ξέρουν από τέτοια πολλές περσόνες στο «Ποτάμι».
Η Αριστερά συνιστά τη μοναδική πολιτική δύναμη που μπορεί να συρρικνώνει αποτελεσματικά τον χώρο της μεταμορφωσιγενούς νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής και να ενδυναμώσει τη σύνδεση των πολιτών με την αξία της πολιτικής συμμετοχής ως μέσου για ριζοσπαστικές, δημοκρατικές κοινωνικές αλλαγές. Γι’ αυτό πρέπει να γκρεμίζει συστηματικά κάθε γέφυρα με μια κούφια πολιτικολογία που παρατείνει τη σύγχυση της ανάθεσης, αλλά και να αφίσταται συνεκτικά από κάθε πολιτικά αποστειρωμένο και τεχνοκρατικό σχολαστικισμό, ο οποίος ανακυκλώνει τις ζητήσεις του παραγοντισμού, με πρόσχημα έναν κάκιστα εννοούμενο ρεαλισμό. Από την άλλη, η πολιτική και ριζοσπαστική ενεργοποίηση κρίσιμων κοινωνικών μαζών δεν είναι συμβατή με μια ρηχή και συνθηματολογική φρασεολογία, η οποία αδιαφορεί για τις πραγματικές συμμαχίες με υπαρκτές δυνάμεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς, αφήνοντας τον δύσκολο, αλλά αναγκαίο δρόμο της σύνθεσης του τοπικού και του ευρωπαϊκού εκτεθειμένο σε χειραγωγήσιμους φορμαλισμούς εθνικής αναδίπλωσης.
Τα σιγανά ποταμάκια, τα ρυάκια και τα ξεβράσματα της νεοφιλελεύθερης αντιπολιτικής αντιμετωπίζονται επαρκώς όσο δεν αφήνουν στο διάβα τους γλοιώδεις, μονοσήμαντες, ακινητοποιητικές προσχώσεις και καθιζήσεις στην κοινωνία για να εκτρέφουν επιβιώσεις και αναβιώσεις του κρατούντος. Το αντιπολιτικό έθος ως σύγχρονο συστημικό habitus αντιμετωπίζεται με πολιτική. Με αριστερή πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου