Δημήτρης Παπανικολόπουλος, απο το Κοκκινο Σημειωματαριο...
Ένα από τα αγαπημένα θέματα της πρόσφατης αρθρογραφίας και μείζον ζήτημα για τους συνέδρους του πρόσφατου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ είναι το ερώτημα «γιατί κολλάει ο ΣΥΡΙΖΑ». Ενώ φαίνεται να υπάρχει μια σχετική ομοφωνία για το τι έφερε ως τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ΣΥΡΙΖΑ (αδιάλειπτη συμμετοχή στους κοινωνικούς αγώνες, προώθηση της ενότητας της αριστεράς, πρόταση εξουσίας για κατάργηση των Μνημονίων), δε φαίνεται να υπάρχει ούτε συμφωνία ούτε πειστική απάντηση στο ερώτημα «τι πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ για να ξεκολλήσει».
Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έπεισε για το ποιος φταίει για την κατάσταση, δεν έπεισε ότι μπορεί να βγάλει την κοινωνία από αυτή την κατάσταση. Αναμφίβολα φταίει και η συντονισμένη φαιά προπαγάνδα που υφίσταται. Φταίει επίσης το γεγονός ότι η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη και μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν ούτε χώρος για λαϊκισμό. Φταίει ίσως και το γεγονός ότι η μισή Ελλάδα αποτελείται από γερασμένους, φοβισμένους και/ή συντηρητικούς πληθυσμούς, ενώ τα μικροαστικά αντανακλαστικά είναι διάχυτα στην κοινωνία, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε «παραχώρηση» σε ρητορικό επίπεδο προς αυτούς τους πληθυσμούς να εκλαμβάνεται από το αριστερό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ ως «δεξιά στροφή». Αναμφίβολα όμως φταίει και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το δίλημμα «μνημόνιο ή ΣΥΡΙΖΑ» αναδείχθηκε και στο πρόσφατο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ως το κεντρικό σύνθημα. Το πρόβλημα είναι πως αυτό το σύνθημα φαίνεται να εξάντλησε την προωθητική του ισχύ, ενώ δεν απέδωσε πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που ήδη είχε αποδώσει στις εκλογές του 2012. Αφενός τις συνέπειες των Μνημονίων τις έχουμε πλέον όλες ενσωματώσει στις ζωές μας και οι προσδοκίες μιας ολικής επαναφοράς τείνουν να εξανεμιστούν, αφετέρου πίσω από την ήδη συντελεσμένη καταστροφή και άρα την έγνοια για τα Μνημόνια υπάρχει μια άλλη πιο σημαντική έγνοια που σιγά-σιγά φαίνεται να αυτονομείται από τις μνημονιακές συνθήκες: «Που θα βρούμε μια οποιαδήποτε δουλειά, προκειμένου να επιβιώσουμε;» Φαίνεται ότι ενώ στην αρχή των Μνημονίων μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να υπολογίζει στις συσσωρευμένες προσδοκίες, ιδιαίτερα των νεότερων γενεών, και άρα να τονίζει την κατάργηση των Μνημονίων ως όρο διάσωσης αυτών των προσδοκιών, όσο αυτές εξανεμίζονται, πρέπει να δίνει απαντήσεις σε κοινωνικά στρώματα με μειωμένες προσδοκίες και σίγουρα κατά τι διαφοροποιημένες έγνοιες. Η επιφυλακτικότητα μεγάλου μέρους των πολιτών απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, αν και έχει να κάνει και με τις αμφιβολίες για το κατά πόσο θα καταφέρει να μειώσει το χρέος, να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, να σταματήσει την πολιτική της λιτότητας (και όλα αυτά χωρίς να βάλει σε περιπέτειες την ελληνική κοινωνία), δεν βλέπουν κάποιο σχέδιο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, δεν καταλαβαίνουν «που θα βρουν δουλειά».
Η κρίση λειτούργησε καταλυτικά ώστε ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες να φέρουν την ελληνική οικονομία σε αδιέξοδο όσον αφορά τη δυνατότητά της να παράγει θέσεις εργασίας. Γιατί οι έλληνες πολίτες να διακινδυνεύσουν μια οποιαδήποτε σύγκρουση με τους δανειστές και να μπουν σε περιπέτειες, όταν δεν είναι σίγουροι ότι μετά θα βρουν δουλειά ή ότι μέσα από τις δημόσιες πολιτικές θα αναστηλωθεί σε κάποιο βαθμό το βιοτικό τους επίπεδο και θα νιώσουν ξανά ασφάλεια; Φυσικά και έχει σημασία να μην αυξηθούν οι άνεργοι και τα λουκέτα, οι φόροι και η εργοδοτική ασυδοσία. Όμως οι άνεργοι είναι άνεργοι και οι φτωχοί είναι φτωχοί.
Φαίνεται λοιπόν επιτακτικό να επανέλθει στο προσκήνιο ο προγραμματικός λόγος, ο οποίος είχε υποφωτιστεί τον τελευταίο καιρό, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η προσπάθεια της ΝΔ να οικοδομήσει ένα (ακρο)δεξιό πολιτικοκοινωνικό μπλοκ που να στηρίξει τη «Νέα Ελλάδα» της μειωμένης δημοκρατίας, της ελεγχόμενης πληροφόρησης, της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας και της καταστολής των αντιστάσεων. Ο λόγος του ΣΥΡΙΖΑ μονοπωλήθηκε από την έκκληση στις «δημοκρατικές δυνάμεις» με σκοπό να δημιουργηθεί ένα «δημοκρατικό μέτωπο» για την υπεράσπιση της «δημοκρατίας». Πολύ σωστά ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι είναι αναγκαία η αφύπνιση της δημοκρατικής ταυτότητας, που οικοδομήθηκε στη μετεμφυλιακή Ελλάδα και συνένωσε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις ενάντια στον αυταρχισμό των δεξιών δυνάμεων όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, και ότι η αφύπνιση αυτής της ταυτότητας μπορεί να ενεργοποιήσει την παραδοσιακά κυρίαρχη διαχωριστική γραμμή της ελληνικής κοινωνίας που επέτρεπε στις προοδευτικές δυνάμεις να κατισχύουν των συντηρητικών με ποσοστά περίπου 60-40, για δεκαετίες εδραιωμένα. Όμως παραβλέπει το γεγονός ότι τα χρόνια της ανάπτυξης συντηρητικοποίησαν την ελληνική κοινωνία, η γήρανση του ελληνικού πληθυσμού της στέρησε κρίσιμο ριζοσπαστικό δυναμικό, ενώ η δημοκρατία πλέον αναφέρεται σε κάτι που είχαμε κατακτημένο για πολλά χρόνια και άρα δεν μπορεί να δημιουργήσει τον ενθουσιασμό που γεννούν τα πράγματα που είναι προς κατάκτηση.
Η «δημοκρατία» είναι πλέον οικείο σύνθημα, που δεν έχει μεγάλες δυνατότητες κινητοποίησης του κόσμου. Ο εκδημοκρατισμός υπήρξε ο ιστορικός προσανατολισμός της κοινωνίας μας από τη δεκαετία του ’50 μέχρι και τη δεκαετία του ’80. Τον εκδημοκρατισμό διαδέχτηκε ο εκσυγχρονισμός μέχρι και την περασμένη δεκαετία. Τώρα ζούμε σε κενό ιστορικού προσανατολισμού, ζήτημα με το οποίο πρέπει να καταπιαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ, αν θέλει να ηγεμονεύσει. Καλά κάνει και προβάλλει τη δημοκρατία ως αντίδοτο στην καταστολή και τον αυταρχισμό, αλλά δεν αρκεί για να πείσει ότι μπορεί να κυβερνήσει καλύτερα από τη ΝΔ, πιο αποτελεσματικά. Θυμίζω ότι ο αγώνας για τον εκδημοκρατισμό κέρδισε τις πιο μετριοπαθείς μάζες μεταπολεμικά, καθώς θεωρήθηκε ότι –συν τοις άλλοις- ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορεί ο καθένας να κάνει προκοπή χωρίς οι αυταρχικές πολιτικές προκείμενες να τον εμποδίζουν. Τώρα όμως δεν είναι αρκούντως ξεκάθαρο πως η δημοκρατία συνδέεται μια τέτοια προοπτική.
Γι΄ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επανέλθει στον προγραμματικό λόγο, που τον απομακρύνει σταθερά από την ταύτιση με τα κόμματα διαμαρτυρίας, που τον εντάσσει σταθερά στα κόμματα που «ξέρουν» να κυβερνούν, που αυξάνει την εμπιστοσύνη των μετριοπαθών και των φοβισμένων κοινωνικών στρωμάτων στο πρόσωπο του Τσίπρα. Γι αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προβάλει ένα δίλημμα που να μην αναδεικνύει (για άλλη μία φορά) το πρόβλημα («Μνημόνιο ή ΣΥΡΙΖΑ»), αλλά διλήμματα που να αναδεικνύουν λύσεις και μάλιστα λύσεις σε αντιπαράθεση με τις λύσεις που προβάλλουν οι αντίπαλες μνημονιακές δυνάμεις. Τα συστατικά στοιχεία αυτών των συνθημάτων υπάρχουν στον πολιτικό και προγραμματικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο μένει να κωδικοποιηθούν και να προωθηθούν (να μη χαθούν δηλαδή στα πολλά τα λόγια των μακροσκελών λόγων). Εμείς είμαστε «με την παραγωγική ανασυγκρότηση και όχι με τις ληστρικές επενδύσεις», «με την επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό μας και όχι με την υποβάθμισή του σε ανειδίκευτους αναλώσιμους εργαζομένους», «με τη λαϊκή επιχειρηματικότητα (μικρές επιχειρήσεις, συνεταιρισμούς) και όχι με τα συμφέροντα των μεγάλων εταιριών», «με το κοινωνικό κράτος και όχι με το πελατειακό κράτος». Είμαστε με το τρίπτυχο «Αυτοδιαχείριση – Δημόσια αγαθά – Ανάπτυξη», με μια μεικτή οικονομία όπου θα προωθήσουμε και στους τρεις τομείς της οικονομίας πολιτικές που θα δημιουργούν θέσεις εργασίας.
Τέλος, δε χρειάζεται να έχει δει κανείς την ταινία No (για το δημοψήφισμα στη Χιλή που έδιωξε τον Πινοσέτ) ούτε να έχει διαβάσει τη συνέντευξη της Ναόμι Κλάιν, σύμφωνα με την οποία «ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αφηγηθεί το μέλλον», για να καταλάβει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να διηγηθεί πώς θα ζούμε άμα αλλάξουμε την κυβέρνηση της καταστροφής. «Θα κάνουμε βόλτα στο δάσος του Ελαιώνα και του Ελληνικού», ας πούμε; «Θα μπορούμε να πηγαίνουμε στο νοσοκομείο ακόμα και αν δεν έχουμε ασφάλεια»; «Θα πηγαίνουν τα παιδιά μας σε ολοήμερο σχολείο χωρίς οι γονείς να τρέχουν να προλάβουν την ώρα για να τα πάρουν, χωρίς να πληρώνουν φροντιστήρια γιατί θα τα διαβάζουν στο σχολείο, χωρίς να πληρώνουν για ξένες γλώσσες γιατί θα παίρνουν τα πτυχία μέσα στο σχολείο»; «Θα έχουν κατάλυμα και ένα πιάτο φαγητό οι άστεγοι σε δημόσια κτίρια που δεν χρησιμοποιούνται»;
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο δημοκρατικός από τη ΝΔ. Αν περιγράψει μια άλλη ζωή στηριγμένη στις αποτελεσματικές δημόσιες πολιτικές του, τότε η Δεξιά θα χάσει τις εκλογές και θα βυθιστεί στη μεγαλύτερη κρίση της πρόσφατης ιστορίας της.
Μακριά απ’ το κράτος, χωρίς η καταστολή της να φτάνει μέχρι την ανοιχτή εκτροπή, χωρίς την αείμνηστη «αποτελεσματικότητά» της, ποιο επιχείρημα θα μπορέσει άραγε να τη σηκώσει απ’ το βυθό;
Έγνοιες πέρα από το Μνημόνιο
Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έπεισε για το ποιος φταίει για την κατάσταση, δεν έπεισε ότι μπορεί να βγάλει την κοινωνία από αυτή την κατάσταση. Αναμφίβολα φταίει και η συντονισμένη φαιά προπαγάνδα που υφίσταται. Φταίει επίσης το γεγονός ότι η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη και μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν ούτε χώρος για λαϊκισμό. Φταίει ίσως και το γεγονός ότι η μισή Ελλάδα αποτελείται από γερασμένους, φοβισμένους και/ή συντηρητικούς πληθυσμούς, ενώ τα μικροαστικά αντανακλαστικά είναι διάχυτα στην κοινωνία, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε «παραχώρηση» σε ρητορικό επίπεδο προς αυτούς τους πληθυσμούς να εκλαμβάνεται από το αριστερό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ ως «δεξιά στροφή». Αναμφίβολα όμως φταίει και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το δίλημμα «μνημόνιο ή ΣΥΡΙΖΑ» αναδείχθηκε και στο πρόσφατο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ως το κεντρικό σύνθημα. Το πρόβλημα είναι πως αυτό το σύνθημα φαίνεται να εξάντλησε την προωθητική του ισχύ, ενώ δεν απέδωσε πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που ήδη είχε αποδώσει στις εκλογές του 2012. Αφενός τις συνέπειες των Μνημονίων τις έχουμε πλέον όλες ενσωματώσει στις ζωές μας και οι προσδοκίες μιας ολικής επαναφοράς τείνουν να εξανεμιστούν, αφετέρου πίσω από την ήδη συντελεσμένη καταστροφή και άρα την έγνοια για τα Μνημόνια υπάρχει μια άλλη πιο σημαντική έγνοια που σιγά-σιγά φαίνεται να αυτονομείται από τις μνημονιακές συνθήκες: «Που θα βρούμε μια οποιαδήποτε δουλειά, προκειμένου να επιβιώσουμε;» Φαίνεται ότι ενώ στην αρχή των Μνημονίων μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να υπολογίζει στις συσσωρευμένες προσδοκίες, ιδιαίτερα των νεότερων γενεών, και άρα να τονίζει την κατάργηση των Μνημονίων ως όρο διάσωσης αυτών των προσδοκιών, όσο αυτές εξανεμίζονται, πρέπει να δίνει απαντήσεις σε κοινωνικά στρώματα με μειωμένες προσδοκίες και σίγουρα κατά τι διαφοροποιημένες έγνοιες. Η επιφυλακτικότητα μεγάλου μέρους των πολιτών απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, αν και έχει να κάνει και με τις αμφιβολίες για το κατά πόσο θα καταφέρει να μειώσει το χρέος, να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, να σταματήσει την πολιτική της λιτότητας (και όλα αυτά χωρίς να βάλει σε περιπέτειες την ελληνική κοινωνία), δεν βλέπουν κάποιο σχέδιο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, δεν καταλαβαίνουν «που θα βρουν δουλειά».
Η κρίση λειτούργησε καταλυτικά ώστε ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες να φέρουν την ελληνική οικονομία σε αδιέξοδο όσον αφορά τη δυνατότητά της να παράγει θέσεις εργασίας. Γιατί οι έλληνες πολίτες να διακινδυνεύσουν μια οποιαδήποτε σύγκρουση με τους δανειστές και να μπουν σε περιπέτειες, όταν δεν είναι σίγουροι ότι μετά θα βρουν δουλειά ή ότι μέσα από τις δημόσιες πολιτικές θα αναστηλωθεί σε κάποιο βαθμό το βιοτικό τους επίπεδο και θα νιώσουν ξανά ασφάλεια; Φυσικά και έχει σημασία να μην αυξηθούν οι άνεργοι και τα λουκέτα, οι φόροι και η εργοδοτική ασυδοσία. Όμως οι άνεργοι είναι άνεργοι και οι φτωχοί είναι φτωχοί.
Φαίνεται λοιπόν επιτακτικό να επανέλθει στο προσκήνιο ο προγραμματικός λόγος, ο οποίος είχε υποφωτιστεί τον τελευταίο καιρό, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η προσπάθεια της ΝΔ να οικοδομήσει ένα (ακρο)δεξιό πολιτικοκοινωνικό μπλοκ που να στηρίξει τη «Νέα Ελλάδα» της μειωμένης δημοκρατίας, της ελεγχόμενης πληροφόρησης, της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας και της καταστολής των αντιστάσεων. Ο λόγος του ΣΥΡΙΖΑ μονοπωλήθηκε από την έκκληση στις «δημοκρατικές δυνάμεις» με σκοπό να δημιουργηθεί ένα «δημοκρατικό μέτωπο» για την υπεράσπιση της «δημοκρατίας». Πολύ σωστά ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι είναι αναγκαία η αφύπνιση της δημοκρατικής ταυτότητας, που οικοδομήθηκε στη μετεμφυλιακή Ελλάδα και συνένωσε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις ενάντια στον αυταρχισμό των δεξιών δυνάμεων όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, και ότι η αφύπνιση αυτής της ταυτότητας μπορεί να ενεργοποιήσει την παραδοσιακά κυρίαρχη διαχωριστική γραμμή της ελληνικής κοινωνίας που επέτρεπε στις προοδευτικές δυνάμεις να κατισχύουν των συντηρητικών με ποσοστά περίπου 60-40, για δεκαετίες εδραιωμένα. Όμως παραβλέπει το γεγονός ότι τα χρόνια της ανάπτυξης συντηρητικοποίησαν την ελληνική κοινωνία, η γήρανση του ελληνικού πληθυσμού της στέρησε κρίσιμο ριζοσπαστικό δυναμικό, ενώ η δημοκρατία πλέον αναφέρεται σε κάτι που είχαμε κατακτημένο για πολλά χρόνια και άρα δεν μπορεί να δημιουργήσει τον ενθουσιασμό που γεννούν τα πράγματα που είναι προς κατάκτηση.
Η «δημοκρατία» είναι πλέον οικείο σύνθημα, που δεν έχει μεγάλες δυνατότητες κινητοποίησης του κόσμου. Ο εκδημοκρατισμός υπήρξε ο ιστορικός προσανατολισμός της κοινωνίας μας από τη δεκαετία του ’50 μέχρι και τη δεκαετία του ’80. Τον εκδημοκρατισμό διαδέχτηκε ο εκσυγχρονισμός μέχρι και την περασμένη δεκαετία. Τώρα ζούμε σε κενό ιστορικού προσανατολισμού, ζήτημα με το οποίο πρέπει να καταπιαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ, αν θέλει να ηγεμονεύσει. Καλά κάνει και προβάλλει τη δημοκρατία ως αντίδοτο στην καταστολή και τον αυταρχισμό, αλλά δεν αρκεί για να πείσει ότι μπορεί να κυβερνήσει καλύτερα από τη ΝΔ, πιο αποτελεσματικά. Θυμίζω ότι ο αγώνας για τον εκδημοκρατισμό κέρδισε τις πιο μετριοπαθείς μάζες μεταπολεμικά, καθώς θεωρήθηκε ότι –συν τοις άλλοις- ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορεί ο καθένας να κάνει προκοπή χωρίς οι αυταρχικές πολιτικές προκείμενες να τον εμποδίζουν. Τώρα όμως δεν είναι αρκούντως ξεκάθαρο πως η δημοκρατία συνδέεται μια τέτοια προοπτική.
Γι΄ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επανέλθει στον προγραμματικό λόγο, που τον απομακρύνει σταθερά από την ταύτιση με τα κόμματα διαμαρτυρίας, που τον εντάσσει σταθερά στα κόμματα που «ξέρουν» να κυβερνούν, που αυξάνει την εμπιστοσύνη των μετριοπαθών και των φοβισμένων κοινωνικών στρωμάτων στο πρόσωπο του Τσίπρα. Γι αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προβάλει ένα δίλημμα που να μην αναδεικνύει (για άλλη μία φορά) το πρόβλημα («Μνημόνιο ή ΣΥΡΙΖΑ»), αλλά διλήμματα που να αναδεικνύουν λύσεις και μάλιστα λύσεις σε αντιπαράθεση με τις λύσεις που προβάλλουν οι αντίπαλες μνημονιακές δυνάμεις. Τα συστατικά στοιχεία αυτών των συνθημάτων υπάρχουν στον πολιτικό και προγραμματικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο μένει να κωδικοποιηθούν και να προωθηθούν (να μη χαθούν δηλαδή στα πολλά τα λόγια των μακροσκελών λόγων). Εμείς είμαστε «με την παραγωγική ανασυγκρότηση και όχι με τις ληστρικές επενδύσεις», «με την επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό μας και όχι με την υποβάθμισή του σε ανειδίκευτους αναλώσιμους εργαζομένους», «με τη λαϊκή επιχειρηματικότητα (μικρές επιχειρήσεις, συνεταιρισμούς) και όχι με τα συμφέροντα των μεγάλων εταιριών», «με το κοινωνικό κράτος και όχι με το πελατειακό κράτος». Είμαστε με το τρίπτυχο «Αυτοδιαχείριση – Δημόσια αγαθά – Ανάπτυξη», με μια μεικτή οικονομία όπου θα προωθήσουμε και στους τρεις τομείς της οικονομίας πολιτικές που θα δημιουργούν θέσεις εργασίας.
Τέλος, δε χρειάζεται να έχει δει κανείς την ταινία No (για το δημοψήφισμα στη Χιλή που έδιωξε τον Πινοσέτ) ούτε να έχει διαβάσει τη συνέντευξη της Ναόμι Κλάιν, σύμφωνα με την οποία «ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αφηγηθεί το μέλλον», για να καταλάβει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να διηγηθεί πώς θα ζούμε άμα αλλάξουμε την κυβέρνηση της καταστροφής. «Θα κάνουμε βόλτα στο δάσος του Ελαιώνα και του Ελληνικού», ας πούμε; «Θα μπορούμε να πηγαίνουμε στο νοσοκομείο ακόμα και αν δεν έχουμε ασφάλεια»; «Θα πηγαίνουν τα παιδιά μας σε ολοήμερο σχολείο χωρίς οι γονείς να τρέχουν να προλάβουν την ώρα για να τα πάρουν, χωρίς να πληρώνουν φροντιστήρια γιατί θα τα διαβάζουν στο σχολείο, χωρίς να πληρώνουν για ξένες γλώσσες γιατί θα παίρνουν τα πτυχία μέσα στο σχολείο»; «Θα έχουν κατάλυμα και ένα πιάτο φαγητό οι άστεγοι σε δημόσια κτίρια που δεν χρησιμοποιούνται»;
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο δημοκρατικός από τη ΝΔ. Αν περιγράψει μια άλλη ζωή στηριγμένη στις αποτελεσματικές δημόσιες πολιτικές του, τότε η Δεξιά θα χάσει τις εκλογές και θα βυθιστεί στη μεγαλύτερη κρίση της πρόσφατης ιστορίας της.
Μακριά απ’ το κράτος, χωρίς η καταστολή της να φτάνει μέχρι την ανοιχτή εκτροπή, χωρίς την αείμνηστη «αποτελεσματικότητά» της, ποιο επιχείρημα θα μπορέσει άραγε να τη σηκώσει απ’ το βυθό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου