της Τόνιας Κατερίνη, απο το Red Note Book...
Αυτή η τελευταία υπερδραστηριότητα των τραπεζών είχε σημαντικές και καθόλου τυχαίες επιπτώσεις. Εκτόξευσε τις τιμές των ακινήτων, ανεβάζοντας την εργολαβική κερδοφορία, η οποία παραδοσιακά κυμαινόταν μεταξύ 20 και 30%, σε ποσοστά ενίοτε άνω του 200%. Και, την ίδια στιγμή, δημιούργησε χρέη με εξασφάλιση ακίνητα, η αξία των οποίων είναι σήμερα πολύ μικρότερη του δανείου. Παράλληλα η χορήγηση επισκευαστικών ενυπόθηκων δανείων, που χρησιμοποιούνταν εν γνώσει των τραπεζών, για να καλύψουν πραγματικές ή έντεχνα κατασκευασμένες καταναλωτικές ανάγκες, αλλά και τις σημαντικές ανάγκες που προκαλούσε η αποδιάρθρωση των κοινωνικών παροχών, υποθήκευσε δόλια τη ζωή πλήθους νοικοκυριών.
Έτσι, μεγάλο μέρος της κοινωνίας βρέθηκε με υποθηκευμένο μέλλον, στη βάση μιας ψευδεπίγραφης ευημερίας. Το πρότυπο του υπερχρεωμένου ανθρώπου κατασκευάστηκε μεθοδικά. Ακόμα και όταν σταμάτησε να τροφοδοτεί, πληρώνοντας, την υπερκερδοφορία των τραπεζών, ο υπερχρεωμένος άνθρωπος παρέμεινε πολύτιμο “υπόδειγμα” για την άσκηση νέων πολιτικών της κοινωνίας του ελέγχου. Από αυτή τη σκοπιά, η μεθοδική κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου δεν είναι απλώς παράγωγο της “κρίσης” αλλά μια στρατηγική για την αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας, με την υποθήκευση όχι μόνο της περιουσίας και της εργασίας, αλλά και των ατομικών στρατηγικών ζωής δια βίου.
Σήμερα, εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά κινδυνεύουν άμεσα να χάσουν την ακίνητη περιουσία τους, ακόμα και την πρώτη κατοικία. Σε πολλές περιπτώσεις, η περιουσία αυτή θα εκποιηθεί σε τίμημα μικρότερο του ενός τρίτου της αξίας της. Πρόκειται για μια αναδιανομή πλούτου προς όφελος των πλουσίων χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη ιστορία. Η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός της ακίνητης περιουσίας, πέρα από τον άμεσο κίνδυνο απώλειας της στέγης, σημαίνει και την καταστροφή του τελευταίου αναχώματος ασφάλειας: έπειτα από αυτή, το άτομο αφήνεται “γυμνό” στην αρένα της επισφάλειας και της εκμετάλλευσης.
Πέρα από την πτωχευτική δυνατότητα που δίνει στα νοικοκυριά ο λεγόμενος νόμος Κατσέλη, ο οποίος παραμένει σε ισχύ μέχρι στιγμής, εδώ και λίγους μήνες έχουμε διαδοχικές αλλαγές του νομικού πλαισίου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Από την κατάργηση της προστατευτικής ρύθμισης Παπαθανασίου, που έθετε ένα όριο οφειλής (200.000 ευρώ), κάτω από το οποίο απαγορευόταν η κατάσχεση, περάσαμε στην προσωρινή, υπό πολλές προϋποθέσεις, και μόνο για ένα χρόνο προστασία της κύριας κατοικίας. Ήδη δε τον τελευταίο καιρό, και και με τη δημοσιευμένη πλέον απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδας στο ΦΕΚ 1582, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, που καταργεί την έννοια της προστασίας και αλλάζει ριζικά την αντίληψη διαχείρισης των υπερχρεωμένων δανειοληπτών. Πρόκειται για τη θεσμοθέτηση της εξωδικαστικής διαδικασίας διαπραγμάτευσης με τις τράπεζες, υπό τον έλεγχο των τραπεζών, και με κύριους άξονες τη συνθήκη του “συνεργάσιμου” δανειολήπτη και το ελάχιστο εισόδημα “αξιοπρεπούς” διαβίωσης. Έχει ενδιαφέρον εδώ ότι σε μια αμιγώς οικονομική συναλλαγή εισάγονται δυο έννοιες με “ηθικό” πρόσημο – η αξιοπρέπεια από τη μια και η συνεργασιμότητα από την άλλη.
Παρότι η “αξιοπρεπής” διαβίωση δεν έχει ακόμα με ακρίβεια προσδιοριστεί, είναι φανερό ότι βρισκόμαστε απέναντι σε μια οριζόντια ρύθμιση εδραζόμενη σε αμφίβολα στατιστικά δεδομένα, παραχαραγμένα σε ό,τι αφορά στα κοινωνικά παρεχόμενα αγαθά. Μια ρύθμιση που αγνοεί πλήρως το κοινωνικό κεκτημένο της διαβίωσης, θεμελιώδη παράμετρο της αξιοπρέπειας, αν όντως την εννοούμε.
Είναι λοιπόν φανερό ότι αυτό που μεθοδεύεται βρίσκεται πολύ μακριά από τις ανάγκες και τη δυνατότητα επίλυσης των προβλημάτων των υπερχρεωμένων. Ο Μαρξ είχε ήδη εντοπίσει τη “δυσπιστία” ως πολιτικό εργαλείο απέναντι στον αιτούντα δάνειο, αλλά και απέναντι στο φτωχό που είναι αποδέκτης κοινωνικής αρωγής. Αλλά και ο Νίτσε, στη Γενεαλογία της Ηθικής, είχε εντοπίσει δίπλα στο ζεύγος “προσπάθεια – ανταμοιβή” το ζεύγος “υπόσχεση – ενοχή” για το χρέος που δεν “τιμήσαμε”.
Στις σημερινές συνθήκες, ευτυχώς, είναι πολλοί και πολλές όσοι/ες ως μόνο χρέος και συνθήκη αξιοπρέπειας αναγνωρίζουν την αντίσταση σε όσα συμβαίνουν – και όσα επίκεινται.
Το σχέδιο απέναντι στο οποίο βρισκόμαστε
σήμερα αντιμέτωποι/ες έχει την αφετηρία του στη δεκαετία του ’80 όταν
από οι πολιτικές του welfare (της κοινωνικής προστασίας) δίνουν τη θέση τους στις πολιτικές του workfare (της ανταπόδοσης μέσω της απορυθμισμένης εργασίας)
ενώ η κερδοφορία του κεφαλαίου δεν
προέρχεται πια κατά προτεραιότητα από τον παραγωγικό τομέα, αλλά από τις
χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες.
Στο πεδίο αυτό, αναπτύσσονται ποικίλες πρακτικές υψηλής κερδοφορίας
του κεφαλαίου που αφορούν, κατά κύριο λόγο, τους μεγάλους παίκτες –
ταυτόχρονα, όμως, εμπλέκουν το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας,
διαμορφώνοντας νέες οικονομικές και κοινωνικές συμπεριφορές. Η εμπλοκή
αυτή επιτυγχάνεται αρχικά μέσω του Χρηματιστηρίου και στη συνέχεια με
την παραγωγή και πώληση ποικίλων τραπεζικών προϊόντων· τα πιο
διαδεδομένα είναι τα καταναλωτικά δάνεια και οι κάρτες, αλλά τον κορμό
αποτελούν τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια.Αυτή η τελευταία υπερδραστηριότητα των τραπεζών είχε σημαντικές και καθόλου τυχαίες επιπτώσεις. Εκτόξευσε τις τιμές των ακινήτων, ανεβάζοντας την εργολαβική κερδοφορία, η οποία παραδοσιακά κυμαινόταν μεταξύ 20 και 30%, σε ποσοστά ενίοτε άνω του 200%. Και, την ίδια στιγμή, δημιούργησε χρέη με εξασφάλιση ακίνητα, η αξία των οποίων είναι σήμερα πολύ μικρότερη του δανείου. Παράλληλα η χορήγηση επισκευαστικών ενυπόθηκων δανείων, που χρησιμοποιούνταν εν γνώσει των τραπεζών, για να καλύψουν πραγματικές ή έντεχνα κατασκευασμένες καταναλωτικές ανάγκες, αλλά και τις σημαντικές ανάγκες που προκαλούσε η αποδιάρθρωση των κοινωνικών παροχών, υποθήκευσε δόλια τη ζωή πλήθους νοικοκυριών.
Έτσι, μεγάλο μέρος της κοινωνίας βρέθηκε με υποθηκευμένο μέλλον, στη βάση μιας ψευδεπίγραφης ευημερίας. Το πρότυπο του υπερχρεωμένου ανθρώπου κατασκευάστηκε μεθοδικά. Ακόμα και όταν σταμάτησε να τροφοδοτεί, πληρώνοντας, την υπερκερδοφορία των τραπεζών, ο υπερχρεωμένος άνθρωπος παρέμεινε πολύτιμο “υπόδειγμα” για την άσκηση νέων πολιτικών της κοινωνίας του ελέγχου. Από αυτή τη σκοπιά, η μεθοδική κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου δεν είναι απλώς παράγωγο της “κρίσης” αλλά μια στρατηγική για την αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας, με την υποθήκευση όχι μόνο της περιουσίας και της εργασίας, αλλά και των ατομικών στρατηγικών ζωής δια βίου.
Σήμερα, εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά κινδυνεύουν άμεσα να χάσουν την ακίνητη περιουσία τους, ακόμα και την πρώτη κατοικία. Σε πολλές περιπτώσεις, η περιουσία αυτή θα εκποιηθεί σε τίμημα μικρότερο του ενός τρίτου της αξίας της. Πρόκειται για μια αναδιανομή πλούτου προς όφελος των πλουσίων χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη ιστορία. Η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός της ακίνητης περιουσίας, πέρα από τον άμεσο κίνδυνο απώλειας της στέγης, σημαίνει και την καταστροφή του τελευταίου αναχώματος ασφάλειας: έπειτα από αυτή, το άτομο αφήνεται “γυμνό” στην αρένα της επισφάλειας και της εκμετάλλευσης.
Πέρα από την πτωχευτική δυνατότητα που δίνει στα νοικοκυριά ο λεγόμενος νόμος Κατσέλη, ο οποίος παραμένει σε ισχύ μέχρι στιγμής, εδώ και λίγους μήνες έχουμε διαδοχικές αλλαγές του νομικού πλαισίου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Από την κατάργηση της προστατευτικής ρύθμισης Παπαθανασίου, που έθετε ένα όριο οφειλής (200.000 ευρώ), κάτω από το οποίο απαγορευόταν η κατάσχεση, περάσαμε στην προσωρινή, υπό πολλές προϋποθέσεις, και μόνο για ένα χρόνο προστασία της κύριας κατοικίας. Ήδη δε τον τελευταίο καιρό, και και με τη δημοσιευμένη πλέον απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδας στο ΦΕΚ 1582, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, που καταργεί την έννοια της προστασίας και αλλάζει ριζικά την αντίληψη διαχείρισης των υπερχρεωμένων δανειοληπτών. Πρόκειται για τη θεσμοθέτηση της εξωδικαστικής διαδικασίας διαπραγμάτευσης με τις τράπεζες, υπό τον έλεγχο των τραπεζών, και με κύριους άξονες τη συνθήκη του “συνεργάσιμου” δανειολήπτη και το ελάχιστο εισόδημα “αξιοπρεπούς” διαβίωσης. Έχει ενδιαφέρον εδώ ότι σε μια αμιγώς οικονομική συναλλαγή εισάγονται δυο έννοιες με “ηθικό” πρόσημο – η αξιοπρέπεια από τη μια και η συνεργασιμότητα από την άλλη.
Παρότι η “αξιοπρεπής” διαβίωση δεν έχει ακόμα με ακρίβεια προσδιοριστεί, είναι φανερό ότι βρισκόμαστε απέναντι σε μια οριζόντια ρύθμιση εδραζόμενη σε αμφίβολα στατιστικά δεδομένα, παραχαραγμένα σε ό,τι αφορά στα κοινωνικά παρεχόμενα αγαθά. Μια ρύθμιση που αγνοεί πλήρως το κοινωνικό κεκτημένο της διαβίωσης, θεμελιώδη παράμετρο της αξιοπρέπειας, αν όντως την εννοούμε.
Αλλά τι είναι ο “συνεργάσιμος”;
Πέρα από τους βασικούς στόχους των νέων
πολιτικών για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, που αφορούν α) τη διαχείριση
του κοινωνικού πλούτου (εν προκειμένω της μικρής ακίνητης ιδιοκτησίας),
β) τον έλεγχο των αξιών της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας και γ) την
κερδοφορία την τραπεζών, ένα από τα βασικά προβλήματα που καλούνται να
αντιμετωπίσουν είναι η αξιοπιστία του υπό κατάρρευση, πλέον,
πιστοληπτικού συστήματος. Από μεγάλο μέρος των δανειοληπτών εκδηλώνεται
μια βουβή απειθαρχία: ένα σιωπηλό “δεν πληρώνω”, αποτέλεσμα κυρίως
ανάγκης αλλά και θυμού. Σιγά σιγά, στόμα με στόμα, έσπασε το δέος
απέναντι στα απειλητικά τηλεφωνήματα των εισπρακτικών εταιριών. Οι
άνθρωποι είναι πια περισσότερο ενήμεροι για τα δικαιώματά τους, και
είναι πολλοί και πολλές, άτομα και συλλογικότητες που δουλεύουν
συστηματικά καιρό τώρα γι” αυτό. Όσοι μπορούν, χρησιμοποιούν τα
διαθέσιμα θεσμικά εργαλεία που υπό προϋποθέσεις τους παρέχουν προστασία.
Οι περισσότεροι, όμως, είναι επιφυλακτικοί, καθώς γνωρίζουν ότι
πρόκειται για ένα πλαίσιο διάτρητο, μακριά από τις πραγματικές ανάγκες
και τις δυνατότητες τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι για πάνω από 150.000
απειλούμενες κύριες κατοικίες, έγιναν περίπου 10.000 αιτήσεις προστασίας
στις τράπεζες.
Για να ανασυστήσουν, λοιπόν, το φόβο που
διέσπειραν με τις εισπρακτικές εταιρείες, οι τράπεζες χρειάζονται νέα
θεσμικά εργαλεία. Και έτσι προκύπτει η συνεργασιμότητα ως βασική
προϋπόθεση της δυνατότητας ρύθμισης του χρέους. Όποιος/α
* δεν σηκώσει το τηλέφωνο για πάνω από τρεις συνεχόμενες φορές
* δεν σπεύσει να επισκεφθεί την τράπεζα αμέσως μόλις κληθεί
* αρνηθεί να προσκομίσει κάθε οικονομικό, αλλά και προσωπικό του στοιχείο και τον έλεγχο επαλήθευσής τους
* δεν συνεχίσει μετά τη ρύθμιση την ίδια αδιάλειπτη συνεργασία ως το τέλος της εξόφλησης, ίσως για πάντα…
* δεν σπεύσει να επισκεφθεί την τράπεζα αμέσως μόλις κληθεί
* αρνηθεί να προσκομίσει κάθε οικονομικό, αλλά και προσωπικό του στοιχείο και τον έλεγχο επαλήθευσής τους
* δεν συνεχίσει μετά τη ρύθμιση την ίδια αδιάλειπτη συνεργασία ως το τέλος της εξόφλησης, ίσως για πάντα…
δεν είναι συνεργάσιμος/η.
Πρόκειται για την εκχώρηση στοιχειωδών παραμέτρων ελευθερίας. Ο
συνεργαζόμενος διαιωνίζει την ομηρία του υπερχρεωμένου, με τη διαφορά
ότι μετατρέπεται σε “αξιόπιστο” εντός συστήματος. Και σε αυτή την
περίπτωση θα μπορεί να τύχει “ευνοϊκών” ρυθμίσεων, που κυμαίνονται από
“τη μείωση της δόσης για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα”, ως την
“εθελοντική” παραχώρηση της κυριότητας του ακινήτου του στον πιστωτή, με
τη “δυνατότητα” να παραμείνει σε αυτό ενοικιάζοντάς το για κάποια
χρόνια!Είναι λοιπόν φανερό ότι αυτό που μεθοδεύεται βρίσκεται πολύ μακριά από τις ανάγκες και τη δυνατότητα επίλυσης των προβλημάτων των υπερχρεωμένων. Ο Μαρξ είχε ήδη εντοπίσει τη “δυσπιστία” ως πολιτικό εργαλείο απέναντι στον αιτούντα δάνειο, αλλά και απέναντι στο φτωχό που είναι αποδέκτης κοινωνικής αρωγής. Αλλά και ο Νίτσε, στη Γενεαλογία της Ηθικής, είχε εντοπίσει δίπλα στο ζεύγος “προσπάθεια – ανταμοιβή” το ζεύγος “υπόσχεση – ενοχή” για το χρέος που δεν “τιμήσαμε”.
Στις σημερινές συνθήκες, ευτυχώς, είναι πολλοί και πολλές όσοι/ες ως μόνο χρέος και συνθήκη αξιοπρέπειας αναγνωρίζουν την αντίσταση σε όσα συμβαίνουν – και όσα επίκεινται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου