Για να καταλάβουμε τη σημασία αυτών των «επιτυχιών» θα συστήναμε σε οποιονδήποτε ενδίδει στην επιχειρούμενη πλύση εγκεφάλου να ανατρέξει όχι σε κάποια αριστερή ή αντιμνημονιακή πηγή πληροφόρησης, αλλά στην αρχική σελίδα του ιστότοπου της ΕΛΣΤΑΤ, της επίσημης στατιστικής αρχής της χώρας. Ο μόνος δείκτης με θετικό πρόσημο είναι αυτός της ανεργίας, στο 27,5%.
Ο δείκτης της βιομηχανίας εμφανίζεται μεν θετικός σε σχέση με αυτόν του Φλεβάρη 2013, αλλά αυτό οφείλεται στον εποχικό του χαρακτήρα. Με βάση 100 το 2005, ο δείκτης αυτός κυμάνθηκε στο 69,6 τον προηγούμενο Φλεβάρη, ήταν στο 68,5 πριν από ένα χρόνο, αλλά εν τω μεταξύ είχε αγγίξει το 80 τον περασμένο Ιούλη. Στην πραγματικότητα, πέρα από τις εποχικές διακυμάνσεις, η βιομηχανική παραγωγή έχει καταρρεύσει, όπως και όλη η υπόλοιπη οικονομία. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους υπόλοιπους δείκτες, πάντα σε σύγκριση με την προ έτους κατάσταση: -2,3% στο ΑΕΠ για το τελευταίο τρίμηνο του 2013, -4,3% στο λιανικό εμπόριο, -40% στην οικοδομική δραστηριότητα. Υποχωρούν, και μάλιστα ταχύτατα, ακόμη και οι εξαγωγές, στις οποίες κάποιοι είχαν εναποθέσει τις ελπίδες ανάκαμψης, κατά 0,2% συνολικά σε αξία το 2013, ενώ τον Δεκέμβριο η πτώση ήταν της τάξης του 14%.
Στην ουσία, η όλη εικόνα συνοψίζεται σε δύο μεγέθη, την ανεργία και τη συνολική υποχώρηση του ΑΕΠ από την αρχή της κρίσης. Και τα δύο, κατά ένα μακάβριο τρόπο, υπερβαίνουν το 25%. Πρόκειται, ας το τονίσουμε ακόμη μία φορά, για μεγέθη εντελώς πρωτοφανή για οποιαδήποτε δυτική χώρα από τη δεκαετία του 1930, αλλά ακόμη και τότε μόνο δύο χώρες είχαν γνωρίσει παρόμοια καθίζηση, οι ΗΠΑ και η Γερμανία. Οποιαδήποτε συζήτηση για επερχόμενη «ανάπτυξη» διά μέσου της συνέχισης αυτών των πολιτικών αποτελεί πρόκληση για την κοινή νοημοσύνη.
Υπό το βάρος μιας τέτοιας καταστροφής, και χωρίς καν να μιλήσουμε για την κοινωνική και ανθρώπινη τραγωδία που αποκρύπτουν αυτοί οι δείκτες, οποιοσδήποτε στοιχειωδώς αξιοπρεπής αστός πολιτικός θα κρατούσε τουλάχιστον ένα χαμηλό προφίλ. Και όμως, επικαλούμενοι εικονικές «επιτυχίες», οι κυβερνώντες και τα εγχώρια και διεθνή στηρίγματά τους έχουν αποχαλινωθεί και εκπέμπουν έναν όλο και επιθετικότερο δημόσιο λόγο. Βεβαίως έχουν κάθε λόγο να χαίρονται στο βαθμό που η εξαθλίωση της κοινωνίας αποτελεί επιλογή τους, αναγκαίο τίμημα για τη διαιώνιση της κυριαρχίας τους. Και όμως, αυτή η ανομολόγητη «επιτυχία» δεν αποτελεί τη μόνη εξήγηση της φαινομενικά παράλογης αυτοπεποίθησης των κρατούντων. Μεγαλύτερο ρόλο παίζει η εικόνα μιας βαριά λαβωμένης κοινωνίας, που δεν φαίνεται να είναι πλέον σε θέση να αντιδράσει όπως την πρώτη διετία της κρίσης. Σε ένα τέτοιο κλίμα κερδίζει έδαφος το γνωστό δόγμα ότι, αν και άδικα και οδυνηρά, τα Μνημόνια συνιστούν μονόδρομο.
Το κυριότερο, όμως, είναι ίσως αλλού. Η κυβέρνηση και γενικότερα το μνημονιακό στρατόπεδο ξέρουν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από τη διαρκή επίθεση. Εχουν πλήρη επίγνωση της σκληρότητας της σύγκρουσης και της σημασίας που έχει σε τέτοιες συνθήκες η επίδειξη πυγμής, ακόμη, ή μάλλον κυρίως όταν λείπουν οι «αντικειμενικές» επιτυχίες, αυτές που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πραγματικές συναινέσεις και να καταστήσουν λιγότερο αναγκαία την προσφυγή στο επικοινωνιακό παραπέτασμα καπνού. Με άλλα λόγια, η θρασύτητά τους συνιστά απολύτως ορθολογική πολιτική, και υποδηλώνει ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι διατεθειμένοι να παίξουν «έντιμο παιχνίδι».
Οι αντιπάλοί τους οφείλουν να το καταλάβουν και να βγάλουν τα απαραίτητα συμπεράσματα. Να πείσουν την κοινωνική πλειοψηφία ότι διαθέτουν όχι μόνο προτάσεις και επιχειρήματα, αλλά την αντίστοιχη τουλάχιστον αποφασιστικότητα, τη διάθεση να συγκρουστούν και, εν τέλει, την ικανότητα να αντιμετωπίσουν με νικηφόρους όρους έναν τέτοιο αντίπαλο, εντός και εκτός συνόρων. Ισως εκεί να βρίσκεται και το κλειδί που θα κρίνει στο πολιτικό επίπεδο την αμφίρροπη ώς τώρα αναμέτρηση από την οποία εξαρτάται το μέλλον της χώρας και, σε καθοριστικό βαθμό, του συσχετισμού δύναμης στην υπόλοιπη Ευρώπη.
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King's College του Λονδίνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου