«Επισημάναμε από την αρχή και χωρίς δισταγμούς το σφάλμα του Μνημονίου. Αλλά στηρίξαμε από την αρχή και όσα σωστά περιελάμβανε, κυρίως τις διαρθρωτικές αλλαγές. Αποδείχθηκε ότι είχαμε δίκιο όταν μιλούσαμε για το λάθος του πρώτου Μνημονίου». Ετσι ξεκινά η συνέντευξη που έδωσε ο πρωθυπουργός στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».
Ο ακροβατισμός της διάκρισης του πρώτου από το δεύτερο Μνημόνιο είναι προφανής και δεν ξεγελά κανέναν. Καμιά ουσιώδη διαφορά δεν έχουν τα δύο Μνημόνια, διότι και τα δύο αποτελούν επανάληψη της γνωστής συνταγής του ΔΝΤ, ακόμη μια εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον», με μόνο μία βασική ιδιομορφία: ότι παρόμοιες πολιτικές «σοκ και δέους» επιχειρήθηκαν για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση σε μια χώρα του «Πρώτου Κόσμου». Οπως ομολογήθηκε από τους ίδιους τους υπουργούς του ΠΑΣΟΚ που έσυραν τη χώρα στο πρώτο Μνημόνιο, για την κατάρτισή του «δεν είχε γίνει η παραμικρή προετοιμασία και απλώς την τελευταία στιγμή απομονώνονταν τμήματα από παλαιότερα Μνημόνια του ΔΝΤ με την Τουρκία, το Μεξικό ή την Ουγγαρία και προσαρμόζονταν βιαστικά για να συνθέσουν το ελληνικό Μνημόνιο» (...) «Είναι μια κακή συρραφή, ένα "Μνημόνιο-Φρανκενστάιν"»1.
1. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που υπερασπίζεται ο πρωθυπουργός αποτελούν τη γνωστή, ήδη από τη Χιλή του Πινοσέτ, συνταγή:
* Συμπίεση του μισθολογικού κόστους και απορρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας, με σκοπό τη μεγιστοποίηση της ιδιωτικής κερδοφορίας.
* Μαζική μεταφορά πόρων από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, μέσω ιδιωτικοποιήσεων των δημοσίων επιχειρήσεων και δημοσιοποίηση των ζημιών των τραπεζών.
* Μονεταριστική πολιτική λιτότητας με έμφαση στη δραματική μείωση των δημοσίων δαπανών, ιδίως των κοινωνικών.
Σε όσους τονίζουμε το νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα των Μνημονίων προβάλλεται συχνά το εξής επιχείρημα: «Είναι νεοφιλελευθερισμός η λαίλαπα των φορολογικών μέτρων και η αλλοπρόσαλλη πολιτική που εφαρμόζεται τα τρία τελευταία χρόνια; Τα μέτρα αυτά οφείλονται αποκλειστικά στους Ελληνες πολιτικούς». Μακριά από μένα κάθε σκέψη απόκρυψης των ευθυνών του φαύλου ελληνικού πολιτικού συστήματος. Οπως έγραφε προφητικά ο Π. Κονδύλης ήδη από το 1991, όλα αυτά τα χρόνια το κομματικό σύστημα αποτελούσε «αγωγό εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική του διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά του να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφων», «εκχωρώντας, έτσι, τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της»2.
2. Δεν ανήκει, όμως, στο αμαρτωλό κομματικό σύστημα της χώρας η αποκλειστική ευθύνη για την κρίση. Αυτή είναι παγκόσμια και απλώς οι αμαρτίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος επιτείνουν ακραία στη χώρα μας τις δυσμενείς συνέπειές της. Για την ακρίβεια, η ήπειρός μας και η χώρα μας βιώνουν τη συρροή μιας οικονομικής και μιας θεσμικής κρίσης: μιας γενικότερης, του παγκόσμιου καπιταλισμού, η οποία διαπλέκεται με τη στρεβλή διαδικασία και τα προβλήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ουσία της συνίσταται στις τεκτονικές τριβές που προκαλεί η μετάβαση από το κεϊνσιανό κράτος της ελεγχόμενης αγοράς στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο της σχεδόν πλήρους απελευθέρωσής της.
Αλλωστε, και ο νεοφιλελευθερισμός έχει δύο όψεις: την ιδεολογική και την πραγματιστική. Η πρώτη μόνο, όπως αποτυπώνεται στα γραπτά του Χάγιεκ και του Φρίντμαν, έχει την απεσταγμένη καθαρότητα να επιμένει ότι η αγορά πρέπει να παραμένει εντελώς αρρύθμιστη από το κράτος, στους δικούς της αποκλειστικά ρυθμούς. Η δεύτερη, ο εφαρμοσμένος νεοφιλελευθερισμός, αποτελεί μια ταξική πολιτική επικράτησης των μεγάλων καπιταλιστικών συμφερόντων πολύ πιο εκλεκτική. Αντί, για παράδειγμα, να αφήσει τις μεγάλες συστημικές τράπεζες να καταρρεύσουν, όπως θα επέβαλλε ο «καθαρός» φιλελευθερισμός, τις διέσωσε με δημόσιο χρήμα. Με αυτό τον τρόπο μετέτρεψε μια τραπεζική κρίση υπερδανεισμού σε παγκόσμια δημοσιονομική κρίση.
Στην Ελλάδα, συνεπώς, εκφραστές του νεοφιλελευθερισμού δεν αποτελούν μόνο όσοι αυτοχαρακτηρίζονται έτσι, από τον κύριο Τζήμερο και τον κύριο Μάνο έως την κυρία Μπακογιάννη. Ο συρφετός, άλλωστε, αυτών των ιδεολογικών απόψεων ποτέ δεν ξεπέρασε στις κάλπες το ποσοστό του 3%. Ο νεοφιλελευθερισμός στην Ελλάδα διαπλέκεται με τον παλαιοκομματισμό του ρουσφετιού και της πατρωνίας και στα δύο κυβερνητικά κόμματα. Παρά την ύπαρξη της «λαϊκής Δεξιάς» στη Νέα Δημοκρατία και τις αταβιστικές επικλήσεις της 3ης Σεπτέμβρη στο ΠΑΣΟΚ, και τα δύο κόμματα αποτελούν πλευρές του ίδιου νόθου, ελληνικού νεοφιλελευθερισμού.
1. Π. Παπαδόπουλου, Το δραματικό παρασκήνιο των δύο ετών του Μνημονίου, Το Βήμα 16-10-2011.
2. Π. Κονδύλη, Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας, η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία. Θεμέλιο, Αθήνα, 2011 (1991).
*Καθηγητής ΔΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου