Του Παντελη Μπουκαλα, απο την Καθημερινη...
Για να κομίσω άλλη μία γλαύκα στην Αθήνα, ας θυμίσω κάποια από τα πολλά κοινά της καθ’ ημάς πολιτικής και του ποδοσφαίρου. Μαέστροι με την πλήρη αέρος σφαίρα, κοινώς μπάλα, οι παίχτες; Μαστόρια στις σφαιρικές αναλύσεις, κοινώς λόγια του αέρα, οι πολιτικοί. Κάθετα δοκάρια στο γήπεδο; Κάθετες και οι δεσμεύσεις των κομματαρχών. Δίχτυα στα γκολπόστ; Δίχτυα πετάνε και οι αλιείς ουχί ψυχών αλλά ψήφων, τις αρχαιόθεν γνωστές σαγήνες. Τον «ηρωικό λαό» υμνολογούν οι παράγοντες; Τον «σοφό λαό που έχει και μνήμη και κρίση» δοξολογούν οι κομματικοί προύχοντες, προεκλογικά βέβαια· κατόπιν κάλπης ξαναπιάνουν το τροπάριο του σνομπισμού και αμφισβητούν τη λαϊκή μνήμη και ευθυκρισία.
«Για τη φανέλα και την ιδέα» λένε ότι μετακομίζουν από τη μια ομάδα στην άλλη οι παίχτες, κι ας αλλάζουν σύλλογο κάθε εξάμηνο. «Για τη φανέλα και το όραμα» λένε και οι πολιτευτές ότι μετακινούνται, κι ας αλλάζουν κόμμα ανά δεκάμηνο, ικανότατοι όπως είναι στο να ντριμπλάρουν τη συνείδησή τους. Εδώ όμως εντοπίζεται και μια ουσιώδης διαφορά πολιτικής και ποδοσφαίρου: στην μπάλα οι λεγόμενες «μετεγγραφικές περίοδοι» είναι αυστηρά προσδιορισμένες: Το καλοκαίρι, για να δροσίζονται οι παραθερίζοντες οπαδοί διαβάζοντας ότι καταφτάνουν στην ομαδάρα τους δέκα Μέσηδες και είκοσι Ρονάλντοι. Και Δεκέμβρη με Γενάρη, οπότε γίνονται κάποιες επιδιορθωτικές κινήσεις, οι δε οπαδικές εφημερίδες, σαφώς συγκρατημένες πια, αρκούνται στο να βαφτίσουν κόκκινο ή πράσινο κάναν Κακά ή Τέβες και άλλους τέτοιους δεύτερης διαλογής.
Κι αν οι κολλημένοι με την μπάλα γενικώς έχουν το γνώρισμα να ξεχνούν, αποθεώνοντας έτσι όσους εξύβριζαν μόλις πριν, και το αντίστροφο (τρανταχτό παράδειγμα ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης και η στάση κόκκινων και πράσινων απέναντί του· μόνο οι ναζιστές έχουν σταθερή άποψη γι’ αυτόν, θεωρώντας τον ανάξιο, οι αναξιότατοι, να λέγεται Ελλην), το ίδιο προτέρημα ή ελάττωμα έχουν και οι οπαδοί των κομμάτων: Διαβολοστέλνουν όσους λάτρευαν και αποθεώνουν όσους καταβαράθρωναν μόλις τους βλέπουν να έρχονται (ή να ξανάρχονται) υπό το δικό τους λάβαρο. Και από φυγές και επιστροφές άλλο τίποτα, όπως και από μετακινήσεις από κόμματος εις κόμμα, στο πλαίσιο υποτίθεται της ίδιας ευρείας παράταξης. Πουκάμισα οι σημαίες, γραβάτες οι ιδέες. Να ’χεις ν’ αλλάζεις.
Το ποίημα «Ας φρόντιζαν» του Καβάφη, του 1930, είναι πασίγνωστο, η συχνή χρήση του πάντως δεν θόλωσε τη βαθιά ειρωνεία του. Δεν βλάπτει, λοιπόν, να ξανακούσουμε τον αυτοβιογραφούμενο «τεχνοκράτη» μας, που τυγχάνει «κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος», «ξέρει και παραξέρει Αριστοτέλη, Πλάτωνα», «από στρατιωτικά έχει μιαν ιδέα» και «είναι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά». Συμπεραίνει, λοιπόν, με μετριοφροσύνη αυτός ο επαγγελματίας υπηρέτης πολλών αφεντάδων, που μοναδικό του ιδανικό έχει την αναρριχητική επιβίωση, όπως οι σημερινοί μιμητές του: «Οθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα / ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα, / την προσφιλή πατρίδα μου Συρία. // Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω / να είμαι στη χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου. [...] Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα, / κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει, / θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό. Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει, / πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό. // Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις. // Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη / για το αψήφιστο της εκλογής. / Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους τη Συρία το ίδιο. // Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ. / Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ. / Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί / να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό. / Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν». Τέλειο το πορτρέτο του αμοραλιστή καριερίστα. Το βλέπουμε γύρω μας.
Πολύ λιγότερο γνωστή από τους καβαφικούς στίχους, ιστορικά ωστόσο απολύτως ενδιαφέρουσα (αν λειτούργησε σαν μακρινό προς υπέρβαση πρότυπο για τον Καβάφη δεν το ξέρω), είναι νομίζω η «Σάτυρα δευτέρα» που συνέθεσε ο Αλέξανδρος Σούτσος περίπου έναν αιώνα πριν από το «Ας φρόντιζαν», τον Οκτώβριο του 1826· είμαστε δηλαδή μέσα στην Επανάσταση, που μαζί με τ’ άλλα είχε να αντιμετωπίσει τη φάουσα της ματαιοδοξίας, της αρχομανίας και του φατριασμού. Εκτός λοιπόν απ’ όσους «άδειασαν του Εθνους το ταμείον» (ναι, ως προς αυτό είμαστε γνήσια τέκνα του Αγώνα), ο ποιητής περιλαβαίνει με τους χλευαστικούς δεκαπεντασύλλαβούς του και τους τυχοδιώκτες (σήμερα τους λέμε οπορτουνιστές) που γυρνούν από τον έναν στον άλλον αρχηγό για να τον υπηρετήσουν με τις κολακείες και τα λοιπά καμώματα της αναξιότητάς τους:
«Τώρα μικροί Πολιτικοί δι’ εαυτούς σπουδάζουν / το παν, παντού και πάντοτε, κρυφά να συμβιβάζουν· / δεν αγαπούν την σύγχυσιν, δεν αγαπούν τους κρότους· επιθυμούν σιγά σιγά ν’ αποκοιμούν τους Πρώτους· / στους αρχηγούς των φατριών καθημερνώς συχνάζουν, / με λίβανον κολακειών όλους συχνοθυμιάζουν, / διά να είναι πάντοτε του νικητού οι φίλοι / και να βυζάνουν κόκαλα τ’ αχόρταγά των χείλη». Διακόπτω για να σημειώσω ότι ίσως εδώ είναι η μήτρα μιας φράσης που ακούγεται τόσο συχνά: «Το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο». Συνεχίζει πάντως ο Σούτσος, φέρνοντάς μας με την εικόνα που δίνει, ακόμα πιο κοντά στην καβαφική: «Τον Υψηλάντην καταρχάς αυτοί επροσκυνούσαν, / στον Κουντουριώτην πρόπερσιν αισχρά γονυπετούσαν, / εις τον Κωλέττην πέρυσιν, εις τον Ζαΐμην τώρα· / όπου φυσά ο Ζέφυρος, ας γέρνει και η πρώρα. / Αν είκοσιν διοικητάς, νέους ή σκουριασμένους, / οικονομούν και απατούν με τους ψευδείς επαίνους, / αν εις παπούτσια είκοσιν ένα ποδάρι βάλλουν, / το κάμνουν με καλόν σκοπόν, είν’ άξιοι, δεν σφάλλουν· / γνωρίζω ένα μας Μουφτήν· το ράσον δεν τον κρύπτει. / Χίλιους των Πρώτων γέλασε· καθείς τον απορρίπτει· / όλων σχεδόν των φατριών επέρασε τον γύρον, / και δεν αξίζει σήμερον ένα σακί αχύρων»...
Δεν μπορούμε να μαντέψουμε ποιου είδους ποίηση θα γράφεται σε έναν αιώνα, κι αν θα βασανίζουν τους καλλιεργητές της πολιτικά προβλήματα ίδια με όσα ενοχλούσαν το 1826 τον Σούτσο, το 1930 τον Καβάφη και το 2013 εμάς, που διστάζουμε να τα στιχουργήσουμε, ίσως επειδή δεν έχουμε κατασταλάξει ως προς το ποιου είδους πολιτική ποίηση θα ανταποκρινόταν στο παρόν μας. Φοβάμαι, ωστόσο, ότι και το 2113, αν δεν μας έχει σαρώσει κομήτης, θα ισχύει το πικρόχολο σούτσειο συμπέρασμα: «Ο φιλοδίκαιος Γραικός είναι Γραικός ευήθης, / ο αγαθός ανίκανος, μωρός ο φιλαλήθης· / ως άξιος, ως φρόνιμος ο κλέπτης επαινείται»...
«Για τη φανέλα και την ιδέα» λένε ότι μετακομίζουν από τη μια ομάδα στην άλλη οι παίχτες, κι ας αλλάζουν σύλλογο κάθε εξάμηνο. «Για τη φανέλα και το όραμα» λένε και οι πολιτευτές ότι μετακινούνται, κι ας αλλάζουν κόμμα ανά δεκάμηνο, ικανότατοι όπως είναι στο να ντριμπλάρουν τη συνείδησή τους. Εδώ όμως εντοπίζεται και μια ουσιώδης διαφορά πολιτικής και ποδοσφαίρου: στην μπάλα οι λεγόμενες «μετεγγραφικές περίοδοι» είναι αυστηρά προσδιορισμένες: Το καλοκαίρι, για να δροσίζονται οι παραθερίζοντες οπαδοί διαβάζοντας ότι καταφτάνουν στην ομαδάρα τους δέκα Μέσηδες και είκοσι Ρονάλντοι. Και Δεκέμβρη με Γενάρη, οπότε γίνονται κάποιες επιδιορθωτικές κινήσεις, οι δε οπαδικές εφημερίδες, σαφώς συγκρατημένες πια, αρκούνται στο να βαφτίσουν κόκκινο ή πράσινο κάναν Κακά ή Τέβες και άλλους τέτοιους δεύτερης διαλογής.
Κι αν οι κολλημένοι με την μπάλα γενικώς έχουν το γνώρισμα να ξεχνούν, αποθεώνοντας έτσι όσους εξύβριζαν μόλις πριν, και το αντίστροφο (τρανταχτό παράδειγμα ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης και η στάση κόκκινων και πράσινων απέναντί του· μόνο οι ναζιστές έχουν σταθερή άποψη γι’ αυτόν, θεωρώντας τον ανάξιο, οι αναξιότατοι, να λέγεται Ελλην), το ίδιο προτέρημα ή ελάττωμα έχουν και οι οπαδοί των κομμάτων: Διαβολοστέλνουν όσους λάτρευαν και αποθεώνουν όσους καταβαράθρωναν μόλις τους βλέπουν να έρχονται (ή να ξανάρχονται) υπό το δικό τους λάβαρο. Και από φυγές και επιστροφές άλλο τίποτα, όπως και από μετακινήσεις από κόμματος εις κόμμα, στο πλαίσιο υποτίθεται της ίδιας ευρείας παράταξης. Πουκάμισα οι σημαίες, γραβάτες οι ιδέες. Να ’χεις ν’ αλλάζεις.
Το ποίημα «Ας φρόντιζαν» του Καβάφη, του 1930, είναι πασίγνωστο, η συχνή χρήση του πάντως δεν θόλωσε τη βαθιά ειρωνεία του. Δεν βλάπτει, λοιπόν, να ξανακούσουμε τον αυτοβιογραφούμενο «τεχνοκράτη» μας, που τυγχάνει «κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος», «ξέρει και παραξέρει Αριστοτέλη, Πλάτωνα», «από στρατιωτικά έχει μιαν ιδέα» και «είναι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά». Συμπεραίνει, λοιπόν, με μετριοφροσύνη αυτός ο επαγγελματίας υπηρέτης πολλών αφεντάδων, που μοναδικό του ιδανικό έχει την αναρριχητική επιβίωση, όπως οι σημερινοί μιμητές του: «Οθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα / ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα, / την προσφιλή πατρίδα μου Συρία. // Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω / να είμαι στη χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου. [...] Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα, / κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει, / θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό. Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει, / πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό. // Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις. // Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη / για το αψήφιστο της εκλογής. / Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους τη Συρία το ίδιο. // Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ. / Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ. / Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί / να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό. / Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν». Τέλειο το πορτρέτο του αμοραλιστή καριερίστα. Το βλέπουμε γύρω μας.
Πολύ λιγότερο γνωστή από τους καβαφικούς στίχους, ιστορικά ωστόσο απολύτως ενδιαφέρουσα (αν λειτούργησε σαν μακρινό προς υπέρβαση πρότυπο για τον Καβάφη δεν το ξέρω), είναι νομίζω η «Σάτυρα δευτέρα» που συνέθεσε ο Αλέξανδρος Σούτσος περίπου έναν αιώνα πριν από το «Ας φρόντιζαν», τον Οκτώβριο του 1826· είμαστε δηλαδή μέσα στην Επανάσταση, που μαζί με τ’ άλλα είχε να αντιμετωπίσει τη φάουσα της ματαιοδοξίας, της αρχομανίας και του φατριασμού. Εκτός λοιπόν απ’ όσους «άδειασαν του Εθνους το ταμείον» (ναι, ως προς αυτό είμαστε γνήσια τέκνα του Αγώνα), ο ποιητής περιλαβαίνει με τους χλευαστικούς δεκαπεντασύλλαβούς του και τους τυχοδιώκτες (σήμερα τους λέμε οπορτουνιστές) που γυρνούν από τον έναν στον άλλον αρχηγό για να τον υπηρετήσουν με τις κολακείες και τα λοιπά καμώματα της αναξιότητάς τους:
«Τώρα μικροί Πολιτικοί δι’ εαυτούς σπουδάζουν / το παν, παντού και πάντοτε, κρυφά να συμβιβάζουν· / δεν αγαπούν την σύγχυσιν, δεν αγαπούν τους κρότους· επιθυμούν σιγά σιγά ν’ αποκοιμούν τους Πρώτους· / στους αρχηγούς των φατριών καθημερνώς συχνάζουν, / με λίβανον κολακειών όλους συχνοθυμιάζουν, / διά να είναι πάντοτε του νικητού οι φίλοι / και να βυζάνουν κόκαλα τ’ αχόρταγά των χείλη». Διακόπτω για να σημειώσω ότι ίσως εδώ είναι η μήτρα μιας φράσης που ακούγεται τόσο συχνά: «Το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο». Συνεχίζει πάντως ο Σούτσος, φέρνοντάς μας με την εικόνα που δίνει, ακόμα πιο κοντά στην καβαφική: «Τον Υψηλάντην καταρχάς αυτοί επροσκυνούσαν, / στον Κουντουριώτην πρόπερσιν αισχρά γονυπετούσαν, / εις τον Κωλέττην πέρυσιν, εις τον Ζαΐμην τώρα· / όπου φυσά ο Ζέφυρος, ας γέρνει και η πρώρα. / Αν είκοσιν διοικητάς, νέους ή σκουριασμένους, / οικονομούν και απατούν με τους ψευδείς επαίνους, / αν εις παπούτσια είκοσιν ένα ποδάρι βάλλουν, / το κάμνουν με καλόν σκοπόν, είν’ άξιοι, δεν σφάλλουν· / γνωρίζω ένα μας Μουφτήν· το ράσον δεν τον κρύπτει. / Χίλιους των Πρώτων γέλασε· καθείς τον απορρίπτει· / όλων σχεδόν των φατριών επέρασε τον γύρον, / και δεν αξίζει σήμερον ένα σακί αχύρων»...
Δεν μπορούμε να μαντέψουμε ποιου είδους ποίηση θα γράφεται σε έναν αιώνα, κι αν θα βασανίζουν τους καλλιεργητές της πολιτικά προβλήματα ίδια με όσα ενοχλούσαν το 1826 τον Σούτσο, το 1930 τον Καβάφη και το 2013 εμάς, που διστάζουμε να τα στιχουργήσουμε, ίσως επειδή δεν έχουμε κατασταλάξει ως προς το ποιου είδους πολιτική ποίηση θα ανταποκρινόταν στο παρόν μας. Φοβάμαι, ωστόσο, ότι και το 2113, αν δεν μας έχει σαρώσει κομήτης, θα ισχύει το πικρόχολο σούτσειο συμπέρασμα: «Ο φιλοδίκαιος Γραικός είναι Γραικός ευήθης, / ο αγαθός ανίκανος, μωρός ο φιλαλήθης· / ως άξιος, ως φρόνιμος ο κλέπτης επαινείται»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου