«Για τη νέα επίθεση, η μεταφυσική θα πρέπει να αισθάνεται περήφανη· τη συγχέουν με τη σκέψη»
Μαξ Χορκχάιμερ, «Η νεότερη επίθεση κατά της μεταφυσικής»
Τζωρτζ Γκρος, «Ο προπαγανδιστής» (αλληγορία για τον Χίτλερ), 1928
Σε πολλούς προξένησε ίσως εντύπωση η απόφαση του ΣΚΑΪ να δώσει εβδομαδιαίο τηλεοπτικό βήμα στον Γιώργο Τράγκα.
Καθώς το ζήτημα παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον, αξίζει να σταθούμε σ’ αυτό.
Ανάμεσα στις πολλές διαφοροποιήσεις εντός του λεγόμενου «αντιμνημονιακού χώρου», μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο διακριτούς πόλους: εκείνον των «ακροδεξιών συνωμοσιολόγων» και εκείνον των «κριτικών». Ο πρώτος πόλος είναι αυτός που εκπροσωπεί εν πολλοίς ο Γ. Τράγκας και οι εκπομπές του. Σκληρά και στείρα αντιμνημονιακός, με έντονο εθνικιστικό περιεχόμενο, λαϊκιστικός, συνθηματολογικός, αστήριχτος και με βασικό χαρακτηριστικό του την ακατάσχετη συνωμοσιολογία. Στο πλαίσιο αυτού του λόγου (discourse), οι Έλληνες παρουσιάζονται ως ένας περιούσιος λαός, ο οποίος δέχεται επίθεση από ξένες δυνάμεις που ορέγονται την Ιστορία του και τα δήθεν κρυμμένα κοιτάσματα πετρελαίου του, από τοκογλύφους κερδοσκόπους του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού (όπως ο Σόρος), από το εγχώριο «δοσίλογο» πολιτικό προσωπικό, τους Εβραίους και φυσικά τους μετανάστες — ενώ συχνά ως βασική αιτία της κατάστασης αναφέρονται οι περίφημοι «αεροψεκασμοί» (μάλιστα, το έναυσμα για να γραφεί αυτό το σχόλιο έδωσε η αφιερωμένη στους υποτιθέμενους αυτούς αεροψεκασμούς εκπομπή του Γ. Τράγκα, στις 9 Ιουνίου). Σε πολιτικό επίπεδο, αυτός ο χώρος εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό από τον Πάνο Καμμένο και τους Ανεξάρτητους Έλληνες, αλλά και τη Χρυσή Αυγή.
Στον αντίποδα, υπάρχει ο πόλος των κριτικών. Σε πλήρη αντίθεση με τον προηγούμενο, εδώ εντάσσονται όσοι προσπαθούν να αρθρώσουν έναν κριτικό αριστερό λόγο που θα αντιπαρατεθεί στις ασκούμενες πολιτικές με τελείως διαφορετικό τρόπο. Γι’ αυτό τον λόγο (discourse), το κύριο διακύβευμα είναι η δημοκρατία: Λαμβάνοντας θέση και έχοντας ένα συγκεκριμένο χειραφετητικό ενδιαφέρον/συμφέρον, στέκεται απέναντι στην υποχώρηση της πολιτικής και την αντικατάστασή της από την τεχνοκρατική επιτελεστική διαχείριση, απορρίπτει τις ερμηνείες που θέλουν για όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα σήμερα να φταίνε συλλήβδην οι Έλληνες και η «αμαρτωλή μεταπολίτευση», προσπαθεί να προασπίσει το δημοκρατικό και κοινωνικό κεκτημένο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, αντιπαρατίθεται σε έναν ολοκληρωτικό λόγο που φετιχοποιεί τα δεδομένα και κηρύττει πως «τα πράγματα έχουν έτσι και δεν μπορούν να έχουν αλλιώς», αποδομεί τα επιβαλλόμενα διλήμματα καταδεικνύοντας τη γενεαλογία τους και πολεμά τον φασισμό συνειδητοποιώντας τι πραγματικά τον γέννησε. Το υποκείμενο που φέρει αυτόν το λόγο είναι –και θέλει να παραμείνει– διαλεκτικά κριτικό και διατηρεί το δικαίωμα στη φαντασία του εναλλακτικού απέναντι στους κοινωνικά και πολιτικά κατασκευασμένους μονόδρομους και αδιέξοδα.
Παρ’ όλα αυτά, οι κρίσιμες αυτές διαφοροποιήσεις δεν αναγνωρίζονται από τον κυρίαρχο λόγο περί «εξευρωπαϊσμού» και «εξορθολογισμού». Αυτό δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση. Στις μεταψυχροπολεμικές δυτικές κοινωνίες, μετά την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», την υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας και την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, η ιδεολογία θεωρείται πως έχει τελειώσει και όλοι πια καλούνται να συναινέσουν σε πράγματα που παρουσιάζονται ως τελεσίδικα αποφασισμένα από την Ιστορία. Όποιος δεν συμμορφώνεται καταδικάζεται ως ανεύθυνος, λαϊκιστής και ιδεολογικά αγκυλωμένος χωρίς να εξετάζεται η σκοπιά από την οποία μιλάει και η τοποθέτησή του στον άξονα Δεξιά-Αριστερά. Εξού και η «θεωρία των δύο άκρων», που πρόσφατα έχει γίνει εξαιρετικά δημοφιλής.
Σε αυτό το πλαίσιο, πιστεύω, πρέπει να δούμε και τη φιλοξενία του Γ. Τράγκα από τον ΣΚΑΪ, δηλαδή το ιδιωτικό κανάλι που εκφράζει πιο πιστά από κάθε άλλο αυτόν τον «φιλελεύθερο εκσυγχρονιστικό» λόγο. Η προβολή του Γ. Τράγκα και η ταυτόχρονη αποσιώπηση κάθε κριτικής φωνής μπορεί να ιδωθεί υπό το πρίσμα της «λογικής της ισοδυναμίας» (όπως την περιέγραψαν οι Μουφ και Λακλάου), όπου δομείται ένα αντικείμενο το οποίο αποτελείται από διαφορετικά αλλά με αυθαίρετο τρόπο εξομοιωμένα μεταξύ τους στοιχεία, τα οποία ορίζονται αρνητικά προς εκείνο στο οποίο αντιπαρατίθενται: στην προκειμένη περίπτωση, στον φιλελεύθερο, υπολογιστικό λόγο περί «εξορθολογισμού» και «μεταρρυθμίσεων». Επιπλέον, αυτή η ταυτόχρονη προώθηση του ενός πόλου και η αποσιώπηση του άλλου παρουσιάζει τον ακροδεξιό συνωμοσιολογικό λόγο ως τον μόνο που αντιπαρατίθεται στις ασκούμενες πολιτικές. Επιδιώκεται να θεωρηθεί, δηλαδή, ότι όποιοι βρίσκονται «απέναντι» είναι «τύποι σαν τον Τράγκα».
Έτσι έχουν τα πράγματα με τον νεοφιλελεύθερο λόγο, ο οποίος, συγχέοντας αθεράπευτα τα μέτωπα, εξομοιώνει αδιακρίτως όσους στέκονται απέναντι στα Μνημόνια και ταυτόχρονα, επιλέγοντας να δώσει βήμα στις πιο φαιδρές αντιμνημονιακές φωνές, θέλει να παρουσιάσει ως συνωμοσιολογική την κάθε αντίρρηση σε όσα ο ίδιος επιτάσσει. Ο διαλεκτικά κριτικός λόγος του απαντά με τον τρόπο που περιγράφηκε ακροθιγώς παραπάνω.
Ο Γιάννης Σκλαβούνος είναι φοιτητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου