Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Ή με το αδιανόητο ή εναντίον του...

Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, Red NoteBook...
Σε μια παλιότερη συνέντευξή του στην Εποχή, ο Αριστείδης Μπαλτάς σημείωνε ότι η επικυριαρχία του ανταγωνισμού μέχρι θανάτου, σε συνδυασμό με το εμφανέστατο δημοκρατικό έλλειμμα στη Ευρώπη και τον τρόπο που πολιτεύονται οι σημαντικότεροι ηγέτες της, είναι δυνατό να μας οδηγήσουν πολύ μακριά. «Δεν μπορούμε να ξέρουμε σήμερα πού ακριβώς», συμπλήρωνε. «Αλλά οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ο  πόλεμος έχει πάψει να ανήκει στη σφαίρα του αδιανόητου». Θυμήθηκα εκείνη τη συνέντευξη διαβάζοντας, την εβδομάδα που πέρασε, τον Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ, αφ’ ενός να προειδοποιεί για το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής επανάστασης στις χώρες της ευρωζώνης, αφ’ ετέρου να λέει πως ίσως «πλανάται οικτρά όποιος πιστεύει ότι δεν τίθεται πια το ερώτημα περί ειρήνης και πολέμου» στην ήπειρο.

Αν η παρούσα κρίση εγκαινιάζει όντως μια νέα εποχή πολέμων και επαναστάσεων, κι αν η Αριστερά «λογικά» έχει διαλέξει τη θέση της, μόνο ως κακό, αδιανόητα κακό αστείο διαβάζεται το πρόσφατο άρθρο του «Ετεοκλή Δουμουλάκη» στο Ποντίκι∙ εκεί, δηλαδή, όπου ο πολυετούς πείρας διπλωμάτης προειδοποιεί βλοσυρά την Αριστερά που θέλει να κυβερνήσει, να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της απέναντι στην Τουρκία: «Όποιος επιχειρήσει manu militari να εμποδίσει την άσκηση [των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο]» -συμβουλεύει ο Ε.Δ.- «θα υποστεί τα επίχειρα της αλαζονείας του».

Ραγιαδισμός ή πόλεμος
Μέχρι να διαβάσω το άρθρο του Ε.Δ., πίστευα ότι ο αριστερός εθνικισμός έχει φτάσει το ανώτατο όριό του με το να μέμφεται για «ραγιαδισμό» τα αστικά κόμματα όσον αφορά το Μνημόνιο –λες και οι κοινωνικές συμμαχίες που αυτά εκπροσωπούν, μπορούσαν αλλιώς να φανταστούν πως κάποτε η «σοβιετική Ελλάδα» θα κατέβαλλε μισθούς Βουλγαρίας. Ο Δουμουλάκης, όμως, με έπεισε ότι γίνεται και χειρότερα. Ο «ραγιαδισμός» (sic), δηλαδή η δουλοπρέπεια που προσάπτει ο ίδιος στους Φίλους του Μνημονίου, δεν αφορά πλέον μόνο τη Μέρκελ και το ΔΝΤ. «Ραγιαδισμός» είναι και ότι η παρούσα –μνημονιακή– κυβέρνηση δεν εμφανίζεται (κυριολεκτικά) ετοιμοπόλεμη μπροστά στην Τουρκία – όπως θα πρέπει, κατά τον Ε.Δ. να σταθεί η μέλλουσα κυβέρνηση της Αριστεράς. Τυχόν ανησυχία για τη στάση των ΗΠΑ επί του θέματος, αντιμετωπίζεται προληπτικά από τον ίδιο τον εμπειρογνώμονα: Τη στάση των ΗΠΑ θα την καθορίσουν, μας λέει καθησυχαστικά, «πρωτίστως [sic] η αποφασιστικότητα και η πολιτική δυναμική της λαοπρόβλητης κυβέρνησης που θα έχει κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ».

Ας κάνει λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ για την ΑΟΖ ό,τι υπαγόρευε η γραμμή Σαμαρά για το Μακεδονικό το ’92 [1], ας αξιοποιήσει για «εθνικούς λόγους» το πολιτικό κεφάλαιο που θα έχει συσσωρεύσει στο έδαφος του κοινωνικού ζητήματος, κι όλα θα πάνε κατ’ ευχήν.


***

Έχει εξηγηθεί ήδη πειστικά ότι η ανακήρυξη της ΑΟΖ στο Αιγαίο δεν αποτελεί το κλειδί που ανοίγει τις πόρτες της παραγωγικής ανασυγκρότησης της Ελλάδας∙ έχει καταδειχτεί ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να προσδοκά από τα κοιτάσματά της παρά φόρους (άρα μέρος) επί των πολλαπλάσιων κερδών ιδιωτικών εταιρειών και ότι, γι΄ αυτούς και για άλλους λόγους, η χώρα (και πολύ περισσότερο η Αριστερά) είναι καλό να μην οδεύσει από το «λεφτά υπάρχουν» στο «πετρέλαια υπάρχουν». Σκοπός μου, λοιπόν, δεν είναι να προσθέσω κάτι περισσότερο σε ό,τι αφορά τα της ΑΟΖ.

Πάμε σαν άλλοτε; (Σοβινισμός σε κόκκινο φόντο)
Περισσότερο θέλω να επισημάνω ότι από τις κάθε λογής «επιστροφές» στην ιστορία του 20ου αιώνα που ενεργοποιεί η κρίση (τη μια η Βαϊμάρη, την άλλη το ΕΑΜ κ.ο.κ.), λείπει εκκωφαντικά (μολονότι δεν προσφέρεται για εύκολες χρήσεις) η σκληρή δοκιμασία της ευρωπαϊκής Αριστεράς λόγω της αναγωγής του Έθνους σε μείζονα οδηγητική αρχή της πολιτικής της. Η γνώμη μου είναι πως η ηγεμονία Δεξιάς και Ακροδεξιάς στην εξωτερική πολιτική (στα λεγόμενα «εθνικά») δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ερήμην του μαθήματος του μακρινού 1914, σε μια περίοδο που η κάθε λογής ρευστότητα, στη χώρα μας και στην Ευρώπη, κάνει τη σκέψη «στα όρια» αναγκαία, αν όχι επιβεβλημένη.

Τι γίνεται λοιπόν τότε, που μας ενδιαφέρει σήμερα; Πρόκειται για την εποχή που, όπως γράφει κάπου ο Λένιν, «η παλιά διαίρεση των σοσιαλιστών σε οπορτουνιστικό και επαναστατικό ρεύμα, διαίρεση χαρακτηριστική για την εποχή της Δεύτερης Διεθνούς (1889 - 1914), [δίνει τη θέση της] στην καινούργια διαίρεση σε σοβινιστές και διεθνιστές» [2]. Είναι τότε που η Αγγέλικα Μπαλαμπάνοβα, μετέπειτα ηγέτιδα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ζητά από τους ιταλούς συντρόφους της, που υπερασπίζονταν σθεναρά την ουδετερότητα της χώρας τους μπροστά στον πόλεμο, να μην εμπιστεύονται άκριτα τον αστικό Τύπο, που –δυστυχώς ειλικρινά– γράφει ότι η σοσιαλδημοκρατία των Μαρξ και Ένγκελς έχει υπερψηφίσει τις πολεμικές δαπάνες στη γερμανική Βουλή. Είναι, τέλος, η εποχή που αγωνιστές της Κομμούνας, όπως ο Εντουάρ Βαγιάν, μαζί με άλλα στελέχη του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς (SFIO), ζητούν από τους ιταλούς σοσιαλιστές να αφήσουν κατά μέρος τις διεθνιστικές «αυταπάτες», ενώ άλλοι πηγαίνουν παραπέρα, και τους κατηγορούν ως «προδότες».

Στο κλίμα αυτό θα υπογραφεί στα 1916 το «Μανιφέστο των Δεκαέξι», με το οποίο οι γάλλοι αναρχικοί θα διαχωριστούν από τους ξένους. Και στο κλίμα αυτό, ο σοσιαλιστής Μουσολίνι, της αρχικά αδιάλλακτης ουδετερότητας, θα βρεθεί στο μέτωπο του πολέμου, ηγούμενος πλέον άλλης εφημερίδας και άλλης οργάνωσης. Δυστυχώς, όπως σημειώνει ο βιογράφος του, αντιστασιακός Γκέοργκ Σόιερ («Ο σύντροφος Μουσολίνι», εκδ. Φιλίστωρ), «πρώτιστη αιτία αποπομπής [από το ΙΣΚ] θεωρήθηκε η ‘αναφανδόν παράβαση της κομματικής πειθαρχίας’» με την έκδοση άλλης εφημερίδας – όχι δηλαδή η ασυμβατότητα του πολεμοκάπηλου με τις αξίες της Αριστεράς.

Μακρινές εποχές και άλλα συμφραζόμενα - καμιά αντίρρηση. Όμως το αδιανόητο ή το προλαμβάνεις στην ώρα του, ή έρχεται η ώρα που το φυσάς και δεν κρυώνει. Κι αν όντως η Αριστερά θέλει να κυβερνήσει (τουλάχιστον ως Αριστερά...), καλό είναι να θέτει έγκαιρα τα όρια.
_______________________

Σημειώσεις

[1]  Στο καλό βιβλίο του Το Μακεδονικό Ζήτημα 1962-1995. Από τη σιωπή στη λαϊκή διπλωματία», ο Γιώργος Καλπαδάκης σκιαγραφεί τον –επικίνδυνο τότε, γκροτέσκο από απόσταση, σήμερα– τυχοδιωκτισμό του Αντώνη Σαμαρά, και τον τρόπο που ο τελευταίος επιχείρησε τότε να εργαλειοποιήσει τη λαϊκή κοινή γνώμη: «Όσοι ειρωνεύονται σήμερα τα συλλαλητήρια και ισχυρίζονται ότι ‘δεν γίνεται έτσι εξωτερική πολιτική’, δεν συνειδητοποιούν ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχείρημα και στην πιο κρίσιμη διαπραγμάτευση. Όταν ένας υπουργός Εξωτερικών –ακόμα και σαν τέχνασμα- στους ομολόγους του ‘δείτε την πίεση και την οργή της κοινής γνώμης’, ποιος τολμά να το αμφισβητήσει;» (σ. 184). Περιττό να σχολιαστεί η αντιστοίχηση του επιχειρήματος με την πραγματικότητα –όσο και η σημερινή απροθυμία του Σαμαρά να καταφύγει στο ίδιο τέχνασμα για να σταματήσει μια ανθρωπιστική καταστροφή σε πλήρη εξέλιξη.

[2]  Λένιν, Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς, Σύγχρονη Εποχή (1915/1994). Έχει ενδιαφέρον η σύνδεση που επιχειρεί ο Λένιν μεταξύ σωβινισμού, πολιτικού καιροσκοπισμού και νομιμοφροσύνης. Γράφει στο ίδιο, αναφερόμενος στις τάσεις που οδήγησαν στη σωβινιστική στροφή της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας: «Τα εργατικά κόμματα της εποχής του 1889 - 1914 όφειλαν να χρησιμοποιήσουν την αστική νομιμότητα. Όταν ήρθε η κρίση, όφειλαν να περάσουν στην παράνομη δουλειά (και ένα τέτοιο πέρασμα δεν μπορεί να γίνει παρά με τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα συνδυασμένη με σειρά από στρατηγήματα). Για να εμποδιστεί αυτό το πέρασμα, αρκεί ένας μόνο Ζίντεκουμ, γιατί τον Ζίντεκουμ τον ακολουθεί, για να μιλήσουμε ιστορικοφιλοσοφικά, όλος ο «παλιός κόσμος», γιατί αυτός, ο Ζίντεκουμ, πάντα πρόδινε και πάντα θα προδίνει στην αστική τάξη, για να μιλήσουμε πρακτικά - πολιτικά, όλα τα στρατιωτικά σχέδια του ταξικού της εχθρού».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων