Του Δημήτρη Σεβαστάκη*, απο την Αυγη...
Ο Ούγκο Τσάβες έφυγε προσκεκλημένος από τον κόσμο, όπως οι ήρωες του Μάρκες, του Φουέντες, του Λιόσα. Έφυγε σε μια έξοχη εκκοσμίκευση. Δραπέτευσε με ανήκεστο τόλμη. Για τους αριστερούς, για τους κομμουνιστές και τους χαμένους, που κλυδωνίζονται στην πολιτική ορφάνια, μια αναφορά, ειδικά όταν γράφεται από την ινδιάνικη χαρά της λατινικής εξέγερσης, της λατινικής απειθαρχίας και παραμυθίας, είναι παρηγοριά.
Και πρέπει να ομολογήσω ότι πέρα από αναλυτικές ορθοδοξίες και αρθρογραφικές πόζες, έχω απόλυτη ανάγκη την καρδιά, το τεθλασμένο αίσθημα, την πληγή, για να είμαι αριστερός. Έχω ανάγκη τη μνήμη, την εξιστόρηση, την επανάσταση για να εξορθολογίσω τη οδύνη και τις πίκρες μου, να τις αρθρώσω στην πολιτική επιλογή που με κατατρέχει από μικρό.
Είναι προφανές ότι πολλοί της πολιτικής ορθότητας θα έβλεπαν στον Τσάβες τον αυταρχικό μικροηγεμόνα, που είναι κακότροπος με την αστική δημοκρατία, που φέρνει κάτι από τον μεσσιανισμό της γκεβαρικής παράδοσης. Οι σκοτεινοί τύποι των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, της απίστευτης e-γραφειοκρατίας, της ελευθεριάζουσας κομματικής ή παρακρατικής δουλείας ανατριχιάζουν με την τραχύτητα του Τσάβες, με τη λαϊκή αποδοχή του. Είναι σίγουρο ότι μικρότατα όντα στις παρειές της εξουσίας θα εγείρονταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα τραπεζικών στελεχών, για την επιχειρηματική ευφροσύνη εταιρειών και παρασίτων.
Όμως ο Τσάβες σημαδεύει όχι απλώς τον άτακτο αντίποδα σ΄ όλα αυτά, αλλά έναν συλλογικό κορμό που πατά και σχεδιάζει το μέλλον - έστω πεθαίνοντας. Δεν είμαι σίγουρος αν ο Τσάβες είναι αυτό που αισθάνομαι ή αν τον σκηνοθετώ ανακαλώντας ηρωισμούς και γκεβαρικές επαναστατικές παραδόσεις.
Δεν γνωρίζω αν είναι όντως μια σημαντική προσωπικότητα ή την επινοώ επειδή εγώ, ως αριστερός, έχω ανάγκη μιας σημαντικής αναφοράς. Μέσα όμως στην πολιτική φάβα, σ' αυτό το πλανητικό, μαλακό τίποτα, το έσχατο και ανύπαρκτο, ο Τσάβες προτείνει μια γλώσσα, ένα σχήμα, μια ομάδα εννοιών. Το τρυφερό μάτι προς τον φτωχό που ανέλαβε και η σύνταξη ενός αιτήματος -τηρουμένων των γαιοστρατηγικών συσχετισμών- εθνικής, κοινωνικής, ταξικής αυτοβουλίας, ήταν, νομίζω, μεγάλες και ενσώματες επιλογές.
Συχνά ψάχνουμε στο τόπο μας μεγάλα υποδείγματα, για να αναπληρώσουμε τα πολιτικά ελλείμματα ή απλώς για να παρηγορηθούμε. Αυτή η μεγεθυνόμενη ανάγκη για αναφορές και παραδείγματα πριμοδοτείται από την οκνηρία και την απίστευτη νωθρότητα των προσώπων εξουσίας και παραεξουσίας, ανασυγκροτείται από την πολιτική υπανάπτυξη στον τόπο μας, ίσως και από μια ανεξήγητη ηθικοπολιτισμική καθήλωση του λαού μας.
Ο Τσάβες λοιπόν, κάνει μια μόχλευση ενός υφέρποντος και μετεωριζόμενου πολιτικού πάθους. Τι είναι όμως αυτό το μετεωριζόμενο πολιτικό πάθος; Μια κοινοπρακτική αγάπη ή απλώς μια θεμελιώδης δομική αδυναμία που ενθέτει η οικογενειοκρατική και δικτυοκεντρική ελληνική σκηνή; Αναζητάς δηλαδή το διεθνές υπέρλαμπρο «άλλο» επειδή έχεις αλαμπές και θολό το «οικείο»; Είναι τραγικό.
Πόσο μπορεί ο π.χ. κ. Σπηλιωτόπουλος, ο κ. Γεωργιάδης, ο κ. Πάχτας, ο κ. Χρυσοχοΐδης κ.λπ. να στελεχώσουν αυτόν τον ταλαντούχο πολιτικό αστερισμό που θα επιλύσει και θα εμπνεύσει; Πώς μπορεί να γίνει πλοηγός ενός συλλογικού αιτήματος ο κ. Βενιζέλος, ο κ. Γιακουμάτος, ο κ. Λυκουρέτζος; Πώς είναι δυνατόν αυτά τα προφίλ να απεικονισθούν στις φλογερές αφίσες μιας μεγάλης αναδιανεμητικής και αναστοχαστικής εφόδου στα «χειμερινά ανάκτορα»;
Δεν ξέρω αν ο Τσάβες θα παρήγαγε αυτόν τον υπόγειο εγερτικό κλονισμό αν υπήρχαν λιγότερες μετριότητες στην Ελλάδα και τη Ευρώπη. Είναι κρίμα όμως μια χώρα με τις -έστω αντιφατικές- ποιότητες και τις δυνατότητες της Ελλάδας να κρατιέται στον βούρκο μιας δυσνόητης σκουριάς. Είναι σπατάλη να μη μπορεί να επινοήσει τους όρους της ύπαρξής της, αλλά, μπερδεμένη και παράλυτη, να προσλαμβάνει τον Τσάβες μέσα από τον πολιτισμό του «Σουλεϊμάν» και της Δανής πρωθυπουργού στις « Συνωμοσίες εξουσίας» αλλά και της ακάθεκτης πολιτικής τους ισοδυναμίας.
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ. dsevastakis@arch.ntua.gr
Και πρέπει να ομολογήσω ότι πέρα από αναλυτικές ορθοδοξίες και αρθρογραφικές πόζες, έχω απόλυτη ανάγκη την καρδιά, το τεθλασμένο αίσθημα, την πληγή, για να είμαι αριστερός. Έχω ανάγκη τη μνήμη, την εξιστόρηση, την επανάσταση για να εξορθολογίσω τη οδύνη και τις πίκρες μου, να τις αρθρώσω στην πολιτική επιλογή που με κατατρέχει από μικρό.
Είναι προφανές ότι πολλοί της πολιτικής ορθότητας θα έβλεπαν στον Τσάβες τον αυταρχικό μικροηγεμόνα, που είναι κακότροπος με την αστική δημοκρατία, που φέρνει κάτι από τον μεσσιανισμό της γκεβαρικής παράδοσης. Οι σκοτεινοί τύποι των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, της απίστευτης e-γραφειοκρατίας, της ελευθεριάζουσας κομματικής ή παρακρατικής δουλείας ανατριχιάζουν με την τραχύτητα του Τσάβες, με τη λαϊκή αποδοχή του. Είναι σίγουρο ότι μικρότατα όντα στις παρειές της εξουσίας θα εγείρονταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα τραπεζικών στελεχών, για την επιχειρηματική ευφροσύνη εταιρειών και παρασίτων.
Όμως ο Τσάβες σημαδεύει όχι απλώς τον άτακτο αντίποδα σ΄ όλα αυτά, αλλά έναν συλλογικό κορμό που πατά και σχεδιάζει το μέλλον - έστω πεθαίνοντας. Δεν είμαι σίγουρος αν ο Τσάβες είναι αυτό που αισθάνομαι ή αν τον σκηνοθετώ ανακαλώντας ηρωισμούς και γκεβαρικές επαναστατικές παραδόσεις.
Δεν γνωρίζω αν είναι όντως μια σημαντική προσωπικότητα ή την επινοώ επειδή εγώ, ως αριστερός, έχω ανάγκη μιας σημαντικής αναφοράς. Μέσα όμως στην πολιτική φάβα, σ' αυτό το πλανητικό, μαλακό τίποτα, το έσχατο και ανύπαρκτο, ο Τσάβες προτείνει μια γλώσσα, ένα σχήμα, μια ομάδα εννοιών. Το τρυφερό μάτι προς τον φτωχό που ανέλαβε και η σύνταξη ενός αιτήματος -τηρουμένων των γαιοστρατηγικών συσχετισμών- εθνικής, κοινωνικής, ταξικής αυτοβουλίας, ήταν, νομίζω, μεγάλες και ενσώματες επιλογές.
Συχνά ψάχνουμε στο τόπο μας μεγάλα υποδείγματα, για να αναπληρώσουμε τα πολιτικά ελλείμματα ή απλώς για να παρηγορηθούμε. Αυτή η μεγεθυνόμενη ανάγκη για αναφορές και παραδείγματα πριμοδοτείται από την οκνηρία και την απίστευτη νωθρότητα των προσώπων εξουσίας και παραεξουσίας, ανασυγκροτείται από την πολιτική υπανάπτυξη στον τόπο μας, ίσως και από μια ανεξήγητη ηθικοπολιτισμική καθήλωση του λαού μας.
Ο Τσάβες λοιπόν, κάνει μια μόχλευση ενός υφέρποντος και μετεωριζόμενου πολιτικού πάθους. Τι είναι όμως αυτό το μετεωριζόμενο πολιτικό πάθος; Μια κοινοπρακτική αγάπη ή απλώς μια θεμελιώδης δομική αδυναμία που ενθέτει η οικογενειοκρατική και δικτυοκεντρική ελληνική σκηνή; Αναζητάς δηλαδή το διεθνές υπέρλαμπρο «άλλο» επειδή έχεις αλαμπές και θολό το «οικείο»; Είναι τραγικό.
Πόσο μπορεί ο π.χ. κ. Σπηλιωτόπουλος, ο κ. Γεωργιάδης, ο κ. Πάχτας, ο κ. Χρυσοχοΐδης κ.λπ. να στελεχώσουν αυτόν τον ταλαντούχο πολιτικό αστερισμό που θα επιλύσει και θα εμπνεύσει; Πώς μπορεί να γίνει πλοηγός ενός συλλογικού αιτήματος ο κ. Βενιζέλος, ο κ. Γιακουμάτος, ο κ. Λυκουρέτζος; Πώς είναι δυνατόν αυτά τα προφίλ να απεικονισθούν στις φλογερές αφίσες μιας μεγάλης αναδιανεμητικής και αναστοχαστικής εφόδου στα «χειμερινά ανάκτορα»;
Δεν ξέρω αν ο Τσάβες θα παρήγαγε αυτόν τον υπόγειο εγερτικό κλονισμό αν υπήρχαν λιγότερες μετριότητες στην Ελλάδα και τη Ευρώπη. Είναι κρίμα όμως μια χώρα με τις -έστω αντιφατικές- ποιότητες και τις δυνατότητες της Ελλάδας να κρατιέται στον βούρκο μιας δυσνόητης σκουριάς. Είναι σπατάλη να μη μπορεί να επινοήσει τους όρους της ύπαρξής της, αλλά, μπερδεμένη και παράλυτη, να προσλαμβάνει τον Τσάβες μέσα από τον πολιτισμό του «Σουλεϊμάν» και της Δανής πρωθυπουργού στις « Συνωμοσίες εξουσίας» αλλά και της ακάθεκτης πολιτικής τους ισοδυναμίας.
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ. dsevastakis@arch.ntua.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου