του George Friedman*, Euto2day...
Η βασική διαμάχη στην Ευρώπη αφορά στο πώς να λυθεί η κρίση κρατικού χρέους και η απειλή που αυτή ενέχει για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Το θέμα ήταν ποιος θα επωμιστεί το βάρος της σταθεροποίησης του συστήματος. Το επιχείρημα που «κέρδισε», ιδιαίτερα στις ελίτ της Ευρώπης, ήταν ότι αυτό που χρειάζεται η Ευρώπη είναι λιτότητα, ότι οι κρατικές δαπάνες έπρεπε να περιοριστούν σημαντικά προκειμένου όσο μεγάλη και αν είναι η αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους να μην κηρυχθεί στάση πληρωμών.
Μία από τις συνέπειες της λιτότητας είναι η ύφεση. Οι οικονομίες πολλών ευρωπαϊκών χωρών, ιδιαίτερα αυτών της ευρωζώνης, συρρικνώνονται, αφού η λιτότητα προφανώς σημαίνει ότι υπάρχουν λιγότερα χρήματα διαθέσιμα για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Αν ο πρωταρχικός στόχος είναι η σταθεροποίηση του χρηματοοικονομικού συστήματος, τότε αυτό είναι λογικό. Όμως, το αν μπορεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα να παραμείνει πρωταρχικός στόχος θα εξαρτηθεί από την πλειοψηφούσα γνώμη ευρύτερων τομέων της κοινωνίας.
Όταν εμφανίζεται η ανεργία, αυτή η πλειοψηφούσα γνώμη αλλάζει, και μαζί με αυτήν και το επίκεντρο της πολιτικής. Όταν η ανεργία γίνεται έντονη, τότε μπορεί να αλλάξει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Κατά την άποψή μου, οι ιταλικές εκλογές ήταν ο πρώτος, αλλά αναμενόμενος, κραδασμός.
Το μοτίβο
Η Γερμανία, η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, είναι το κέντρο βάρους της Ευρώπης. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ισοδυναμούν με το 51% του γερμανικού ΑΕΠ, και περισσότερο από το ήμισυ των γερμανικών εξαγωγών κατευθύνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η Γερμανία θεωρεί τη ζώνη ελεύθερου εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή της. Χωρίς την ελεύθερη πρόσβαση σε αυτές τις αγορές, οι εξαγωγές της θα συρρικνώνονταν δραματικά και η ανεργία θα εκτινασσόταν στα ύψη. Το ευρώ είναι ένα εργαλείο που η Γερμανία, με την υπέρμετρη επιρροή της, χρησιμοποιεί για να διαχειριστεί τις εμπορικές της σχέσεις - και αυτή η διαχείριση φέρνει σε μειονεκτική θέση τα άλλα μέλη της ευρωζώνης.
Χώρες με σχετικά χαμηλούς μισθούς πρέπει να έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των γερμανικών εξαγωγών. Όμως, πολλές έχουν αρνητικά εμπορικά ισοζύγια. Έτσι, όταν «χτύπησε» η χρηματοοικονομική κρίση, η ικανότητά τους να διαχειριστούν το πρόβλημα ήταν ανεπαρκής και οδήγησε σε κρατικές κρίσεις χρέους, υπονομεύοντας έτσι περαιτέρω τη θέση τους λόγω της λιτότητας, ιδιαίτερα αφού η συμμετοχή τους στην ευρωζώνη σημαίνει ότι δεν μπορούν να εφαρμόσουν τις δικές τους νομισματικές πολιτικές.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν σπάταλες στις κοινωνικές δαπάνες τους, όμως η θεμελιώδης αιτία της αποτυχίας τους ήταν πολύ πιο περίπλοκη. Είχε τις ρίζες της στη σπάνια περίπτωση μιας ελεύθερης ζώνης εμπορίου που χτίστηκε γύρω από μια τεράστια οικονομία που εξαρτιόταν από τις εξαγωγές (η Γερμανία είναι η τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα του κόσμου, μετά την Κίνα και τις ΗΠΑ).
Η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής έχει χτιστεί γύρω από έναν καθαρό εισαγωγέα. Η Βρετανία ήταν καθαρός εισαγωγέας της Αυτοκρατορίας. Η γερμανική δύναμη αποσταθεροποιεί ολόκληρο το σύστημα. Και αν συγκρίνουμε το ποσοστό ανεργίας του γερμανικού μπλοκ με αυτό της Νότιας Ευρώπης, είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι αυτές οι χώρες αποτελούν μέλη του ίδιου εμπορικού γκρουπ.
Ακόμα και η Γαλλία, που έχει σχετικά χαμηλό ποσοστό ανεργίας, έχει πιο περίπλοκη ιστορία. Η ανεργία στη Γαλλία επικεντρώνεται σε δύο βασικούς πόλους, στον βορρά και στον νότο, με τη νοτιοανατολική Γαλλία να είναι ο μεγαλύτερος πόλος. Έτσι, αν δείτε τον χάρτη, η νότια γραμμή της Ευρώπης έχει πληγεί ιδιαίτερα σκληρά από την ανεργία, η ανατολική Ευρώπη όχι τόσο πολύ, όμως η Γερμανία, η Αυστρία, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο έχουν παραμείνει σχετικά αλώβητες.
Το πόσο θα διαρκέσει αυτή η κατάσταση, δεδομένης της ύφεσης στη Γερμανία, είναι άλλο ζήτημα, όμως η αντίθεση αυτή μας λέει πολλά για τη γεωπολιτική που διαμορφώνεται στην περιοχή.
Η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ελλάδα βρίσκονται σε ύφεση. Το ποσοστό ανεργίας τους είναι χοντρικά το ίδιο με αυτό στις ΗΠΑ την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης. Ένας κανόνας που χρησιμοποιώ είναι ότι για κάθε άνεργο άτομο επηρεάζονται άλλα τρία, είτε πρόκειται για τους συζύγους, τα παιδιά ή για οποιονδήποτε. Αυτό σημαίνει πως όταν η ανεργία σου ανέρχεται στο 25%, ουσιαστικά όλοι επηρεάζονται. Όταν η ανεργία είναι 11%, επηρεάζεται περίπου το 44%.
Μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα νούμερα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται, αφού οι άνθρωποι εργάζονται στην ανεπίσημη οικονομία. Αυτό μπορεί να είναι αληθές, όμως στην Ελλάδα, για παράδειγμα, οι φαρμακευτικές έχουν πλέον ελλείψεις, αφού έχει στερέψει το ρευστό για την εισαγωγή αγαθών. Οι τοπικές κυβερνήσεις της Ισπανίας ετοιμάζονται να απολύσουν και άλλους υπαλλήλους. Αυτές οι χώρες έχουν φτάσει σε ένα κρίσιμο όριο, από το οποίο είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι θα ανακάμψουν. Στην υπόλοιπη περιφέρεια της Ευρώπης, η κρίση ανεργίας εντείνεται. Τα ακριβή νούμερα έχουν πολύ λιγότερη σημασία από την ορατή επίπτωση στις κοινωνίες που παραπαίουν.
Οι πολιτικές συνέπειες της υψηλής ανεργίας
Είναι σημαντικό να κατανοηθούν οι συνέπειες αυτού του είδους της ανεργίας. Υπάρχει η μακροπρόθεσμη ανεργία της χαμηλής τάξης. Όμως, αυτό το κύμα της ανεργίας έχει χτυπήσει τους εργαζόμενους της μεσαίας και την ανώτερης μεσαίας τάξης. Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν αρχιτέκτονα στην Ισπανία, τον οποίο γνωρίζω, και ο οποίος έχασε τη δουλειά του. Είναι παντρεμένος με παιδιά και είναι τόσο καιρό άνεργος που έχει πέσει σε έναν τελείως διαφορετικό και απρόσμενο τρόπο ζωής. Η φτώχεια είναι από μόνης της δύσκολο να γίνει ανεκτή, όταν όμως συνδέεται και με απώλεια του status τότε ο πόνος αυξάνεται και αναδύεται μια πολιτικά ισχυρή δύναμη.
Η ιδέα ότι το καθεστώς λιτότητας που επιβάλλει η Γερμανία θα μπορέσει να επιβιώσει πολιτικά είναι δύσκολο να το φανταστούμε. Στην Ιταλία, όπου η ανεργία είναι «μόνο» 11,7%, η επιτυχία του Κινήματος των Πέντε Αστέρων αντιπροσωπεύει μια αναπόφευκτη αντίδραση στην κρίση. Μέχρι πρόσφατα, η χρεοκοπία ήταν ο πρώτος φόβος των Ευρωπαίων, τουλάχιστον της οικονομικής, της πολιτικής και της δημοσιογραφικής ελίτ. Μπορεί να προχώρησαν πολύ στο θέμα της επίλυσης του τραπεζικού προβλήματος, όμως το έκαναν δημιουργώντας μια μαζική κοινωνική κρίση. Αυτή η κοινωνική κρίση δημιουργεί μια βίαιη πολιτική αντίδραση, που θα αποτρέψει την υλοποίηση της γερμανικής στρατηγικής.
Για τη Νότια Ευρώπη, όπου η κοινωνική κρίση θα διαρκέσει για πολύ καιρό ακόμα, καθώς και για την Ανατολική Ευρώπη, δεν είναι ξεκάθαρο το πώς θα τους ωφελήσει η αποπληρωμή των χρεών τους. Μπορεί να παγώσει η πρόσβασή της στις αγορές, όμως το κόστος της παραμονής τους επωμίζεται με τόσο άνισο τρόπο που η πολιτική βάση υπέρ της λιτότητας διαλύεται.
Αυτό ενισχύεται από την όλο και πιο βαθιά εχθρότητα απέναντι στη Γερμανία. Η Γερμανία θεωρεί τον εαυτό της ενάρετο για τη λιτότητά της. Άλλοι τη θεωρούν άπληστη για την επιθετική εξαγωγική πολιτική της, με το σημαντικότερο εξαγωγικό «προϊόν» να είναι πλέον η ανεργία. Το ποιος έχει δίκιο δεν έχει σημασία. Το γεγονός ότι βλέπουμε μια αυξανόμενη διαφοροποίηση μεταξύ του Γερμανικού μπλοκ και της υπόλοιπης Ευρώπης είναι μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις από τότε που ξεκίνησε η κρίση.
Η αυξανόμενη ένταση μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας είναι ιδιαίτερα σημαντική. Οι γαλλογερμανικές σχέσεις δεν ήταν μόνο μία από τις βασικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχει αυτή η ένωση. Μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, έγινε κατανοητό ότι η ειρήνη της Ευρώπης εξαρτιόταν από την ενότητα μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας. Οι σχέσεις των δύο χωρών βέβαια δεν έχουν καταστραφεί, η κατάσταση όμως είναι τεταμένη.
Η Γερμανία θέλει να δει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συνεχίζει την πολιτική της επικεντρωνόμενη στον έλεγχο του πληθωρισμού. Αυτό είναι προς το συμφέρον της. Η Γαλλία, με την ανεργία της να πλησιάζει το 11%, χρειάζεται η ΕΚΤ να τονώσει την ευρωπαϊκή οικονομία προκειμένου να μειώσει την ανεργία. Αυτή δεν είναι μια μυστική διαμάχη. Είναι μια διαμάχη για το ποιος ελέγχει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για το ποιες είναι οι προτεραιότητες της Ευρώπης και, τελικά, για το πώς μπορεί να υπάρξει Ευρώπη με τόσο μεγάλες διαφορές στην ανεργία.
Μία απάντηση μπορεί να είναι ότι θα αυξηθεί το επίπεδο ανεργίας της Γερμανίας. Αυτό μπορεί να μετριάσει το αντιγερμανικό συναίσθημα, δεν θα λύσει όμως το πρόβλημα. Η ανεργία στα επίπεδα που έχει αγγίξει σε πολλές χώρες και φαίνεται ότι θα παραμείνει εκεί υπονομεύει την πολιτική δύναμη των κυβερνήσεων να επιδιώξουν τις απαραίτητες πολιτικές για τη διαχείριση του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Δεν είναι το περιθώριο
Η πρόταση του Κινήματος των Πέντε Αστέρων υπέρ της χρεοκοπίας δεν έρχεται από ένα κόμμα του περιθωρίου. Η ελίτ μπορεί να περιφρονεί το κίνημα, όμως κέρδισε το 25% των ψήφων. Και θυμηθείτε ότι ο ήρωας των Ευρώφιλων, ο Μάριο Μόντι, μόλις και μετά βίας κέρδισε το 10% τω ψήφων περίπου έναν χρόνο αφότου τον επευφημούσε η Ευρώπη.
Ο φασισμός στην Ευρώπη είχε τις ρίζες του στις μεγάλες οικονομικές αποτυχίες, όταν οι οικονομικές ελίτ απέτυχαν να αναγνωρίσουν τις πολιτικές συνέπειες της ανεργίας. Κορόιδευαν τα κόμματα των οποίων ηγούνταν άνθρωποι που υπήρξαν πλανόδιοι πωλητές καρτ ποστάλ και οι οποίοι υπόσχονταν οικονομικά θαύματα αν αυτοί που ευθύνονταν για τα δεινά της χώρας διώκονταν. Όμως, οι άνδρες και οι γυναίκες που έπεσαν από την άνετη ζωή της μπουρζουαζίας δεν γέλασαν, αντιθέτως αντέδρασαν με μεγάλη προθυμία σε αυτήν την υποσχόμενη ελπίδα. Το αποτέλεσμα ήταν η άνοδος κυβερνήσεων που απέκλεισαν τις οικονομίες τους από τον υπόλοιπο κόσμο και που διαχειρίστηκαν τις επιδόσεις τους μέσω εντολών και χειραγώγησης.
Αυτό είναι που συνέβη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν έγινε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διότι η Ευρώπη ήταν απασχολημένη. Όταν όμως κοιτάξουμε τα σημερινά επίπεδα ανεργίας, τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των περιοχών και το γεγονός ότι δεν υπάρχει υπόσχεση βελτίωσης και ότι η μεσαία τάξη εξοβελίζεται στις τάξεις αυτών που έχουν υποστεί έξωση μπορούμε να δούμε ότι αρχίζει να διαμορφώνεται ένα μοτίβο.
Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται τόσο ξεκάθαρα. Ο φασισμός με τη σημασία που είχε τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 έχει πεθάνει. Όμως, η ανάδυση νέων πολιτικών κομμάτων που μιλούν υπέρ των ανέργων και των νεόπτωχων είναι κάτι που είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι δεν θα γίνει. Είτε πρόκειται για τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα είτε για τα κινήματα ανεξαρτησίας της Καταλονίας, η ανάπτυξη κομμάτων που θέλουν να επανακαθορίσουν το σύστημα που έχει στραφεί τόσο πολύ κατά της μεσαίας τάξης είναι αναπόφευκτη. Απλώς η Ιταλία ήταν, για μία ακόμα φορά, η πρώτη που το επιχειρεί.
Είναι δύσκολο να δούμε όχι μόνο πώς αυτό θα μπορέσει να περιοριστεί στο εσωτερικό των χωρών, αλλά και πώς θα μπορέσει να αποφευχθεί μία ακόμα οικονομική κρίση, αφού η πολιτική βούληση για ανοχή της λιτότητας έχει σπάσει. Είναι δύσκολο να δούμε ακόμα και πώς θα επιβιώσει η ζώνη ελεύθερου εμπορίου, λόγω της επείγουσας ανάγκης της Γερμανίας να εξάγει όσο περισσότερο μπορεί προκειμένου να επιβιώσει.
Η διαφοροποίηση μεταξύ των συμφερόντων της Γερμανίας και αυτών της Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης είναι εμφανής και αυξανόταν όσο διαφαινόταν ότι ήταν πιθανός ένας συμβιβασμός για τη διάσωση των τραπεζών. Και αυτό διότι ο συμβιβασμός είχε την ακούσια συνέπεια της πυροδότησης της μόνης δύναμης που θα μπορούσε να τον υπονομεύσει: δηλαδή της ανεργίας.
Είναι δύσκολο να φανταστούμε σε αυτό το σημείο μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. Κατά μία έννοια, αυτή εξακολουθεί να υπάρχει, όμως είναι δύσκολο να δούμε πώς μπορεί να έχουν κοινή οικονομική πολιτική μια χώρα με ανεργία 5,2% και μια χώρα με ανεργία 11% ή 14% ή 27%. Επιπλέον, η ανεργία συνοδεύεται από χαμηλότερη ζήτηση για αγαθά και μικρότερη όρεξη για γερμανικές εξαγωγές. Το πώς θα το χειριστεί αυτό η Γερμανία είναι επίσης ένα μυστήριο.
Η κρίση της ανεργίας είναι μια πολιτική κρίση και αυτή η πολιτική κρίση θα υπονομεύσει όλους τους θεσμούς τους οποίους η Ευρώπη «δούλεψε» τόσο σκληρά για να δημιουργήσει. Για 17 χρόνια η Ευρώπη άκμαζε, όμως αυτό έγινε σε μία από τις πιο ευδόκιμες περιόδους στην Ιστορία. Δεν ήρθε αντιμέτωπη με τον παλαιό εφιάλτη της ανεργίας σε τεράστια κλίμακα. Το τεστ για την Ευρώπη δεν είναι τα κρατικά χρέη, αλλά το αν θα μπορέσει να αποφύγει τις παλιές κακές συνήθειες που έχουν τις ρίζες τους στην ανεργία.
* Ο κ. George Friedman είναι ο ιδρυτής και CEO του αμερικανικού think tank Stratfor.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 μετεξελίχθηκε σταδιακά σε παγκόσμια κρίση ανεργίας. Αυτή η κρίση ανεργίας σχετικά γρήγορα θα μετατραπεί σε πολιτική κρίση. Η κρίση αφορά και τους τρεις βασικούς πυλώνες του παγκόσμιου συστήματος - την Ευρώπη, την Κίνα και τις ΗΠΑ. Το επίπεδο της έντασης διαφέρει, η πολιτική αντίδραση διαφέρει και η σχέση με τη χρηματοοικονομική κρίση επίσης διαφέρει. Όμως, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο, και αυτό είναι ότι η ανεργία όλο και περισσότερο αντικαθιστά την οικονομία ως το κεντρικό πρόβλημα του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Η Ευρώπη είναι το επίκεντρο αυτής της κρίσης. Η Ιταλία διενήργησε εκλογές, και το κόμμα που κέρδισε τις περισσότερες ψήφους -σχεδόν το ένα τέταρτο του συνόλου- ήταν μια ολοκαίνουρια ομάδα, που ονομάζεται το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, της οποίας ηγείται ένας επαγγελματίας κωμικός.
Υπάρχουν δύο ενδιαφέροντα στοιχεία σε αυτό το κίνημα: Το πρώτο είναι πως ένας από τους κεντρικούς πυλώνες του είναι ότι χαρακτηρίζει την κήρυξη χρεοστασίου μέρους του ιταλικού χρέους ως το λιγότερο κακό. Το δεύτερο είναι ότι η Ιταλία, με την ανεργία της να ανέρχεται στο 11,2%, δεν είναι η χειρότερη περίπτωση ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, η Ιταλία θρέφει ακραία κόμματα που αντιτίθενται στις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται σήμερα.
Η Ευρώπη είναι το επίκεντρο αυτής της κρίσης. Η Ιταλία διενήργησε εκλογές, και το κόμμα που κέρδισε τις περισσότερες ψήφους -σχεδόν το ένα τέταρτο του συνόλου- ήταν μια ολοκαίνουρια ομάδα, που ονομάζεται το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, της οποίας ηγείται ένας επαγγελματίας κωμικός.
Υπάρχουν δύο ενδιαφέροντα στοιχεία σε αυτό το κίνημα: Το πρώτο είναι πως ένας από τους κεντρικούς πυλώνες του είναι ότι χαρακτηρίζει την κήρυξη χρεοστασίου μέρους του ιταλικού χρέους ως το λιγότερο κακό. Το δεύτερο είναι ότι η Ιταλία, με την ανεργία της να ανέρχεται στο 11,2%, δεν είναι η χειρότερη περίπτωση ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, η Ιταλία θρέφει ακραία κόμματα που αντιτίθενται στις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται σήμερα.
Η βασική διαμάχη στην Ευρώπη αφορά στο πώς να λυθεί η κρίση κρατικού χρέους και η απειλή που αυτή ενέχει για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Το θέμα ήταν ποιος θα επωμιστεί το βάρος της σταθεροποίησης του συστήματος. Το επιχείρημα που «κέρδισε», ιδιαίτερα στις ελίτ της Ευρώπης, ήταν ότι αυτό που χρειάζεται η Ευρώπη είναι λιτότητα, ότι οι κρατικές δαπάνες έπρεπε να περιοριστούν σημαντικά προκειμένου όσο μεγάλη και αν είναι η αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους να μην κηρυχθεί στάση πληρωμών.
Μία από τις συνέπειες της λιτότητας είναι η ύφεση. Οι οικονομίες πολλών ευρωπαϊκών χωρών, ιδιαίτερα αυτών της ευρωζώνης, συρρικνώνονται, αφού η λιτότητα προφανώς σημαίνει ότι υπάρχουν λιγότερα χρήματα διαθέσιμα για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Αν ο πρωταρχικός στόχος είναι η σταθεροποίηση του χρηματοοικονομικού συστήματος, τότε αυτό είναι λογικό. Όμως, το αν μπορεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα να παραμείνει πρωταρχικός στόχος θα εξαρτηθεί από την πλειοψηφούσα γνώμη ευρύτερων τομέων της κοινωνίας.
Όταν εμφανίζεται η ανεργία, αυτή η πλειοψηφούσα γνώμη αλλάζει, και μαζί με αυτήν και το επίκεντρο της πολιτικής. Όταν η ανεργία γίνεται έντονη, τότε μπορεί να αλλάξει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Κατά την άποψή μου, οι ιταλικές εκλογές ήταν ο πρώτος, αλλά αναμενόμενος, κραδασμός.
Το μοτίβο
Η Γερμανία, η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, είναι το κέντρο βάρους της Ευρώπης. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ισοδυναμούν με το 51% του γερμανικού ΑΕΠ, και περισσότερο από το ήμισυ των γερμανικών εξαγωγών κατευθύνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η Γερμανία θεωρεί τη ζώνη ελεύθερου εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή της. Χωρίς την ελεύθερη πρόσβαση σε αυτές τις αγορές, οι εξαγωγές της θα συρρικνώνονταν δραματικά και η ανεργία θα εκτινασσόταν στα ύψη. Το ευρώ είναι ένα εργαλείο που η Γερμανία, με την υπέρμετρη επιρροή της, χρησιμοποιεί για να διαχειριστεί τις εμπορικές της σχέσεις - και αυτή η διαχείριση φέρνει σε μειονεκτική θέση τα άλλα μέλη της ευρωζώνης.
Χώρες με σχετικά χαμηλούς μισθούς πρέπει να έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των γερμανικών εξαγωγών. Όμως, πολλές έχουν αρνητικά εμπορικά ισοζύγια. Έτσι, όταν «χτύπησε» η χρηματοοικονομική κρίση, η ικανότητά τους να διαχειριστούν το πρόβλημα ήταν ανεπαρκής και οδήγησε σε κρατικές κρίσεις χρέους, υπονομεύοντας έτσι περαιτέρω τη θέση τους λόγω της λιτότητας, ιδιαίτερα αφού η συμμετοχή τους στην ευρωζώνη σημαίνει ότι δεν μπορούν να εφαρμόσουν τις δικές τους νομισματικές πολιτικές.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν σπάταλες στις κοινωνικές δαπάνες τους, όμως η θεμελιώδης αιτία της αποτυχίας τους ήταν πολύ πιο περίπλοκη. Είχε τις ρίζες της στη σπάνια περίπτωση μιας ελεύθερης ζώνης εμπορίου που χτίστηκε γύρω από μια τεράστια οικονομία που εξαρτιόταν από τις εξαγωγές (η Γερμανία είναι η τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα του κόσμου, μετά την Κίνα και τις ΗΠΑ).
Η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής έχει χτιστεί γύρω από έναν καθαρό εισαγωγέα. Η Βρετανία ήταν καθαρός εισαγωγέας της Αυτοκρατορίας. Η γερμανική δύναμη αποσταθεροποιεί ολόκληρο το σύστημα. Και αν συγκρίνουμε το ποσοστό ανεργίας του γερμανικού μπλοκ με αυτό της Νότιας Ευρώπης, είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι αυτές οι χώρες αποτελούν μέλη του ίδιου εμπορικού γκρουπ.
Ακόμα και η Γαλλία, που έχει σχετικά χαμηλό ποσοστό ανεργίας, έχει πιο περίπλοκη ιστορία. Η ανεργία στη Γαλλία επικεντρώνεται σε δύο βασικούς πόλους, στον βορρά και στον νότο, με τη νοτιοανατολική Γαλλία να είναι ο μεγαλύτερος πόλος. Έτσι, αν δείτε τον χάρτη, η νότια γραμμή της Ευρώπης έχει πληγεί ιδιαίτερα σκληρά από την ανεργία, η ανατολική Ευρώπη όχι τόσο πολύ, όμως η Γερμανία, η Αυστρία, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο έχουν παραμείνει σχετικά αλώβητες.
Το πόσο θα διαρκέσει αυτή η κατάσταση, δεδομένης της ύφεσης στη Γερμανία, είναι άλλο ζήτημα, όμως η αντίθεση αυτή μας λέει πολλά για τη γεωπολιτική που διαμορφώνεται στην περιοχή.
Η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ελλάδα βρίσκονται σε ύφεση. Το ποσοστό ανεργίας τους είναι χοντρικά το ίδιο με αυτό στις ΗΠΑ την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης. Ένας κανόνας που χρησιμοποιώ είναι ότι για κάθε άνεργο άτομο επηρεάζονται άλλα τρία, είτε πρόκειται για τους συζύγους, τα παιδιά ή για οποιονδήποτε. Αυτό σημαίνει πως όταν η ανεργία σου ανέρχεται στο 25%, ουσιαστικά όλοι επηρεάζονται. Όταν η ανεργία είναι 11%, επηρεάζεται περίπου το 44%.
Μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα νούμερα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται, αφού οι άνθρωποι εργάζονται στην ανεπίσημη οικονομία. Αυτό μπορεί να είναι αληθές, όμως στην Ελλάδα, για παράδειγμα, οι φαρμακευτικές έχουν πλέον ελλείψεις, αφού έχει στερέψει το ρευστό για την εισαγωγή αγαθών. Οι τοπικές κυβερνήσεις της Ισπανίας ετοιμάζονται να απολύσουν και άλλους υπαλλήλους. Αυτές οι χώρες έχουν φτάσει σε ένα κρίσιμο όριο, από το οποίο είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι θα ανακάμψουν. Στην υπόλοιπη περιφέρεια της Ευρώπης, η κρίση ανεργίας εντείνεται. Τα ακριβή νούμερα έχουν πολύ λιγότερη σημασία από την ορατή επίπτωση στις κοινωνίες που παραπαίουν.
Οι πολιτικές συνέπειες της υψηλής ανεργίας
Είναι σημαντικό να κατανοηθούν οι συνέπειες αυτού του είδους της ανεργίας. Υπάρχει η μακροπρόθεσμη ανεργία της χαμηλής τάξης. Όμως, αυτό το κύμα της ανεργίας έχει χτυπήσει τους εργαζόμενους της μεσαίας και την ανώτερης μεσαίας τάξης. Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν αρχιτέκτονα στην Ισπανία, τον οποίο γνωρίζω, και ο οποίος έχασε τη δουλειά του. Είναι παντρεμένος με παιδιά και είναι τόσο καιρό άνεργος που έχει πέσει σε έναν τελείως διαφορετικό και απρόσμενο τρόπο ζωής. Η φτώχεια είναι από μόνης της δύσκολο να γίνει ανεκτή, όταν όμως συνδέεται και με απώλεια του status τότε ο πόνος αυξάνεται και αναδύεται μια πολιτικά ισχυρή δύναμη.
Η ιδέα ότι το καθεστώς λιτότητας που επιβάλλει η Γερμανία θα μπορέσει να επιβιώσει πολιτικά είναι δύσκολο να το φανταστούμε. Στην Ιταλία, όπου η ανεργία είναι «μόνο» 11,7%, η επιτυχία του Κινήματος των Πέντε Αστέρων αντιπροσωπεύει μια αναπόφευκτη αντίδραση στην κρίση. Μέχρι πρόσφατα, η χρεοκοπία ήταν ο πρώτος φόβος των Ευρωπαίων, τουλάχιστον της οικονομικής, της πολιτικής και της δημοσιογραφικής ελίτ. Μπορεί να προχώρησαν πολύ στο θέμα της επίλυσης του τραπεζικού προβλήματος, όμως το έκαναν δημιουργώντας μια μαζική κοινωνική κρίση. Αυτή η κοινωνική κρίση δημιουργεί μια βίαιη πολιτική αντίδραση, που θα αποτρέψει την υλοποίηση της γερμανικής στρατηγικής.
Για τη Νότια Ευρώπη, όπου η κοινωνική κρίση θα διαρκέσει για πολύ καιρό ακόμα, καθώς και για την Ανατολική Ευρώπη, δεν είναι ξεκάθαρο το πώς θα τους ωφελήσει η αποπληρωμή των χρεών τους. Μπορεί να παγώσει η πρόσβασή της στις αγορές, όμως το κόστος της παραμονής τους επωμίζεται με τόσο άνισο τρόπο που η πολιτική βάση υπέρ της λιτότητας διαλύεται.
Αυτό ενισχύεται από την όλο και πιο βαθιά εχθρότητα απέναντι στη Γερμανία. Η Γερμανία θεωρεί τον εαυτό της ενάρετο για τη λιτότητά της. Άλλοι τη θεωρούν άπληστη για την επιθετική εξαγωγική πολιτική της, με το σημαντικότερο εξαγωγικό «προϊόν» να είναι πλέον η ανεργία. Το ποιος έχει δίκιο δεν έχει σημασία. Το γεγονός ότι βλέπουμε μια αυξανόμενη διαφοροποίηση μεταξύ του Γερμανικού μπλοκ και της υπόλοιπης Ευρώπης είναι μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις από τότε που ξεκίνησε η κρίση.
Η αυξανόμενη ένταση μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας είναι ιδιαίτερα σημαντική. Οι γαλλογερμανικές σχέσεις δεν ήταν μόνο μία από τις βασικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχει αυτή η ένωση. Μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, έγινε κατανοητό ότι η ειρήνη της Ευρώπης εξαρτιόταν από την ενότητα μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας. Οι σχέσεις των δύο χωρών βέβαια δεν έχουν καταστραφεί, η κατάσταση όμως είναι τεταμένη.
Η Γερμανία θέλει να δει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συνεχίζει την πολιτική της επικεντρωνόμενη στον έλεγχο του πληθωρισμού. Αυτό είναι προς το συμφέρον της. Η Γαλλία, με την ανεργία της να πλησιάζει το 11%, χρειάζεται η ΕΚΤ να τονώσει την ευρωπαϊκή οικονομία προκειμένου να μειώσει την ανεργία. Αυτή δεν είναι μια μυστική διαμάχη. Είναι μια διαμάχη για το ποιος ελέγχει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για το ποιες είναι οι προτεραιότητες της Ευρώπης και, τελικά, για το πώς μπορεί να υπάρξει Ευρώπη με τόσο μεγάλες διαφορές στην ανεργία.
Μία απάντηση μπορεί να είναι ότι θα αυξηθεί το επίπεδο ανεργίας της Γερμανίας. Αυτό μπορεί να μετριάσει το αντιγερμανικό συναίσθημα, δεν θα λύσει όμως το πρόβλημα. Η ανεργία στα επίπεδα που έχει αγγίξει σε πολλές χώρες και φαίνεται ότι θα παραμείνει εκεί υπονομεύει την πολιτική δύναμη των κυβερνήσεων να επιδιώξουν τις απαραίτητες πολιτικές για τη διαχείριση του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Δεν είναι το περιθώριο
Η πρόταση του Κινήματος των Πέντε Αστέρων υπέρ της χρεοκοπίας δεν έρχεται από ένα κόμμα του περιθωρίου. Η ελίτ μπορεί να περιφρονεί το κίνημα, όμως κέρδισε το 25% των ψήφων. Και θυμηθείτε ότι ο ήρωας των Ευρώφιλων, ο Μάριο Μόντι, μόλις και μετά βίας κέρδισε το 10% τω ψήφων περίπου έναν χρόνο αφότου τον επευφημούσε η Ευρώπη.
Ο φασισμός στην Ευρώπη είχε τις ρίζες του στις μεγάλες οικονομικές αποτυχίες, όταν οι οικονομικές ελίτ απέτυχαν να αναγνωρίσουν τις πολιτικές συνέπειες της ανεργίας. Κορόιδευαν τα κόμματα των οποίων ηγούνταν άνθρωποι που υπήρξαν πλανόδιοι πωλητές καρτ ποστάλ και οι οποίοι υπόσχονταν οικονομικά θαύματα αν αυτοί που ευθύνονταν για τα δεινά της χώρας διώκονταν. Όμως, οι άνδρες και οι γυναίκες που έπεσαν από την άνετη ζωή της μπουρζουαζίας δεν γέλασαν, αντιθέτως αντέδρασαν με μεγάλη προθυμία σε αυτήν την υποσχόμενη ελπίδα. Το αποτέλεσμα ήταν η άνοδος κυβερνήσεων που απέκλεισαν τις οικονομίες τους από τον υπόλοιπο κόσμο και που διαχειρίστηκαν τις επιδόσεις τους μέσω εντολών και χειραγώγησης.
Αυτό είναι που συνέβη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν έγινε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διότι η Ευρώπη ήταν απασχολημένη. Όταν όμως κοιτάξουμε τα σημερινά επίπεδα ανεργίας, τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των περιοχών και το γεγονός ότι δεν υπάρχει υπόσχεση βελτίωσης και ότι η μεσαία τάξη εξοβελίζεται στις τάξεις αυτών που έχουν υποστεί έξωση μπορούμε να δούμε ότι αρχίζει να διαμορφώνεται ένα μοτίβο.
Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται τόσο ξεκάθαρα. Ο φασισμός με τη σημασία που είχε τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 έχει πεθάνει. Όμως, η ανάδυση νέων πολιτικών κομμάτων που μιλούν υπέρ των ανέργων και των νεόπτωχων είναι κάτι που είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι δεν θα γίνει. Είτε πρόκειται για τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα είτε για τα κινήματα ανεξαρτησίας της Καταλονίας, η ανάπτυξη κομμάτων που θέλουν να επανακαθορίσουν το σύστημα που έχει στραφεί τόσο πολύ κατά της μεσαίας τάξης είναι αναπόφευκτη. Απλώς η Ιταλία ήταν, για μία ακόμα φορά, η πρώτη που το επιχειρεί.
Είναι δύσκολο να δούμε όχι μόνο πώς αυτό θα μπορέσει να περιοριστεί στο εσωτερικό των χωρών, αλλά και πώς θα μπορέσει να αποφευχθεί μία ακόμα οικονομική κρίση, αφού η πολιτική βούληση για ανοχή της λιτότητας έχει σπάσει. Είναι δύσκολο να δούμε ακόμα και πώς θα επιβιώσει η ζώνη ελεύθερου εμπορίου, λόγω της επείγουσας ανάγκης της Γερμανίας να εξάγει όσο περισσότερο μπορεί προκειμένου να επιβιώσει.
Η διαφοροποίηση μεταξύ των συμφερόντων της Γερμανίας και αυτών της Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης είναι εμφανής και αυξανόταν όσο διαφαινόταν ότι ήταν πιθανός ένας συμβιβασμός για τη διάσωση των τραπεζών. Και αυτό διότι ο συμβιβασμός είχε την ακούσια συνέπεια της πυροδότησης της μόνης δύναμης που θα μπορούσε να τον υπονομεύσει: δηλαδή της ανεργίας.
Είναι δύσκολο να φανταστούμε σε αυτό το σημείο μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. Κατά μία έννοια, αυτή εξακολουθεί να υπάρχει, όμως είναι δύσκολο να δούμε πώς μπορεί να έχουν κοινή οικονομική πολιτική μια χώρα με ανεργία 5,2% και μια χώρα με ανεργία 11% ή 14% ή 27%. Επιπλέον, η ανεργία συνοδεύεται από χαμηλότερη ζήτηση για αγαθά και μικρότερη όρεξη για γερμανικές εξαγωγές. Το πώς θα το χειριστεί αυτό η Γερμανία είναι επίσης ένα μυστήριο.
Η κρίση της ανεργίας είναι μια πολιτική κρίση και αυτή η πολιτική κρίση θα υπονομεύσει όλους τους θεσμούς τους οποίους η Ευρώπη «δούλεψε» τόσο σκληρά για να δημιουργήσει. Για 17 χρόνια η Ευρώπη άκμαζε, όμως αυτό έγινε σε μία από τις πιο ευδόκιμες περιόδους στην Ιστορία. Δεν ήρθε αντιμέτωπη με τον παλαιό εφιάλτη της ανεργίας σε τεράστια κλίμακα. Το τεστ για την Ευρώπη δεν είναι τα κρατικά χρέη, αλλά το αν θα μπορέσει να αποφύγει τις παλιές κακές συνήθειες που έχουν τις ρίζες τους στην ανεργία.
* Ο κ. George Friedman είναι ο ιδρυτής και CEO του αμερικανικού think tank Stratfor.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου