αναδημοσιευση από το 1 Against Racism...
Μπαίνουν σε ένα διερχόμενο ταξί την ώρα που αρχίζει να βρέχει. Η απόσταση μέχρι την Κυψέλη είναι μικρή. Η κοπέλα δίνει στον οδηγό τη διεύθυνση.
Ο νεαρός που τη συνοδεύει έχει -εμφανώς- τις ρίζες του στην Αφρική. Κάθονται στο πίσω κάθισμα και κουβεντιάζουν. Όταν φθάνουν στον προορισμό τους, το ταξίμετρο δεν έχει ακόμα φθάσει στο 3.20€, το ποσό της βασικής διαδρομής. «Θα μου δώσεις πέντε» λέει ο οδηγός απευθυνόμενος στην κοπέλα. «Τί εννοείτε;» του απαντά, «αφού το ταξίμετρο δείχνει άλλο» «Γιατί με τον αράπη που κουβαλάς, μόνο εγώ θα σε έπαιρνα να σε πάω κάπου. Δε θα σε έπαιρνε κανένας άλλος…»
Ο οδηγός του ταξί, κατά τη γνώμη του, δεν είναι ρατσιστής. Όχι. Δεν κάνει διακρίσεις στους πελάτες του, βάσει χρώματος, φυλής η εθνικότητας. Σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους του, πράγμα που καλά γνωρίζει. (Δε βαριέσαι. Ωρες είναι τώρα να διαλέγει κιόλας. Αυτός τη δουλειά του να κάνει, να βγαίνει το μεροκάματο. Λεφτά να ´ναι κι ότι να ´ναι.) Και αυτό το διαφοροποιημένο χαρακτηριστικό, γιατί να μην το προσφέρει κιόλας σαν έξτρα παροχή; Ένεκα κρίσης, πρέπει κανείς να βρίσκει εναλλακτικούς τρόπους κερδοφορίας.
Στον συλλογισμό του οδηγού, η υπηρεσία που προσφέρει δεν είναι απλώς η μεταφορά από ένα σημείο της πόλης σε ένα άλλο σημείο που καθορίζεται από τον επιβάτη, όπως ορίζει ο επαγγελματικός του κώδικας. Σε αυτήν προστίθεται η δική του «ανοχή» στην διαφορετικότητα (χρωματική, φυλετική κλπ) του πελάτη. Όχι με την έννοια της αποδοχής και του αλληλοσεβασμού, αλλά με αυτή που κάνει «τα στραβά μάτια». Αυτήν, την αντιλαμβάνεται ως δική του επιπλέον παροχή, που απορρέει από την ελεύθερη επιλογή του (να δέχεται ή να μη δέχεται «έγχρωμους» επιβάτες), και όχι ως επαγγελματικό του καθήκον. Την διάκριση εις βάρος πιθανών επιβατών (λόγω χρώματος κλπ), την θεωρεί αποκλειστικό του δικαίωμα. (Ποιός κώδικας δεοντολογίας και πράσινα άλογα; Δικό μου είναι το ταξί, κάνω ότι γουστάρω.)
Αντιλαμβάνεται το επάγγελμά του και τον χώρο μέσα στον οποίο το ασκεί, σαν ένα πεδίο χωρίς κανόνες. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου του αποτελεί κατά τη γνώμη του το ιδιωτικό του πεδίο, όπου κάνει «ότι γουστάρει», χωρίς να υπόκειται σε όρους, λειτουργώντας σαν αφεντικό του εαυτού του. Όσο για τον εξωτερικό, δημόσιο χώρο, τον αντιλαμβάνεται σαν ένα πεδίο όπου ο καθένας -ειδικά ο γηγενής- καθορίζει τους κανόνες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κατά το δοκούν. (Παραβιάζοντας με ευκολία ακόμα και τον ΚΟΚ, σιγά μην κολλήσει στα υπόλοιπα).
Τον συλλογισμό αυτόν, τον διαμορφώνει μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: αυτό του γενικότερου εχθρικού κλίματος προς όποιον ορατά διαφέρει. Γνωρίζει ο οδηγός ότι ρατσιστικές ή ξενοφοβικές αντιλήψεις είναι ευρέως διαδεδομένες στην συντεχνία του, και στην κοινωνία γενικά. Ο ίδιος δεν έχει ακριβώς άποψη, δεν τον νοιάζει ιδιαίτερα, αλλά μια και προς τα εκεί κυλάει το ρεύμα, δε χάνει τίποτα να συμπλεύσει κι αυτός. Η τουλάχιστον, επ´ευκαιρία, να βγάλει κάτι παραπάνω. (Μήπως όλα έχουν την τιμή τους, κι εδώ ο ευρηματικός Έλληνας ταξιτζής βρήκε μια νέα ευκαιρία επιχειρηματικότητας; Και εάν η ανοχή στη διαφορετικότητα τιμολογείται με 1.80€ στην ελάχιστη διαδρομή, τότε πόσο κοστολογείται στο λεωφορείο, στον ηλεκτρικό ή στο μετρό; Και πόσο στις υπόλοιπες συναλλαγές;)
Κυρίως όμως, ο οδηγός ταξί -ή οποιοσδήποτε άλλος- αισθάνεται ότι νομιμοποιείται να εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο. Ξέρει ότι δύσκολα ο στόχος της φραστικής του επίθεσης θα αντιδράσει, ότι ο κόσμος θα αδιαφορήσει, ή θα είναι επί το πλείστον με το μέρος του, και ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν προβλέπονται, δύσκολα επιβάλλονται κυρώσεις.
Εξάλλου, εκτός από τους «κακούς» ταξιτζήδες, υπάρχουν και οι «καλοί» άνθρωποι. Πριν λίγες μέρες, δημοσιεύθηκε στους New York Times ένα άρθρο με τίτλο «The good racist people». Αναφερόταν στην χωρίς αφορμή κατηγορία μικροκλοπής εναντίον ενός Αφρό-Αμερικανού από υπάλληλο μπακάλικου που, τον θεώρησε -λόγω χρώματος- πιο ύποπτο από τους υπόλοιπους πελάτες. Ας σημειωθεί ότι το περιστατικό -που έληξε με σωματική έρευνα που διέψευσε τον ισχυρισμό του πωλητή- συνέβη όχι πολύ μακριά από το Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Θα μπορούσε κανείς να πει πως δεν ήταν μια ρατσιστική επίθεση, ήταν απλώς μια υποψία. Το περιστατικό πήρε μεγάλη δημοσιότητα λόγω του ότι ο ατυχής πελάτης έτυχε να είναι ο πολυβραβευμένος ηθοποιός Forest Whitaker.
Ο αρθρογράφος, πελάτης από παλιά του ίδιου μπακάλικου, αναρωτιόταν αν πρέπει ή δεν πρέπει να εξακολουθήσει να ψωνίζει εκεί. Αν έπρεπε απλώς να προσπεράσει το συμβάν και να συνεχίσει να προμηθεύεται τα εκλεκτά προϊόντα από τους συμπαθείς και εξυπηρετικούς μπακάληδες, ή αν όφειλε με τη στάση του να δηλώσει έμπρακτα την αποδοκιμασία του. Παρατηρώντας μάλιστα ότι τις τελευταίες μέρες έκανε αυθορμήτως το δεύτερο, αισθάνθηκε και μια μικρή ντροπή. Εξάλλου γνωρίζει τους ιδιοκτήτες, είναι καλοί άνθρωποι, δεν είναι ρατσιστές, δικαιολόγησαν τον υπάλληλό τους και απολογήθηκαν για το συμβάν.
Έπειτα όμως ήρθαν στο μυαλό του τα αμέτρητα περιστατικά που δεν βλέπουν το φως της δημοσιότητας μια και τα θύματά τους σπάνια είναι βραβευμένα με Οσκαρ. Σκέφτηκε επίσης ότι παρόμοια περιστατικά καχυποψίας και δημόσιου εξευτελισμού δεν θα συνέβαιναν εύκολα σε έναν λευκό συμπολίτη του, ακόμη κι αν δεν ήταν βραβευμένος με Οσκαρ, ακόμα και σε μια χώρα με εκλεγμένο μαύρο πρόεδρο. Κι έπειτα σκέφτηκε το μήνυμα που τέτοια περιστατικά δίνουν σε όλους και κυρίως στα παιδιά -λευκά ή μαύρα- γύρω του, υποδηλώνοντας ότι η κοινωνία αυτή, όσο κι αν απαρτίζεται από «καλούς» ανθρώπους, είναι μια κοινωνία καχύποπτη απέναντι σε όποιον διαφέρει.
Το ερώτημα δεν είναι μόνο ποιός είναι και ποιός δεν είναι ρατσιστής. (Οι περισσότεροι άλλωστε σπεύδουμε να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε ρατσιστές.) Είναι και το πως προσδιορίζεται -και πως περιορίζεται- στις καθημερινές πρακτικές και στα κοινά μας πεδία ο ρατσισμός, και πως, αντιστοίχως, προσδιορίζεται ο σεβασμός στον διπλανό μας, αν όχι μέσα από την συνειδητή τήρηση κανόνων. Αφορά όχι μόνο την πράξη ή το λόγο αυτών που είναι, αλλά και την ανοχή όσων θεωρούν ότι δεν είναι. Γιατί κι αυτός, ο «ρατσισμός των καλών ανθρώπων», είναι ίσως εξίσου επικίνδυνος. Των καλών, φιλήσυχων, δημοκρατικών πολιτών που συχνά με την ανοχή, την έκπληξη, καμιά φορά την αδιαφορία μας, γινόμαστε μάρτυρες τέτοιων συμπεριφορών, και καταλήγουμε αγόγγυστα να τις επιτρέπουμε. Δίπλα στην ορατή βία του ρατσισμού, υπάρχει και η αόρατη βία της ανοχής του.
Τί γίνεται όταν κανείς -από τους πολιτικούς μέχρι τους απλούς πολίτες- προσπερνά, σιωπά, ή προφασίζεται πως δε γνωρίζει; Όταν η «πολιτική ορθότητα» χλευάζεται ως υποκρισία; Όταν ο σεβασμός στη διαφορετικότητα θεωρείται περιττή πολυτέλεια στην τροχοπέδη της οικονομικής κρίσης; Πέρα από το ρατσισμό των «κακών» υπάρχει και ο ρατσισμός των «καλών» ανθρώπων. Ο ένας εκφράζεται ενεργά μέσα από πράξεις και λόγια, ενώ ο άλλος παθητικά, μέσα από την ανοχή, την απραξία και τη σιωπή. Μέσα από το βλέμμα που αποφεύγει να δει.
Αυτό που παραμένει κοινό, είναι το μήνυμα απέναντι σε όποιον διαφέρει.
Αναδημοσίευση άρθρου της Ναντίνας Χριστοπούλου από το news247.gr
Ο νεαρός που τη συνοδεύει έχει -εμφανώς- τις ρίζες του στην Αφρική. Κάθονται στο πίσω κάθισμα και κουβεντιάζουν. Όταν φθάνουν στον προορισμό τους, το ταξίμετρο δεν έχει ακόμα φθάσει στο 3.20€, το ποσό της βασικής διαδρομής. «Θα μου δώσεις πέντε» λέει ο οδηγός απευθυνόμενος στην κοπέλα. «Τί εννοείτε;» του απαντά, «αφού το ταξίμετρο δείχνει άλλο» «Γιατί με τον αράπη που κουβαλάς, μόνο εγώ θα σε έπαιρνα να σε πάω κάπου. Δε θα σε έπαιρνε κανένας άλλος…»
Ο οδηγός του ταξί, κατά τη γνώμη του, δεν είναι ρατσιστής. Όχι. Δεν κάνει διακρίσεις στους πελάτες του, βάσει χρώματος, φυλής η εθνικότητας. Σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους του, πράγμα που καλά γνωρίζει. (Δε βαριέσαι. Ωρες είναι τώρα να διαλέγει κιόλας. Αυτός τη δουλειά του να κάνει, να βγαίνει το μεροκάματο. Λεφτά να ´ναι κι ότι να ´ναι.) Και αυτό το διαφοροποιημένο χαρακτηριστικό, γιατί να μην το προσφέρει κιόλας σαν έξτρα παροχή; Ένεκα κρίσης, πρέπει κανείς να βρίσκει εναλλακτικούς τρόπους κερδοφορίας.
Στον συλλογισμό του οδηγού, η υπηρεσία που προσφέρει δεν είναι απλώς η μεταφορά από ένα σημείο της πόλης σε ένα άλλο σημείο που καθορίζεται από τον επιβάτη, όπως ορίζει ο επαγγελματικός του κώδικας. Σε αυτήν προστίθεται η δική του «ανοχή» στην διαφορετικότητα (χρωματική, φυλετική κλπ) του πελάτη. Όχι με την έννοια της αποδοχής και του αλληλοσεβασμού, αλλά με αυτή που κάνει «τα στραβά μάτια». Αυτήν, την αντιλαμβάνεται ως δική του επιπλέον παροχή, που απορρέει από την ελεύθερη επιλογή του (να δέχεται ή να μη δέχεται «έγχρωμους» επιβάτες), και όχι ως επαγγελματικό του καθήκον. Την διάκριση εις βάρος πιθανών επιβατών (λόγω χρώματος κλπ), την θεωρεί αποκλειστικό του δικαίωμα. (Ποιός κώδικας δεοντολογίας και πράσινα άλογα; Δικό μου είναι το ταξί, κάνω ότι γουστάρω.)
Αντιλαμβάνεται το επάγγελμά του και τον χώρο μέσα στον οποίο το ασκεί, σαν ένα πεδίο χωρίς κανόνες. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου του αποτελεί κατά τη γνώμη του το ιδιωτικό του πεδίο, όπου κάνει «ότι γουστάρει», χωρίς να υπόκειται σε όρους, λειτουργώντας σαν αφεντικό του εαυτού του. Όσο για τον εξωτερικό, δημόσιο χώρο, τον αντιλαμβάνεται σαν ένα πεδίο όπου ο καθένας -ειδικά ο γηγενής- καθορίζει τους κανόνες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κατά το δοκούν. (Παραβιάζοντας με ευκολία ακόμα και τον ΚΟΚ, σιγά μην κολλήσει στα υπόλοιπα).
Τον συλλογισμό αυτόν, τον διαμορφώνει μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: αυτό του γενικότερου εχθρικού κλίματος προς όποιον ορατά διαφέρει. Γνωρίζει ο οδηγός ότι ρατσιστικές ή ξενοφοβικές αντιλήψεις είναι ευρέως διαδεδομένες στην συντεχνία του, και στην κοινωνία γενικά. Ο ίδιος δεν έχει ακριβώς άποψη, δεν τον νοιάζει ιδιαίτερα, αλλά μια και προς τα εκεί κυλάει το ρεύμα, δε χάνει τίποτα να συμπλεύσει κι αυτός. Η τουλάχιστον, επ´ευκαιρία, να βγάλει κάτι παραπάνω. (Μήπως όλα έχουν την τιμή τους, κι εδώ ο ευρηματικός Έλληνας ταξιτζής βρήκε μια νέα ευκαιρία επιχειρηματικότητας; Και εάν η ανοχή στη διαφορετικότητα τιμολογείται με 1.80€ στην ελάχιστη διαδρομή, τότε πόσο κοστολογείται στο λεωφορείο, στον ηλεκτρικό ή στο μετρό; Και πόσο στις υπόλοιπες συναλλαγές;)
Κυρίως όμως, ο οδηγός ταξί -ή οποιοσδήποτε άλλος- αισθάνεται ότι νομιμοποιείται να εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο. Ξέρει ότι δύσκολα ο στόχος της φραστικής του επίθεσης θα αντιδράσει, ότι ο κόσμος θα αδιαφορήσει, ή θα είναι επί το πλείστον με το μέρος του, και ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν προβλέπονται, δύσκολα επιβάλλονται κυρώσεις.
Εξάλλου, εκτός από τους «κακούς» ταξιτζήδες, υπάρχουν και οι «καλοί» άνθρωποι. Πριν λίγες μέρες, δημοσιεύθηκε στους New York Times ένα άρθρο με τίτλο «The good racist people». Αναφερόταν στην χωρίς αφορμή κατηγορία μικροκλοπής εναντίον ενός Αφρό-Αμερικανού από υπάλληλο μπακάλικου που, τον θεώρησε -λόγω χρώματος- πιο ύποπτο από τους υπόλοιπους πελάτες. Ας σημειωθεί ότι το περιστατικό -που έληξε με σωματική έρευνα που διέψευσε τον ισχυρισμό του πωλητή- συνέβη όχι πολύ μακριά από το Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Θα μπορούσε κανείς να πει πως δεν ήταν μια ρατσιστική επίθεση, ήταν απλώς μια υποψία. Το περιστατικό πήρε μεγάλη δημοσιότητα λόγω του ότι ο ατυχής πελάτης έτυχε να είναι ο πολυβραβευμένος ηθοποιός Forest Whitaker.
Ο αρθρογράφος, πελάτης από παλιά του ίδιου μπακάλικου, αναρωτιόταν αν πρέπει ή δεν πρέπει να εξακολουθήσει να ψωνίζει εκεί. Αν έπρεπε απλώς να προσπεράσει το συμβάν και να συνεχίσει να προμηθεύεται τα εκλεκτά προϊόντα από τους συμπαθείς και εξυπηρετικούς μπακάληδες, ή αν όφειλε με τη στάση του να δηλώσει έμπρακτα την αποδοκιμασία του. Παρατηρώντας μάλιστα ότι τις τελευταίες μέρες έκανε αυθορμήτως το δεύτερο, αισθάνθηκε και μια μικρή ντροπή. Εξάλλου γνωρίζει τους ιδιοκτήτες, είναι καλοί άνθρωποι, δεν είναι ρατσιστές, δικαιολόγησαν τον υπάλληλό τους και απολογήθηκαν για το συμβάν.
Έπειτα όμως ήρθαν στο μυαλό του τα αμέτρητα περιστατικά που δεν βλέπουν το φως της δημοσιότητας μια και τα θύματά τους σπάνια είναι βραβευμένα με Οσκαρ. Σκέφτηκε επίσης ότι παρόμοια περιστατικά καχυποψίας και δημόσιου εξευτελισμού δεν θα συνέβαιναν εύκολα σε έναν λευκό συμπολίτη του, ακόμη κι αν δεν ήταν βραβευμένος με Οσκαρ, ακόμα και σε μια χώρα με εκλεγμένο μαύρο πρόεδρο. Κι έπειτα σκέφτηκε το μήνυμα που τέτοια περιστατικά δίνουν σε όλους και κυρίως στα παιδιά -λευκά ή μαύρα- γύρω του, υποδηλώνοντας ότι η κοινωνία αυτή, όσο κι αν απαρτίζεται από «καλούς» ανθρώπους, είναι μια κοινωνία καχύποπτη απέναντι σε όποιον διαφέρει.
Το ερώτημα δεν είναι μόνο ποιός είναι και ποιός δεν είναι ρατσιστής. (Οι περισσότεροι άλλωστε σπεύδουμε να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε ρατσιστές.) Είναι και το πως προσδιορίζεται -και πως περιορίζεται- στις καθημερινές πρακτικές και στα κοινά μας πεδία ο ρατσισμός, και πως, αντιστοίχως, προσδιορίζεται ο σεβασμός στον διπλανό μας, αν όχι μέσα από την συνειδητή τήρηση κανόνων. Αφορά όχι μόνο την πράξη ή το λόγο αυτών που είναι, αλλά και την ανοχή όσων θεωρούν ότι δεν είναι. Γιατί κι αυτός, ο «ρατσισμός των καλών ανθρώπων», είναι ίσως εξίσου επικίνδυνος. Των καλών, φιλήσυχων, δημοκρατικών πολιτών που συχνά με την ανοχή, την έκπληξη, καμιά φορά την αδιαφορία μας, γινόμαστε μάρτυρες τέτοιων συμπεριφορών, και καταλήγουμε αγόγγυστα να τις επιτρέπουμε. Δίπλα στην ορατή βία του ρατσισμού, υπάρχει και η αόρατη βία της ανοχής του.
Τί γίνεται όταν κανείς -από τους πολιτικούς μέχρι τους απλούς πολίτες- προσπερνά, σιωπά, ή προφασίζεται πως δε γνωρίζει; Όταν η «πολιτική ορθότητα» χλευάζεται ως υποκρισία; Όταν ο σεβασμός στη διαφορετικότητα θεωρείται περιττή πολυτέλεια στην τροχοπέδη της οικονομικής κρίσης; Πέρα από το ρατσισμό των «κακών» υπάρχει και ο ρατσισμός των «καλών» ανθρώπων. Ο ένας εκφράζεται ενεργά μέσα από πράξεις και λόγια, ενώ ο άλλος παθητικά, μέσα από την ανοχή, την απραξία και τη σιωπή. Μέσα από το βλέμμα που αποφεύγει να δει.
Αυτό που παραμένει κοινό, είναι το μήνυμα απέναντι σε όποιον διαφέρει.
Αναδημοσίευση άρθρου της Ναντίνας Χριστοπούλου από το news247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου