Της Αγγέλικας Σαπουνά, απο την Εποχη...
Η αντιδραστική μεταρρύθμιση Αρβανιτόπουλου για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Με το νομοσχέδιο Αρβανιτόπουλου ολοκληρώνεται η αντιδραστική νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, μέσα από την αναδιάρθρωση της μεταϋποχρεωτικής εκπαίδευσης, με ενίσχυση των πλέον ταξικά επιλεκτικών και ιδεολογικά συντηρητικών χαρακτηριστικών της. Βασικοί άξονες:
• Αναδιάρθρωση της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με έμφαση στη στεγανοποίηση και την επιλεκτικότητα των δομών της μεταϋποχρεωτικής δευτεροβάθμιας (Γενικού Λυκείου, Επαγγελματικού – ΕΠΑΛ και Σχολών Επαγγελματικής Κατάρτισης - ΣΕΚ εκτός λυκειακής βαθμίδας). Ο στόχος, όπως αναφέρει και η αιτιολογική έκθεση, είναι ο έλεγχος –στην προοπτική της μείωσης– των ροών προς τη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ως μέσον επιλέγεται η ώθηση των αποφοίτων γυμνασίου σε κατευθύνσεις που δεν οδηγούν στη δημόσια τριτοβάθμια ή και απευθείας στην αγορά εργασίας.
Πράγματι, μόνον η αποφοίτηση από το Γενικό Λύκειο επιτρέπει την πρόσβαση σε όλο το εύρος της τριτοβάθμιας. Η αποφοίτηση από το ΕΠΑΛ ανοίγει το δρόμο μόνον προς τα ΤΕΙ ή σε ορισμένα από αυτά, οι δε ΣΕΚ (σχολές επαγγελματικής κατάρτισης), δεν οδηγούν καν σε απολυτήριο Λυκείου και ανοίγουν δρόμους σπουδών μόνον για ΙΕΚ.
Στην εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου, αναφέρεται ως ρητή στόχευση η ενίσχυση της ροής προς την επαγγελματική εκπαίδευση (ΕΠΑΛ-ΣΕΚ-ΙΕΚ) και η αντιστροφή των αναλογιών που ισχύουν σήμερα (75% Γενικό Λύκειο – 25% ΕΠΑΛ, μεταξύ των μαθητών Λυκείου, ενώ οι απόφοιτοι γυμνασίου επιλέγουν να συνεχίσουν σε ΕΠΑΣ μόνον σε ποσοστό 17%).
Η «αυστηροποίηση» του προγράμματος σπουδών του Γενικού Λυκείου, η έντονη διαφοροποίηση των περιεχομένων μεταξύ γενικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης και η ένταση των μηχανισμών επιλογής εντός του Λυκείου (συνυπολογισμός των ατομικών επιδόσεων σε 43 μαθήματα, στη διάρκεια μιας τριετίας, για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια, θέματα από πανελλαδική τράπεζα θεμάτων κ.ά.) αναμένεται να συμβάλλουν ώστε οι «αδύναμοι» μαθητές να φεύγουν από το Γενικό Λύκειο προς τα ΕΠΑΛ και από τα ΕΠΑΛ προς τις ΣΕΚ σε όλη τη διάρκεια της λυκειακής τριετίας. Μάλιστα, το Γενικό Λύκειο οχυρώνεται έναντι του ΕΠΑΛ μέσω της κατάργησης κάθε διόδου από το δεύτερο στο πρώτο, ενώ η αντίθετη κατεύθυνση είναι ανοιχτή, με κρίσιμο μεταβατικό σημείο την ολοκλήρωση της α’ λυκείου. Έτσι, εάν κάποιος/α μαθητής/τρια ΕΠΑΛ αποφασίσει να αλλάξει κατεύθυνση υποχρεώνεται να ξαναπιάσει το νήμα από την αρχή, την α’ λυκείου, ακόμη κι αν έχει πάρει το απολυτήριο / πτυχίο ειδικότητας. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τους μαθητές των ΣΕΚ.
Ορθώς, λοιπόν, το σ.ν. έχει χαρακτηριστεί ως επιστροφή στο παρελθόν. Πρόκειται για επιστροφή στο σύστημα του 1976/77 (μεταρρύθμιση Ράλλη), με τη διαφορά ότι αντί για εξετάσεις εισαγωγής από το γυμνάσιο στο λύκειο, χρησιμοποιούνται οι ενδοσχολικές εξετάσεις της α’ λυκείου για τον ίδιο σκοπό: οι αποτυχόντες ή οι έχοντες χαμηλή βαθμολογία στο Γενικό Λύκειο μπορούν να δοκιμάσουν την τύχη τους στο ΕΠΑΛ, ενώ οι «κακοί» μαθητές στο γυμνάσιο μπορούν να στραφούν απευθείας στις ΣΕΚ. Πάντως, η εκδοχή των εξετάσεων εισαγωγής στο λύκειο έχει ήδη θεσμοθετηθεί για τα πρότυπα και άρα, κατ’ εκτίμηση, θα μπορούσε να επεκταθεί ενδεχομένως και στα υπόλοιπα, εάν ο έλεγχος της ζήτησης για τριτοβάθμια δεν αποδώσει προοπτικά.
• Τυποποίηση και ανάπτυξη της «μη τυπικής μη υποχρεωτικής» επαγγελματικής εκπαίδευσης – κατάρτισης (ΣΕΚ – ΙΕΚ – Κέντρα Διά Βίου Μάθησης – Κολλέγια). Καταφανής πρόθεση του νομοθέτη είναι η ώθηση μεγάλου αριθμού αποφοίτων της υποχρεωτικής στον τομέα αυτό, που δεν αφήνει καμία δυνατότητα πρόσβασης στη δημόσια τυπική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τη μέριμνα αυτή το κράτος φαίνεται πως επιδιώκει να την παραχωρήσει κατά το μεγαλύτερο μέρος ή και καθ’ ολοκληρίαν στους ιδιώτες.
Τα προηγούμενα νομοθετήματα που διευκολύνουν τις άδειες και τη λειτουργία τέτοιων καταρτιστηρίων και η λογική της πιστοποίησης, που δίνει μεγάλα περιθώρια διαφοροποίησης στα προγράμματα σπουδών, έχουν στρώσει το έδαφος προς αυτή την κατεύθυνση. Η αλλαγή των προγραμμάτων του δημόσιου λυκείου «χαρίζει» ολόκληρους τομείς (μεταξύ των οποίων την εκμάθηση ξένων γλωσσών, την καλλιτεχνική και φυσική αγωγή υψηλού επιπέδου, τα «παραϊατρικά» κ.α.) σ’ αυτόν τον τομέα.
Ερώτηση κρίσεως: Σε ποιο βαθμό το κράτος υποχρεούται να παράσχει υπηρεσίες σε έναν τομέα εκπαίδευσης που το ίδιο χαρακτηρίζει ως «μη τυπικό» και μη υποχρεωτικό ταυτόχρονα;
Τέλος στη μακρόχρονη εκπαίδευση της πλειοψηφίας
• Βέβαιη συνέπεια των παραπάνω ρυθμίσεων, εάν εφαρμοστούν, θα πρέπει να θεωρείται η ανακοπή της πορείας εκκαθολίκευσης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και γενίκευσης της τριτοβάθμιας, μιας κοινωνικής εξέλιξης που χαρακτήρισε τις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ου αι. και την ελληνική κοινωνία επίσης.
Εδώ χρειάζεται επιπλέον στατιστική επεξεργασία, νομίζω όμως ότι προς το τέλος της δεκαετίας ’90 οι αποφοιτούντες από το Λύκειο πρέπει να άγγιξαν το 70-80% της αντίστοιχης ηλικιακής κατηγορίας 15 ως 18 χρονών, ενώ η γυμνασιακή εκπαίδευση είχε γίνει καθολική. Γι’ αυτό, άλλωστε, και το αίτημα των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών, καθώς και του ΣΥΡΙΖΑ, για θεσμοθέτηση της 12χρονης υποχρεωτικής έτεινε μέχρι και σήμερα να εκλαμβάνεται από μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας ως «πολιτικαντισμός», επειδή νομίζουν ότι ήδη ισχύει! Σήμερα, η στοχευμένη έξωση μαθητικού δυναμικού εκτός λυκείου αναδεικνύει δραματικά την επικαιρότητα του εκπαιδευτικού αιτήματος.
• Επιδιώκεται παράλληλα η ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής προς το δημόσιο, αλυσίδας ιδιωτικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης «μη τυπικής μη υποχρεωτικής» (ΣΕΚ – ΙΕΚ – Κ.Δ.Β – Κολέγια), με σκοπό την απορρόφηση της κοινωνικής ζήτησης για δημόσια δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια, από τις οποίες αποσύρεται η δημόσια χρηματοδότηση.
Παράλληλα, κατά τη νεοφιλελεύθερη λογική, επιδιώκεται η αποτελεσματικότερη εναρμόνιση της κατάρτισης αλλά και της παραγωγής ειδικευμένου εργατικού δυναμικού προς τις ανάγκες της αγοράς και ανοίγονται επιχειρηματικές ευκαιρίες «ανάπτυξης»: η αγορά θα δώσει τη λύση ... και θα κληθεί ν’ απορροφήσει την αναμενόμενη εισροή εγχώριου ανειδίκευτου – ημιειδικευμένου εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας, από την ηλικία των 15 - 18 και όχι από τα 18- 22 και μετά.
Ο νομοθέτης κατατρύχεται από έντονα ιδεολογικά άγχη ως προς την εκπειθάρχηση των μαθητών–μελλοντικών πολιτών και εργαζομένων, προϋπόθεση για την αποδοχή αυτού του κατάφωρα ταξικού και αυταρχικού σχολείου –εικόνα της ταξικής και αυταρχικής κοινωνίας την οποία οραματίζεται.
Το υγιές ταξικό σχολείο
Ενδεικτικά, δυο σημεία:
Εισάγει το μάθημα της Πολιτικής Παιδείας με διατυπωμένο στόχο τη διαμόρφωση «υγιούς πολιτικής συνείδησης και κοινωνικής αντίληψης» που «θα προφυλάξει τους νέους μας από φανατισμούς, πολιτικά πάθη, ακρότητες».
Ξεκαθαρίζει πως μαθητές «τεμπέληδες», «προβληματικοί», δυσπροσάρμοστοι δεν έχουν θέση στο νέο Λύκειο (και τιμωρούνται με υποβιβασμό στις ιεραρχικά κατώτερες βαθμίδες ή και απευθείας στην «κόλαση» της αγοράς εργασίας). Αντιγράφω ενδεικτικά από την αιτιολογική έκθεση: «Δεν είναι παιδαγωγικώς και ηθικώς αποδεκτό να επιβραβεύεται μέσα στο σχολείο η οκνηρία και σε τελική ανάλυση δεν είναι δίκαιο ορισμένοι μαθητές nullo labore να βρίσκονται στην ίδια τάξη με μαθησιακά κενά. (…) Ορισμένοι μαθητές λόγω του ότι δεν διαθέτουν την απαιτούμενη γνωστική επάρκεια νιώθουν μειονεκτικά αλλά και εκτός αυτού παρακωλύουν την απρόσκοπτη μάθηση των άλλων, φαινόμενο που στις μέρες μας έχει πάρει διαστάσεις..»
Με αυτά θα πρέπει να συσχετιστεί η έντονη έμφαση στην ιεράρχηση των ειδικοτήτων της επαγγελματικής εκπαίδευσης (τυπικής και μη τυπικής) κατά τις ιεραρχίες της εργασίας: κατάρτιση για ειδικευμένους εργάτες που δεν έχουν λυκειακή εκπαίδευση, κατάρτιση για πιο ειδικευμένους εργοδηγούς με λυκειακή εκπαίδευση, χαμηλά στελέχη με μεταλυκειακή εκπαίδευση, στελέχη με πτυχίο τριτοβάθμιας (διαβαθμισμένης) κ.ο.κ. Παράλληλα, η «προς τα κάτω», ηλικιακά και κοινωνικά, μετατόπιση της εξειδίκευσης με ενίσχυση της περισσότερο αμιγώς «τεχνικοοικονομικής» (βλ. μαθητεία) και όχι «επιστημονικής» διάστασης της κατάρτισης, συμβάλλει ώστε οι ημιειδικευμένοι της διαβαθμισμένης μεταϋποχρεωτικής κατάρτισης να εντάσσονται πιο «φυσιολογικά» στις ελαστικότητες της αγοράς εργασίας – και να υποτάσσονται ευκολότερα στους κανόνες της…
Θεσμοθετείται, επομένως, η πιο σκληρή εκδοχή ταξικής εκπαίδευσης: Πρώιμη επιλογή (στα δεκαπέντε), με αυστηρή ιεράρχηση των εκπαιδευτικών ειδικεύσεων, σε άμεση σύνδεση με την κοινωνική (οικονομική, εργασιακή, πολιτισμική, ταξική εντέλει) πυραμίδα, για όσους το «αξίζουν» και, υπό συνθήκες, μπορούν και να το πληρώσουν. Με άλλα λόγια, ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!**
* Λατινικά, «Με μηδενική εργασία»
** Κυριολεκτικά, η μεσαιωνικής προέλευσης αυτή έκφραση σημαίνει ο κάθε κωπηλάτης ιστιοφόρου (συχνά δούλος ή εξαναγκασμένος λόγω αιχμαλωσίας) να προσδεθεί στον πάγκο του και ν’ αρχίσει να τραβάει κουπί, ως οφείλει. Κάτεργο ήταν είδος ιστιοφόρου και οι κατεργάρηδες δούλευαν στ’ αμπάρια δεμένοι, σε αφόρητες συνθήκες εργασίας.
Η αντιδραστική μεταρρύθμιση Αρβανιτόπουλου για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Με το νομοσχέδιο Αρβανιτόπουλου ολοκληρώνεται η αντιδραστική νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, μέσα από την αναδιάρθρωση της μεταϋποχρεωτικής εκπαίδευσης, με ενίσχυση των πλέον ταξικά επιλεκτικών και ιδεολογικά συντηρητικών χαρακτηριστικών της. Βασικοί άξονες:
• Αναδιάρθρωση της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με έμφαση στη στεγανοποίηση και την επιλεκτικότητα των δομών της μεταϋποχρεωτικής δευτεροβάθμιας (Γενικού Λυκείου, Επαγγελματικού – ΕΠΑΛ και Σχολών Επαγγελματικής Κατάρτισης - ΣΕΚ εκτός λυκειακής βαθμίδας). Ο στόχος, όπως αναφέρει και η αιτιολογική έκθεση, είναι ο έλεγχος –στην προοπτική της μείωσης– των ροών προς τη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ως μέσον επιλέγεται η ώθηση των αποφοίτων γυμνασίου σε κατευθύνσεις που δεν οδηγούν στη δημόσια τριτοβάθμια ή και απευθείας στην αγορά εργασίας.
Πράγματι, μόνον η αποφοίτηση από το Γενικό Λύκειο επιτρέπει την πρόσβαση σε όλο το εύρος της τριτοβάθμιας. Η αποφοίτηση από το ΕΠΑΛ ανοίγει το δρόμο μόνον προς τα ΤΕΙ ή σε ορισμένα από αυτά, οι δε ΣΕΚ (σχολές επαγγελματικής κατάρτισης), δεν οδηγούν καν σε απολυτήριο Λυκείου και ανοίγουν δρόμους σπουδών μόνον για ΙΕΚ.
Στην εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου, αναφέρεται ως ρητή στόχευση η ενίσχυση της ροής προς την επαγγελματική εκπαίδευση (ΕΠΑΛ-ΣΕΚ-ΙΕΚ) και η αντιστροφή των αναλογιών που ισχύουν σήμερα (75% Γενικό Λύκειο – 25% ΕΠΑΛ, μεταξύ των μαθητών Λυκείου, ενώ οι απόφοιτοι γυμνασίου επιλέγουν να συνεχίσουν σε ΕΠΑΣ μόνον σε ποσοστό 17%).
Η «αυστηροποίηση» του προγράμματος σπουδών του Γενικού Λυκείου, η έντονη διαφοροποίηση των περιεχομένων μεταξύ γενικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης και η ένταση των μηχανισμών επιλογής εντός του Λυκείου (συνυπολογισμός των ατομικών επιδόσεων σε 43 μαθήματα, στη διάρκεια μιας τριετίας, για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια, θέματα από πανελλαδική τράπεζα θεμάτων κ.ά.) αναμένεται να συμβάλλουν ώστε οι «αδύναμοι» μαθητές να φεύγουν από το Γενικό Λύκειο προς τα ΕΠΑΛ και από τα ΕΠΑΛ προς τις ΣΕΚ σε όλη τη διάρκεια της λυκειακής τριετίας. Μάλιστα, το Γενικό Λύκειο οχυρώνεται έναντι του ΕΠΑΛ μέσω της κατάργησης κάθε διόδου από το δεύτερο στο πρώτο, ενώ η αντίθετη κατεύθυνση είναι ανοιχτή, με κρίσιμο μεταβατικό σημείο την ολοκλήρωση της α’ λυκείου. Έτσι, εάν κάποιος/α μαθητής/τρια ΕΠΑΛ αποφασίσει να αλλάξει κατεύθυνση υποχρεώνεται να ξαναπιάσει το νήμα από την αρχή, την α’ λυκείου, ακόμη κι αν έχει πάρει το απολυτήριο / πτυχίο ειδικότητας. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τους μαθητές των ΣΕΚ.
Ορθώς, λοιπόν, το σ.ν. έχει χαρακτηριστεί ως επιστροφή στο παρελθόν. Πρόκειται για επιστροφή στο σύστημα του 1976/77 (μεταρρύθμιση Ράλλη), με τη διαφορά ότι αντί για εξετάσεις εισαγωγής από το γυμνάσιο στο λύκειο, χρησιμοποιούνται οι ενδοσχολικές εξετάσεις της α’ λυκείου για τον ίδιο σκοπό: οι αποτυχόντες ή οι έχοντες χαμηλή βαθμολογία στο Γενικό Λύκειο μπορούν να δοκιμάσουν την τύχη τους στο ΕΠΑΛ, ενώ οι «κακοί» μαθητές στο γυμνάσιο μπορούν να στραφούν απευθείας στις ΣΕΚ. Πάντως, η εκδοχή των εξετάσεων εισαγωγής στο λύκειο έχει ήδη θεσμοθετηθεί για τα πρότυπα και άρα, κατ’ εκτίμηση, θα μπορούσε να επεκταθεί ενδεχομένως και στα υπόλοιπα, εάν ο έλεγχος της ζήτησης για τριτοβάθμια δεν αποδώσει προοπτικά.
• Τυποποίηση και ανάπτυξη της «μη τυπικής μη υποχρεωτικής» επαγγελματικής εκπαίδευσης – κατάρτισης (ΣΕΚ – ΙΕΚ – Κέντρα Διά Βίου Μάθησης – Κολλέγια). Καταφανής πρόθεση του νομοθέτη είναι η ώθηση μεγάλου αριθμού αποφοίτων της υποχρεωτικής στον τομέα αυτό, που δεν αφήνει καμία δυνατότητα πρόσβασης στη δημόσια τυπική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τη μέριμνα αυτή το κράτος φαίνεται πως επιδιώκει να την παραχωρήσει κατά το μεγαλύτερο μέρος ή και καθ’ ολοκληρίαν στους ιδιώτες.
Τα προηγούμενα νομοθετήματα που διευκολύνουν τις άδειες και τη λειτουργία τέτοιων καταρτιστηρίων και η λογική της πιστοποίησης, που δίνει μεγάλα περιθώρια διαφοροποίησης στα προγράμματα σπουδών, έχουν στρώσει το έδαφος προς αυτή την κατεύθυνση. Η αλλαγή των προγραμμάτων του δημόσιου λυκείου «χαρίζει» ολόκληρους τομείς (μεταξύ των οποίων την εκμάθηση ξένων γλωσσών, την καλλιτεχνική και φυσική αγωγή υψηλού επιπέδου, τα «παραϊατρικά» κ.α.) σ’ αυτόν τον τομέα.
Ερώτηση κρίσεως: Σε ποιο βαθμό το κράτος υποχρεούται να παράσχει υπηρεσίες σε έναν τομέα εκπαίδευσης που το ίδιο χαρακτηρίζει ως «μη τυπικό» και μη υποχρεωτικό ταυτόχρονα;
Τέλος στη μακρόχρονη εκπαίδευση της πλειοψηφίας
• Βέβαιη συνέπεια των παραπάνω ρυθμίσεων, εάν εφαρμοστούν, θα πρέπει να θεωρείται η ανακοπή της πορείας εκκαθολίκευσης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και γενίκευσης της τριτοβάθμιας, μιας κοινωνικής εξέλιξης που χαρακτήρισε τις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ου αι. και την ελληνική κοινωνία επίσης.
Εδώ χρειάζεται επιπλέον στατιστική επεξεργασία, νομίζω όμως ότι προς το τέλος της δεκαετίας ’90 οι αποφοιτούντες από το Λύκειο πρέπει να άγγιξαν το 70-80% της αντίστοιχης ηλικιακής κατηγορίας 15 ως 18 χρονών, ενώ η γυμνασιακή εκπαίδευση είχε γίνει καθολική. Γι’ αυτό, άλλωστε, και το αίτημα των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών, καθώς και του ΣΥΡΙΖΑ, για θεσμοθέτηση της 12χρονης υποχρεωτικής έτεινε μέχρι και σήμερα να εκλαμβάνεται από μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας ως «πολιτικαντισμός», επειδή νομίζουν ότι ήδη ισχύει! Σήμερα, η στοχευμένη έξωση μαθητικού δυναμικού εκτός λυκείου αναδεικνύει δραματικά την επικαιρότητα του εκπαιδευτικού αιτήματος.
• Επιδιώκεται παράλληλα η ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής προς το δημόσιο, αλυσίδας ιδιωτικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης «μη τυπικής μη υποχρεωτικής» (ΣΕΚ – ΙΕΚ – Κ.Δ.Β – Κολέγια), με σκοπό την απορρόφηση της κοινωνικής ζήτησης για δημόσια δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια, από τις οποίες αποσύρεται η δημόσια χρηματοδότηση.
Παράλληλα, κατά τη νεοφιλελεύθερη λογική, επιδιώκεται η αποτελεσματικότερη εναρμόνιση της κατάρτισης αλλά και της παραγωγής ειδικευμένου εργατικού δυναμικού προς τις ανάγκες της αγοράς και ανοίγονται επιχειρηματικές ευκαιρίες «ανάπτυξης»: η αγορά θα δώσει τη λύση ... και θα κληθεί ν’ απορροφήσει την αναμενόμενη εισροή εγχώριου ανειδίκευτου – ημιειδικευμένου εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας, από την ηλικία των 15 - 18 και όχι από τα 18- 22 και μετά.
Ο νομοθέτης κατατρύχεται από έντονα ιδεολογικά άγχη ως προς την εκπειθάρχηση των μαθητών–μελλοντικών πολιτών και εργαζομένων, προϋπόθεση για την αποδοχή αυτού του κατάφωρα ταξικού και αυταρχικού σχολείου –εικόνα της ταξικής και αυταρχικής κοινωνίας την οποία οραματίζεται.
Το υγιές ταξικό σχολείο
Ενδεικτικά, δυο σημεία:
Εισάγει το μάθημα της Πολιτικής Παιδείας με διατυπωμένο στόχο τη διαμόρφωση «υγιούς πολιτικής συνείδησης και κοινωνικής αντίληψης» που «θα προφυλάξει τους νέους μας από φανατισμούς, πολιτικά πάθη, ακρότητες».
Ξεκαθαρίζει πως μαθητές «τεμπέληδες», «προβληματικοί», δυσπροσάρμοστοι δεν έχουν θέση στο νέο Λύκειο (και τιμωρούνται με υποβιβασμό στις ιεραρχικά κατώτερες βαθμίδες ή και απευθείας στην «κόλαση» της αγοράς εργασίας). Αντιγράφω ενδεικτικά από την αιτιολογική έκθεση: «Δεν είναι παιδαγωγικώς και ηθικώς αποδεκτό να επιβραβεύεται μέσα στο σχολείο η οκνηρία και σε τελική ανάλυση δεν είναι δίκαιο ορισμένοι μαθητές nullo labore να βρίσκονται στην ίδια τάξη με μαθησιακά κενά. (…) Ορισμένοι μαθητές λόγω του ότι δεν διαθέτουν την απαιτούμενη γνωστική επάρκεια νιώθουν μειονεκτικά αλλά και εκτός αυτού παρακωλύουν την απρόσκοπτη μάθηση των άλλων, φαινόμενο που στις μέρες μας έχει πάρει διαστάσεις..»
Με αυτά θα πρέπει να συσχετιστεί η έντονη έμφαση στην ιεράρχηση των ειδικοτήτων της επαγγελματικής εκπαίδευσης (τυπικής και μη τυπικής) κατά τις ιεραρχίες της εργασίας: κατάρτιση για ειδικευμένους εργάτες που δεν έχουν λυκειακή εκπαίδευση, κατάρτιση για πιο ειδικευμένους εργοδηγούς με λυκειακή εκπαίδευση, χαμηλά στελέχη με μεταλυκειακή εκπαίδευση, στελέχη με πτυχίο τριτοβάθμιας (διαβαθμισμένης) κ.ο.κ. Παράλληλα, η «προς τα κάτω», ηλικιακά και κοινωνικά, μετατόπιση της εξειδίκευσης με ενίσχυση της περισσότερο αμιγώς «τεχνικοοικονομικής» (βλ. μαθητεία) και όχι «επιστημονικής» διάστασης της κατάρτισης, συμβάλλει ώστε οι ημιειδικευμένοι της διαβαθμισμένης μεταϋποχρεωτικής κατάρτισης να εντάσσονται πιο «φυσιολογικά» στις ελαστικότητες της αγοράς εργασίας – και να υποτάσσονται ευκολότερα στους κανόνες της…
Θεσμοθετείται, επομένως, η πιο σκληρή εκδοχή ταξικής εκπαίδευσης: Πρώιμη επιλογή (στα δεκαπέντε), με αυστηρή ιεράρχηση των εκπαιδευτικών ειδικεύσεων, σε άμεση σύνδεση με την κοινωνική (οικονομική, εργασιακή, πολιτισμική, ταξική εντέλει) πυραμίδα, για όσους το «αξίζουν» και, υπό συνθήκες, μπορούν και να το πληρώσουν. Με άλλα λόγια, ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!**
* Λατινικά, «Με μηδενική εργασία»
** Κυριολεκτικά, η μεσαιωνικής προέλευσης αυτή έκφραση σημαίνει ο κάθε κωπηλάτης ιστιοφόρου (συχνά δούλος ή εξαναγκασμένος λόγω αιχμαλωσίας) να προσδεθεί στον πάγκο του και ν’ αρχίσει να τραβάει κουπί, ως οφείλει. Κάτεργο ήταν είδος ιστιοφόρου και οι κατεργάρηδες δούλευαν στ’ αμπάρια δεμένοι, σε αφόρητες συνθήκες εργασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου