Α. Οικονομιδης, απο το Περιοδικο Χρονος...
Η κατάργηση του μνημονίου δεν επαρκεί για να ανατρέψει τη μείζονα μεταλλαγή που βιώνει η χώρα...
«Το 2014 η Ελλάδα θα γίνει μια κανονική χώρα». Το είπε ο πρωθυπουργός, την τελευταία ημέρα του περασμένου Δεκεμβρίου, στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του. Η Ελλάδα θα γίνει –γίνεται ήδη– μια «κανονική», μια «φυσιολογική» χώρα, όπως ο ίδιος είχε πει τις προηγούμενες ημέρες σε άλλες δημόσιες εμφανίσεις του – στο ετήσιο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου και στη διάρκεια της συζήτησης για τον νέο προϋπολογισμό στη Βουλή.
Η επιστροφή στην κανονικότητα, μαζί με την έξοδο από το μνημόνιο, αποτελεί τους τελευταίους μήνες το αγαπημένο μότο των λογογράφων του κ. Σαμαρά…
Έναν μήνα πριν από το πρωθυπουργικό διάγγελμα, την πρώτη ημέρα του περασμένου Δεκεμβρίου, η Σάρα Πλέτσας, μαθήτρια γυμνασίου στη Θεσσαλονίκη, πέθαινε στο κρεβάτι της από τις αναθυμιάσεις ενός μαγκαλιού. Ζούσε με τη μητέρα της όχι σε μια παραγκούπολη στα όρια της πόλης, σε μια φαβέλα, ένα slum, αλλά σε ένα τυπικό διαμέρισμα μιας τυπικής πολυκατοικίας της συμπρωτεύουσας. Χωρίς όμως ηλεκτρικό ρεύμα και χωρίς κεντρική θέρμανση. Για την ακρίβεια, χωρίς τη δυνατότητα να έχουν ηλεκτρικό ρεύμα και κεντρική θέρμανση.
Σε αυτό το περιβάλλον κοινωνικής οδύνης, η πρωθυπουργική δήλωση, αποφθεγματικά διατυπωμένη ως επίτευγμα του παρόντος και στόχος του αμέσου μέλλοντος, τουλάχιστον ξενίζει. Η αυθόρμητη αντίδραση –και ελπίζω ότι αυτό δεν θα θεωρηθεί υποχώρηση στον λαϊκισμό– είναι, μα καλά, πόσο φυσιολογική μπορεί να θεωρείται μια χώρα, ευρωπαϊκή μάλιστα, όπου οι άνθρωποι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το κρύο επιστρέφοντας στα πιο παρωχημένα, ακατάλληλα και επικίνδυνα μέσα; Πόσο κανονική είναι μια Ελλάδα που προσπαθεί να ζεσταθεί γύρω από ένα μαγκάλι;
Δεύτερες, περισσότερο ψύχραιμες σκέψεις, μας υποχρεώνουν ωστόσο να παραδεχτούμε ότι η δήλωση του πρωθυπουργού μπορεί να είναι κυνική, δεν παύει όμως να είναι ειλικρινής. Απλώς, αναφέρεται σε μια κανονικότητα άλλη, εντελώς διαφορετική από εκείνη που θεωρούσαμε έως πρόσφατα δεδομένη. Στη νέα αυτή κατάσταση, οι άνθρωποι μπορούν κάλλιστα να στερούνται το δικαίωμα σε επαρκή θέρμανση, ακόμη και αν αυτό θέτει σε κίνδυνο τη ζωή τους. Και να το στερούνται μαζικά – όχι ως εξαίρεση, αλλά ως συνθήκη ζωής, στην οποία προσπαθούν να προσαρμοστούν επινοώντας στρατηγικές επιβίωσης.
Έξι χρόνια μετά τη βύθιση της ελληνικής οικονομίας στην ύφεση και τέσσερα μετά την υιοθέτηση του πρώτου μνημονίου, αυτό που ονομάσαμε «κρίση» δεν είναι πια μια οξεία και σχετικά σύντομη διαταραχή της «κανονικής τάξης», στην οποία αργά ή γρήγορα θα επανέλθουμε. Ο όρος, όπως παραδοσιακά τον εννοούσαμε, δεν φαίνεται να αποδίδει πλέον την εξελισσόμενη μεταλλαγή: η κρίση σταδιακά παγιώνεται, γίνεται καθεστώς, διαμορφώνει νέα κανονικότητα. Και τη διαμορφώνει σε βάθος χρόνου και σε όλα τα πεδία – ακόμη και σε εκείνο της αναπαραγωγής της ίδιας της κοινωνίας.
Ας ξαναδούμε κάποια από τα πιο πρόσφατα στοιχεία: Τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και της Eurostat για την ανεργία που συνεχίζει να αυξάνεται, αγγίζοντας τον περασμένο Νοέμβριο το 28%· την έρευνα της Metron Analysis για τη διόγκωση του μεριδίου της μακροχρόνιας ανεργίας, με τους τρεις στους τέσσερις ανέργους να αναζητούν εργασία επί 2,5 χρόνια κατά μέσο όρο· την έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος για τον αριθμό των προσώπων σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, που υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ 2008 και 2011 φτάνοντας τα 3,8 εκατομμύρια· την έρευνα που δημοσιεύτηκε στο υψηλού κύρους περιοδικό Lancet για τις συνέπειες της λιτότητας στην ατομική και τη δημόσια υγεία: αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας, επανεμφάνιση λησμονημένων νόσων, μείωση του ίδιου του προσδόκιμου ζωής…
Στοιχεία όπως αυτά, δεν περιγράφουν μια συγκυριακή αντιξοότητα, μια επώδυνη συνθήκη που θα παρέλθει μετά την ολοκλήρωση του χρηματοδοτικού προγράμματος και την επιστροφή στην οικονομική μεγέθυνση, που κάποια στιγμή ασφαλώς θα συμβεί. Δεν περιγράφουν απλώς το σήμερα, αλλά και το αύριο και το μεθαύριο: μια νέα, καινοφανή για την Ελλάδα κατάσταση εμμένουσας μαζικής ανεργίας, εκτεταμένης φτώχειας και ασφυκτικού κοινωνικού αποκλεισμού, απαξίωσης όχι μόνο της εργασίας αλλά και των υποκειμένων της ως φυσικών προσώπων.
Με αρκετή δόση υπερβολής, η σημερινή γενιά των είκοσι-κάτι έως και τριάντα-κάτι έχει χαρακτηριστεί ευρέως, από εκπροσώπους ευρωπαϊκών θεσμών μέχρι και στον τρέχοντα δημοσιογραφικό λόγο, ως «η χαμένη γενιά». Για την Ελλάδα, αναφέρεται στους νέους που η κρίση βρήκε στο τέλος των σπουδών τους –συχνά, πολύ καλών σπουδών– και τους βύθισε στην ανεργία, την υποαπασχόληση, την επισφαλή, κακοπληρωμένη και ανασφάλιστη εργασία, ή τους οδήγησε στη μετανάστευση. Πρόκειται για έναν όρο αμφίβολης ακρίβειας, καθώς η γενιά αυτή, ακόμη και όταν η παρατεινόμενη ανεργία απειλεί να απαξιώσει γνώσεις και δεξιότητές της, δεν θα πάψει να είναι η πιο μορφωμένη και ανοιχτή στο διεθνές περιβάλλον που είχαμε ποτέ, με ό,τι αυτό σημαίνει για το μέλλον της και το μέλλον της χώρας.
Φοβάμαι ωστόσο ότι σύντομα θα τον χρησιμοποιήσουν και πάλι, με μεγαλύτερη ασφάλεια αυτή τη φορά, για τα παιδιά που μεγαλώνουν σήμερα στις εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες μηδενικού εισοδήματος, στις οικογένειες των ήδη μακροχρόνια ανέργων που είναι αμφίβολο αν θα επιστρέψουν ποτέ στην αγορά εργασίας, στις ιδιαίτερα ευάλωτες οικογένειες όπως οι μονογονεϊκές, στις οικογένειες των εργαζόμενων φτωχών. Με χαμηλής ποιότητας διατροφή, με περιστασιακή ή και ανύπαρκτη ιατρική παρακολούθηση και φροντίδα, με περιορισμένες δυνατότητες πρόσβασης στη γνώση και τον πολιτισμό. Γι’ αυτή τη γενιά, η ευμάρεια του παρελθόντος –πραγματική ή φαντασιακή, μικρή σημασία έχει– δεν θα υπάρχει καν ως ανάμνηση. Ούτε η κρίση ως κρίση. Κανονικότητα θα είναι οριστικά το καθεστώς της κρίσης.
Αυτό λοιπόν που βιώνουμε σήμερα είναι ένας μετασχηματισμός βαθύς. Μια βίαιη, οδυνηρή μετάβαση από ένα παράδειγμα σε ένα άλλο: από το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος δικαίου, με όποιες ιδιαιτερότητες, αναπηρίες ή στρεβλώσεις είχε στην περίπτωση της Ελλάδας, σε κάτι πολύ διαφορετικό, αν και απροσδιόριστης ακόμη έκβασης, καθώς η ίδια αυτή κανονικότητα εμπεριέχει πάντα το ενδεχόμενο νέων ανωμαλιών, έκτακτων καταστάσεων και κρίσεων. Με δεδομένο πάντως αυτό, η διακύβευση της ύστερης μνημονιακής εποχής τίθεται αναγκαστικά σ’ ένα πλαίσιο άλλο από εκείνο του κυβερνητικού success story, αλλά και από αυτό της εύκολης αντιμνημονιακής ρητορικής.
Όπως ήδη βεβαιώνουν τα παραδείγματα άλλων χωρών που βιώνουν αντίστοιχες εμπειρίες –χωρών που βγήκαν από προγράμματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπως η Τουρκία, ή που βγαίνουν από προγράμματα της τριμερούς με ή χωρίς μνημόνιο, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία–, η «έξοδος από την κρίση» δεν σημαίνει καθόλου αυτό που συνήθως θεωρούμε ότι σηματοδοτεί ο όρος: αν όχι την πλήρη επαναφορά στο προκρισιακό παρελθόν, τη μετάβαση πάντως σε κάτι καλύτερο.
Χωρίς εύκολες γενικεύσεις και απλοϊκές αναγωγές, με τις ιδιαιτερότητες που η κάθε χώρα έχει, οι «ζωές των άλλων» μας υποδεικνύουν ότι η έξοδος από την κρίση μπορεί κάλλιστα να συμβαίνει σε περιβάλλον έντασης των κοινωνικών ανισοτήτων, κατάργησης εργασιακών, προνοιακών και δημοκρατικών εγγυήσεων, και ενός καταστροφικού αναπτυξιακού μοντέλου. Στην αναπτυσσόμενη Τουρκία, για παράδειγμα, το πάρκο Γκεζί φαντάζει ως το καταλληλότερο σημείο για την οικοδόμηση ενός θηριώδους mall. Αντιστοίχως, η Ελλάδα «επιστρέφει στην ανάπτυξη» αίροντας μεθοδικά, έναν προς έναν, όλους τους χωροταξικούς, πολεοδομικούς και περιβαλλοντικούς περιορισμούς, και καταργώντας όλους τους δημόσιους οργανισμούς αστικού σχεδιασμού και ανάπλασης…
Απέναντι στη νέα αυτή, ανοίκεια και μη εύκολα αποδεκτή πραγματικότητα, η «κατάργηση του μνημονίου» δεν συνιστά επαρκή απάντηση. Έχει ασφαλώς ισχυρή συμβολική σημασία, με την έννοια της απόρριψης των πολιτικών που ανακυκλώνουν την ύφεση και την ανεργία, τις συνέπειες των οποίων όμως δεν μπορεί η ίδια να θεραπεύσει. Έχει επίσης μια αξία στο πραγματικό πεδίο, ως προς την αποκατάσταση κυρίως εγγυήσεων και δικαιωμάτων που καταργήθηκαν, όπως, π.χ., το δικαίωμα της συλλογικής αυτονομίας, εκπροσώπησης και διαπραγμάτευσης ή η ευθύνη του κράτους για τη διαχείριση και τη διάθεση δημοσίων αγαθών.
Το πραγματικό ζητούμενο όμως παραμένει: είναι η κατανόηση της μείζονος μεταλλαγής που έχει ήδη συμβεί και εξελίσσεται, η αποδοχή της ως του πεδίου όπου θα αναπτυχθεί το εγχείρημα της ανατροπής της, και η επεξεργασία δημόσιων πολιτικών που θα συγκλίνουν σε ένα σχέδιο καθολικής ανασυγκρότησης, ενσωματώνοντας το κοινωνικό και δημοκρατικό αίτημα μιας διαφορετικής εποχής.
Το καθεστώς της κρίσης είναι τελικά αυτό που καλείται να αλλάξει το όποιο εγχείρημα αλλαγής.
Η κατάργηση του μνημονίου δεν επαρκεί για να ανατρέψει τη μείζονα μεταλλαγή που βιώνει η χώρα...
«Το 2014 η Ελλάδα θα γίνει μια κανονική χώρα». Το είπε ο πρωθυπουργός, την τελευταία ημέρα του περασμένου Δεκεμβρίου, στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του. Η Ελλάδα θα γίνει –γίνεται ήδη– μια «κανονική», μια «φυσιολογική» χώρα, όπως ο ίδιος είχε πει τις προηγούμενες ημέρες σε άλλες δημόσιες εμφανίσεις του – στο ετήσιο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου και στη διάρκεια της συζήτησης για τον νέο προϋπολογισμό στη Βουλή.
Η επιστροφή στην κανονικότητα, μαζί με την έξοδο από το μνημόνιο, αποτελεί τους τελευταίους μήνες το αγαπημένο μότο των λογογράφων του κ. Σαμαρά…
Έναν μήνα πριν από το πρωθυπουργικό διάγγελμα, την πρώτη ημέρα του περασμένου Δεκεμβρίου, η Σάρα Πλέτσας, μαθήτρια γυμνασίου στη Θεσσαλονίκη, πέθαινε στο κρεβάτι της από τις αναθυμιάσεις ενός μαγκαλιού. Ζούσε με τη μητέρα της όχι σε μια παραγκούπολη στα όρια της πόλης, σε μια φαβέλα, ένα slum, αλλά σε ένα τυπικό διαμέρισμα μιας τυπικής πολυκατοικίας της συμπρωτεύουσας. Χωρίς όμως ηλεκτρικό ρεύμα και χωρίς κεντρική θέρμανση. Για την ακρίβεια, χωρίς τη δυνατότητα να έχουν ηλεκτρικό ρεύμα και κεντρική θέρμανση.
Σε αυτό το περιβάλλον κοινωνικής οδύνης, η πρωθυπουργική δήλωση, αποφθεγματικά διατυπωμένη ως επίτευγμα του παρόντος και στόχος του αμέσου μέλλοντος, τουλάχιστον ξενίζει. Η αυθόρμητη αντίδραση –και ελπίζω ότι αυτό δεν θα θεωρηθεί υποχώρηση στον λαϊκισμό– είναι, μα καλά, πόσο φυσιολογική μπορεί να θεωρείται μια χώρα, ευρωπαϊκή μάλιστα, όπου οι άνθρωποι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το κρύο επιστρέφοντας στα πιο παρωχημένα, ακατάλληλα και επικίνδυνα μέσα; Πόσο κανονική είναι μια Ελλάδα που προσπαθεί να ζεσταθεί γύρω από ένα μαγκάλι;
Δεύτερες, περισσότερο ψύχραιμες σκέψεις, μας υποχρεώνουν ωστόσο να παραδεχτούμε ότι η δήλωση του πρωθυπουργού μπορεί να είναι κυνική, δεν παύει όμως να είναι ειλικρινής. Απλώς, αναφέρεται σε μια κανονικότητα άλλη, εντελώς διαφορετική από εκείνη που θεωρούσαμε έως πρόσφατα δεδομένη. Στη νέα αυτή κατάσταση, οι άνθρωποι μπορούν κάλλιστα να στερούνται το δικαίωμα σε επαρκή θέρμανση, ακόμη και αν αυτό θέτει σε κίνδυνο τη ζωή τους. Και να το στερούνται μαζικά – όχι ως εξαίρεση, αλλά ως συνθήκη ζωής, στην οποία προσπαθούν να προσαρμοστούν επινοώντας στρατηγικές επιβίωσης.
Έξι χρόνια μετά τη βύθιση της ελληνικής οικονομίας στην ύφεση και τέσσερα μετά την υιοθέτηση του πρώτου μνημονίου, αυτό που ονομάσαμε «κρίση» δεν είναι πια μια οξεία και σχετικά σύντομη διαταραχή της «κανονικής τάξης», στην οποία αργά ή γρήγορα θα επανέλθουμε. Ο όρος, όπως παραδοσιακά τον εννοούσαμε, δεν φαίνεται να αποδίδει πλέον την εξελισσόμενη μεταλλαγή: η κρίση σταδιακά παγιώνεται, γίνεται καθεστώς, διαμορφώνει νέα κανονικότητα. Και τη διαμορφώνει σε βάθος χρόνου και σε όλα τα πεδία – ακόμη και σε εκείνο της αναπαραγωγής της ίδιας της κοινωνίας.
Ας ξαναδούμε κάποια από τα πιο πρόσφατα στοιχεία: Τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και της Eurostat για την ανεργία που συνεχίζει να αυξάνεται, αγγίζοντας τον περασμένο Νοέμβριο το 28%· την έρευνα της Metron Analysis για τη διόγκωση του μεριδίου της μακροχρόνιας ανεργίας, με τους τρεις στους τέσσερις ανέργους να αναζητούν εργασία επί 2,5 χρόνια κατά μέσο όρο· την έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος για τον αριθμό των προσώπων σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, που υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ 2008 και 2011 φτάνοντας τα 3,8 εκατομμύρια· την έρευνα που δημοσιεύτηκε στο υψηλού κύρους περιοδικό Lancet για τις συνέπειες της λιτότητας στην ατομική και τη δημόσια υγεία: αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας, επανεμφάνιση λησμονημένων νόσων, μείωση του ίδιου του προσδόκιμου ζωής…
Στοιχεία όπως αυτά, δεν περιγράφουν μια συγκυριακή αντιξοότητα, μια επώδυνη συνθήκη που θα παρέλθει μετά την ολοκλήρωση του χρηματοδοτικού προγράμματος και την επιστροφή στην οικονομική μεγέθυνση, που κάποια στιγμή ασφαλώς θα συμβεί. Δεν περιγράφουν απλώς το σήμερα, αλλά και το αύριο και το μεθαύριο: μια νέα, καινοφανή για την Ελλάδα κατάσταση εμμένουσας μαζικής ανεργίας, εκτεταμένης φτώχειας και ασφυκτικού κοινωνικού αποκλεισμού, απαξίωσης όχι μόνο της εργασίας αλλά και των υποκειμένων της ως φυσικών προσώπων.
Με αρκετή δόση υπερβολής, η σημερινή γενιά των είκοσι-κάτι έως και τριάντα-κάτι έχει χαρακτηριστεί ευρέως, από εκπροσώπους ευρωπαϊκών θεσμών μέχρι και στον τρέχοντα δημοσιογραφικό λόγο, ως «η χαμένη γενιά». Για την Ελλάδα, αναφέρεται στους νέους που η κρίση βρήκε στο τέλος των σπουδών τους –συχνά, πολύ καλών σπουδών– και τους βύθισε στην ανεργία, την υποαπασχόληση, την επισφαλή, κακοπληρωμένη και ανασφάλιστη εργασία, ή τους οδήγησε στη μετανάστευση. Πρόκειται για έναν όρο αμφίβολης ακρίβειας, καθώς η γενιά αυτή, ακόμη και όταν η παρατεινόμενη ανεργία απειλεί να απαξιώσει γνώσεις και δεξιότητές της, δεν θα πάψει να είναι η πιο μορφωμένη και ανοιχτή στο διεθνές περιβάλλον που είχαμε ποτέ, με ό,τι αυτό σημαίνει για το μέλλον της και το μέλλον της χώρας.
Φοβάμαι ωστόσο ότι σύντομα θα τον χρησιμοποιήσουν και πάλι, με μεγαλύτερη ασφάλεια αυτή τη φορά, για τα παιδιά που μεγαλώνουν σήμερα στις εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες μηδενικού εισοδήματος, στις οικογένειες των ήδη μακροχρόνια ανέργων που είναι αμφίβολο αν θα επιστρέψουν ποτέ στην αγορά εργασίας, στις ιδιαίτερα ευάλωτες οικογένειες όπως οι μονογονεϊκές, στις οικογένειες των εργαζόμενων φτωχών. Με χαμηλής ποιότητας διατροφή, με περιστασιακή ή και ανύπαρκτη ιατρική παρακολούθηση και φροντίδα, με περιορισμένες δυνατότητες πρόσβασης στη γνώση και τον πολιτισμό. Γι’ αυτή τη γενιά, η ευμάρεια του παρελθόντος –πραγματική ή φαντασιακή, μικρή σημασία έχει– δεν θα υπάρχει καν ως ανάμνηση. Ούτε η κρίση ως κρίση. Κανονικότητα θα είναι οριστικά το καθεστώς της κρίσης.
Αυτό λοιπόν που βιώνουμε σήμερα είναι ένας μετασχηματισμός βαθύς. Μια βίαιη, οδυνηρή μετάβαση από ένα παράδειγμα σε ένα άλλο: από το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος δικαίου, με όποιες ιδιαιτερότητες, αναπηρίες ή στρεβλώσεις είχε στην περίπτωση της Ελλάδας, σε κάτι πολύ διαφορετικό, αν και απροσδιόριστης ακόμη έκβασης, καθώς η ίδια αυτή κανονικότητα εμπεριέχει πάντα το ενδεχόμενο νέων ανωμαλιών, έκτακτων καταστάσεων και κρίσεων. Με δεδομένο πάντως αυτό, η διακύβευση της ύστερης μνημονιακής εποχής τίθεται αναγκαστικά σ’ ένα πλαίσιο άλλο από εκείνο του κυβερνητικού success story, αλλά και από αυτό της εύκολης αντιμνημονιακής ρητορικής.
Όπως ήδη βεβαιώνουν τα παραδείγματα άλλων χωρών που βιώνουν αντίστοιχες εμπειρίες –χωρών που βγήκαν από προγράμματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπως η Τουρκία, ή που βγαίνουν από προγράμματα της τριμερούς με ή χωρίς μνημόνιο, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία–, η «έξοδος από την κρίση» δεν σημαίνει καθόλου αυτό που συνήθως θεωρούμε ότι σηματοδοτεί ο όρος: αν όχι την πλήρη επαναφορά στο προκρισιακό παρελθόν, τη μετάβαση πάντως σε κάτι καλύτερο.
Χωρίς εύκολες γενικεύσεις και απλοϊκές αναγωγές, με τις ιδιαιτερότητες που η κάθε χώρα έχει, οι «ζωές των άλλων» μας υποδεικνύουν ότι η έξοδος από την κρίση μπορεί κάλλιστα να συμβαίνει σε περιβάλλον έντασης των κοινωνικών ανισοτήτων, κατάργησης εργασιακών, προνοιακών και δημοκρατικών εγγυήσεων, και ενός καταστροφικού αναπτυξιακού μοντέλου. Στην αναπτυσσόμενη Τουρκία, για παράδειγμα, το πάρκο Γκεζί φαντάζει ως το καταλληλότερο σημείο για την οικοδόμηση ενός θηριώδους mall. Αντιστοίχως, η Ελλάδα «επιστρέφει στην ανάπτυξη» αίροντας μεθοδικά, έναν προς έναν, όλους τους χωροταξικούς, πολεοδομικούς και περιβαλλοντικούς περιορισμούς, και καταργώντας όλους τους δημόσιους οργανισμούς αστικού σχεδιασμού και ανάπλασης…
Απέναντι στη νέα αυτή, ανοίκεια και μη εύκολα αποδεκτή πραγματικότητα, η «κατάργηση του μνημονίου» δεν συνιστά επαρκή απάντηση. Έχει ασφαλώς ισχυρή συμβολική σημασία, με την έννοια της απόρριψης των πολιτικών που ανακυκλώνουν την ύφεση και την ανεργία, τις συνέπειες των οποίων όμως δεν μπορεί η ίδια να θεραπεύσει. Έχει επίσης μια αξία στο πραγματικό πεδίο, ως προς την αποκατάσταση κυρίως εγγυήσεων και δικαιωμάτων που καταργήθηκαν, όπως, π.χ., το δικαίωμα της συλλογικής αυτονομίας, εκπροσώπησης και διαπραγμάτευσης ή η ευθύνη του κράτους για τη διαχείριση και τη διάθεση δημοσίων αγαθών.
Το πραγματικό ζητούμενο όμως παραμένει: είναι η κατανόηση της μείζονος μεταλλαγής που έχει ήδη συμβεί και εξελίσσεται, η αποδοχή της ως του πεδίου όπου θα αναπτυχθεί το εγχείρημα της ανατροπής της, και η επεξεργασία δημόσιων πολιτικών που θα συγκλίνουν σε ένα σχέδιο καθολικής ανασυγκρότησης, ενσωματώνοντας το κοινωνικό και δημοκρατικό αίτημα μιας διαφορετικής εποχής.
Το καθεστώς της κρίσης είναι τελικά αυτό που καλείται να αλλάξει το όποιο εγχείρημα αλλαγής.
Το κείμενο βασίστηκε σε εισαγωγική
ομιλία στην εκδήλωση «Η κρίση ως καθεστώς» που διοργάνωσε στις 4 Μαρτίου
2014 η Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της
Δημοκρατίας. Στη στρογγυλή τράπεζα πήραν μέρος ο Δημήτρης Δαλάκογλου,
Πανεπιστήμιο Sussex, η Maya Stoyanova,
Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ο Χρήστος Ηλιάδης, διδάκτορας Πολιτικών
Επιστημών. Σχολίασαν ο Σάββας Ρομπόλης, Πάντειο Πανεπιστήμιο,
επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε., και ο
Δημήτρης Χριστόπουλος, Πάντειο Πανεπιστήμιο, αντιπρόεδρος της Διεθνούς
Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Βιντεοσκοπημένες παρεμβάσεις
έγιναν από τη Meriç Özgünes, εμπειρογνώμονα της Ε.Ε. από την Τουρκία,
και τον Martin Lafforgue, κοινωνιολόγο και διπλωμάτη από την Αργεντινή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου