Without reason or rhyme...
Ήταν κάποτε ένα μεγάλο μεγάλο κτήριο. Ένα Υπουργείο, γεμάτο ανθρώπους
με σακάκια και κάτι περίεργα πανιά που κρέμονται από τον λαιμό τους που
τα λεν γραβάτες και κάτι περίεργες μαύρες τσάντες που είναι γεμάτες
χαρτιά με νούμερα που τις λεν χαρτοφύλακες και τα χαρτιά με τα νούμερα
τα λεν στοιχεία και στατιστικές.
Μπαινόβγαιναν όλη μέρα σε αυτό το Υπουργείο και λέρωναν τα πατώματα με την σκόνη του δρόμου και με τα χιλιάδες, εκατομμύρια άχρηστα έγγραφα τους και με τους τελειωμένους τους καφέδες και τα τσιγάρα τους, και είχε το Υπουργείο καθαρίστριες για να διατηρούν τον χώρο των ανθρώπων με τις γραβάτες καθαρό. Μέχρι που μια μέρα, οι στατιστικές αυτές δεν έβγαιναν να θρέψουν και την καθαρίστρια και το μπόνους του ανθρώπου με τη γραβάτα. Και είπε ο Υπουργός: θα φύγουν οι σκούπες για να μην φύγουν οι γραβάτες. Και έτσι, έδιωξαν τις σκούπες.
Οι καθαρίστριες όμως δεν το δέχτηκαν αυτό γιατί δεν κατάλαβαν ποτέ τους, σαν αμόρφωτες που είναι, γιατί πρέπει να φύγουν αυτές και όχι οι γραβάτες. Και αρνήθηκαν να φύγουν. Δεν παρακάλεσαν, και αυτό ξένισε τον Υπουργό, συνηθισμένος όπως ήταν σε εκκλήσεις και διαπραγματεύσεις με συνδικαλιστές. Στάθηκαν έξω από την πόρτα του μεγάλου κτηρίου και έμειναν εκεί. Και είπαν οι καθαρίστριες: δεν θα φύγουμε εμείς από εδώ. Και τότε ο Υπουργός σήκωσε το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής, ήταν ο Αστυνόμος.
Ο Αστυνόμος χάρηκε πολύ που τον πήρε ο φίλος του ο Υπουργός και αφού τον ρώτησε για την γυναίκα του και τα παιδιά του (καλά όλοι, δόξα τω Θεώ, υγεία πάνω απ’ όλα) πήρε τον φίλο του το ΜΑΤατζή και του είπε: πάρε την παρέα και τις ασπίδες και πηγαίνετε στο Υπουργείο να τις διώξετε, γιατί ο Υπουργός δυσφορεί. Και πήρε ο ΜΑΤατζής την παρέα του και πήγαν στο Υπουργείο και τις έδιωξαν.
Την άλλη μέρα όμως, κάτι ακόμα πιο παράξενο: οι καθαρίστριες ήταν πάλι εκεί. Ο ΜΑΤατζής είχε αρχίσει να εκνευρίζεται, συνηθισμένος όπως ήταν να τον τρέμουν όλοι και με δυο γκλοπιές να εξαφανίζονται από μπροστά του. Δεν μπορούσε να το δεχτεί, αυτός ο φοβερός και τρομερός, αυτός ο “γαμάω”, αυτός που τόσους έστειλε στο νοσοκομείο, να τον δουλεύουν τώρα μερικές γυναικούλες. Και πήρε τηλέφωνο τον Αστυνόμο και του είπε ο Αστυνόμος: δείρε τες όσο θές, να σκάσουν, να μην φωνάζουν. Τις έδερναν και όμως αυτές πάλι εκεί, φώναζαν, και όσο περισσότερο φώναζαν τόσο περισσότερο τις έδερναν και όσο περισσότερο τις έδερναν, τόσο περισσότερο φώναζαν, και το πρόβλημα με κάποιον που φωνάζει είναι ότι ακούγεται. Άρχισαν λοιπόν οι καθαρίστριες να ακούγονται, και δωστου ξύλο και εκεί αυτές, να φωνάζουν. Σιγά σιγά, ολοένα και περισσότεροι τις άκουγαν και αυτοί που τις άκουγαν, άρχιζαν να παραξενεύονται, γιατί τώρα να τις δέρνουν και να τις διώχνουν, μπάς και αυτός ο Υπουργός έχει κανένα φίλο που έχει κανένα μπατζανάκη που έχει κανένα πρωτοξάδερφο παλιό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ με ιδιωτική εταιρία υπηρεσιών καθαριότητας; Και δεν μπορούσαν να καταλάβουν αυτοί που τις άκουγαν που έχουν άδικο οι καθαρίστριες, και πώς θα σωθεί η χώρα απο 300 καθαρίστριες και άρχιζαν και αυτοί να διαμαρτύρονται μαζί με τις καθαρίστριες, και κάθε μέρα γινόταν περισσότερες οι διαμαρτυρίες. Έτσι, ο Υπουργός σήκωσε πάλι το ακουστικό και στην άλλη γραμμή ήταν ο φίλος του ο Καναλάρχης.
Ο Καναλάρχης αφορμή έψαχνε να τα κανονίσει με τον Υπουργό γιατί έχει και κάτι δανειάκια μωρέ και είναι δύσκολες οι εποχές τώρα, μήπως να τα ξεχνούσαμε κ. Υπουργέ και εντάξει, θα το φτιάξουμε το θέμα με τις κωλόγριες. Φώναξε λοιπόν ο Καναλάρχης τον υπάλληλο του τον Δημοσιογράφο και του είπε “ξέρεις τι πρέπει να κάνεις”. Και όντως, ο δημοσιογράφος ήξερε έπρεπε τι να κάνει. Έβαλε λοιπόν την γραβάτα του και το καλό του το κουστούμι και βγήκε στα παράθυρα και είπε στον Νοικοκυραίο ότι αυτές οι καθαρίστριες, εντάξει τώρα, δεν είναι και τόσο αθώες, δημόσιες υπάλληλοι είναι, τεμπέληδες σαν όλους τους άλλους, ποιος ξέρει τι μισθούς παίρνανε, άσε που τις βάζει και ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα να διαμαρτύρονται και στην τελική, εσύ που είσαι ιδιωτικός υπάλληλος, γιατί να μην παίρνεις τέτοιο μισθό; Η τι, αυτές είναι έξυπνες που όταν απολύονται διαμαρτύρονται και εσύ δεν βγάζεις άχνα; Στον λάκκο και αυτές λοιπόν. Έτσι είπε ο Δημοσιογράφος και ο Καναλάρχης και ο Υπουργός ήταν πολύ ευχαριστημένοι, και ο Νοικοκυραίος νευρίασε με τις συντεχνίες που λυμαίνονται το κράτος του. Μόνο ο ΜΑΤατζής δεν ήταν χαρούμενος γιατί δεν μπορούσε να τις δείρει τόσο όσο θα ήθελε.
Έλα όμως που αυτές πάλι εκεί ήταν και πάλι φώναζαν, και σιγά σιγά ερχόταν και άλλος κόσμος μαζί τους; Έλα όμως που σιγά σιγά το θέμα τους έφτανε παντού; Έλα όμως που ότι και να έλεγε ο Δημοσιογράφος, δεν τον πίστευαν; Έλα όμως που χρησιμοποίησαν και τον νόμο και δικαιώθηκαν; Αυτό το τελευταίο ειδικά ο Υπουργός δεν το ανεχόταν με τίποτα, τα δικά του τα δικαστήρια να σηκώνουν παντιέρα ρόσα! Έκανε έφεση λοιπόν και σήκωσε πάλι το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη ήταν ο φίλος του ο Δικαστής.
Ο φίλος του ο Δικαστής είχε και αυτός κάτι θεματάκια, με τους μισθούς λένε αλλά κανείς δεν ξέρει στα σίγουρα. Όπως και να έχει πάντως, ο Δικαστής τον καθησύχασε: από μένα δεν περνάνε Υπουργέ, δίκιο ξε-δίκιο, εδώ μέσα θα τις θάψουμε. Και πήγε ο Δικαστής την άλλη μέρα, και έβαλε την τήβεννο και κάθισε στην μεγάλη έδρα του κάτω από την εικόνα του Χριστούλη και είπε και ελάλησε, να διωχθούν οι καθαρίστριες γιατί έτσι γουστάρω εγώ ο Δικαστής και ο Υπουργός και ο Καναλάρχης και ο Αστυνόμος. Και οι καθαρίστριες διώχθηκαν. Ο Υπουργός χάρηκε. Ο μόνος που δεν ήταν τόσο χαρούμενος ήταν ο ΜΑΤατζής, που δεν τον είχαν αφήσει τόσο καιρό να τις δείρει, να φχαριστηθεί η ψυχή του. Έτσι ο Υπουργός, καλόκαρδος όπως είναι, αποφάσισε να τον αφήσει να το γλεντήσει λίγο και αυτός ο κακόμοιρος. Και άφησε τον ΜΑΤατζή, και ο ΜΑΤατζής τις έδειρε όσο ήθελε και άλλο τόσο, έτσι για το καλό και γιατί τις είχε βαρεθεί, κάθε μέρα μπροστά του.
Και ο Υπουργός κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα του και σήκωσε το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη ήταν ο Τροϊκανός. Και του είπε ο Υπουργός, με γλίτσα στη φωνή και σε άψογα αγγλικά: “The job is done”. Ο Τροϊκανός χάρηκε και παίνεσε τον Υπουργό. Ο Δημοσιογράφος, το βράδυ, με το καλό του σακάκι και την καλή του γραβάτα, εξέφρασε την θλίψη του για το “δράμα των καθαρίστριων” και για την κοινωνία που ζούμε και ο ΜΑΤατζής πήγε σπίτι του να δεί μπάλα, με την κούραση και την ήσυχη συνείδηση κάποιου που είχε μια καλή, παραγωγική μέρα στη δουλειά.
Και έζησαν αυτοί καλά.
Μπαινόβγαιναν όλη μέρα σε αυτό το Υπουργείο και λέρωναν τα πατώματα με την σκόνη του δρόμου και με τα χιλιάδες, εκατομμύρια άχρηστα έγγραφα τους και με τους τελειωμένους τους καφέδες και τα τσιγάρα τους, και είχε το Υπουργείο καθαρίστριες για να διατηρούν τον χώρο των ανθρώπων με τις γραβάτες καθαρό. Μέχρι που μια μέρα, οι στατιστικές αυτές δεν έβγαιναν να θρέψουν και την καθαρίστρια και το μπόνους του ανθρώπου με τη γραβάτα. Και είπε ο Υπουργός: θα φύγουν οι σκούπες για να μην φύγουν οι γραβάτες. Και έτσι, έδιωξαν τις σκούπες.
Οι καθαρίστριες όμως δεν το δέχτηκαν αυτό γιατί δεν κατάλαβαν ποτέ τους, σαν αμόρφωτες που είναι, γιατί πρέπει να φύγουν αυτές και όχι οι γραβάτες. Και αρνήθηκαν να φύγουν. Δεν παρακάλεσαν, και αυτό ξένισε τον Υπουργό, συνηθισμένος όπως ήταν σε εκκλήσεις και διαπραγματεύσεις με συνδικαλιστές. Στάθηκαν έξω από την πόρτα του μεγάλου κτηρίου και έμειναν εκεί. Και είπαν οι καθαρίστριες: δεν θα φύγουμε εμείς από εδώ. Και τότε ο Υπουργός σήκωσε το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής, ήταν ο Αστυνόμος.
Ο Αστυνόμος χάρηκε πολύ που τον πήρε ο φίλος του ο Υπουργός και αφού τον ρώτησε για την γυναίκα του και τα παιδιά του (καλά όλοι, δόξα τω Θεώ, υγεία πάνω απ’ όλα) πήρε τον φίλο του το ΜΑΤατζή και του είπε: πάρε την παρέα και τις ασπίδες και πηγαίνετε στο Υπουργείο να τις διώξετε, γιατί ο Υπουργός δυσφορεί. Και πήρε ο ΜΑΤατζής την παρέα του και πήγαν στο Υπουργείο και τις έδιωξαν.
Την άλλη μέρα όμως, κάτι ακόμα πιο παράξενο: οι καθαρίστριες ήταν πάλι εκεί. Ο ΜΑΤατζής είχε αρχίσει να εκνευρίζεται, συνηθισμένος όπως ήταν να τον τρέμουν όλοι και με δυο γκλοπιές να εξαφανίζονται από μπροστά του. Δεν μπορούσε να το δεχτεί, αυτός ο φοβερός και τρομερός, αυτός ο “γαμάω”, αυτός που τόσους έστειλε στο νοσοκομείο, να τον δουλεύουν τώρα μερικές γυναικούλες. Και πήρε τηλέφωνο τον Αστυνόμο και του είπε ο Αστυνόμος: δείρε τες όσο θές, να σκάσουν, να μην φωνάζουν. Τις έδερναν και όμως αυτές πάλι εκεί, φώναζαν, και όσο περισσότερο φώναζαν τόσο περισσότερο τις έδερναν και όσο περισσότερο τις έδερναν, τόσο περισσότερο φώναζαν, και το πρόβλημα με κάποιον που φωνάζει είναι ότι ακούγεται. Άρχισαν λοιπόν οι καθαρίστριες να ακούγονται, και δωστου ξύλο και εκεί αυτές, να φωνάζουν. Σιγά σιγά, ολοένα και περισσότεροι τις άκουγαν και αυτοί που τις άκουγαν, άρχιζαν να παραξενεύονται, γιατί τώρα να τις δέρνουν και να τις διώχνουν, μπάς και αυτός ο Υπουργός έχει κανένα φίλο που έχει κανένα μπατζανάκη που έχει κανένα πρωτοξάδερφο παλιό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ με ιδιωτική εταιρία υπηρεσιών καθαριότητας; Και δεν μπορούσαν να καταλάβουν αυτοί που τις άκουγαν που έχουν άδικο οι καθαρίστριες, και πώς θα σωθεί η χώρα απο 300 καθαρίστριες και άρχιζαν και αυτοί να διαμαρτύρονται μαζί με τις καθαρίστριες, και κάθε μέρα γινόταν περισσότερες οι διαμαρτυρίες. Έτσι, ο Υπουργός σήκωσε πάλι το ακουστικό και στην άλλη γραμμή ήταν ο φίλος του ο Καναλάρχης.
Ο Καναλάρχης αφορμή έψαχνε να τα κανονίσει με τον Υπουργό γιατί έχει και κάτι δανειάκια μωρέ και είναι δύσκολες οι εποχές τώρα, μήπως να τα ξεχνούσαμε κ. Υπουργέ και εντάξει, θα το φτιάξουμε το θέμα με τις κωλόγριες. Φώναξε λοιπόν ο Καναλάρχης τον υπάλληλο του τον Δημοσιογράφο και του είπε “ξέρεις τι πρέπει να κάνεις”. Και όντως, ο δημοσιογράφος ήξερε έπρεπε τι να κάνει. Έβαλε λοιπόν την γραβάτα του και το καλό του το κουστούμι και βγήκε στα παράθυρα και είπε στον Νοικοκυραίο ότι αυτές οι καθαρίστριες, εντάξει τώρα, δεν είναι και τόσο αθώες, δημόσιες υπάλληλοι είναι, τεμπέληδες σαν όλους τους άλλους, ποιος ξέρει τι μισθούς παίρνανε, άσε που τις βάζει και ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα να διαμαρτύρονται και στην τελική, εσύ που είσαι ιδιωτικός υπάλληλος, γιατί να μην παίρνεις τέτοιο μισθό; Η τι, αυτές είναι έξυπνες που όταν απολύονται διαμαρτύρονται και εσύ δεν βγάζεις άχνα; Στον λάκκο και αυτές λοιπόν. Έτσι είπε ο Δημοσιογράφος και ο Καναλάρχης και ο Υπουργός ήταν πολύ ευχαριστημένοι, και ο Νοικοκυραίος νευρίασε με τις συντεχνίες που λυμαίνονται το κράτος του. Μόνο ο ΜΑΤατζής δεν ήταν χαρούμενος γιατί δεν μπορούσε να τις δείρει τόσο όσο θα ήθελε.
Έλα όμως που αυτές πάλι εκεί ήταν και πάλι φώναζαν, και σιγά σιγά ερχόταν και άλλος κόσμος μαζί τους; Έλα όμως που σιγά σιγά το θέμα τους έφτανε παντού; Έλα όμως που ότι και να έλεγε ο Δημοσιογράφος, δεν τον πίστευαν; Έλα όμως που χρησιμοποίησαν και τον νόμο και δικαιώθηκαν; Αυτό το τελευταίο ειδικά ο Υπουργός δεν το ανεχόταν με τίποτα, τα δικά του τα δικαστήρια να σηκώνουν παντιέρα ρόσα! Έκανε έφεση λοιπόν και σήκωσε πάλι το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη ήταν ο φίλος του ο Δικαστής.
Ο φίλος του ο Δικαστής είχε και αυτός κάτι θεματάκια, με τους μισθούς λένε αλλά κανείς δεν ξέρει στα σίγουρα. Όπως και να έχει πάντως, ο Δικαστής τον καθησύχασε: από μένα δεν περνάνε Υπουργέ, δίκιο ξε-δίκιο, εδώ μέσα θα τις θάψουμε. Και πήγε ο Δικαστής την άλλη μέρα, και έβαλε την τήβεννο και κάθισε στην μεγάλη έδρα του κάτω από την εικόνα του Χριστούλη και είπε και ελάλησε, να διωχθούν οι καθαρίστριες γιατί έτσι γουστάρω εγώ ο Δικαστής και ο Υπουργός και ο Καναλάρχης και ο Αστυνόμος. Και οι καθαρίστριες διώχθηκαν. Ο Υπουργός χάρηκε. Ο μόνος που δεν ήταν τόσο χαρούμενος ήταν ο ΜΑΤατζής, που δεν τον είχαν αφήσει τόσο καιρό να τις δείρει, να φχαριστηθεί η ψυχή του. Έτσι ο Υπουργός, καλόκαρδος όπως είναι, αποφάσισε να τον αφήσει να το γλεντήσει λίγο και αυτός ο κακόμοιρος. Και άφησε τον ΜΑΤατζή, και ο ΜΑΤατζής τις έδειρε όσο ήθελε και άλλο τόσο, έτσι για το καλό και γιατί τις είχε βαρεθεί, κάθε μέρα μπροστά του.
Και ο Υπουργός κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα του και σήκωσε το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη ήταν ο Τροϊκανός. Και του είπε ο Υπουργός, με γλίτσα στη φωνή και σε άψογα αγγλικά: “The job is done”. Ο Τροϊκανός χάρηκε και παίνεσε τον Υπουργό. Ο Δημοσιογράφος, το βράδυ, με το καλό του σακάκι και την καλή του γραβάτα, εξέφρασε την θλίψη του για το “δράμα των καθαρίστριων” και για την κοινωνία που ζούμε και ο ΜΑΤατζής πήγε σπίτι του να δεί μπάλα, με την κούραση και την ήσυχη συνείδηση κάποιου που είχε μια καλή, παραγωγική μέρα στη δουλειά.
Και έζησαν αυτοί καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου