του Ηλία Ιωακείμογλου, απο το Red NoteBook...
1. Οι εύγλωττες εκλογές του Μαΐου
Οι τριπλές εκλογές του Μαΐου ήταν εξαιρετικά εύγλωττες όσον αφορά την πολιτική ηγεμονία. Καταρχάς, η ραγδαία απώλεια ψήφων από την πασοκοδεξιά επιβεβαίωσε ότι η αστική τάξη δεν είναι πια ηγετική τάξη,
όσο και αν παραμένει κυρίαρχη. Καμιά άρχουσα τάξη δεν παραμένει ηγετική δύναμη όταν δεν μπορεί να διασφαλίσει τους όρους συντήρησης και αναπαραγωγής των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων – και αυτό ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια παρακμιακή αστική τάξη που γνωρίζει πλέον να αυξάνει τα κέρδη της μόνο χάρη στους μισθούς πείνας που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις της, χάρη στις φοροαπαλλαγές, στην εκμετάλλευση ενός ανυπεράσπιστου, και για αυτό υπάκουου, ευέλικτου εργατικού δυναμικού, χάρη στη διάλυση των θεσμών προστασίας των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων. Ας το πούμε πιο απλά: Για πόσο καιρό μπορεί να διατηρεί την πολιτική ηγεμονία μια αστική τάξη που μείωσε μέσα σε πέντε μόλις χρόνια τις δαπάνες αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων στο μισό, και επιδείνωσε τις συνθήκες ζωής τους ακόμη περισσότερο, καταλύοντας το κοινωνικό κράτος; Οι ευρωεκλογές μάς έδωσαν την απάντηση: Είναι μια τάξη που δεν μπορεί πια να διατηρεί την πολιτική ηγεμονία διότι δεν διαθέτει πολιτικό σχέδιο στο όνομα του οποίου το ιδιοτελές συμφέρον του κεφαλαίου να μπορεί να εμφανιστεί ως γενικό συμφέρον.
Δυστυχώς για εμάς, όμως, δεν αρκεί η κυρίαρχη κοινωνική τάξη να απολέσει την ικανότητά της να εκφέρει λόγο περί του γενικού συμφέροντος για να χάσει και την κυβέρνηση. Πρέπει και εμείς να μπορούμε να πληρώσουμε το κενό πολιτικής ηγεμονίας, αναδεικνύοντας τον ΣΥΡΙΖΑ σε πρωτοπορία των υποτελών κοινωνικών τάξεων. Σε αυτό το σημείο, οι εκλογές του Μαΐου μας δίνουν επίσης σαφέστατη απάντηση: η στασιμότητα της εκλογικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ισχυρή ένδειξη της δυσκολίας μας να συγκροτήσουμε, εμείς πια, στη θέση της αστικής τάξης και εναντίον της, ένα ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο, στο οποίο το συμφέρον των υποτελών κοινωνικών τάξεων θα εμφανίζεται ως γενικό συμφέρον.
Οι επάνω, λοιπόν, παραπαίουν, και οι κάτω δεν είναι σε ακόμα σε θέση να τους ανατρέψουν. Μοιραία, έτσι, προκύπτει το ερώτημα: με ποιο τρόπο μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κατακτήσει την πολιτική ηγεμονία;
Στο σημείο αυτό ανακύπτουν δύο απόψεις: Σύμφωνα με την πρώτη, θα πρέπει να γίνουν τακτικές κινήσεις στην πολιτική σκηνή για τον προσεταιρισμό μετριοπαθούς κεντροαριστερού πολιτικού προσωπικού και των παρελκόμενων ψηφοφόρων που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο εκλογικό μέτωπο. Αυτό θα απαιτούσε αναγκαστικά και ένα πολιτικό σχέδιο αποδεκτό από αυτές τις δυνάμεις – από όπου θα απέρρεε η ανάγκη για την υιοθέτηση κεντροαριστερών ή πατριωτικών θέσεων που θα αλλοίωναν, πιθανότατα, τη φυσιογνωμία και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Μια τέτοια αλλοίωση θα ήταν το πιθανότερο ενδεχόμενο, διότι δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε κεντροαριστερό πολιτικό προσωπικό που θα δέχονταν να πορευτούν μαζί μας αποδεχόμενοι τις προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ να επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, να καταργήσει την αντεργατική μνημονιακή νομοθεσία, να επανιδρύσει μια αδιάφθορη Επιθεώρηση Εργασίας, να επιχειρήσει αναδιανομή του εισοδήματος εκεί που παράγεται η αξία, (αλλά και εκεί που αναδιανέμεται, με τις ροές της φορολογίας, των κοινωνικών δαπανών και της παραγωγής δημόσιων αγαθών), να ξεκινήσει την αναστήλωση του κοινωνικού κράτους, να δείξει στην πράξη ότι είναι εφικτές οι μη καπιταλιστικές μορφές παραγωγής και συμβίωσης που δεν βασίζονται στο ατομικό συμφέρον, αλλά στην αλληλεγγύη των υποτελών κοινωνικών τάξεων.
Ας κάνουμε όμως την υπόθεση ότι πράγματι υπάρχει τέτοιο κεντροαριστερό πολιτικό προσωπικό, που θα ήταν ικανό να υπομείνει, έστω σφίγγοντας τα δόντια, τις προγραμματικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ. Προκύπτει το ερώτημα: σε ποιες κοινωνικές δυνάμεις αναφέρεται αυτό το κεντροαριστερό πολιτικό προσωπικό, με τις οποίες θα έπρεπε, υποτίθεται να υλοποιηθεί μια τακτική κοινωνική συμμαχία για να διαρρήξουμε την οροφή του 27% που εμφανίζεται προς το παρόν ως το μελαγχολικό όριο των πολιτικών δυνατοτήτων μας;
2. Κοινωνικές συμμαχίες, αλλά με ποιους;
Μοιραία, έτσι, η κουβέντα μάς φέρνει πάλι πίσω στις κοινωνικές τάξεις. Διότι είναι ακατανόητο να μιλάς για κοινωνικές συμμαχίες χωρίς να μιλάς για κοινωνικές τάξεις, και ειδικότερα για τις κινήσεις της αστικής τάξης να αναδιατάξει τις συμμαχίες της με λαϊκά στρώματα και μικροαστικές μερίδες, προκειμένου να υπερβεί την ηγεμονική της κρίση.
Υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα διαφορετικές τάξεις, ταξικές μερίδες ή κοινωνικές ομάδες με ποικίλες ιστορικές, ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες, οι οποίες όμως συγκλίνουν σε κοινά αποδεκτές θέσεις και πολιτικές — αυτές μιας σύνθεσης της ακροδεξιάς πολιτικής πρότασης με τον νεοφιλελευθερισμό. Πιο συγκεκριμένα, η συσπείρωση της κοινωνικής Δεξιάς, του λαού της Δεξιάς, κάτω από το πολιτικό σχέδιο του Αντώνη Σαμαρά, πραγματοποιείται με αναδιάταξη των συμμαχιών της αστικής τάξης με την παραδοσιακή ή παλαιά μικροαστική τάξη, με την νέα μικροαστική τάξη των μισθωτών (αλλά και με παραδοσιακές λαϊκές κοινωνικές ομάδες-στηρίγματα της Δεξιάς).
Όσον αφορά την συμμαχία της αστικής τάξης με τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα των εμπόρων, των μικρο-ιδιοκτητών και της μικρής παραγωγής, η αστική τάξη την έχει ήδη αποκαταστήσει με το δεύτερο μνημόνιο, που έκανε πραγματικότητα το πιο τρελό όνειρο μεγάλων και μικρών επιχειρηματιών, την πλήρη δηλαδή υποταγή των εργαζόμενων τάξεων στις απαιτήσεις του εργοδότη χάρη στην ανεργία και την κατάργηση κάθε πλαισίου προστασίας της εργασίας. Η κυβέρνηση της ΝΔ υλοποιεί μια πολιτική συμμαχία της αστικής τάξης με την παραδοσιακή μικροαστική τάξη, με μέσο την ενσωμάτωση βασικών συμφερόντων της τελευταίας στο Κράτος: κατακόρυφη πτώση των μισθών και απελευθέρωση της μαύρης εργασίας, νομιμοποίηση των πιο άγριων μορφών εκμετάλλευσης των μισθωτών, ανεξέλεγκτη φορολογική συμπεριφορά των μικρών επιχειρήσεων, κατάργηση των ωραρίων και κάθε ελέγχου στις συνθήκες εργασίας κά. Έτσι, ενώ το πρώτο μνημόνιο βύθιζε στην κρίση τις μικρές επιχειρήσεις, περιορίζοντας δραματικά τις πωλήσεις των προϊόντων τους, με το δεύτερο μνημόνιο και τα νομοθετήματα που το ακολούθησαν η αστική τάξη βάζει ξανά κάτω από την φτερούγα της τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα των μικρών επιχειρήσεων, του εμπορίου, της μικρής ιδιοκτησίας, της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και του δεσποτισμού του αφεντικού. Ήταν μοιραίο, για τους λόγους αυτούς, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, γνήσιος πολιτικός εκπρόσωπος αυτών των στρωμάτων μέχρι πρότινος, να χάσουν την εκλογική τους δύναμη.
Αλλά και με την νέα μικροαστική τάξη των ανώτερων και μεσαίων στελεχών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, η αστική τάξη ανασυγκροτεί τις συμμαχίες της. Πρόκειται για τη νέα μικροαστική τάξη των πτυχιούχων, της ειδικευμένης διανοητικής εργασίας, που καταλαμβάνουν τις μεσαίες και ανώτερες θέσεις της ιεραρχίας των επιχειρήσεων, των πανεπιστημίων και της κρατικής γραφειοκρατίας, που συχνά ασκούν επίβλεψη σε άλλους εργαζόμενους, που οργανώνουν και διευθύνουν την παραγωγή για λογαριασμό του κεφαλαιοκράτη, καθώς και την κρατική μηχανή, για λογαριασμό της αστικής τάξης στο σύνολό της. Πρόκειται για γενικά κοσμοπολίτες, που προσφέρουν στην αστική τάξη το πολιτικό προσωπικό της, τους οργανικούς διανοούμενούς της, τους λογοτέχνες της, τους διαφημιστές της και τους ιδεολόγους της αγοράς, τους οικονομολόγους, τους συγγραφείς και καλλιτέχνες της χρυσής εποχής του ελληνικού καπιταλισμού της περιόδου 1995-2008 και του lifestyle, καθώς και όλους τους παρόμοιους που γαλουχήθηκαν με τις ιδέες του νεοφιλελευθερισμού. Πρόκειται για οπαδούς του κοινωνικού δαρβινισμού που επιβάλλουν οι αγορές, και που ως τέτοιοι, αποδεικνύονται ανεκτικοί θεατές του κοινωνικού δαρβινισμού των ακροδεξιών: Καθώς μοιράζονται με τον φασισμό τον ίδιο ιδεολογικό πυρήνα του κοινωνικού δαρβινισμού, και το ίδιο πάθος να κάνουν στην άκρη οι πιο αδύναμοι για να επικρατήσουν οι ισχυροί, οι ίδιοι αντιμετώπισαν την Χρυσή Αυγή με επιείκεια, ανοχή, και συμπάθεια –συγκεκαλυμμένη μεν, πλην όμως ορατή δια γυμνού οφθαλμού.
Και αυτή η μερίδα της μικροαστικής τάξης εντάσσεται στον επαναπροσδιορισμό των όρων των ταξικών συμμαχιών με συγκεκριμένο ρόλο: ως ιδεολογικός κρίκος μεταξύ της αστικής τάξης, του νέου εμφυλιοπολεμικού κράτους που οικοδομεί, και ενός νεοφιλελεύθερου πλήθους που παραμένει καθηλωμένο στις περασμένες δεκαετίες της οικονομικής και ιδεολογικής ανάπτυξης του νεοφιλελευθερισμού. Πρόκειται για ένα πλήθος προσηλωμένο στην ιδέα ότι η κοινωνία δεν υπάρχει: υπάρχουν μόνο τα άτομα, που προικισμένα με το «ανθρώπινο κεφάλαιό» τους, τις προσωπικές τους ικανότητες, γνώσεις και δεξιότητες, μπορούν να ριχτούν στον ανταγωνισμό της αγοράς και να διακριθούν, να ανέλθουν κοινωνικά και να πλουτίσουν. Ο πολιτικός χώρος που εκφράζει τη συμμαχία της νέας μικροαστικής τάξης με την αστική τάξη είναι η Κεντροαριστερά: Οι διαρκείς ανασχηματισμοί των πολιτικών κομμάτων της Κεντροαριστεράς, όπως η ανάδυση του Ποταμιού και η κατάρρευση της ΔΗΜΑΡ, είναι τα επεισόδια της διαδικασίας εμπέδωσης αυτής της συμμαχίας.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, στη νέα μικροαστική τάξη υπάρχει σήμερα μια πλειοψηφική μερίδα που προσβλέπει σε μια νέα συμμαχία με την αστική τάξη, τις πολιτικές της ιδέες και τα πολιτικά της σχέδια. Ο πρώτος, βασικός όρος, μιας τέτοιας συμμαχίας έχει ήδη τεθεί: οι μισθολογικές ανισότητες διευρύνονται, το κύριο βάρος των μισθολογικών μειώσεων το φέρουν οι χαμηλότεροι μισθοί, ενώ οι μειώσεις στο ανώτερο τεταρτημόριο της κατανομής είναι μικρές. Για να το πούμε πιο απλά: οι μισθοί των εργαζόμενων τάξεων καταρρέουν, ενώ οι μισθοί της ανώτερης νέας μικροαστικής τάξης υφίστανται μειώσεις με τις οποίες κανείς δεν δυστύχησε.
Σε ποια κοινωνική συμμαχία μπορεί, λοιπόν, σήμερα να αναφέρεται ο ΣΥΡΙΖΑ; Στη συμμαχία των εργαζόμενων τάξεων με τις δύο μερίδες μιας μικροαστικής τάξης που ήδη έχουν προσδεθεί στον αστικό κοινωνικό συνασπισμό εξουσίας υπό την διεύθυνση της αστικής τάξης; Βεβαίως, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κερδίσει μεμονωμένα άτομα από τις δύο μερίδες της μικροαστικής τάξης. Μπορεί ακόμη να επιδιώξει την ουδετερότητα μικροαστικών ομάδων, ώστε να προτιμήσουν την εκλογική αποχή. Αλλά ποτέ δεν θα κερδίσει την ίδια την μικροαστική τάξη: αυτή ανήκει με την ψυχή και το σώμα της σε άλλους. Ούτε μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει σήμερα τις λαϊκές μάζες-στηρίγματα του καθεστώτος: αυτές φέρουν ένα βαρύ αξιακό και ιδεολογικό φορτίο που τις κρατάει πιστές στη Χρυσή Αυγή, προσβλέπουν στα μικρο-ωφελήματα που ήδη έχει αρχίσει να μοιράζει το νέο εμφυλιοπολεμικό κράτος του Αντώνη Σαμαρά, και ο πατριωτισμός τους θα βρίσκει πάντοτε πιο αυθεντικό εκπρόσωπο από τον ΣΥΡΙΖΑ – ακόμη και αν αυτός υψώσει τη γαλανόλευκη δίπλα στις κόκκινες σημαίες μας.
3. Για την κόκκινη ηγεμονία
Απέναντι στην άποψη ότι θα πρέπει να γίνουν τακτικές κινήσεις στην πολιτική σκηνή για τον προσεταιρισμό μετριοπαθούς κεντροαριστερού πολιτικού προσωπικού, αντιπαρατίθεται μια άλλη, που δεν κατανοεί την πολιτική ηγεμονία με όρους τακτικών κινήσεων στο εκλογικό σκηνικό. Πρόκειται για την θεωρητική παράδοση της Αριστεράς που κατανοεί ότι η πολιτική ηγεμονία είναι κάτι που εξυφαίνεται στο εσωτερικό των κοινωνικών τάξεων και στη διεπιφάνειά τους: Η πολιτική ηγεμονία δεν κατακτάται απλώς με την προπαγάνδιση των ορθών θέσεων της μιας ή της άλλης οργανωμένης πολιτικής δύναμης, ούτε με τις υποσχέσεις, τις τηλεοπτικές εμφανίσεις και τις συμφωνίες κορυφής. Για να κατακτήσεις την πολιτική ηγεμονία πρέπει να αποκτήσεις οργανική σχέση με τις εργαζόμενες τάξεις, τους προλετάριους και τους πρεκάριους, την εργατική τάξη των υπηρεσιών, τους συνταξιούχους, τους άνεργους και όλους όσοι συνθλίβονται από την κυβερνητική πολιτική – εκεί που εργάζονται και ζουν όμως, όχι από την τηλεόραση και το κοινοβούλιο. Η πολιτική ηγεμονία δεν είναι απλώς ένα πολιτικό σχέδιο που εκφωνείται. Είναι και το ρίζωμά της στις κοινωνικές τάξεις, εκεί που παράγουν και καταναλώνουν, στην καθημερινή τους ζωή.
Αφού γενικά έτσι έχουν τα πράγματα, στη σημερινή συγκυρία η δική μας δουλειά είναι να πληρώσουμε το κενό πολιτικής ηγεμονίας που αφήνει πίσω της η ασκούμενη μνημονιακή πολιτική δρώντας σε δύο επίπεδα:
Πρώτο, λοιπόν, σε επίπεδο λόγου, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να μπορεί να καταδείξει ότι η αναδιανομή υπέρ των υποτελών κοινωνικών τάξεων, η πλήρης απασχόληση και η ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους, η άνοδος του κατώτατου μισθού και η κατάργηση της αντεργατικής νομοθεσίας, η φορολογική του πολιτική, ο τρόπος με τον οποίο θα διαχειριστεί το χρέος, οι μη καπιταλιστικές μορφές παραγωγής αγαθών, και ολόκληρο το πρόγραμμά του ταυτίζονται με το γενικό συμφέρον – όχι απλά με το συμφέρον των υποτελών κοινωνικών τάξεων.
Δεύτερο, σε επίπεδο κινητοποίησης και παρέμβασης στο πεδίο της καθημερινής ύπαρξης των υποτελών κοινωνικών τάξεων, ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο να εξηγεί το πρόγραμμά του, αλλά και να ανασυνθέτει τις κοινωνικές πρακτικές των υποτελών μαζών επάνω στον καμβά της δικής του πολιτικής ηγεμονικής πρότασης. Πιο συγκεκριμένα, για να είναι κόκκινο το χρώμα της δικής μας ηγεμονίας θα πρέπει να παρεμβαίνει στην ίδια την διαδικασία της ύφανσης του πλέγματος των κοινωνικών σχέσεων με σκοπό την αλλαγή τους. Να προαναγγέλλει τον τύπο κοινωνίας που οραματιζόμαστε, να καταδεικνύει ότι αυτή δεν είναι ένα μελλοντικό στάδιο της ιστορίας, αλλά μια τάση ενύπαρκτη στα πράγματα, μια δυνατότητα εγγεγραμμένη σε αυτό που ζούμε σήμερα: μια ανοιχτή δυνατότητα, εγγεγραμμένη στο ίδιο το εσωτερικό του καπιταλισμού. Οι δικές μας δράσεις αλληλεγγύης θα πρέπει να αναζητούν και να αναδεικνύουν αυτό που μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία προαναγγέλλει το τέλος της. Η αυτο-οργάνωση και η αυτο-διεύθυνση στις γειτονιές, η απο-εμπορευματοποίηση, οι αυτοδιαχειριζόμενοι κοινωνικοί χώροι, τα κοινωνικά κέντρα και τα κοινωνικά ιατρεία, η παραγωγή δημόσιων αγαθών, αντανακλούν συμβολικά την φύση της δικής μας, κόκκινης ηγεμονίας. Οι μορφές παραγωγής που δεν ακολουθούν την λογική του κέρδους, αλλά την λογική των κοινωνικών αναγκών, μπορούν να διαμορφώσουν χώρους απεμπλοκής της εργασίας από το κεφάλαιο, εκπαίδευσης στη λογική και την ηθική της κοινωνίας των αναγκών και της κόκκινης αλληλεγγύης σε αντιπαράθεση με τη λογική της κοινωνίας του κέρδους, της συσσώρευσης κεφαλαίου και της κατασπατάλησης των φυσικών πόρων.
Αυτά είναι δική μας δουλειά. Όπως δική μας δουλειά, για να υπάρξει κόκκινη ηγεμονία, είναι να βρεθούμε κινηματικά δίπλα στο ένα ή ενάμιση εκατομμύριο μισθωτών που αμείβονται με καθυστέρηση πολλών μηνών τους πενιχρούς μισθούς του φόβου και του εξευτελισμού, και σε αυτούς που η ανεργία τους αναγκάζει να ανέχονται την πληρωμή σε είδος ή με κουπόνια, εκεί που ο μισθός κινείται στα όρια της εικονικής πραγματικότητας και όπου το επίδομα άδειας είναι διαπραγματεύσιμο. Αυτός είναι ο δικός μας κόσμος. Η μεγάλη δεξαμενή των δυόμιση εκατομμυρίων των εργαζόμενων τάξεων δεν είναι οι μερικές εκατοντάδες χιλιάδες των μικροαστών που θα διεκδικούσε η πολιτική των ανοιγμάτων προς την Κεντροαριστερά. Η μεγάλη δεξαμενή των εργαζόμενων και των ανέργων, των υποτελών κοινωνικών τάξεων είναι ο δικός μας κόσμος που μπορεί να φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση με τους δικούς μας όρους: τους όρους της Αριστεράς.
1. Οι εύγλωττες εκλογές του Μαΐου
Οι τριπλές εκλογές του Μαΐου ήταν εξαιρετικά εύγλωττες όσον αφορά την πολιτική ηγεμονία. Καταρχάς, η ραγδαία απώλεια ψήφων από την πασοκοδεξιά επιβεβαίωσε ότι η αστική τάξη δεν είναι πια ηγετική τάξη,
όσο και αν παραμένει κυρίαρχη. Καμιά άρχουσα τάξη δεν παραμένει ηγετική δύναμη όταν δεν μπορεί να διασφαλίσει τους όρους συντήρησης και αναπαραγωγής των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων – και αυτό ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια παρακμιακή αστική τάξη που γνωρίζει πλέον να αυξάνει τα κέρδη της μόνο χάρη στους μισθούς πείνας που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις της, χάρη στις φοροαπαλλαγές, στην εκμετάλλευση ενός ανυπεράσπιστου, και για αυτό υπάκουου, ευέλικτου εργατικού δυναμικού, χάρη στη διάλυση των θεσμών προστασίας των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων. Ας το πούμε πιο απλά: Για πόσο καιρό μπορεί να διατηρεί την πολιτική ηγεμονία μια αστική τάξη που μείωσε μέσα σε πέντε μόλις χρόνια τις δαπάνες αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων στο μισό, και επιδείνωσε τις συνθήκες ζωής τους ακόμη περισσότερο, καταλύοντας το κοινωνικό κράτος; Οι ευρωεκλογές μάς έδωσαν την απάντηση: Είναι μια τάξη που δεν μπορεί πια να διατηρεί την πολιτική ηγεμονία διότι δεν διαθέτει πολιτικό σχέδιο στο όνομα του οποίου το ιδιοτελές συμφέρον του κεφαλαίου να μπορεί να εμφανιστεί ως γενικό συμφέρον.
Δυστυχώς για εμάς, όμως, δεν αρκεί η κυρίαρχη κοινωνική τάξη να απολέσει την ικανότητά της να εκφέρει λόγο περί του γενικού συμφέροντος για να χάσει και την κυβέρνηση. Πρέπει και εμείς να μπορούμε να πληρώσουμε το κενό πολιτικής ηγεμονίας, αναδεικνύοντας τον ΣΥΡΙΖΑ σε πρωτοπορία των υποτελών κοινωνικών τάξεων. Σε αυτό το σημείο, οι εκλογές του Μαΐου μας δίνουν επίσης σαφέστατη απάντηση: η στασιμότητα της εκλογικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ισχυρή ένδειξη της δυσκολίας μας να συγκροτήσουμε, εμείς πια, στη θέση της αστικής τάξης και εναντίον της, ένα ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο, στο οποίο το συμφέρον των υποτελών κοινωνικών τάξεων θα εμφανίζεται ως γενικό συμφέρον.
Οι επάνω, λοιπόν, παραπαίουν, και οι κάτω δεν είναι σε ακόμα σε θέση να τους ανατρέψουν. Μοιραία, έτσι, προκύπτει το ερώτημα: με ποιο τρόπο μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κατακτήσει την πολιτική ηγεμονία;
Στο σημείο αυτό ανακύπτουν δύο απόψεις: Σύμφωνα με την πρώτη, θα πρέπει να γίνουν τακτικές κινήσεις στην πολιτική σκηνή για τον προσεταιρισμό μετριοπαθούς κεντροαριστερού πολιτικού προσωπικού και των παρελκόμενων ψηφοφόρων που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο εκλογικό μέτωπο. Αυτό θα απαιτούσε αναγκαστικά και ένα πολιτικό σχέδιο αποδεκτό από αυτές τις δυνάμεις – από όπου θα απέρρεε η ανάγκη για την υιοθέτηση κεντροαριστερών ή πατριωτικών θέσεων που θα αλλοίωναν, πιθανότατα, τη φυσιογνωμία και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Μια τέτοια αλλοίωση θα ήταν το πιθανότερο ενδεχόμενο, διότι δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε κεντροαριστερό πολιτικό προσωπικό που θα δέχονταν να πορευτούν μαζί μας αποδεχόμενοι τις προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ να επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, να καταργήσει την αντεργατική μνημονιακή νομοθεσία, να επανιδρύσει μια αδιάφθορη Επιθεώρηση Εργασίας, να επιχειρήσει αναδιανομή του εισοδήματος εκεί που παράγεται η αξία, (αλλά και εκεί που αναδιανέμεται, με τις ροές της φορολογίας, των κοινωνικών δαπανών και της παραγωγής δημόσιων αγαθών), να ξεκινήσει την αναστήλωση του κοινωνικού κράτους, να δείξει στην πράξη ότι είναι εφικτές οι μη καπιταλιστικές μορφές παραγωγής και συμβίωσης που δεν βασίζονται στο ατομικό συμφέρον, αλλά στην αλληλεγγύη των υποτελών κοινωνικών τάξεων.
Ας κάνουμε όμως την υπόθεση ότι πράγματι υπάρχει τέτοιο κεντροαριστερό πολιτικό προσωπικό, που θα ήταν ικανό να υπομείνει, έστω σφίγγοντας τα δόντια, τις προγραμματικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ. Προκύπτει το ερώτημα: σε ποιες κοινωνικές δυνάμεις αναφέρεται αυτό το κεντροαριστερό πολιτικό προσωπικό, με τις οποίες θα έπρεπε, υποτίθεται να υλοποιηθεί μια τακτική κοινωνική συμμαχία για να διαρρήξουμε την οροφή του 27% που εμφανίζεται προς το παρόν ως το μελαγχολικό όριο των πολιτικών δυνατοτήτων μας;
2. Κοινωνικές συμμαχίες, αλλά με ποιους;
Μοιραία, έτσι, η κουβέντα μάς φέρνει πάλι πίσω στις κοινωνικές τάξεις. Διότι είναι ακατανόητο να μιλάς για κοινωνικές συμμαχίες χωρίς να μιλάς για κοινωνικές τάξεις, και ειδικότερα για τις κινήσεις της αστικής τάξης να αναδιατάξει τις συμμαχίες της με λαϊκά στρώματα και μικροαστικές μερίδες, προκειμένου να υπερβεί την ηγεμονική της κρίση.
Υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα διαφορετικές τάξεις, ταξικές μερίδες ή κοινωνικές ομάδες με ποικίλες ιστορικές, ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες, οι οποίες όμως συγκλίνουν σε κοινά αποδεκτές θέσεις και πολιτικές — αυτές μιας σύνθεσης της ακροδεξιάς πολιτικής πρότασης με τον νεοφιλελευθερισμό. Πιο συγκεκριμένα, η συσπείρωση της κοινωνικής Δεξιάς, του λαού της Δεξιάς, κάτω από το πολιτικό σχέδιο του Αντώνη Σαμαρά, πραγματοποιείται με αναδιάταξη των συμμαχιών της αστικής τάξης με την παραδοσιακή ή παλαιά μικροαστική τάξη, με την νέα μικροαστική τάξη των μισθωτών (αλλά και με παραδοσιακές λαϊκές κοινωνικές ομάδες-στηρίγματα της Δεξιάς).
Όσον αφορά την συμμαχία της αστικής τάξης με τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα των εμπόρων, των μικρο-ιδιοκτητών και της μικρής παραγωγής, η αστική τάξη την έχει ήδη αποκαταστήσει με το δεύτερο μνημόνιο, που έκανε πραγματικότητα το πιο τρελό όνειρο μεγάλων και μικρών επιχειρηματιών, την πλήρη δηλαδή υποταγή των εργαζόμενων τάξεων στις απαιτήσεις του εργοδότη χάρη στην ανεργία και την κατάργηση κάθε πλαισίου προστασίας της εργασίας. Η κυβέρνηση της ΝΔ υλοποιεί μια πολιτική συμμαχία της αστικής τάξης με την παραδοσιακή μικροαστική τάξη, με μέσο την ενσωμάτωση βασικών συμφερόντων της τελευταίας στο Κράτος: κατακόρυφη πτώση των μισθών και απελευθέρωση της μαύρης εργασίας, νομιμοποίηση των πιο άγριων μορφών εκμετάλλευσης των μισθωτών, ανεξέλεγκτη φορολογική συμπεριφορά των μικρών επιχειρήσεων, κατάργηση των ωραρίων και κάθε ελέγχου στις συνθήκες εργασίας κά. Έτσι, ενώ το πρώτο μνημόνιο βύθιζε στην κρίση τις μικρές επιχειρήσεις, περιορίζοντας δραματικά τις πωλήσεις των προϊόντων τους, με το δεύτερο μνημόνιο και τα νομοθετήματα που το ακολούθησαν η αστική τάξη βάζει ξανά κάτω από την φτερούγα της τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα των μικρών επιχειρήσεων, του εμπορίου, της μικρής ιδιοκτησίας, της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και του δεσποτισμού του αφεντικού. Ήταν μοιραίο, για τους λόγους αυτούς, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, γνήσιος πολιτικός εκπρόσωπος αυτών των στρωμάτων μέχρι πρότινος, να χάσουν την εκλογική τους δύναμη.
Αλλά και με την νέα μικροαστική τάξη των ανώτερων και μεσαίων στελεχών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, η αστική τάξη ανασυγκροτεί τις συμμαχίες της. Πρόκειται για τη νέα μικροαστική τάξη των πτυχιούχων, της ειδικευμένης διανοητικής εργασίας, που καταλαμβάνουν τις μεσαίες και ανώτερες θέσεις της ιεραρχίας των επιχειρήσεων, των πανεπιστημίων και της κρατικής γραφειοκρατίας, που συχνά ασκούν επίβλεψη σε άλλους εργαζόμενους, που οργανώνουν και διευθύνουν την παραγωγή για λογαριασμό του κεφαλαιοκράτη, καθώς και την κρατική μηχανή, για λογαριασμό της αστικής τάξης στο σύνολό της. Πρόκειται για γενικά κοσμοπολίτες, που προσφέρουν στην αστική τάξη το πολιτικό προσωπικό της, τους οργανικούς διανοούμενούς της, τους λογοτέχνες της, τους διαφημιστές της και τους ιδεολόγους της αγοράς, τους οικονομολόγους, τους συγγραφείς και καλλιτέχνες της χρυσής εποχής του ελληνικού καπιταλισμού της περιόδου 1995-2008 και του lifestyle, καθώς και όλους τους παρόμοιους που γαλουχήθηκαν με τις ιδέες του νεοφιλελευθερισμού. Πρόκειται για οπαδούς του κοινωνικού δαρβινισμού που επιβάλλουν οι αγορές, και που ως τέτοιοι, αποδεικνύονται ανεκτικοί θεατές του κοινωνικού δαρβινισμού των ακροδεξιών: Καθώς μοιράζονται με τον φασισμό τον ίδιο ιδεολογικό πυρήνα του κοινωνικού δαρβινισμού, και το ίδιο πάθος να κάνουν στην άκρη οι πιο αδύναμοι για να επικρατήσουν οι ισχυροί, οι ίδιοι αντιμετώπισαν την Χρυσή Αυγή με επιείκεια, ανοχή, και συμπάθεια –συγκεκαλυμμένη μεν, πλην όμως ορατή δια γυμνού οφθαλμού.
Και αυτή η μερίδα της μικροαστικής τάξης εντάσσεται στον επαναπροσδιορισμό των όρων των ταξικών συμμαχιών με συγκεκριμένο ρόλο: ως ιδεολογικός κρίκος μεταξύ της αστικής τάξης, του νέου εμφυλιοπολεμικού κράτους που οικοδομεί, και ενός νεοφιλελεύθερου πλήθους που παραμένει καθηλωμένο στις περασμένες δεκαετίες της οικονομικής και ιδεολογικής ανάπτυξης του νεοφιλελευθερισμού. Πρόκειται για ένα πλήθος προσηλωμένο στην ιδέα ότι η κοινωνία δεν υπάρχει: υπάρχουν μόνο τα άτομα, που προικισμένα με το «ανθρώπινο κεφάλαιό» τους, τις προσωπικές τους ικανότητες, γνώσεις και δεξιότητες, μπορούν να ριχτούν στον ανταγωνισμό της αγοράς και να διακριθούν, να ανέλθουν κοινωνικά και να πλουτίσουν. Ο πολιτικός χώρος που εκφράζει τη συμμαχία της νέας μικροαστικής τάξης με την αστική τάξη είναι η Κεντροαριστερά: Οι διαρκείς ανασχηματισμοί των πολιτικών κομμάτων της Κεντροαριστεράς, όπως η ανάδυση του Ποταμιού και η κατάρρευση της ΔΗΜΑΡ, είναι τα επεισόδια της διαδικασίας εμπέδωσης αυτής της συμμαχίας.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, στη νέα μικροαστική τάξη υπάρχει σήμερα μια πλειοψηφική μερίδα που προσβλέπει σε μια νέα συμμαχία με την αστική τάξη, τις πολιτικές της ιδέες και τα πολιτικά της σχέδια. Ο πρώτος, βασικός όρος, μιας τέτοιας συμμαχίας έχει ήδη τεθεί: οι μισθολογικές ανισότητες διευρύνονται, το κύριο βάρος των μισθολογικών μειώσεων το φέρουν οι χαμηλότεροι μισθοί, ενώ οι μειώσεις στο ανώτερο τεταρτημόριο της κατανομής είναι μικρές. Για να το πούμε πιο απλά: οι μισθοί των εργαζόμενων τάξεων καταρρέουν, ενώ οι μισθοί της ανώτερης νέας μικροαστικής τάξης υφίστανται μειώσεις με τις οποίες κανείς δεν δυστύχησε.
Σε ποια κοινωνική συμμαχία μπορεί, λοιπόν, σήμερα να αναφέρεται ο ΣΥΡΙΖΑ; Στη συμμαχία των εργαζόμενων τάξεων με τις δύο μερίδες μιας μικροαστικής τάξης που ήδη έχουν προσδεθεί στον αστικό κοινωνικό συνασπισμό εξουσίας υπό την διεύθυνση της αστικής τάξης; Βεβαίως, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κερδίσει μεμονωμένα άτομα από τις δύο μερίδες της μικροαστικής τάξης. Μπορεί ακόμη να επιδιώξει την ουδετερότητα μικροαστικών ομάδων, ώστε να προτιμήσουν την εκλογική αποχή. Αλλά ποτέ δεν θα κερδίσει την ίδια την μικροαστική τάξη: αυτή ανήκει με την ψυχή και το σώμα της σε άλλους. Ούτε μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει σήμερα τις λαϊκές μάζες-στηρίγματα του καθεστώτος: αυτές φέρουν ένα βαρύ αξιακό και ιδεολογικό φορτίο που τις κρατάει πιστές στη Χρυσή Αυγή, προσβλέπουν στα μικρο-ωφελήματα που ήδη έχει αρχίσει να μοιράζει το νέο εμφυλιοπολεμικό κράτος του Αντώνη Σαμαρά, και ο πατριωτισμός τους θα βρίσκει πάντοτε πιο αυθεντικό εκπρόσωπο από τον ΣΥΡΙΖΑ – ακόμη και αν αυτός υψώσει τη γαλανόλευκη δίπλα στις κόκκινες σημαίες μας.
3. Για την κόκκινη ηγεμονία
Απέναντι στην άποψη ότι θα πρέπει να γίνουν τακτικές κινήσεις στην πολιτική σκηνή για τον προσεταιρισμό μετριοπαθούς κεντροαριστερού πολιτικού προσωπικού, αντιπαρατίθεται μια άλλη, που δεν κατανοεί την πολιτική ηγεμονία με όρους τακτικών κινήσεων στο εκλογικό σκηνικό. Πρόκειται για την θεωρητική παράδοση της Αριστεράς που κατανοεί ότι η πολιτική ηγεμονία είναι κάτι που εξυφαίνεται στο εσωτερικό των κοινωνικών τάξεων και στη διεπιφάνειά τους: Η πολιτική ηγεμονία δεν κατακτάται απλώς με την προπαγάνδιση των ορθών θέσεων της μιας ή της άλλης οργανωμένης πολιτικής δύναμης, ούτε με τις υποσχέσεις, τις τηλεοπτικές εμφανίσεις και τις συμφωνίες κορυφής. Για να κατακτήσεις την πολιτική ηγεμονία πρέπει να αποκτήσεις οργανική σχέση με τις εργαζόμενες τάξεις, τους προλετάριους και τους πρεκάριους, την εργατική τάξη των υπηρεσιών, τους συνταξιούχους, τους άνεργους και όλους όσοι συνθλίβονται από την κυβερνητική πολιτική – εκεί που εργάζονται και ζουν όμως, όχι από την τηλεόραση και το κοινοβούλιο. Η πολιτική ηγεμονία δεν είναι απλώς ένα πολιτικό σχέδιο που εκφωνείται. Είναι και το ρίζωμά της στις κοινωνικές τάξεις, εκεί που παράγουν και καταναλώνουν, στην καθημερινή τους ζωή.
Αφού γενικά έτσι έχουν τα πράγματα, στη σημερινή συγκυρία η δική μας δουλειά είναι να πληρώσουμε το κενό πολιτικής ηγεμονίας που αφήνει πίσω της η ασκούμενη μνημονιακή πολιτική δρώντας σε δύο επίπεδα:
Πρώτο, λοιπόν, σε επίπεδο λόγου, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να μπορεί να καταδείξει ότι η αναδιανομή υπέρ των υποτελών κοινωνικών τάξεων, η πλήρης απασχόληση και η ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους, η άνοδος του κατώτατου μισθού και η κατάργηση της αντεργατικής νομοθεσίας, η φορολογική του πολιτική, ο τρόπος με τον οποίο θα διαχειριστεί το χρέος, οι μη καπιταλιστικές μορφές παραγωγής αγαθών, και ολόκληρο το πρόγραμμά του ταυτίζονται με το γενικό συμφέρον – όχι απλά με το συμφέρον των υποτελών κοινωνικών τάξεων.
Δεύτερο, σε επίπεδο κινητοποίησης και παρέμβασης στο πεδίο της καθημερινής ύπαρξης των υποτελών κοινωνικών τάξεων, ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο να εξηγεί το πρόγραμμά του, αλλά και να ανασυνθέτει τις κοινωνικές πρακτικές των υποτελών μαζών επάνω στον καμβά της δικής του πολιτικής ηγεμονικής πρότασης. Πιο συγκεκριμένα, για να είναι κόκκινο το χρώμα της δικής μας ηγεμονίας θα πρέπει να παρεμβαίνει στην ίδια την διαδικασία της ύφανσης του πλέγματος των κοινωνικών σχέσεων με σκοπό την αλλαγή τους. Να προαναγγέλλει τον τύπο κοινωνίας που οραματιζόμαστε, να καταδεικνύει ότι αυτή δεν είναι ένα μελλοντικό στάδιο της ιστορίας, αλλά μια τάση ενύπαρκτη στα πράγματα, μια δυνατότητα εγγεγραμμένη σε αυτό που ζούμε σήμερα: μια ανοιχτή δυνατότητα, εγγεγραμμένη στο ίδιο το εσωτερικό του καπιταλισμού. Οι δικές μας δράσεις αλληλεγγύης θα πρέπει να αναζητούν και να αναδεικνύουν αυτό που μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία προαναγγέλλει το τέλος της. Η αυτο-οργάνωση και η αυτο-διεύθυνση στις γειτονιές, η απο-εμπορευματοποίηση, οι αυτοδιαχειριζόμενοι κοινωνικοί χώροι, τα κοινωνικά κέντρα και τα κοινωνικά ιατρεία, η παραγωγή δημόσιων αγαθών, αντανακλούν συμβολικά την φύση της δικής μας, κόκκινης ηγεμονίας. Οι μορφές παραγωγής που δεν ακολουθούν την λογική του κέρδους, αλλά την λογική των κοινωνικών αναγκών, μπορούν να διαμορφώσουν χώρους απεμπλοκής της εργασίας από το κεφάλαιο, εκπαίδευσης στη λογική και την ηθική της κοινωνίας των αναγκών και της κόκκινης αλληλεγγύης σε αντιπαράθεση με τη λογική της κοινωνίας του κέρδους, της συσσώρευσης κεφαλαίου και της κατασπατάλησης των φυσικών πόρων.
Αυτά είναι δική μας δουλειά. Όπως δική μας δουλειά, για να υπάρξει κόκκινη ηγεμονία, είναι να βρεθούμε κινηματικά δίπλα στο ένα ή ενάμιση εκατομμύριο μισθωτών που αμείβονται με καθυστέρηση πολλών μηνών τους πενιχρούς μισθούς του φόβου και του εξευτελισμού, και σε αυτούς που η ανεργία τους αναγκάζει να ανέχονται την πληρωμή σε είδος ή με κουπόνια, εκεί που ο μισθός κινείται στα όρια της εικονικής πραγματικότητας και όπου το επίδομα άδειας είναι διαπραγματεύσιμο. Αυτός είναι ο δικός μας κόσμος. Η μεγάλη δεξαμενή των δυόμιση εκατομμυρίων των εργαζόμενων τάξεων δεν είναι οι μερικές εκατοντάδες χιλιάδες των μικροαστών που θα διεκδικούσε η πολιτική των ανοιγμάτων προς την Κεντροαριστερά. Η μεγάλη δεξαμενή των εργαζόμενων και των ανέργων, των υποτελών κοινωνικών τάξεων είναι ο δικός μας κόσμος που μπορεί να φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση με τους δικούς μας όρους: τους όρους της Αριστεράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου