του Νικου Σαραντακου...
Έτσι που το γράφω, είναι σαν να αφηγούμαι πανάρχαια περιστατικά, σαν
να λέμε τότε που έγραφαν σε παπύρους ή που κυνηγούσαν με το τόξο και τα
βέλη, και ομολογώ ότι επίτηδες έδωσα αυτόν τον τίτλο -αλλά το βέβαιο
είναι πως οι περισσότεροι που γράφουν στο πλαίσιο του επαγγέλματός τους
δεν γράφουν πια με το χέρι.
Αν κρίνω από τον εαυτό μου, η τέχνη της χειρογραφής ξεμαθαίνεται εύκολα. Τα τελευταία χρόνια, αμέσως μόλις χαράξω δυο-τρεις χειρόγραφες αράδες κουράζομαι, ενώ ο γραφικός μου χαρακτήρας καταντάει ιατροπρεπώς δυσανάγνωστος.
Θυμάμαι μια φορά, σχετικά πρόσφατα, σε μια βιβλιοθήκη (δεν θα προσδιορίσω περισσότερο), που δεν μου επιτρέπαν να φωτογραφίσω κάτι επιστολές, αλλά με άφηναν, αν θέλω, να τις αντιγράψω με το χέρι: έκατσα λοιπόν και τις αντέγραψα, με το χεράκι μου, έξι σελίδες σχετικά αραιές, κι ήταν η πιο μαρτυρική ώρα που έχω περάσει εδώ και καιρό -εκτός οδοντιάτρου.
Κι όμως, στα νιάτα μου, όταν δούλευα φριλάνς μεταφραστής, έγραφα σελίδες επί σελίδων με το χέρι, ολόκληρο το Γεράκι της Μάλτας χειρόγραφο το έχω μεταφράσει, και δεκάδες άλλα βιβλία, σε κόλες Α4 που τις δίπλωνα κατά τη μεγάλη τους διάσταση έτσι που μια λωρίδα περίπου το ένα τέταρτο του πλάτους της σελίδας να μένει άδεια για διορθώσεις, και κάθε δέκα κόλες τις συνέραπτα με το συρραπτικό και τις έφτιαχνα τετραδιάκι -αυτά μου τάχε μάθει ένας παλιός και τα εφάρμοζα ευλαβικά. Και το δικό μου άλλωστε πρώτο βιβλίο χειρόγραφο το έδωσα στον εκδότη -αλλά αυτό, πες, ήταν λιγοσέλιδο. Θέλω να πω, κάποτε δεν με τρόμαζε το γράψιμο με το χέρι.
Μπορεί βέβαια να είναι δικό μου κουσούρι, που ξέμαθα να γράφω με το χέρι -στα σχόλια θα μου πείτε αν αυτό συμβαίνει μόνο σε μένα. Πάντως, όλα δείχνουν πως οδεύουμε προς μια κοινωνία που θα γράφει με το χέρι όλο και λιγότερο, παρόλο που, απ’ όσο ξέρω, τα παιδιά στο σχολείο, στην Ελλάδα τουλάχιστον, εξακολουθούν να αφιερώνουν πολλές ώρες, σε πολλές τάξεις, στο γράψιμο με το χέρι.
Φαίνεται πως σε άλλες χώρες τα πράγματα έχουν αλλάξει περισσότερο, και πως ήδη από το δημοτικό σχολείο δίνεται έμφαση στην πληκτρολόγηση και όχι στη χειρογραφή. Πρόσατα δημοσιεύτηκε στη Νιου Γιορκ Τάιμς ένα άρθρο για αυτό το θέμα, που μου φάνηκε αξιόλογο. Ο τίτλος του ήταν What’s lost as handwriting fades, Τι χάνεται καθώς ξεχνιέται το γράψιμο με το χέρι, θα μπορούσαμε να πούμε. Το άρθρο δημοσιεύτηκε διασκευασμένο στο tvxs, με τον τίτλο Τι χάνεται μαζί με την γραφή, που βέβαια δεν είναι σωστός τίτλος, αφού δεν χάνεται η γραφή καθαυτή αλλά η γραφή με το χέρι. Έστω, τι χάνεται μαζί με το χειρόγραφο. Αλλά το βασικό δεν είναι ο τίτλος, είναι ότι το άρθρο του tvxs είναι συρραφή-διασκευή.
Ο φίλος xray είχε την πρωτοβουλία να μεταφράσει ολόκληρο το πρωτότυπο άρθρο της ΝΥΤ, και θα σας το παρουσιάσω στα επόμενα. Έκανα πρόχειρα μερικές αλλαγές στη μετάφρασή του, ίσως πολύ πρόχειρα. Κάθε πρόταση για βελτίωση, δεκτή. Δυο θέματα ορολογίας. Το cursive writing το αποδίδουμε “συνεχή γραφή”, είναι το χειρόγραφο του ενήλικα εγγράμματου, που κάποια γράμματα (αλλά όχι όλα) είναι ενωμένα με τα άλλα, αυτό παλιά το λέγαν και “επισεσυρμένη γραφή”, όποιος ξέρει πώς το λέμε τώρα ας μας πει. Έπειτα, το printing, δεν είναι βέβαια, σε αυτά τα συμφραζόμενα, η εκτύπωση, είναι όταν γράφεις μεμονωμένα, ασύνδετα γράμματα -όπως το παιδί που μαθαίνει τώρα να γράφει. Πολύ θα ήθελα να ξέρω αν υπάρχει ειδικός ελληνικός όρος.
Τι χάνουμε καθώς ξεχνάμε να γράφουμε με το χέρι
Έχει σημασία το γράψιμο με το χέρι;
Όχι πολλή, σύμφωνα με πολλούς εκπαιδευτικούς. Τα Common Core standards, ένας γενικός οδηγός για την εκπαίδευση στην Αμερική, (http://www.corestandards.org), ο οποίος έχει υιοθετηθεί από τις περισσότερες πολιτείες, προτείνουν να διδάσκεται το παιδί να γράφει ευανάγνωστα, αλλά μόνο στο νηπιαγωγείο και την πρώτη τάξη του δημοτικού. Μετά από αυτό το στάδιο, η έμφαση δίνεται στην ευχέρεια στην πληκτρολόγηση.
Ψυχολόγοι όμως και νευροφυσιολόγοι λένε ότι είναι πάρα πολύ νωρίς για να ανακηρύξουμε τη γραφή με το χέρι απομεινάρι του παρελθόντος. Νέα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η σχέση της χειρόγραφης γραφής και της γενικότερης μαθησιακής εξέλιξης είναι πολύ βαθύτερη.
Τα παιδιά όχι μόνο μαθαίνουν να διαβάζουν γρηγορότερα όταν πρωτομαθαίνουν να γράφουν με το χέρι, αλλά βελτιώνουν επίσης και την ικανότητά τους να γεννούν ιδέες και να συγκρατούν πληροφορίες. Με άλλα λόγια, δεν έχει σημασία μόνο το τι γράφουμε, αλλά και το πώς.
“Όταν γράφουμε, ένα μοναδικό νευρικό κύκλωμα ενεργοποιείται αυτόματα,” λέει ο Στανισλάς Ντεέν (Stanislas Dehaene), ψυχολόγος στο Κολλέγιο της Γαλλίας στο Παρίσι, “Υπάρχει μια θεμελιώδης εσωτερική αναγνώριση της κίνησης του χεριού που γράφει μια λέξη, ένα είδος διανοητικής αναγνώρισης μέσα από μια προσομοίωση στο μυαλό μας. Και φαίνεται ότι αυτό το κύκλωμα συμβάλλει στη διαδικασία με τρόπους που δεν είχαμε συνειδητοποιήσει,” συνεχίζει. “Η μάθηση γίνεται ευκολότερη”.
Μια μελέτη του 2012 της Κάριν Τζέημς, ψυχολόγου στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνας, πρόσφερε νέα επιχειρήματα σε αυτή την προσέγγιση. Σε παιδιά που δεν είχαν μέχρι τότε μάθει να διαβάζουν και να γράφουν δόθηκαν ένα γράμμα, ή ένα σχήμα σε μια κάρτα και τους ζητήθηκε να το αναπαράξουν με έναν από τους εξής τρεις τρόπους: να το ζωγραφίσουν σε λευκό χαρτί, να το σχηματίσουν ενώνοντας αντίστοιχες τελείες, ή να το πληκτρολογήσουν απλώς σε υπολογιστή. Στη συνέχεια μπήκαν σε ένα εγκεφαλογράφο (brain scanner) και τους επιδείχθηκε για άλλη μια φορά η εικόνα.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι η αρχική διαδικασία της αντιγραφής ήταν πολύ σημαντική. Όταν τα παιδιά σχεδίαζαν ένα γράμμα με το χέρι, έδειχναν αυξημένη δραστηριότητα σε τρεις περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται στους ενήλικες όταν διαβάζουν ή γράφουν: στην αριστερή ατρακτοειδή έλικα, στην κάτω μετωπιαία έλικα και στον οπίσθιο βρεγματικό φλοιό.
Αντίθετα, παιδιά που πληκτρολογούσαν ή που σχημάτιζαν το γράμμα ή το σχήμα ενώνοντας τελείες, δεν έδειχναν τέτοια δραστηριότητα.
Η Δρ. Τζέημς αποδίδει τις διαφορές στην εγγενή ατέλεια του γραψίματος με το χέρι. Όχι μόνο πρέπει να προσχεδιάσουμε και να εκτελέσουμε το έργο με ένα τρόπο που δεν απαιτείται όταν έχουμε να ακολουθήσουμε σταθερά περιγράμματα, αλλά και είναι πιθανό να παράξουμε αποτέλεσμα κάθε φορά διαφορετικό.
Αυτή η ίδια η διαφορετικότητα, μπορεί να αποτελέσει από μόνη της ένα εκπαιδευτικό εργαλείο. “Όταν ένα παιδί γράφει ένα κακογραμμένο γράμμα,” λέει η Δρ. Τζέημς, “αυτό καθαυτό το γεγονός μπορεί να το βοηθήσει να το μάθει.”
Το μυαλό μας πρέπει να καταλάβει ότι κάθε επανάληψη του “α” για παράδειγμα, αποτελεί το ίδιο γράμμα, ανεξάρτητα από το πώς είναι γραμμένο. Η δυνατότητα της αποκωδικοποίησης της κακογραφίας του κάθε “α” μπορεί να αποδειχθεί χρησιμότερη στην εδραίωση της κατανόησης αυτού που αναπαριστά, από το να βλέπει κανείς το ίδιο απαράλλαχτο γράμμα επανειλημμένα.
“Αυτή είναι μια από τις πρώτες ενδείξεις της αλλαγής του εγκεφάλου λόγω αυτής της πρακτικής,” είπε η Δρ. Τζέημς.
Σε μια άλλη μελέτη, η Δρ. Τζέημς συγκρίνει παιδιά που σχηματίζουν λέξεις, με άλλα που απλώς παρακολουθούν τη διαδικασία. Από τις παρατηρήσεις της προκύπτει ότι μόνο η πραγματική προσπάθεια εμπλέκει το μυαλό και χαρίζει τα μαθησιακά πλεονεκτήματα της χειρογραφής.
Το αποτέλεσμα όμως εκτείνεται πέρα από την απλή αναγνώριση γραμμάτων. Σε μια μελέτη που ακολούθησε σε παιδιά τρίτης έως και πέμπτης δημοτικού, η Βιρτζίνια Μπέρνιγκερ, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, έδειξε ότι το γράψιμο μεμονωμένων γραμμάτων (printing), η συνεχής γραφή και η πληκτρολόγηση, είναι δραστηριότητες που συνδέονται με διακριτά και ξεχωριστά εγκεφαλικά μοτίβα – και καθεμιά τους έχει και διαφορετικό αποτέλεσμα. Όταν τα παιδιά έγραφαν κείμενο με το χέρι, δεν κατάφερναν απλώς να γράφουν συστηματικά περισσότερες λέξεις απ’ ό,τι τα παιδιά που πληκτρολογούσαν, αλλά εξέφραζαν και περισσότερες ιδέες.
Φαίνεται μάλιστα ότι μπορεί να υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο γράψιμο μεμονωμένων γραμμάτων (printing) και στη συνεχή γραφή – μια σημαντική διαφορά, καθώς η διδασκαλία του συνεχούς γραψίματος σταδιακά εξαφανίζεται από τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Στη δυσγραφία, μια κατάσταση μειωμένης ικανότητας γραφής, συνήθως μετά από τραυματισμό του εγκεφάλου, αυτή η διαφορά μπορεί εκδηλωθεί με απροσδόκητα αποτελέσματα: σε μερικούς ανθρώπους η ικανότητα για συνεχής γραφή παραμένει σχετικά ανεπηρέαστη, ενώ σε άλλους φαίνεται να μην επηρεάζεται η γραφή μεμονωμένων γραμμάτων.
Στην αλεξία, την κατάσταση μειωμένης ικανότητας διαβάσματος, μερικοί άνθρωποι που δεν μπορούν να κατανοήσουν τυπωμένο κείμενο (print), μπορούν να διαβάσουν χειρόγραφο κείμενο, ενώ συμβαίνει και το αντίθετο – πράγμα που υποδηλώνει ότι οι δύο τρόποι γραφής ενεργοποιούν διαφορετικά δίκτυα του εγκεφάλου και εμπλέκουν περισσότερους γνωστικούς πόρους απ’ ό,τι θα συνέβαινε αν η προσέγγιση ήταν ενιαία.
Η Δρ. Μπέρνιγκερ φτάνει στο σημείο να θεωρεί ότι η συνεχής γραφή μπορεί να συμβάλλει στην εκπαίδευση στον αυτοέλεγχο με ένα τρόπο που δεν είναι δυνατός για άλλους τρόπους γραφής, ενώ μερικοί ερευνητές της αποδίδουν μέχρι και συμβολή στη θεραπεία της δυσλεξίας. Μια μελέτη του 2012 δείχνει ότι το συνεχές γράψιμο μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική για άτομα με προχωρημένη δυσγραφία – δυσκολίες κινητικού ελέγχου στη διαδικασία σχηματισμού γραμμάτων – και ότι μπορεί να βοηθήσει στο να αποφεύγεται το γράψιμο των γραμμάτων ανάποδα ή αντίστροφα.
Συνεχές ή όχι, τα οφέλη του γραψίματος με το χέρι φαίνεται ότι εκτείνονται πέρα από την παιδική ηλικία. Για τους ενηλίκους, η πληκτρολόγηση μπορεί να είναι μια γρήγορη και αποτελεσματική εναλλακτική της χειρογραφής, αλλά αυτή η ίδια η αποτελεσματικότητά της, μπορεί να μειώνει την ικανότητά μας να επεξεργαζόμαστε καινούριες πληροφορίες. Όχι μόνο μαθαίνουμε καλύτερα τα γράμματα όταν τα καταχωρούμε στη μνήμη μας μέσω της χειρογραφής, αλλά και η μνήμη και η ικανότητα μάθησης μπορεί να ωφελούνται παράλληλα.
Δύο ψυχολόγοι, η Παμ Α. Μίλερ από το Πρίνστον και ο Ντάνιελ Μ. Οπενχάιμερ από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες ανέφεραν ότι τόσο σε συνθήκες εργαστηρίου, όσο και σε πραγματικές τάξεις σχολείων, οι μαθητές αφομοιώνουν την ύλη καλύτερα όταν κρατούν σημειώσεις με το χέρι, παρά πληκτρολογώντας σε κάποιο ψηφιακό μέσο. Αντίθετα με προηγούμενες μελέτες που απέδιδαν τη διαφορά στους περισπασμούς των υπολογιστών, η νέα έρευνα ενισχύει την άποψη ότι το γράψιμο με το χέρι δίνει στον μαθητή τη δυνατότητα να επεξεργαστεί τα περιεχόμενα της παράδοσης του καθηγητή και να τα επανατοποθετήσει – μια διαδικασία στοχασμού και χειρισμού που μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη κατανόηση και κωδικοποίηση της μνήμης.
Δεν είναι όλοι οι ερευνητές πεπεισμένοι ότι τα μακροπρόθεσμα οφέλη του γραψίματος με το χέρι είναι τόσο σημαντικά. Ένας από τους σκεπτικιστές πάντως, ο Πολ Μπλούμ, ψυχολόγος στο Γέιλ, λέει ότι η νέα έρευνα αν μη τι άλλο δίνει έναυσμα για σκέψεις.
“Όταν γράφεις με το χέρι, και μόνο το γεγονός ότι καταγράφεις κάτι, σε αναγκάζει να εστιάσεις στο τι είναι πραγματικά σημαντικό,” λέει. Και προσθέτει, ύστερα από λίγη σκέψη, “Ίσως να βοηθάει να σκέφτεσαι καλύτερα.”
Η Μαρία Κονίκοβα είναι αρθρογράφος του διαδικτυακού Νιου Γιόρκερ και συγγραφέας του “Mastermind: How to Think Like Sherlock Holmes.”
Αν κρίνω από τον εαυτό μου, η τέχνη της χειρογραφής ξεμαθαίνεται εύκολα. Τα τελευταία χρόνια, αμέσως μόλις χαράξω δυο-τρεις χειρόγραφες αράδες κουράζομαι, ενώ ο γραφικός μου χαρακτήρας καταντάει ιατροπρεπώς δυσανάγνωστος.
Θυμάμαι μια φορά, σχετικά πρόσφατα, σε μια βιβλιοθήκη (δεν θα προσδιορίσω περισσότερο), που δεν μου επιτρέπαν να φωτογραφίσω κάτι επιστολές, αλλά με άφηναν, αν θέλω, να τις αντιγράψω με το χέρι: έκατσα λοιπόν και τις αντέγραψα, με το χεράκι μου, έξι σελίδες σχετικά αραιές, κι ήταν η πιο μαρτυρική ώρα που έχω περάσει εδώ και καιρό -εκτός οδοντιάτρου.
Κι όμως, στα νιάτα μου, όταν δούλευα φριλάνς μεταφραστής, έγραφα σελίδες επί σελίδων με το χέρι, ολόκληρο το Γεράκι της Μάλτας χειρόγραφο το έχω μεταφράσει, και δεκάδες άλλα βιβλία, σε κόλες Α4 που τις δίπλωνα κατά τη μεγάλη τους διάσταση έτσι που μια λωρίδα περίπου το ένα τέταρτο του πλάτους της σελίδας να μένει άδεια για διορθώσεις, και κάθε δέκα κόλες τις συνέραπτα με το συρραπτικό και τις έφτιαχνα τετραδιάκι -αυτά μου τάχε μάθει ένας παλιός και τα εφάρμοζα ευλαβικά. Και το δικό μου άλλωστε πρώτο βιβλίο χειρόγραφο το έδωσα στον εκδότη -αλλά αυτό, πες, ήταν λιγοσέλιδο. Θέλω να πω, κάποτε δεν με τρόμαζε το γράψιμο με το χέρι.
Μπορεί βέβαια να είναι δικό μου κουσούρι, που ξέμαθα να γράφω με το χέρι -στα σχόλια θα μου πείτε αν αυτό συμβαίνει μόνο σε μένα. Πάντως, όλα δείχνουν πως οδεύουμε προς μια κοινωνία που θα γράφει με το χέρι όλο και λιγότερο, παρόλο που, απ’ όσο ξέρω, τα παιδιά στο σχολείο, στην Ελλάδα τουλάχιστον, εξακολουθούν να αφιερώνουν πολλές ώρες, σε πολλές τάξεις, στο γράψιμο με το χέρι.
Φαίνεται πως σε άλλες χώρες τα πράγματα έχουν αλλάξει περισσότερο, και πως ήδη από το δημοτικό σχολείο δίνεται έμφαση στην πληκτρολόγηση και όχι στη χειρογραφή. Πρόσατα δημοσιεύτηκε στη Νιου Γιορκ Τάιμς ένα άρθρο για αυτό το θέμα, που μου φάνηκε αξιόλογο. Ο τίτλος του ήταν What’s lost as handwriting fades, Τι χάνεται καθώς ξεχνιέται το γράψιμο με το χέρι, θα μπορούσαμε να πούμε. Το άρθρο δημοσιεύτηκε διασκευασμένο στο tvxs, με τον τίτλο Τι χάνεται μαζί με την γραφή, που βέβαια δεν είναι σωστός τίτλος, αφού δεν χάνεται η γραφή καθαυτή αλλά η γραφή με το χέρι. Έστω, τι χάνεται μαζί με το χειρόγραφο. Αλλά το βασικό δεν είναι ο τίτλος, είναι ότι το άρθρο του tvxs είναι συρραφή-διασκευή.
Ο φίλος xray είχε την πρωτοβουλία να μεταφράσει ολόκληρο το πρωτότυπο άρθρο της ΝΥΤ, και θα σας το παρουσιάσω στα επόμενα. Έκανα πρόχειρα μερικές αλλαγές στη μετάφρασή του, ίσως πολύ πρόχειρα. Κάθε πρόταση για βελτίωση, δεκτή. Δυο θέματα ορολογίας. Το cursive writing το αποδίδουμε “συνεχή γραφή”, είναι το χειρόγραφο του ενήλικα εγγράμματου, που κάποια γράμματα (αλλά όχι όλα) είναι ενωμένα με τα άλλα, αυτό παλιά το λέγαν και “επισεσυρμένη γραφή”, όποιος ξέρει πώς το λέμε τώρα ας μας πει. Έπειτα, το printing, δεν είναι βέβαια, σε αυτά τα συμφραζόμενα, η εκτύπωση, είναι όταν γράφεις μεμονωμένα, ασύνδετα γράμματα -όπως το παιδί που μαθαίνει τώρα να γράφει. Πολύ θα ήθελα να ξέρω αν υπάρχει ειδικός ελληνικός όρος.
Τι χάνουμε καθώς ξεχνάμε να γράφουμε με το χέρι
Έχει σημασία το γράψιμο με το χέρι;
Όχι πολλή, σύμφωνα με πολλούς εκπαιδευτικούς. Τα Common Core standards, ένας γενικός οδηγός για την εκπαίδευση στην Αμερική, (http://www.corestandards.org), ο οποίος έχει υιοθετηθεί από τις περισσότερες πολιτείες, προτείνουν να διδάσκεται το παιδί να γράφει ευανάγνωστα, αλλά μόνο στο νηπιαγωγείο και την πρώτη τάξη του δημοτικού. Μετά από αυτό το στάδιο, η έμφαση δίνεται στην ευχέρεια στην πληκτρολόγηση.
Ψυχολόγοι όμως και νευροφυσιολόγοι λένε ότι είναι πάρα πολύ νωρίς για να ανακηρύξουμε τη γραφή με το χέρι απομεινάρι του παρελθόντος. Νέα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η σχέση της χειρόγραφης γραφής και της γενικότερης μαθησιακής εξέλιξης είναι πολύ βαθύτερη.
Τα παιδιά όχι μόνο μαθαίνουν να διαβάζουν γρηγορότερα όταν πρωτομαθαίνουν να γράφουν με το χέρι, αλλά βελτιώνουν επίσης και την ικανότητά τους να γεννούν ιδέες και να συγκρατούν πληροφορίες. Με άλλα λόγια, δεν έχει σημασία μόνο το τι γράφουμε, αλλά και το πώς.
“Όταν γράφουμε, ένα μοναδικό νευρικό κύκλωμα ενεργοποιείται αυτόματα,” λέει ο Στανισλάς Ντεέν (Stanislas Dehaene), ψυχολόγος στο Κολλέγιο της Γαλλίας στο Παρίσι, “Υπάρχει μια θεμελιώδης εσωτερική αναγνώριση της κίνησης του χεριού που γράφει μια λέξη, ένα είδος διανοητικής αναγνώρισης μέσα από μια προσομοίωση στο μυαλό μας. Και φαίνεται ότι αυτό το κύκλωμα συμβάλλει στη διαδικασία με τρόπους που δεν είχαμε συνειδητοποιήσει,” συνεχίζει. “Η μάθηση γίνεται ευκολότερη”.
Μια μελέτη του 2012 της Κάριν Τζέημς, ψυχολόγου στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνας, πρόσφερε νέα επιχειρήματα σε αυτή την προσέγγιση. Σε παιδιά που δεν είχαν μέχρι τότε μάθει να διαβάζουν και να γράφουν δόθηκαν ένα γράμμα, ή ένα σχήμα σε μια κάρτα και τους ζητήθηκε να το αναπαράξουν με έναν από τους εξής τρεις τρόπους: να το ζωγραφίσουν σε λευκό χαρτί, να το σχηματίσουν ενώνοντας αντίστοιχες τελείες, ή να το πληκτρολογήσουν απλώς σε υπολογιστή. Στη συνέχεια μπήκαν σε ένα εγκεφαλογράφο (brain scanner) και τους επιδείχθηκε για άλλη μια φορά η εικόνα.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι η αρχική διαδικασία της αντιγραφής ήταν πολύ σημαντική. Όταν τα παιδιά σχεδίαζαν ένα γράμμα με το χέρι, έδειχναν αυξημένη δραστηριότητα σε τρεις περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται στους ενήλικες όταν διαβάζουν ή γράφουν: στην αριστερή ατρακτοειδή έλικα, στην κάτω μετωπιαία έλικα και στον οπίσθιο βρεγματικό φλοιό.
Αντίθετα, παιδιά που πληκτρολογούσαν ή που σχημάτιζαν το γράμμα ή το σχήμα ενώνοντας τελείες, δεν έδειχναν τέτοια δραστηριότητα.
Η Δρ. Τζέημς αποδίδει τις διαφορές στην εγγενή ατέλεια του γραψίματος με το χέρι. Όχι μόνο πρέπει να προσχεδιάσουμε και να εκτελέσουμε το έργο με ένα τρόπο που δεν απαιτείται όταν έχουμε να ακολουθήσουμε σταθερά περιγράμματα, αλλά και είναι πιθανό να παράξουμε αποτέλεσμα κάθε φορά διαφορετικό.
Αυτή η ίδια η διαφορετικότητα, μπορεί να αποτελέσει από μόνη της ένα εκπαιδευτικό εργαλείο. “Όταν ένα παιδί γράφει ένα κακογραμμένο γράμμα,” λέει η Δρ. Τζέημς, “αυτό καθαυτό το γεγονός μπορεί να το βοηθήσει να το μάθει.”
Το μυαλό μας πρέπει να καταλάβει ότι κάθε επανάληψη του “α” για παράδειγμα, αποτελεί το ίδιο γράμμα, ανεξάρτητα από το πώς είναι γραμμένο. Η δυνατότητα της αποκωδικοποίησης της κακογραφίας του κάθε “α” μπορεί να αποδειχθεί χρησιμότερη στην εδραίωση της κατανόησης αυτού που αναπαριστά, από το να βλέπει κανείς το ίδιο απαράλλαχτο γράμμα επανειλημμένα.
“Αυτή είναι μια από τις πρώτες ενδείξεις της αλλαγής του εγκεφάλου λόγω αυτής της πρακτικής,” είπε η Δρ. Τζέημς.
Σε μια άλλη μελέτη, η Δρ. Τζέημς συγκρίνει παιδιά που σχηματίζουν λέξεις, με άλλα που απλώς παρακολουθούν τη διαδικασία. Από τις παρατηρήσεις της προκύπτει ότι μόνο η πραγματική προσπάθεια εμπλέκει το μυαλό και χαρίζει τα μαθησιακά πλεονεκτήματα της χειρογραφής.
Το αποτέλεσμα όμως εκτείνεται πέρα από την απλή αναγνώριση γραμμάτων. Σε μια μελέτη που ακολούθησε σε παιδιά τρίτης έως και πέμπτης δημοτικού, η Βιρτζίνια Μπέρνιγκερ, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, έδειξε ότι το γράψιμο μεμονωμένων γραμμάτων (printing), η συνεχής γραφή και η πληκτρολόγηση, είναι δραστηριότητες που συνδέονται με διακριτά και ξεχωριστά εγκεφαλικά μοτίβα – και καθεμιά τους έχει και διαφορετικό αποτέλεσμα. Όταν τα παιδιά έγραφαν κείμενο με το χέρι, δεν κατάφερναν απλώς να γράφουν συστηματικά περισσότερες λέξεις απ’ ό,τι τα παιδιά που πληκτρολογούσαν, αλλά εξέφραζαν και περισσότερες ιδέες.
Φαίνεται μάλιστα ότι μπορεί να υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο γράψιμο μεμονωμένων γραμμάτων (printing) και στη συνεχή γραφή – μια σημαντική διαφορά, καθώς η διδασκαλία του συνεχούς γραψίματος σταδιακά εξαφανίζεται από τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Στη δυσγραφία, μια κατάσταση μειωμένης ικανότητας γραφής, συνήθως μετά από τραυματισμό του εγκεφάλου, αυτή η διαφορά μπορεί εκδηλωθεί με απροσδόκητα αποτελέσματα: σε μερικούς ανθρώπους η ικανότητα για συνεχής γραφή παραμένει σχετικά ανεπηρέαστη, ενώ σε άλλους φαίνεται να μην επηρεάζεται η γραφή μεμονωμένων γραμμάτων.
Στην αλεξία, την κατάσταση μειωμένης ικανότητας διαβάσματος, μερικοί άνθρωποι που δεν μπορούν να κατανοήσουν τυπωμένο κείμενο (print), μπορούν να διαβάσουν χειρόγραφο κείμενο, ενώ συμβαίνει και το αντίθετο – πράγμα που υποδηλώνει ότι οι δύο τρόποι γραφής ενεργοποιούν διαφορετικά δίκτυα του εγκεφάλου και εμπλέκουν περισσότερους γνωστικούς πόρους απ’ ό,τι θα συνέβαινε αν η προσέγγιση ήταν ενιαία.
Η Δρ. Μπέρνιγκερ φτάνει στο σημείο να θεωρεί ότι η συνεχής γραφή μπορεί να συμβάλλει στην εκπαίδευση στον αυτοέλεγχο με ένα τρόπο που δεν είναι δυνατός για άλλους τρόπους γραφής, ενώ μερικοί ερευνητές της αποδίδουν μέχρι και συμβολή στη θεραπεία της δυσλεξίας. Μια μελέτη του 2012 δείχνει ότι το συνεχές γράψιμο μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική για άτομα με προχωρημένη δυσγραφία – δυσκολίες κινητικού ελέγχου στη διαδικασία σχηματισμού γραμμάτων – και ότι μπορεί να βοηθήσει στο να αποφεύγεται το γράψιμο των γραμμάτων ανάποδα ή αντίστροφα.
Συνεχές ή όχι, τα οφέλη του γραψίματος με το χέρι φαίνεται ότι εκτείνονται πέρα από την παιδική ηλικία. Για τους ενηλίκους, η πληκτρολόγηση μπορεί να είναι μια γρήγορη και αποτελεσματική εναλλακτική της χειρογραφής, αλλά αυτή η ίδια η αποτελεσματικότητά της, μπορεί να μειώνει την ικανότητά μας να επεξεργαζόμαστε καινούριες πληροφορίες. Όχι μόνο μαθαίνουμε καλύτερα τα γράμματα όταν τα καταχωρούμε στη μνήμη μας μέσω της χειρογραφής, αλλά και η μνήμη και η ικανότητα μάθησης μπορεί να ωφελούνται παράλληλα.
Δύο ψυχολόγοι, η Παμ Α. Μίλερ από το Πρίνστον και ο Ντάνιελ Μ. Οπενχάιμερ από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες ανέφεραν ότι τόσο σε συνθήκες εργαστηρίου, όσο και σε πραγματικές τάξεις σχολείων, οι μαθητές αφομοιώνουν την ύλη καλύτερα όταν κρατούν σημειώσεις με το χέρι, παρά πληκτρολογώντας σε κάποιο ψηφιακό μέσο. Αντίθετα με προηγούμενες μελέτες που απέδιδαν τη διαφορά στους περισπασμούς των υπολογιστών, η νέα έρευνα ενισχύει την άποψη ότι το γράψιμο με το χέρι δίνει στον μαθητή τη δυνατότητα να επεξεργαστεί τα περιεχόμενα της παράδοσης του καθηγητή και να τα επανατοποθετήσει – μια διαδικασία στοχασμού και χειρισμού που μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη κατανόηση και κωδικοποίηση της μνήμης.
Δεν είναι όλοι οι ερευνητές πεπεισμένοι ότι τα μακροπρόθεσμα οφέλη του γραψίματος με το χέρι είναι τόσο σημαντικά. Ένας από τους σκεπτικιστές πάντως, ο Πολ Μπλούμ, ψυχολόγος στο Γέιλ, λέει ότι η νέα έρευνα αν μη τι άλλο δίνει έναυσμα για σκέψεις.
“Όταν γράφεις με το χέρι, και μόνο το γεγονός ότι καταγράφεις κάτι, σε αναγκάζει να εστιάσεις στο τι είναι πραγματικά σημαντικό,” λέει. Και προσθέτει, ύστερα από λίγη σκέψη, “Ίσως να βοηθάει να σκέφτεσαι καλύτερα.”
Η Μαρία Κονίκοβα είναι αρθρογράφος του διαδικτυακού Νιου Γιόρκερ και συγγραφέας του “Mastermind: How to Think Like Sherlock Holmes.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου