Δεν φταίει η φτώχεια, φταίνε οι φτωχοί, φωνάζει η Σώτη Τριανταφύλλου αναπαράγοντας όλο το ρατσιστικό μίσος του ιμπεριαλισμού απέναντι στις χώρες του Νότου, με αφορμή ένα ταξίδι που έκανε στην Βενεζουέλα. Δεν χρειαζόταν να κάνει τόσα χιλιόμετρα για να γράψει τέτοιες κοινοτυπίες...
Στην κουβανική ταινία Μνήμες υπανάπτυξης του 1968, ένας αστός επιλέγει να παραμείνει στη χώρα μετά την επανάσταση και, αδυνατώντας να ισορροπήσει μεταξύ των κοινωνικών μετασχηματισμών και των προσωπικών του συμφερόντων, στέκεται σαστισμένος και απαθής μπροστά στη νέα πραγματικότητα.
Η Σώτη Τριανταφύλλου επέλεξε να τιτλοφορήσει «Αναμνήσεις υπανάπτυξης», ένα πρόσφατο κείμενό της με τις εντυπώσεις της από τη Βενεζουέλα. Κράτησε τίποτα από τον εκπληκτικό τρόπο που απέδωσε ο Αλέα τα ερωτήματα για τις κοινωνικές αλλαγές, τις συζητήσεις για την εξάρτηση της Λατινικής Αμερικής, το δυναμισμό της κοινωνικής εγρήγορσης και τις αντιφάσεις της νέας εποχής; Όχι, το μόνο που έχει σχέση είναι η αμηχανία, η αδυναμία κατανόησης του γύρω κόσμου.
Η Σώτη θα ήθελε πολύ να είναι μια ευρωπαία περιηγήτρια του 19ου αιώνα ή μια μεταπολεμική διανοούμενη της Δύσης που επισκέπτεται τη Λατινική Αμερική για να μοιραστεί με τους ομοτράπεζους της τις εικόνες καθυστέρησης που είδε και τη μεγάλη απόσταση μεταξύ του Πρώτου και του Τρίτου Κόσμου. Θα της άρεσε να γράφει στο ημερολόγιο για αυτόχθονες που είναι «ανίκανοι για πολιτισμό» ή για τους Ινδιάνους που γεννήθηκαν κλέφτες και θα πεθάνουν κλέφτες (Ε. Γκαλεάνο, Ένας κόσμος ανάποδα).
Κάνει ακριβώς ό,τι οι παλιοί αποικιοκράτες. Έχει μια ήδη διαμορφωμένη φαντασιακή εικόνα για το πώς είναι μια χώρα της Λατινικής Αμερικής και με τις αναφορές της φροντίζει να συντηρήσει το μύθο αυτόν. Έτσι οι Βενεζολάνοι είναι τεμπέληδες, τα παιδιά τους εγκληματούν, οι γυναίκες τους είναι ανήθικες.
Η κοσμογυρισμένη Σώτη Τριαντάφυλλου είχε προαποφασίσει τις εντυπώσεις της, είχε αποδεχτεί τον υψηλό, εκπολιτιστικό και ίσως θεϊκό ρόλο που αναλάμβανε προς χάριν ολόκληρης της ανθρωπότητας. Το ρόλο που ανέλαβαν εκατομμύρια στρατιώτες, ιερείς, συγγραφείς και φιλόσοφοι εδώ και αιώνες και τον εκπλήρωσαν πολύ καλά με κανόνια, υπερεκμετάλλευση και πολιτισμική υποδούλωση.
Το πρόβλημα με την καημένη τη Σώτη είναι ότι γεννήθηκε στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή. Δε φταίει κυρίως η εμφανής άγνοια της στη σύγχρονη συζήτηση για την άνιση ανάπτυξη λέγοντας «ταξιδεύοντας στη Βενεζουέλα, ταξιδεύω στο εσωτερικό του Τρίτου Κόσμου». Προσπαθεί να χωρέσει μια αφήγηση στο σχήμα «πολιτισμένος Βορράς» – «απολίτιστος Νότος», για να κατηγορήσει την Ελλάδα που παραμένει στο δεύτερο. Όμως από κάθε πλευρά αποτυγχάνει.
Είναι εμφανές ότι θέλει να υποτιμήσει την προσπάθεια που γίνεται στη χώρα. Αναπολώντας την εποχή που ήρεμοι οι Αμερικάνοι έπαιρναν τα πετρέλαια και αφάνιζαν το λαό, λέει ουσιαστικά: Μην ακούτε τι σας λένε, υπανάπτυκτοι είναι αυτοί εδώ. Καλύτερα υπό αμερικάνικο ζυγό.
Της πέφτει λίγο δύσκολο να αναιρέσει τα επίσημα στοιχεία, ότι η φτώχεια μειώθηκε από το 85% στο 21%, ότι εξαλείφεται η μάστιγα του αναλφαβητισμού και μειώνεται αλματωδώς η παιδική θνησιμότητα. Δεν πολυνοιάζεται να πει γιατί στην Ελλάδα του μνημονίου, το οποίο υποστηρίζει, η ανεργία έχει φτάσει στο 27,5% ενώ στη Βενεζουέλα είναι μόλις 7%. Της αρκεί μια αμφιβόλου σοβαρότητας κρίση, ότι οι περισσότεροι κάνουν ότι δουλεύουν ενώ στην πραγματικότητα κάθονται. Η παραγωγή πετρελαίου, η ανοικοδόμηση σχολείων και νοσοκομείων, φαντάζει άχρηστο έργο μπροστά σε πολυάσχολους σχολιαστές ή μάνατζερ.
Η αναφορά στην υπανάπτυξη γίνεται αναπαράγοντας τη ρητορεία ότι η ανάπτυξη είναι ένα επίπεδο όπου έχουν φτάσει οι «χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής» και οι άλλες έχουν καθυστερήσει από δικό τους φταίξιμο. Για τις μελέτες που έχουν αποδείξει ότι η υπανάπτυξη δεν ήταν ένα βήμα πριν την ανάπτυξη αλλά το αντίθετο της λόγω της εκμετάλλευσης και της καταλήστευσης των φτωχών χωρών, μάλλον δε συζήτησε ποτέ στις καφετέριες της Νέας Υόρκης και του Κολωνακίου. Βρίσκεται μεταξύ αυτών που, όπως έλεγε ο Μαρξ, «δεν μπορούν να καταλάβουν πώς μπορεί μια χώρα να πλουτίζει σε βάρος μιας άλλης», όπως επίσης «πώς μια τάξη μπορεί να πλουτίζει σε βάρος μιας άλλης τάξης».
Το θέμα όμως δεν είναι τι θα της άρεσε να είναι, αλλά τι είναι. Εδώ βλέπουμε τη μετάβαση από μια Ευρωπαία που ονειρεύτηκε να ζει μέσα στα λούσα αλλά παραπετάχτηκε στην Ελλάδα της κρίσης, στην αιμοσταγή και κυνική μισθοφόρο των δολοφονικών πολυεθνικών. Η αποστροφή της στο «παράλληλο εμπόριο» δεν είναι παρά κέλευσμα για συγκέντρωση σε λίγα μεγάλα πολυκαταστήματα και αφαίμαξη των μικροπαραγωγών και εμπόρων. Η αναφορά της στην εκμετάλλευση των γυναικών, εκτός του ότι αποκρύπτει την πραγματικότητα στις «πολιτισμένες χώρες», είναι παντελώς ψευδής όταν συνοδεύεται από την απέχθεια της στο δημόσιο θηλασμό. Σε μια χώρα που τον ενέταξε στο Σύνταγμα ως ανθρώπινο δικαίωμα και σε μια ήπειρο που έχει χάσει δισεκατομμύρια βρέφη από τον υποσιτισμό που προκάλεσαν εταιρείες υποκατάστατων γάλακτος, όπως η Νεστλέ, οι δηλώσεις για το θηλασμό και τον έλεγχο των γεννήσεων δεν έχουν και μεγάλη διαφορά από τη ναζιστική ευγονική.
Δε φταίει η φτώχεια φταίνε η φτωχοί, φωνάζει η Σώτη, έχοντας πίσω αιώνες ρατσιστικής και ταξικής ευρωπαϊκής ιδεολογίας. Δε τους χρειαζόμαστε τόσους φτωχούς, αναγνωρίζει η νεομαλθουσιανή συγγραφέας.
Και λέγοντας τα αυτά, σκέφτεται πως ίσως καταφέρει να πείσει για την ορθότητα των πολιτικών της Ελλάδας, έτσι ώστε να φύγει κάποτε από αυτή την καταραμένη υπανάπτυξη. Και αν οι εικόνες της Λατινικής Αμερικής, όλο και περισσότερο βιώνονται στους δρόμους της Αθήνας, σε αυτό δε φταίει η πολιτική του ΔΝΤ, αλλά η τριτοκοσμική μας συνείδηση.
Αφού δεν της έλαχε από τη μοίρα να είναι αγγελιοφόρος της «ευρωπαϊκής ανωτερότητας» σε χρόνια ανάπτυξης, έγινε θλιβερή εκπρόσωπος του θανάτου και του στυγνού νέου ιμπεριαλισμού στα χρόνια της κρίσης.
Αναμένουμε το άρθρο που θα στηρίζει με ανθρωπιστικά και πολιτισμένα επιχειρήματα την επέμβαση στη Συρία.
Στην κουβανική ταινία Μνήμες υπανάπτυξης του 1968, ένας αστός επιλέγει να παραμείνει στη χώρα μετά την επανάσταση και, αδυνατώντας να ισορροπήσει μεταξύ των κοινωνικών μετασχηματισμών και των προσωπικών του συμφερόντων, στέκεται σαστισμένος και απαθής μπροστά στη νέα πραγματικότητα.
Η Σώτη Τριανταφύλλου επέλεξε να τιτλοφορήσει «Αναμνήσεις υπανάπτυξης», ένα πρόσφατο κείμενό της με τις εντυπώσεις της από τη Βενεζουέλα. Κράτησε τίποτα από τον εκπληκτικό τρόπο που απέδωσε ο Αλέα τα ερωτήματα για τις κοινωνικές αλλαγές, τις συζητήσεις για την εξάρτηση της Λατινικής Αμερικής, το δυναμισμό της κοινωνικής εγρήγορσης και τις αντιφάσεις της νέας εποχής; Όχι, το μόνο που έχει σχέση είναι η αμηχανία, η αδυναμία κατανόησης του γύρω κόσμου.
Η Σώτη θα ήθελε πολύ να είναι μια ευρωπαία περιηγήτρια του 19ου αιώνα ή μια μεταπολεμική διανοούμενη της Δύσης που επισκέπτεται τη Λατινική Αμερική για να μοιραστεί με τους ομοτράπεζους της τις εικόνες καθυστέρησης που είδε και τη μεγάλη απόσταση μεταξύ του Πρώτου και του Τρίτου Κόσμου. Θα της άρεσε να γράφει στο ημερολόγιο για αυτόχθονες που είναι «ανίκανοι για πολιτισμό» ή για τους Ινδιάνους που γεννήθηκαν κλέφτες και θα πεθάνουν κλέφτες (Ε. Γκαλεάνο, Ένας κόσμος ανάποδα).
Κάνει ακριβώς ό,τι οι παλιοί αποικιοκράτες. Έχει μια ήδη διαμορφωμένη φαντασιακή εικόνα για το πώς είναι μια χώρα της Λατινικής Αμερικής και με τις αναφορές της φροντίζει να συντηρήσει το μύθο αυτόν. Έτσι οι Βενεζολάνοι είναι τεμπέληδες, τα παιδιά τους εγκληματούν, οι γυναίκες τους είναι ανήθικες.
Η κοσμογυρισμένη Σώτη Τριαντάφυλλου είχε προαποφασίσει τις εντυπώσεις της, είχε αποδεχτεί τον υψηλό, εκπολιτιστικό και ίσως θεϊκό ρόλο που αναλάμβανε προς χάριν ολόκληρης της ανθρωπότητας. Το ρόλο που ανέλαβαν εκατομμύρια στρατιώτες, ιερείς, συγγραφείς και φιλόσοφοι εδώ και αιώνες και τον εκπλήρωσαν πολύ καλά με κανόνια, υπερεκμετάλλευση και πολιτισμική υποδούλωση.
Το πρόβλημα με την καημένη τη Σώτη είναι ότι γεννήθηκε στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή. Δε φταίει κυρίως η εμφανής άγνοια της στη σύγχρονη συζήτηση για την άνιση ανάπτυξη λέγοντας «ταξιδεύοντας στη Βενεζουέλα, ταξιδεύω στο εσωτερικό του Τρίτου Κόσμου». Προσπαθεί να χωρέσει μια αφήγηση στο σχήμα «πολιτισμένος Βορράς» – «απολίτιστος Νότος», για να κατηγορήσει την Ελλάδα που παραμένει στο δεύτερο. Όμως από κάθε πλευρά αποτυγχάνει.
Είναι εμφανές ότι θέλει να υποτιμήσει την προσπάθεια που γίνεται στη χώρα. Αναπολώντας την εποχή που ήρεμοι οι Αμερικάνοι έπαιρναν τα πετρέλαια και αφάνιζαν το λαό, λέει ουσιαστικά: Μην ακούτε τι σας λένε, υπανάπτυκτοι είναι αυτοί εδώ. Καλύτερα υπό αμερικάνικο ζυγό.
Της πέφτει λίγο δύσκολο να αναιρέσει τα επίσημα στοιχεία, ότι η φτώχεια μειώθηκε από το 85% στο 21%, ότι εξαλείφεται η μάστιγα του αναλφαβητισμού και μειώνεται αλματωδώς η παιδική θνησιμότητα. Δεν πολυνοιάζεται να πει γιατί στην Ελλάδα του μνημονίου, το οποίο υποστηρίζει, η ανεργία έχει φτάσει στο 27,5% ενώ στη Βενεζουέλα είναι μόλις 7%. Της αρκεί μια αμφιβόλου σοβαρότητας κρίση, ότι οι περισσότεροι κάνουν ότι δουλεύουν ενώ στην πραγματικότητα κάθονται. Η παραγωγή πετρελαίου, η ανοικοδόμηση σχολείων και νοσοκομείων, φαντάζει άχρηστο έργο μπροστά σε πολυάσχολους σχολιαστές ή μάνατζερ.
Η αναφορά στην υπανάπτυξη γίνεται αναπαράγοντας τη ρητορεία ότι η ανάπτυξη είναι ένα επίπεδο όπου έχουν φτάσει οι «χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής» και οι άλλες έχουν καθυστερήσει από δικό τους φταίξιμο. Για τις μελέτες που έχουν αποδείξει ότι η υπανάπτυξη δεν ήταν ένα βήμα πριν την ανάπτυξη αλλά το αντίθετο της λόγω της εκμετάλλευσης και της καταλήστευσης των φτωχών χωρών, μάλλον δε συζήτησε ποτέ στις καφετέριες της Νέας Υόρκης και του Κολωνακίου. Βρίσκεται μεταξύ αυτών που, όπως έλεγε ο Μαρξ, «δεν μπορούν να καταλάβουν πώς μπορεί μια χώρα να πλουτίζει σε βάρος μιας άλλης», όπως επίσης «πώς μια τάξη μπορεί να πλουτίζει σε βάρος μιας άλλης τάξης».
Το θέμα όμως δεν είναι τι θα της άρεσε να είναι, αλλά τι είναι. Εδώ βλέπουμε τη μετάβαση από μια Ευρωπαία που ονειρεύτηκε να ζει μέσα στα λούσα αλλά παραπετάχτηκε στην Ελλάδα της κρίσης, στην αιμοσταγή και κυνική μισθοφόρο των δολοφονικών πολυεθνικών. Η αποστροφή της στο «παράλληλο εμπόριο» δεν είναι παρά κέλευσμα για συγκέντρωση σε λίγα μεγάλα πολυκαταστήματα και αφαίμαξη των μικροπαραγωγών και εμπόρων. Η αναφορά της στην εκμετάλλευση των γυναικών, εκτός του ότι αποκρύπτει την πραγματικότητα στις «πολιτισμένες χώρες», είναι παντελώς ψευδής όταν συνοδεύεται από την απέχθεια της στο δημόσιο θηλασμό. Σε μια χώρα που τον ενέταξε στο Σύνταγμα ως ανθρώπινο δικαίωμα και σε μια ήπειρο που έχει χάσει δισεκατομμύρια βρέφη από τον υποσιτισμό που προκάλεσαν εταιρείες υποκατάστατων γάλακτος, όπως η Νεστλέ, οι δηλώσεις για το θηλασμό και τον έλεγχο των γεννήσεων δεν έχουν και μεγάλη διαφορά από τη ναζιστική ευγονική.
Δε φταίει η φτώχεια φταίνε η φτωχοί, φωνάζει η Σώτη, έχοντας πίσω αιώνες ρατσιστικής και ταξικής ευρωπαϊκής ιδεολογίας. Δε τους χρειαζόμαστε τόσους φτωχούς, αναγνωρίζει η νεομαλθουσιανή συγγραφέας.
Και λέγοντας τα αυτά, σκέφτεται πως ίσως καταφέρει να πείσει για την ορθότητα των πολιτικών της Ελλάδας, έτσι ώστε να φύγει κάποτε από αυτή την καταραμένη υπανάπτυξη. Και αν οι εικόνες της Λατινικής Αμερικής, όλο και περισσότερο βιώνονται στους δρόμους της Αθήνας, σε αυτό δε φταίει η πολιτική του ΔΝΤ, αλλά η τριτοκοσμική μας συνείδηση.
Αφού δεν της έλαχε από τη μοίρα να είναι αγγελιοφόρος της «ευρωπαϊκής ανωτερότητας» σε χρόνια ανάπτυξης, έγινε θλιβερή εκπρόσωπος του θανάτου και του στυγνού νέου ιμπεριαλισμού στα χρόνια της κρίσης.
Αναμένουμε το άρθρο που θα στηρίζει με ανθρωπιστικά και πολιτισμένα επιχειρήματα την επέμβαση στη Συρία.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ, 1/9/2013, Αναδημοσιεύεται από το Βαθύ Κόκκινο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου