Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, απο το Red NoteBook...
Παραμονές της επετείου από την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, ξαναδιαβάζω ένα παλιότερο κείμενο του Μιχάλη Σπουρδαλάκη: “Ο μετριοπαθής πολιτικός λόγος, που συνήθως χαρακτηρίζει τις ιδεολογικές συντεταγμένες των πανσυλλεκτικών κομμάτων”, γράφει, “στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ εκφράστηκε με την παγίωση της γνωστής του πολιτικής διγλωσσίας”. Αν και αυτή είχε ήδη φανεί από τις παραμονές του 1977, όπως εξηγεί o ίδιος, από τότε και στο εξής θα “εμπεριέχει έντονα εθνικιστικά και τεχνοκρατικά στοιχεία”· το πλαίσιο δε, μέσω του οποίου θα στηρίζεται πολιτικά, κοινωνικά και ιδεολογικά αυτή η πανσυλλεκτική στρατηγική, θα διατυπωθεί στην πρώτη κιόλας σύνοδο της Κεντρικής του Επιτροπής μετά τις εκλογές του 1977. Και το όνομα του πλαισίου αυτού: Εθνική Λαϊκή Ενότητα (ΕΛΕ) [1].
Τι ήταν αυτή η περίφημη ΕΛΕ, που ο Σπουρδαλάκης χαρακτηρίζει “ληξιαρχική πράξη, με την οποία το ΠΑΣΟΚ αυτοκατανοείται ως κόμμα εξουσίας”; Ο ίδιος σημειώνει ότι το περιεχόμενό της δεν προσδιορίστηκε ποτέ με σαφήνεια, ακριβώς για να μπορεί να προσαρμόζεται σε αντιφατικές επιλογές, με στόχο πάντοτε “να φύγει η Δεξιά”. Με τα λόγια της Επιτροπής Διαφώτισης του κόμματος, επρόκειτο για μια “συμμαχία των τάξεων και των στρωμάτων που το σύστημα της εξάρτησης και της στρεβλής οικονομικής ανάπτυξης καταπίεζε, εκμεταλλευόταν και περιθωριοποιούσε”.
Με την ΕΛΕ, το ΠΑΣΟΚ απευθυνόταν πλέον σε όλους τους Έλληνες, τους καλούσε να υπερβούν κομματικές ταυτίσεις και να συστρατευθούν σε ένα παλλαϊκό και πατριωτικό κίνημα για την Εθνική Ανεξαρτησία, τη Δημοκρατία και τη σοσιαλιστική αλλαγή. “Ουσιαστικά”, σχολιάζει ο Δημήτρης Κατσορίδας, “με την ΕΛΕ η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αρχίζει να αποποιείται όλες τις ριζοσπαστικές θέσεις που είχε μέχρι τότε υιοθετήσει [και] να προσανατολίζεται στη συνεργασία της εργατικής τάξης με κάποιες μερίδες της ΄εθνικής΄ αστικής τάξης στο πλαίσιο ενός ΄νέου ιστορικού μπλοκ εξουσίας΄” [2].
Σκέφτομαι ότι όσοι μας έχουν κατατρομάξει τελευταία με την υποτιθέμενη πασοκοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, είτε πρόκειται για τα μεγάλα συγκροτήματα του Τύπου, είτε για το ΚΚΕ και τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (τροφοδοτώντας, εκούσια ή ακούσια, το καταθλιπτικό “δεν αλλάζει τίποτα”), δεν θα διανοηθούν ποτέ να κατηγορήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ για τέτοιου είδους “ολισθήματα”. Δεν θα το διανοηθούν, για δύο λόγους: Ο ένας αφορά τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ – που δηλώνει ότι “η προοπτική της Ελλάδας είναι συνυφασμένη με την προοπτική της Ευρώπης”, που στέκεται αλληλέγγυος στον τουρκικό λαό, παραμένει λόγω και έργω στο πλευρό ελλήνων και ξένων εργατών και αποτελεί οργανικό τμήμα των διεθνιστικών κινημάτων ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Ο άλλος αφορά τις Κασσάνδρες της περίφημης πασοκοποίησης: τόσο τις δεξιές, γιατί ο εθνικισμός τους είναι βασικό μέσο ιδεολογικής καταστολής των κοινωνικών αγώνων, όσο όμως και τις αριστερές, ο προοδευτικός εθνικισμός των οποίων προτείνεται διαχρονικά ως τεκμήριο αριστεροσύνης και αντιιμπεριαλιστικής συνέπειας.
Σε έναν (καπιταλιστικό) κόσμο που οργανώνεται ακόμα σε εθνική βάση, και με την εθνική κοινότητα να αποτελεί ακόμα το πιο οικείο καταφύγιο σε καιρούς κρίσης, το να διακρίνουμε ανάμεσα σε προοδευτικό και συντηρητικό εθνικισμό μου φαίνεται σημαντικό. Για να το πω διαφορετικά, χρειάζεται απίστευτη ιδεολογική τύφλωση (ή απλώς σκοπιμότητα) για να μην αντιλαμβάνεται κανείς ότι στην υπαρκτή Ευρωπαϊκή Ένωση, το γερμανικό κράτος πασχίζει για την εθνική ενότητα υπό το γερμανικό κεφάλαιο και ταυτόχρονα για την απρόσκοπτη διεθνή “σταδιοδρομία” του τελευταίου, με τα γνωστά αποτελέσματα που έχουν οι εθνικοί εγωισμοί σε εποχές κρίσης. Ακόμα πιο σημαντικό, όμως, μου φαίνεται το να μην ξεχνάμε πως ακριβώς το ίδιο συμβαίνει με το ελληνικό κράτος και το ελληνικό κεφάλαιο, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών. Δυστυχώς, όσο πληθαίνουν οι αναλύσεις περί “υποτέλειας στη Μέρκελ και τον Ομπάμα”, “υποβολής διαπιστευτηρίων στον Σόιμπλε”, “υπουργών-φερέφωνων” κ.ο.κ., το (υπαρκτό) ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας αποσυνδέεται ριζικά από το βασικό του περιεχόμενο, αυτό της δημοκρατίας, και φυσικά ελάχιστος χρόνος μένει για ν΄ ασχοληθούμε με το ποιος κερδίζει από το κλείσιμο των νοσοκομείων, πώς γίνεται η Τράπεζα Πειραιώς να ανακοινώνει 3.5 δις κέρδη μέσα στην κρίση ή τι θα γίνει με τις ανεξέλεγκτες off-shore. Αναρωτιέμαι: ποιο είναι άραγε το διά ταύτα μιας πολιτικής που ουσιαστικά διαπιστώνει αυτό το “τηρουμένων των αναλογιών”, τις ασυμμετρίες ισχύος - ότι, δηλαδή, το ελληνικό κράτος και το ελληνικό κεφάλαιο δεν είναι “σαν” το γερμανικό, πολύ δε περισσότερο “σαν” το αμερικάνικο; Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι η αμφισβήτηση του μονοπωλίου της Δεξιάς στον πατριωτισμό, ακόμα κι αν αποδειχθεί εκλογικά αποτελεσματική, όπως υπήρξε σε πολύ διαφορετικές εποχές η ΕΛΕ, δεν έχει συνέπειες -κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτικές- για την Αριστερά;
Στο ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο Κοινότοπος Εθνικισμός (“Banal Nationalism”), ο κοινωνικός ψυχολόγος Μάικλ Μπίλινγκ λέει ότι όσο σκεφτόμαστε τον εθνικισμό ως σήμα κατατεθέν αποσχιστικών, φασιστικών ή αυτονομιστικών κινημάτων, χάνουμε από τα μάτια μας τους “αθώους” τρόπους, τα “ανύποπτα” μέσα και τα καθημερινά ιδεολογικά κλισέ, χάρη στα οποία αναπαράγονται τα εθνικά κράτη. Χάνοντας, ή χειρότερα, αναπαράγοντας τα κλισέ αυτά, ο κοινότοπος αριστερός εθνικισμός παραιτείται από την ιδέα να οργανώσει τον λαό της Αριστεράς με βάση τις πραγματικές συγκρούσεις της εποχής – πράγμα που δεν σημαίνει να ζητήσει αφοσίωση σε μια σκληρή ιδεολογική ταυτότητα, δεν σημαίνει όμως και μεταγλώττιση των εθνικο-λαϊκών στερεοτύπων της δεκαετίας του ΄70 στα συμφραζόμενα της κρίσης.
______________
Σημειώσεις
[1] Μιχάλης Σπουρδαλάκης, "Από το Κίνημα Διαμαρτυρίας" στο "Νέο ΠΑΣΟΚ", στο: ΠΑΣΟΚ: Κόμμα, Κράτος, Κοινωνία, Πατάκης: 1998. Για τις κατοπινές προσαρμογές του πασοκικού διεθνισμού στο εθνικό (κρατικό) συμφέρον, βλ. Ο Ιός, "Η Πράσινη Αλληλεγγύη, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 28.3.1999
[2] Δημήτρης Κατσορίδας, ΠΑΣΟΚ: Από την αλλαγή στη μετάλλαξη. Γέννηση-πορεία-καμπή-συντηρητική στροφή, ΚΨΜ: 2006
Τι ήταν αυτή η περίφημη ΕΛΕ, που ο Σπουρδαλάκης χαρακτηρίζει “ληξιαρχική πράξη, με την οποία το ΠΑΣΟΚ αυτοκατανοείται ως κόμμα εξουσίας”; Ο ίδιος σημειώνει ότι το περιεχόμενό της δεν προσδιορίστηκε ποτέ με σαφήνεια, ακριβώς για να μπορεί να προσαρμόζεται σε αντιφατικές επιλογές, με στόχο πάντοτε “να φύγει η Δεξιά”. Με τα λόγια της Επιτροπής Διαφώτισης του κόμματος, επρόκειτο για μια “συμμαχία των τάξεων και των στρωμάτων που το σύστημα της εξάρτησης και της στρεβλής οικονομικής ανάπτυξης καταπίεζε, εκμεταλλευόταν και περιθωριοποιούσε”.
Με την ΕΛΕ, το ΠΑΣΟΚ απευθυνόταν πλέον σε όλους τους Έλληνες, τους καλούσε να υπερβούν κομματικές ταυτίσεις και να συστρατευθούν σε ένα παλλαϊκό και πατριωτικό κίνημα για την Εθνική Ανεξαρτησία, τη Δημοκρατία και τη σοσιαλιστική αλλαγή. “Ουσιαστικά”, σχολιάζει ο Δημήτρης Κατσορίδας, “με την ΕΛΕ η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αρχίζει να αποποιείται όλες τις ριζοσπαστικές θέσεις που είχε μέχρι τότε υιοθετήσει [και] να προσανατολίζεται στη συνεργασία της εργατικής τάξης με κάποιες μερίδες της ΄εθνικής΄ αστικής τάξης στο πλαίσιο ενός ΄νέου ιστορικού μπλοκ εξουσίας΄” [2].
Σκέφτομαι ότι όσοι μας έχουν κατατρομάξει τελευταία με την υποτιθέμενη πασοκοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, είτε πρόκειται για τα μεγάλα συγκροτήματα του Τύπου, είτε για το ΚΚΕ και τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (τροφοδοτώντας, εκούσια ή ακούσια, το καταθλιπτικό “δεν αλλάζει τίποτα”), δεν θα διανοηθούν ποτέ να κατηγορήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ για τέτοιου είδους “ολισθήματα”. Δεν θα το διανοηθούν, για δύο λόγους: Ο ένας αφορά τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ – που δηλώνει ότι “η προοπτική της Ελλάδας είναι συνυφασμένη με την προοπτική της Ευρώπης”, που στέκεται αλληλέγγυος στον τουρκικό λαό, παραμένει λόγω και έργω στο πλευρό ελλήνων και ξένων εργατών και αποτελεί οργανικό τμήμα των διεθνιστικών κινημάτων ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Ο άλλος αφορά τις Κασσάνδρες της περίφημης πασοκοποίησης: τόσο τις δεξιές, γιατί ο εθνικισμός τους είναι βασικό μέσο ιδεολογικής καταστολής των κοινωνικών αγώνων, όσο όμως και τις αριστερές, ο προοδευτικός εθνικισμός των οποίων προτείνεται διαχρονικά ως τεκμήριο αριστεροσύνης και αντιιμπεριαλιστικής συνέπειας.
Σε έναν (καπιταλιστικό) κόσμο που οργανώνεται ακόμα σε εθνική βάση, και με την εθνική κοινότητα να αποτελεί ακόμα το πιο οικείο καταφύγιο σε καιρούς κρίσης, το να διακρίνουμε ανάμεσα σε προοδευτικό και συντηρητικό εθνικισμό μου φαίνεται σημαντικό. Για να το πω διαφορετικά, χρειάζεται απίστευτη ιδεολογική τύφλωση (ή απλώς σκοπιμότητα) για να μην αντιλαμβάνεται κανείς ότι στην υπαρκτή Ευρωπαϊκή Ένωση, το γερμανικό κράτος πασχίζει για την εθνική ενότητα υπό το γερμανικό κεφάλαιο και ταυτόχρονα για την απρόσκοπτη διεθνή “σταδιοδρομία” του τελευταίου, με τα γνωστά αποτελέσματα που έχουν οι εθνικοί εγωισμοί σε εποχές κρίσης. Ακόμα πιο σημαντικό, όμως, μου φαίνεται το να μην ξεχνάμε πως ακριβώς το ίδιο συμβαίνει με το ελληνικό κράτος και το ελληνικό κεφάλαιο, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών. Δυστυχώς, όσο πληθαίνουν οι αναλύσεις περί “υποτέλειας στη Μέρκελ και τον Ομπάμα”, “υποβολής διαπιστευτηρίων στον Σόιμπλε”, “υπουργών-φερέφωνων” κ.ο.κ., το (υπαρκτό) ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας αποσυνδέεται ριζικά από το βασικό του περιεχόμενο, αυτό της δημοκρατίας, και φυσικά ελάχιστος χρόνος μένει για ν΄ ασχοληθούμε με το ποιος κερδίζει από το κλείσιμο των νοσοκομείων, πώς γίνεται η Τράπεζα Πειραιώς να ανακοινώνει 3.5 δις κέρδη μέσα στην κρίση ή τι θα γίνει με τις ανεξέλεγκτες off-shore. Αναρωτιέμαι: ποιο είναι άραγε το διά ταύτα μιας πολιτικής που ουσιαστικά διαπιστώνει αυτό το “τηρουμένων των αναλογιών”, τις ασυμμετρίες ισχύος - ότι, δηλαδή, το ελληνικό κράτος και το ελληνικό κεφάλαιο δεν είναι “σαν” το γερμανικό, πολύ δε περισσότερο “σαν” το αμερικάνικο; Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι η αμφισβήτηση του μονοπωλίου της Δεξιάς στον πατριωτισμό, ακόμα κι αν αποδειχθεί εκλογικά αποτελεσματική, όπως υπήρξε σε πολύ διαφορετικές εποχές η ΕΛΕ, δεν έχει συνέπειες -κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτικές- για την Αριστερά;
Στο ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο Κοινότοπος Εθνικισμός (“Banal Nationalism”), ο κοινωνικός ψυχολόγος Μάικλ Μπίλινγκ λέει ότι όσο σκεφτόμαστε τον εθνικισμό ως σήμα κατατεθέν αποσχιστικών, φασιστικών ή αυτονομιστικών κινημάτων, χάνουμε από τα μάτια μας τους “αθώους” τρόπους, τα “ανύποπτα” μέσα και τα καθημερινά ιδεολογικά κλισέ, χάρη στα οποία αναπαράγονται τα εθνικά κράτη. Χάνοντας, ή χειρότερα, αναπαράγοντας τα κλισέ αυτά, ο κοινότοπος αριστερός εθνικισμός παραιτείται από την ιδέα να οργανώσει τον λαό της Αριστεράς με βάση τις πραγματικές συγκρούσεις της εποχής – πράγμα που δεν σημαίνει να ζητήσει αφοσίωση σε μια σκληρή ιδεολογική ταυτότητα, δεν σημαίνει όμως και μεταγλώττιση των εθνικο-λαϊκών στερεοτύπων της δεκαετίας του ΄70 στα συμφραζόμενα της κρίσης.
______________
Σημειώσεις
[1] Μιχάλης Σπουρδαλάκης, "Από το Κίνημα Διαμαρτυρίας" στο "Νέο ΠΑΣΟΚ", στο: ΠΑΣΟΚ: Κόμμα, Κράτος, Κοινωνία, Πατάκης: 1998. Για τις κατοπινές προσαρμογές του πασοκικού διεθνισμού στο εθνικό (κρατικό) συμφέρον, βλ. Ο Ιός, "Η Πράσινη Αλληλεγγύη, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 28.3.1999
[2] Δημήτρης Κατσορίδας, ΠΑΣΟΚ: Από την αλλαγή στη μετάλλαξη. Γέννηση-πορεία-καμπή-συντηρητική στροφή, ΚΨΜ: 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου