Του Ούλριχ Μπεκ*, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Η Μέρκελ, με ακραίο νεοφιλελευθερισμό στις άλλες χώρες και με σοσιαλδημοκρατική συνταγή στη χώρα της, έχει πετύχει να τη φοβούνται στην όλο και πιο γερμανική Ε.Ε. και να την αγαπούν οι συμπολίτες της.
Υπό τον καθησυχαστικό τίτλο «Εμείς οι Γερμανοί δεν επιθυμούμε μια γερμανική Ευρώπη», ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, με ένα άρθρο του σε εφημερίδα, αρνήθηκε ότι η Γερμανία επιδιώκει να έχει έναν ηγετικό πολιτικό ρόλο στην Ε.Ε. «Η ιδέα ότι οι Γερμανοί επιθυμούν να παίξουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στην Ευρώπη αποτελεί μια παρεξήγηση», μας καθησύχασε ο Σόιμπλε. «Δεν ζητάμε από τους άλλους να γίνουν σαν εμάς. Αυτή η κατηγορία δεν έχει περισσότερο νόημα από τα εθνικά στερεότυπα που κρύβονται πίσω από τέτοιου είδους δηλώσεις».
Ομως τα γεγονότα μάς δείχνουν μια άλλη ιστορία, όπως διαπίστωσε ο πολιτικός επιστήμονας Εντγκαρ Γκραντ, διεξάγοντας μια πανευρωπαϊκή έρευνα, ο οποίος μελέτησε τη συζήτηση σχετικά με την ευρωπαϊκή κρίση σε διαφορετικά κράτη. Τα ευρήματά του κατατείνουν σε μια ξεκάθαρη διαφορά μεταξύ της Γερμανίας και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, περιλαμβανομένης της Βρετανίας. Ενώ σε όλες τις χώρες υπερεθνικοί πρωταγωνιστές (όπως η τρόικα) αναγνωρίζονται ως ισχυροί παίκτες σ’ εθνικό επίπεδο, αγνοούνται στη δημόσια συζήτηση εντός Γερμανίας. Αυτό σημαίνει ότι η γερμανική συζήτηση για την ευρωκρίση ήταν πρωταρχικά και κυρίως μια εθνική συζήτηση, ενώ σε όλες τις άλλες χώρες ήταν κυρίως μια ευρωπαϊκή συζήτηση. Αυτά τα εμπειρικά δεδομένα επιβεβαιώνουν καθαρά τη διάγνωσή μου για μια «γερμανική Ευρώπη».
Προεκλογική περίοδος α λα… γερμανικά
Με τις εθνικές εκλογές να διεξάγονται τον Σεπτέμβριο, ο επισκέπτης στο Βερολίνο θα περίμενε να είναι η πόλη το επίκεντρο μιας θερμής αντιπαράθεσης σχετικά με την Ευρώπη. Ομως η Γερμανία παραδόξως είναι αποκομμένη απ’ αυτά. Η γερμανική προεκλογική καμπάνια εν όψει των γενικών εκλογών της 22ας Σεπτεμβρίου έχει επικεντρωθεί στο θέμα των αμερικανικών υποκλοπών, στο αυξανόμενο κόστος της ενέργειας και στις παροχές φροντίδας των παιδιών. Αυτό είναι όλο. Η Γερμανία, το κλειδί για να λυθεί η ευρωκρίση, μοιάζει να έχει ανοσία στην πολωμένη συζήτηση σχετικά με τις εναλλακτικές λύσεις, καμία από τις οποίες δεν προσφέρεται δωρεάν.
Από τότε που άρχισε η ευρωκρίση, πολλές κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη διώχτηκαν κακήν κακώς από την εξουσία. Το αντίθετο φαίνεται να ισχύει με την καγκελάριο της Γερμανίας. Οι Γερμανοί αγαπούν την Ανγκελα Μέρκελ – πρώτα απ’ όλα γιατί απαιτεί ελάχιστα απ’ αυτούς. Και διότι η Μέρκελ ασκεί ένα νέο είδος πολιτικής εξουσίας στην Ευρώπη: τον μερκιαβελισμό – έναν συνδυασμό του Μακιαβέλι και της Μέρκελ. «Είναι προτιμότερο να σ’ αγαπούν ή να σε φοβούνται;», αναρωτιόταν ο Μακιαβέλι στον «Ηγεμόνα». Η απάντησή του είναι ότι «πρέπει και να σε αγαπούν και να σε φοβούνται, αλλά, επειδή είναι δύσκολο να συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα, είναι πιο ασφαλές να σε φοβούνται από το να σε αγαπούν». Η Μερκιαβέλι εφαρμόζει αυτή την αρχή επιλεκτικά με έναν καινούργιο τρόπο. Στο εξωτερικό πρέπει να τη φοβούνται, ενώ στο εσωτερικό να την αγαπούν. Κτηνώδης νεοφιλελευθερισμός στον έξω κόσμο, συναίνεση με σοσιαλδημοκρατική χροιά στο εσωτερικό – αυτή είναι η πετυχημένη συνταγή που έχει επιτρέψει στη Μερκιαβέλι να επεκτείνει διαρκώς τόσο τη δική της εξουσιαστική θέση όσο και της Γερμανίας.
Και υπάρχει επίσης μια χτυπητή διαφορά μεταξύ των θέσεων των εκτελεστικών ελίτ και της θέσης των πολιτικών κομμάτων. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν ισχυρά ευρωσκεπτικιστικά και αντιευρωπαϊκά κινήματα και κόμματα που δίνουν φωνή στους όλο και πιο ανήσυχους πολίτες. Γι’ αυτούς οι πολιτικές λιτότητας που τους επιβλήθηκαν από τις κυβερνήσεις τους είναι τερατώδεις πράξεις αδικίας. Χάνουν την τελευταία σπίθα πίστης και εμπιστοσύνης στο εθνικό και στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Αυτό πάλι δεν συμβαίνει στη Γερμανία. Εδώ διαπιστώνουμε ένα σπάνιο καθεστώς συναίνεσης. Τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι, μπορεί να αμφισβητούν τα προγράμματα λιτότητας της Μέρκελ στις λεπτομέρειές τους, αλλά τη στήριξαν πάντα στο Κοινοβούλιο. Από την άλλη, δύο από τα κόμματα που αποτελούν την κυβέρνηση της Μέρκελ, το βαυαρικό CSU και το φιλελεύθερο FDP, είναι αξιοσημείωτα αποστασιοποιημένα από τη θέση της ίδιας τους της κυβέρνησης.
Ως αποτέλεσμα, η γερμανική συζήτηση για την ευρωκρίση δεν είχε αντιπολίτευση στο Κοινοβούλιο. Αντίθετα, υπάρχει μια παράξενη μείξη των υπέρ και των κατά. Από τη μία, βλέπεις έναν άτυπο «Μεγάλο Συνασπισμό» μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, δηλαδή τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους. Από την άλλη, μ’ αυτόν τον Μεγάλο Συνασπισμό αντιπαρετίθεντο κόμματα που αποτελούν τον κυβερνητικό συνασπισμό, το CSU και το FDP. Υπάρχει ένας παράξενος «γερμανικός τρόπος» ανταλλαγής θέσεων στις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες που αφορούν κάθε μείζονα απόφαση, και για την οποία η Μέρκελ δεν θα μπορούσε να βρει πλήρη στήριξη από τους εταίρους της στον συνασπισμό της.
Ομως η ευρωπαϊκή κρίση φτάνει στο απροχώρητο και η Γερμανία έρχεται αντιμέτωπη με μια ιστορική απόφαση. Πρέπει να προσπαθήσει είτε να αναβιώσει το όνειρο και την ποιητική μιας πολιτικής Ευρώπης στο φαντασιακό των λαών είτε να μείνει προσκολλημένη σε μια πολιτική τού «κουτσά-στραβά» και των δισταγμών ως μέσο καταναγκασμού – μέχρι το ευρώ να μας χωρίσει. Η Γερμανία είναι πλέον πολύ ισχυρή για να έχει την πολυτέλεια της αναποφασιστικότητας και της απραξίας. Αλλά η Γερμανία υπνοβατεί με τον δικό της τρόπο. Ή, όπως το έθεσε ο Γιούργκεν Χάμπερμας, «η Γερμανία δεν χορεύει. Λαγοκοιμάται πάνω σ’ ένα ηφαίστειο».
Και υπάρχει ένα τελικό παράδοξο: ακόμα και εάν η Γερμανία λαγοκοιμάται πάνω σ’ ένα ηφαίστειο, ακόμα και εάν δεν υπάρχει καμία συζήτηση για τη στιγμή της απόφασης, το πιο πιθανό αποτέλεσμα των εκλογών πρόκειται να είναι υπέρ του επόμενου βήματος προς μια πολιτική Ευρωπαϊκη Ενωση. Και αυτό γιατί το πιο πιθανό είναι η Ανγκελα Μέρκελ να πετύχει μια τρίτη θητεία στην καγκελαρία. Περιμένω να υπάρξει μια σιωπηλή στροφή σε μια πολιτική για «περισσότερη Ευρώπη». Στο τέλος της μέρας η αλλαγή θέσης είναι το στοιχείο-κλειδί της πολιτικής εξουσίας της Μερκιαβέλι. Και η διάσωση του ευρώ και της Ε.Ε. είναι κάτι καλό για το βιβλίο της Ιστορίας.
Μια απίθανη περίπτωση
Στην απίθανη περίπτωση που η Μέρκελ δεν επανεκλεγεί, μια κοκκινο-πράσινη κυβέρνηση θα έπαιρνε την πρωτοβουλία μαζί με τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πολωνία κ.λπ. να διορθώσουν το κατασκευαστικό ελάττωμα της Νομισματικής Ενωσης και να κάνουν το επόμενο βήμα στην ολοκλήρωση της πολιτικής Ενωσης: να δημιουργήσουν μια κατάσταση στην οποία η Μέρκελ, ως αντιπολίτευση, θα συνιστούσε το άτυπο κομμάτι ενός «Μεγάλου Συνασπισμού».
Ας δούμε τις γερμανικές εκλογές μέσα από τα μάτια των άλλων. Στις κυβερνήσεις, στους δρόμους της Ευρώπης και στους διαδρόμους των Βρυξελλών περιμένουν να δουν ποιο δρόμο θα ακολουθήσει το Βερολίνο. «Θα ήμουν πιθανώς ο πρώτος Πολωνός υπουργός Εξωτερικών που θα το έλεγε, αλλά να πώς έχουν τα πράγματα: φοβάμαι λιγότερο τη γερμανική εξουσία απ’ ό,τι αρχίζω να φοβάμαι τη γερμανική απραξία», δήλωσε το 2011 ο Ράντεκ Σικόρσκι. Ξεκινώντας από τις 23 Σεπτεμβρίου, την πρώτη μέρα μετά τις γερμανικές εκλογές, με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, το ερώτημα «τι Ευρώπη θέλουμε και πώς θα την αποκτήσουμε;» θα βρεθεί στο επίκεντρο της γερμανικής και της ευρωπαϊκής πολιτικής. Ας ελπίσουμε ότι θα είναι μια άλλη (κοσμοπολίτικη) Ευρώπη («ein anderes Europa»), ικανή να σταθεί στα πόδια της σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε κίνδυνο και όχι μια Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Ευρώπης («eine Deutsche Bundesrepublik Europa»).
* Το νέο βιβλίο του διαπρεπούς Γερμανού κοινωνιολόγου Ούλριχ Μπεκ «Από τον Μακιαβέλι στη Μερκιαβέλι. Η γερμανική Ευρώπη και οι στρατηγικές εξουσίας της κρίσης» έχει εκδοθεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη. Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στην «Εφ.Συν.» με την άδεια του συγγραφέα.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Τάσος Τσακίρογλου
Υπό τον καθησυχαστικό τίτλο «Εμείς οι Γερμανοί δεν επιθυμούμε μια γερμανική Ευρώπη», ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, με ένα άρθρο του σε εφημερίδα, αρνήθηκε ότι η Γερμανία επιδιώκει να έχει έναν ηγετικό πολιτικό ρόλο στην Ε.Ε. «Η ιδέα ότι οι Γερμανοί επιθυμούν να παίξουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στην Ευρώπη αποτελεί μια παρεξήγηση», μας καθησύχασε ο Σόιμπλε. «Δεν ζητάμε από τους άλλους να γίνουν σαν εμάς. Αυτή η κατηγορία δεν έχει περισσότερο νόημα από τα εθνικά στερεότυπα που κρύβονται πίσω από τέτοιου είδους δηλώσεις».
Ομως τα γεγονότα μάς δείχνουν μια άλλη ιστορία, όπως διαπίστωσε ο πολιτικός επιστήμονας Εντγκαρ Γκραντ, διεξάγοντας μια πανευρωπαϊκή έρευνα, ο οποίος μελέτησε τη συζήτηση σχετικά με την ευρωπαϊκή κρίση σε διαφορετικά κράτη. Τα ευρήματά του κατατείνουν σε μια ξεκάθαρη διαφορά μεταξύ της Γερμανίας και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, περιλαμβανομένης της Βρετανίας. Ενώ σε όλες τις χώρες υπερεθνικοί πρωταγωνιστές (όπως η τρόικα) αναγνωρίζονται ως ισχυροί παίκτες σ’ εθνικό επίπεδο, αγνοούνται στη δημόσια συζήτηση εντός Γερμανίας. Αυτό σημαίνει ότι η γερμανική συζήτηση για την ευρωκρίση ήταν πρωταρχικά και κυρίως μια εθνική συζήτηση, ενώ σε όλες τις άλλες χώρες ήταν κυρίως μια ευρωπαϊκή συζήτηση. Αυτά τα εμπειρικά δεδομένα επιβεβαιώνουν καθαρά τη διάγνωσή μου για μια «γερμανική Ευρώπη».
Προεκλογική περίοδος α λα… γερμανικά
Με τις εθνικές εκλογές να διεξάγονται τον Σεπτέμβριο, ο επισκέπτης στο Βερολίνο θα περίμενε να είναι η πόλη το επίκεντρο μιας θερμής αντιπαράθεσης σχετικά με την Ευρώπη. Ομως η Γερμανία παραδόξως είναι αποκομμένη απ’ αυτά. Η γερμανική προεκλογική καμπάνια εν όψει των γενικών εκλογών της 22ας Σεπτεμβρίου έχει επικεντρωθεί στο θέμα των αμερικανικών υποκλοπών, στο αυξανόμενο κόστος της ενέργειας και στις παροχές φροντίδας των παιδιών. Αυτό είναι όλο. Η Γερμανία, το κλειδί για να λυθεί η ευρωκρίση, μοιάζει να έχει ανοσία στην πολωμένη συζήτηση σχετικά με τις εναλλακτικές λύσεις, καμία από τις οποίες δεν προσφέρεται δωρεάν.
Από τότε που άρχισε η ευρωκρίση, πολλές κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη διώχτηκαν κακήν κακώς από την εξουσία. Το αντίθετο φαίνεται να ισχύει με την καγκελάριο της Γερμανίας. Οι Γερμανοί αγαπούν την Ανγκελα Μέρκελ – πρώτα απ’ όλα γιατί απαιτεί ελάχιστα απ’ αυτούς. Και διότι η Μέρκελ ασκεί ένα νέο είδος πολιτικής εξουσίας στην Ευρώπη: τον μερκιαβελισμό – έναν συνδυασμό του Μακιαβέλι και της Μέρκελ. «Είναι προτιμότερο να σ’ αγαπούν ή να σε φοβούνται;», αναρωτιόταν ο Μακιαβέλι στον «Ηγεμόνα». Η απάντησή του είναι ότι «πρέπει και να σε αγαπούν και να σε φοβούνται, αλλά, επειδή είναι δύσκολο να συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα, είναι πιο ασφαλές να σε φοβούνται από το να σε αγαπούν». Η Μερκιαβέλι εφαρμόζει αυτή την αρχή επιλεκτικά με έναν καινούργιο τρόπο. Στο εξωτερικό πρέπει να τη φοβούνται, ενώ στο εσωτερικό να την αγαπούν. Κτηνώδης νεοφιλελευθερισμός στον έξω κόσμο, συναίνεση με σοσιαλδημοκρατική χροιά στο εσωτερικό – αυτή είναι η πετυχημένη συνταγή που έχει επιτρέψει στη Μερκιαβέλι να επεκτείνει διαρκώς τόσο τη δική της εξουσιαστική θέση όσο και της Γερμανίας.
Και υπάρχει επίσης μια χτυπητή διαφορά μεταξύ των θέσεων των εκτελεστικών ελίτ και της θέσης των πολιτικών κομμάτων. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν ισχυρά ευρωσκεπτικιστικά και αντιευρωπαϊκά κινήματα και κόμματα που δίνουν φωνή στους όλο και πιο ανήσυχους πολίτες. Γι’ αυτούς οι πολιτικές λιτότητας που τους επιβλήθηκαν από τις κυβερνήσεις τους είναι τερατώδεις πράξεις αδικίας. Χάνουν την τελευταία σπίθα πίστης και εμπιστοσύνης στο εθνικό και στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Αυτό πάλι δεν συμβαίνει στη Γερμανία. Εδώ διαπιστώνουμε ένα σπάνιο καθεστώς συναίνεσης. Τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι, μπορεί να αμφισβητούν τα προγράμματα λιτότητας της Μέρκελ στις λεπτομέρειές τους, αλλά τη στήριξαν πάντα στο Κοινοβούλιο. Από την άλλη, δύο από τα κόμματα που αποτελούν την κυβέρνηση της Μέρκελ, το βαυαρικό CSU και το φιλελεύθερο FDP, είναι αξιοσημείωτα αποστασιοποιημένα από τη θέση της ίδιας τους της κυβέρνησης.
Ως αποτέλεσμα, η γερμανική συζήτηση για την ευρωκρίση δεν είχε αντιπολίτευση στο Κοινοβούλιο. Αντίθετα, υπάρχει μια παράξενη μείξη των υπέρ και των κατά. Από τη μία, βλέπεις έναν άτυπο «Μεγάλο Συνασπισμό» μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, δηλαδή τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους. Από την άλλη, μ’ αυτόν τον Μεγάλο Συνασπισμό αντιπαρετίθεντο κόμματα που αποτελούν τον κυβερνητικό συνασπισμό, το CSU και το FDP. Υπάρχει ένας παράξενος «γερμανικός τρόπος» ανταλλαγής θέσεων στις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες που αφορούν κάθε μείζονα απόφαση, και για την οποία η Μέρκελ δεν θα μπορούσε να βρει πλήρη στήριξη από τους εταίρους της στον συνασπισμό της.
Ομως η ευρωπαϊκή κρίση φτάνει στο απροχώρητο και η Γερμανία έρχεται αντιμέτωπη με μια ιστορική απόφαση. Πρέπει να προσπαθήσει είτε να αναβιώσει το όνειρο και την ποιητική μιας πολιτικής Ευρώπης στο φαντασιακό των λαών είτε να μείνει προσκολλημένη σε μια πολιτική τού «κουτσά-στραβά» και των δισταγμών ως μέσο καταναγκασμού – μέχρι το ευρώ να μας χωρίσει. Η Γερμανία είναι πλέον πολύ ισχυρή για να έχει την πολυτέλεια της αναποφασιστικότητας και της απραξίας. Αλλά η Γερμανία υπνοβατεί με τον δικό της τρόπο. Ή, όπως το έθεσε ο Γιούργκεν Χάμπερμας, «η Γερμανία δεν χορεύει. Λαγοκοιμάται πάνω σ’ ένα ηφαίστειο».
Και υπάρχει ένα τελικό παράδοξο: ακόμα και εάν η Γερμανία λαγοκοιμάται πάνω σ’ ένα ηφαίστειο, ακόμα και εάν δεν υπάρχει καμία συζήτηση για τη στιγμή της απόφασης, το πιο πιθανό αποτέλεσμα των εκλογών πρόκειται να είναι υπέρ του επόμενου βήματος προς μια πολιτική Ευρωπαϊκη Ενωση. Και αυτό γιατί το πιο πιθανό είναι η Ανγκελα Μέρκελ να πετύχει μια τρίτη θητεία στην καγκελαρία. Περιμένω να υπάρξει μια σιωπηλή στροφή σε μια πολιτική για «περισσότερη Ευρώπη». Στο τέλος της μέρας η αλλαγή θέσης είναι το στοιχείο-κλειδί της πολιτικής εξουσίας της Μερκιαβέλι. Και η διάσωση του ευρώ και της Ε.Ε. είναι κάτι καλό για το βιβλίο της Ιστορίας.
Μια απίθανη περίπτωση
Στην απίθανη περίπτωση που η Μέρκελ δεν επανεκλεγεί, μια κοκκινο-πράσινη κυβέρνηση θα έπαιρνε την πρωτοβουλία μαζί με τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πολωνία κ.λπ. να διορθώσουν το κατασκευαστικό ελάττωμα της Νομισματικής Ενωσης και να κάνουν το επόμενο βήμα στην ολοκλήρωση της πολιτικής Ενωσης: να δημιουργήσουν μια κατάσταση στην οποία η Μέρκελ, ως αντιπολίτευση, θα συνιστούσε το άτυπο κομμάτι ενός «Μεγάλου Συνασπισμού».
Ας δούμε τις γερμανικές εκλογές μέσα από τα μάτια των άλλων. Στις κυβερνήσεις, στους δρόμους της Ευρώπης και στους διαδρόμους των Βρυξελλών περιμένουν να δουν ποιο δρόμο θα ακολουθήσει το Βερολίνο. «Θα ήμουν πιθανώς ο πρώτος Πολωνός υπουργός Εξωτερικών που θα το έλεγε, αλλά να πώς έχουν τα πράγματα: φοβάμαι λιγότερο τη γερμανική εξουσία απ’ ό,τι αρχίζω να φοβάμαι τη γερμανική απραξία», δήλωσε το 2011 ο Ράντεκ Σικόρσκι. Ξεκινώντας από τις 23 Σεπτεμβρίου, την πρώτη μέρα μετά τις γερμανικές εκλογές, με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, το ερώτημα «τι Ευρώπη θέλουμε και πώς θα την αποκτήσουμε;» θα βρεθεί στο επίκεντρο της γερμανικής και της ευρωπαϊκής πολιτικής. Ας ελπίσουμε ότι θα είναι μια άλλη (κοσμοπολίτικη) Ευρώπη («ein anderes Europa»), ικανή να σταθεί στα πόδια της σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε κίνδυνο και όχι μια Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Ευρώπης («eine Deutsche Bundesrepublik Europa»).
* Το νέο βιβλίο του διαπρεπούς Γερμανού κοινωνιολόγου Ούλριχ Μπεκ «Από τον Μακιαβέλι στη Μερκιαβέλι. Η γερμανική Ευρώπη και οι στρατηγικές εξουσίας της κρίσης» έχει εκδοθεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη. Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στην «Εφ.Συν.» με την άδεια του συγγραφέα.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Τάσος Τσακίρογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου