Πολλοί μη αριστεροί αναλυτές θεωρούν ότι η Αριστερά, ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει φτάσει στην οροφή της επιρροής του. Ότι συναρμολογεί αδέξια μια δυσφορούσα και απογοητευμένη λαϊκή παραδοχή, μια άπιστη ακολουθία καταβεβλημένων ψηφοφόρων. Ακόμα εντοπίζουν μορφοποιημένη στο εσωτερικό του μια κουρασμένη και αμήχανη «τασική» συμφωνία,
εντοπίζουν την έλλειψη ενιαίου κομματικού σώματος, ενιαίας πολιτικοϊδεολογικής εκφραστικής, που και αυτό το στοιχείο, εκτός των προηγουμένων, συστήνει την αυτοπάθεια του νέου κόμματος. Εν τέλει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά -κατά τους αναλυτές- δίνουν μικρό πολιτικό βάθος στον ΣΥΡΙΖΑ,τον καθιστούν μικρό συστημικό κίνδυνο. Αυτή η αδυναμία -κατά τους ίδιους- δίνει τη μεγαλύτερη επιχειρησιακή δυνατότητα στην κυβέρνηση, τη γλιτώνει από το να απολογείται για την ολέθρια πολιτική της, τη σώζει από τα λάθη και τις ανεπάρκειές της. Όλοι βεβαίως, οι αναλυτές (εκτός των ηλιθίων) αποδέχονται τη δομική υστέρηση της κυβερνητικής παραγωγής, αλλά εκείνο που κυρίως τους ενδιαφέρει είναι η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτήσει ένα επικίνδυνο «άλλο», η αδυναμία του να εισηγηθεί, αντί να ισχυρίζεται.
Σε ένα βαθμό, πολλές από τις αναλύσεις του λεγόμενου συστημικού χαρακτήρα είναι αρκετά ακριβείς, λογικά στηριγμένες, όχι πάντα κακόβουλες, όπως ίσως θα βόλευε έναν νεοφώτιστο κομματικό πατριωτισμό. Εν τούτοις και αυτές οι προσεγγίσεις και οι απέναντι, οι φωνές αριστερών, μη συστημικών αναλυτών (γιατί, όπως ξέρουμε πολύ καλά, υπάρχουν και οι εξόχως συστημικοί αριστεροί) όλες λοιπόν οι αναλυτικές προσεγγίσεις παρουσιάζουν σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα αφού συντίθενται με όρους που πλέον έχουν «δραπετεύσει» από την πραγματικότητα.
Έχω ξαναγράψει για την πολιτική κομματική χωροταξία που έχει ανατραπεί ριζικά. Η κοινωνία δεν χωρίζεται στα κομματικά τεμάχια, στις επικράτειες που η πολιτική αφηγηματική προικοδοτεί. Ο διευρυνόμενος κοινωνικός ανταγωνισμός, που ελλείψει συνδικαλιστικών δομών, κράτους και κυρίως πίστης και ηθικών συναφειών μετασχηματίζεται σε ολικό εμφύλιο, γίνεται βρασμός, μίσος, μαζικό έγκλημα, μιθριδατισμός, νιρβάνα, ακηδία, χαιρεκακία, διάσπαση κάθε ενότητας, διάρρηξη κάθε αλληλεγγύης ή ρητορική επίκληση χωρίς εννόηση.
Ο μαζικός υποσυνείδητος εκφασισμός της κοινωνίας, οι λιντσαριστικές φωνές, μιντιακές ή διαδικτυακές, στο όνομα αυτής της κοινωνίας, όλος αυτός ο ασυγκράτητος εκτραχηλισμός δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί είτε με τη μανιχαϊστική ηθικολογία του τύπου «κόμματα του συνταγματικού τόξου και η Χρυσή Αυγή» ή με στερεότυπες αναγωγές σε άυλα νέφη του παρελθόντος όπως η Κεντροαριστερά, είτε με πανσπερμία πολιτικών ευκολιών όπως το «ναι σε όλα», είτε με υπεκφυγές και ρητορικές γενικότητες.
Είναι αλήθεια ότι τα προβλήματα ερμηνείας της πραγματικότητας έχουν πολύ σύνθετη και πυκνή καταγωγή. Εκκινούν όμως συχνά και από την τύφλωση «σωλήνων», που αδυνατούν να μορφοποιήσουν τις κοινωνικές ροπές και μοιραία αφήνουν τα πράγματα να εκπέσουν είτε σε ένα αντιρρητικό χάος, χωρίς μέτρο και συγκρουσιακή αγωγή (ανθρώπων που ξέμαθαν και για πολλά χρόνια βάρυναν), είτε σε έναν συντηρητικό, ανασχετικό τρόμο. Γιατί η έλλειψη βαθιάς συγκρουσιακής αγωγής οδηγεί σε μαξιμαλισμούς και ήττες που το λεγόμενο κίνημα και η ποιότητά του δεν μπορεί να αφομοιώσει. Η έλλειψη συγκρουσιακής αγωγής αναδιπλασιάζει τα θεμελιώδη προβλήματα του «τρεϋντγιουνισμού», του οικονομίστικου συντεχνιασμού, τα κάνει μόνιμα, συνοδά χαρακτηριστικά και των αριστερών κομμάτων.
Η επιλογή του μείζονος θέματος, της αιχμής, του χρόνου, του μετώπου είναι μια βαθύτατη πολιτικοθεωρητική διαδικασία που οι βαρείς ημερήσιες κομματικές διεκπεραιώσεις και ο εμπειρισμός δεν επιτρέπουν. Το αντιρρητικό, άσκεφτο χάος, όπως ακριβώς και η υπόγεια συστημική προσχώρηση, την ίδια πολιτική παρεκτόπιση και παρερμηνεία αναπαράγουν. Όμως οι προφανείς αδυναμίες αυτού του τύπου, αδυναμίες που δεν μετουσιώνουν το λαϊκό θυμικό σε πολιτικό επίδικο, αλλά απλώς αποδέχονται κατανοητικά τη δυστυχία, δεν μπορούν ούτε να αποτελέσουν Αριστερά ούτε να συγκροτήσουν απάντηση ούτε να πολεμήσουν τη συστημική ανταπάντηση και κυρίως τη συμμοριτική τροϊκανή αδικοπραξία.
Ας προσέξουμε κι ας διδαχθούμε: Η Κεντροαριστερά (π.χ.) αυτή τη στιγμή δεν έχει τίποτα να πει, γιατί δεν υπάρχει κανείς να την ακούσει. Αντιστοιχεί σε ιδέες που έχουν χάσει την κοινωνική τους ουσίωση. Ή έχει να διαχειριστεί το φτωχό ερώτημα: «Τι κάνω στις επόμενες εκλογές, όταν δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο»; Πολιτική αντοχή εξασφαλίζει το να μετασχηματίσεις το κοινό σου. Δηλαδή να του τροποποιήσεις μερικά περιφερειακά, θνησιγενή χαρακτηριστικά, ανασκευάζοντας και ανασυγκροτώντας σε μια ευρεία σύνθεση, αιτήματα, συμφέροντα και ιδέες. Το ίδιο αυτό κοινό εκπαιδεύτηκε να πατάει διπλά. Και στην παροντική επιθυμία και στη δεύτερη σκέψη. Και στη σωματειακή και στην εργοδοτική δικαιοσύνη. Και στο αριστερό και στο δεξιό αφήγημα. Και στην παραγωγή και στη επιδότηση. Και στον αισθητικό ακτιβισμό και στον Δάκη Ιωάννου. Και στον χωροφύλαξ και στον αστυφύλαξ. Και ακριβώς γι' αυτό έρχεται και φεύγει πανεύκολα.
*Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ dsevastakis@arch.ntua.gr
εντοπίζουν την έλλειψη ενιαίου κομματικού σώματος, ενιαίας πολιτικοϊδεολογικής εκφραστικής, που και αυτό το στοιχείο, εκτός των προηγουμένων, συστήνει την αυτοπάθεια του νέου κόμματος. Εν τέλει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά -κατά τους αναλυτές- δίνουν μικρό πολιτικό βάθος στον ΣΥΡΙΖΑ,τον καθιστούν μικρό συστημικό κίνδυνο. Αυτή η αδυναμία -κατά τους ίδιους- δίνει τη μεγαλύτερη επιχειρησιακή δυνατότητα στην κυβέρνηση, τη γλιτώνει από το να απολογείται για την ολέθρια πολιτική της, τη σώζει από τα λάθη και τις ανεπάρκειές της. Όλοι βεβαίως, οι αναλυτές (εκτός των ηλιθίων) αποδέχονται τη δομική υστέρηση της κυβερνητικής παραγωγής, αλλά εκείνο που κυρίως τους ενδιαφέρει είναι η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτήσει ένα επικίνδυνο «άλλο», η αδυναμία του να εισηγηθεί, αντί να ισχυρίζεται.
Σε ένα βαθμό, πολλές από τις αναλύσεις του λεγόμενου συστημικού χαρακτήρα είναι αρκετά ακριβείς, λογικά στηριγμένες, όχι πάντα κακόβουλες, όπως ίσως θα βόλευε έναν νεοφώτιστο κομματικό πατριωτισμό. Εν τούτοις και αυτές οι προσεγγίσεις και οι απέναντι, οι φωνές αριστερών, μη συστημικών αναλυτών (γιατί, όπως ξέρουμε πολύ καλά, υπάρχουν και οι εξόχως συστημικοί αριστεροί) όλες λοιπόν οι αναλυτικές προσεγγίσεις παρουσιάζουν σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα αφού συντίθενται με όρους που πλέον έχουν «δραπετεύσει» από την πραγματικότητα.
Έχω ξαναγράψει για την πολιτική κομματική χωροταξία που έχει ανατραπεί ριζικά. Η κοινωνία δεν χωρίζεται στα κομματικά τεμάχια, στις επικράτειες που η πολιτική αφηγηματική προικοδοτεί. Ο διευρυνόμενος κοινωνικός ανταγωνισμός, που ελλείψει συνδικαλιστικών δομών, κράτους και κυρίως πίστης και ηθικών συναφειών μετασχηματίζεται σε ολικό εμφύλιο, γίνεται βρασμός, μίσος, μαζικό έγκλημα, μιθριδατισμός, νιρβάνα, ακηδία, χαιρεκακία, διάσπαση κάθε ενότητας, διάρρηξη κάθε αλληλεγγύης ή ρητορική επίκληση χωρίς εννόηση.
Ο μαζικός υποσυνείδητος εκφασισμός της κοινωνίας, οι λιντσαριστικές φωνές, μιντιακές ή διαδικτυακές, στο όνομα αυτής της κοινωνίας, όλος αυτός ο ασυγκράτητος εκτραχηλισμός δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί είτε με τη μανιχαϊστική ηθικολογία του τύπου «κόμματα του συνταγματικού τόξου και η Χρυσή Αυγή» ή με στερεότυπες αναγωγές σε άυλα νέφη του παρελθόντος όπως η Κεντροαριστερά, είτε με πανσπερμία πολιτικών ευκολιών όπως το «ναι σε όλα», είτε με υπεκφυγές και ρητορικές γενικότητες.
Είναι αλήθεια ότι τα προβλήματα ερμηνείας της πραγματικότητας έχουν πολύ σύνθετη και πυκνή καταγωγή. Εκκινούν όμως συχνά και από την τύφλωση «σωλήνων», που αδυνατούν να μορφοποιήσουν τις κοινωνικές ροπές και μοιραία αφήνουν τα πράγματα να εκπέσουν είτε σε ένα αντιρρητικό χάος, χωρίς μέτρο και συγκρουσιακή αγωγή (ανθρώπων που ξέμαθαν και για πολλά χρόνια βάρυναν), είτε σε έναν συντηρητικό, ανασχετικό τρόμο. Γιατί η έλλειψη βαθιάς συγκρουσιακής αγωγής οδηγεί σε μαξιμαλισμούς και ήττες που το λεγόμενο κίνημα και η ποιότητά του δεν μπορεί να αφομοιώσει. Η έλλειψη συγκρουσιακής αγωγής αναδιπλασιάζει τα θεμελιώδη προβλήματα του «τρεϋντγιουνισμού», του οικονομίστικου συντεχνιασμού, τα κάνει μόνιμα, συνοδά χαρακτηριστικά και των αριστερών κομμάτων.
Η επιλογή του μείζονος θέματος, της αιχμής, του χρόνου, του μετώπου είναι μια βαθύτατη πολιτικοθεωρητική διαδικασία που οι βαρείς ημερήσιες κομματικές διεκπεραιώσεις και ο εμπειρισμός δεν επιτρέπουν. Το αντιρρητικό, άσκεφτο χάος, όπως ακριβώς και η υπόγεια συστημική προσχώρηση, την ίδια πολιτική παρεκτόπιση και παρερμηνεία αναπαράγουν. Όμως οι προφανείς αδυναμίες αυτού του τύπου, αδυναμίες που δεν μετουσιώνουν το λαϊκό θυμικό σε πολιτικό επίδικο, αλλά απλώς αποδέχονται κατανοητικά τη δυστυχία, δεν μπορούν ούτε να αποτελέσουν Αριστερά ούτε να συγκροτήσουν απάντηση ούτε να πολεμήσουν τη συστημική ανταπάντηση και κυρίως τη συμμοριτική τροϊκανή αδικοπραξία.
Ας προσέξουμε κι ας διδαχθούμε: Η Κεντροαριστερά (π.χ.) αυτή τη στιγμή δεν έχει τίποτα να πει, γιατί δεν υπάρχει κανείς να την ακούσει. Αντιστοιχεί σε ιδέες που έχουν χάσει την κοινωνική τους ουσίωση. Ή έχει να διαχειριστεί το φτωχό ερώτημα: «Τι κάνω στις επόμενες εκλογές, όταν δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο»; Πολιτική αντοχή εξασφαλίζει το να μετασχηματίσεις το κοινό σου. Δηλαδή να του τροποποιήσεις μερικά περιφερειακά, θνησιγενή χαρακτηριστικά, ανασκευάζοντας και ανασυγκροτώντας σε μια ευρεία σύνθεση, αιτήματα, συμφέροντα και ιδέες. Το ίδιο αυτό κοινό εκπαιδεύτηκε να πατάει διπλά. Και στην παροντική επιθυμία και στη δεύτερη σκέψη. Και στη σωματειακή και στην εργοδοτική δικαιοσύνη. Και στο αριστερό και στο δεξιό αφήγημα. Και στην παραγωγή και στη επιδότηση. Και στον αισθητικό ακτιβισμό και στον Δάκη Ιωάννου. Και στον χωροφύλαξ και στον αστυφύλαξ. Και ακριβώς γι' αυτό έρχεται και φεύγει πανεύκολα.
*Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ dsevastakis@arch.ntua.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου