Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Πολιτικός λόγος και προπαγάνδα...

Του Κύρκου Δοξιάδη*, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
 Περιστατικό πρώτο: Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Βαγγέλης Διαμαντόπουλος κατηγορείται ότι «στοχοποιεί σε ομιλία του το Mall, τέσσερις ημέρες πριν από το τρομοκρατικό χτύπημα, και καλεί απροκάλυπτα τους συντρόφους του να πάρουν τα όπλα», επί τη βάσει ενός βίντεο με αποσπάσματα δηλώσεών του επιλεγμένα κατά τέτοιον τρόπο ώστε να προκύπτει ένα νόημα ακριβώς αντίθετο προς τα όσα όντως είπε.
 
Περιστατικό δεύτερο: Ο Αλέξης Τσίπρας εγκαλείται, εμμέσως πλην σαφέστατα, για ύποπτες διασυνδέσεις με τον μεγαλοεπιχειρηματία Τζορτζ Σόρος, επειδή μίλησε σε συνέδριο συγχρηματοδοτούμενο από ινστιτούτο ιδρυθέν από εκείνον.

Περιστατικό τρίτο: Ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλεται ότι «στις 2/5/2010 μέσω του επίσημου κομματικού του εντύπου, της εφημερίδας »Αυγή», εξυμνούσε με ολοσέλιδη καταχώριση την εταιρεία »Ελληνικός Χρυσός Α.Ε.»», με πειστήριο την παρουσίαση φράσεων από τη διαφήμιση της εν λόγω εταιρείας ως θέσεων της «Αυγής» και του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ.

Τα τρία περιστατικά συνέβησαν σε διάστημα που δεν ξεπερνάει τον ενάμιση μήνα. Ως γεγονότα που εντάσσονται στη σφαίρα του (πολιτικού) λόγου, βέβαια, δεν μπορούν να συγκριθούν με τις υλικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις των μνημονιακών μέτρων -πολλές από τις οποίες, ιδίως όσο περνάει ο καιρός, προσλαμβάνουν ολοένα και περισσότερο τραγικό χαρακτήρα. Η σημασία τους συνίσταται κυρίως στο ότι αποτελούν ενδείξεις μιας γενικότερης τάσης, που έχει αρχίσει να διαφαίνεται στον τρόπο με τον οποίο ασκούν πολιτική τα κόμματα της συγκυβέρνησης.

Οι πρακτικές του πολιτικού λόγου, στις σημερινές συνθήκες, ακολουθούν την πολωμένη κατάσταση που επικρατεί στην πολιτική σκηνή εν γένει. Τα χαρακτηριστικά της πόλωσης στη σφαίρα του πολιτικού λόγου είναι γνωστά: σκληροί -και συχνά άδικοι- χαρακτηρισμοί του αντιπάλου, τάση για υπερβολή, απλουστευτικές γενικεύσεις, φραστικές ακρότητες και τα συναφή. Απομονώνω όμως τα τρία παραπάνω περιστατικά για την ιδιαιτερότητά τους.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, με τη λεγόμενη «έκρηξη» των μέσων μαζικής επικοινωνίας, και ιδίως τώρα, την εποχή του Διαδικτύου, η προπαγάνδα, με την παλαιά μορφή της πασιφανούς και χονδροειδούς παραποίησης είτε της πραγματικότητας είτε των λεγομένων του αντιπάλου, έχει καταστεί ανέφικτη. Τα «προπαγανδιστικά ήθη» έχουν εκλεπτυνθεί και οι προπαγανδιστικές τεχνικές έχουν γίνει πολύ πιο έμμεσες και περίτεχνες, όχι βέβαια επειδή οι προπαγανδιστές απέκτησαν την αίσθηση του «fair play», αλλά απλούστατα επειδή τα σύγχρονα μέσα καθιστούν την πρόσβαση στην απλή πληροφορία ασύγκριτα ευκολότερη από παλιότερα (ιδίως από τις περιόδους με συνθήκες πολέμου ή/και δικτατορίας). Στη σημερινή εποχή, μια χοντροκομμένη παραποίηση είναι περίπου βέβαιο ότι θα αποβεί μπούμερανγκ για τον προπαγανδιστή –εκτός από τις περιπτώσεις τυφλωμένων οπαδών της άποψής του, που δεν χρειάζεται να πειστούν ούτως ή άλλως.

Πού οφείλεται, λοιπόν, η διολίσθηση σε τέτοιου είδους χονδροειδή προπαγάνδα παλαιάς κοπής, και μάλιστα σε τρεις -μέχρι στιγμής- περιπτώσεις, στην οποία περιέπεσαν οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί της συγκυβέρνησης κατά τις τελευταίες εβδομάδες; Την εξήγηση επί τη βάσει του «πανικού» θα ήθελα να την πιστέψω, αλλά μου φαίνεται υπερβολικά αισιόδοξη. Θα αντιπροτείνω κάποιαν άλλη, που ίσως φέρνει λίγο προς (πολιτικο-)επιστημονική φαντασία, αλλά φοβάμαι πως δεν είναι.

Ο όρος «πανικός» μάλλον είναι υπερβολικός, ο όρος όμως «αίσθηση απειλής» δεν είναι καθόλου. Οι καθεστωτικές δυνάμεις αισθάνονται απειλημένες. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι η πηγή της απειλής δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο κόμμα, στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ούτε καν στην Αριστερά γενικότερα. Η κύρια απειλή για τις δυνάμεις που ταυτίζονται με τις μνημονιακές πολιτικές είναι το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα, η ίδια η δημοκρατία. Αυτό δεν είναι σχήμα λόγου: οι καθεστωτικές δυνάμεις, από τον περασμένο Μάιο, έχουν αρχίσει να ανησυχούν για την πολύ πραγματική πιθανότητα ότι το ίδιο αυτό το κοινοβουλευτικό σύστημα από το οποίο αντλούν τη νομιμοποίησή τους θα επιτρέψει στην Αριστερά να ανέλθει στην εξουσία.

Δημοκρατία όμως δεν είναι μόνον οι εκλογές για το Κοινοβούλιο, είναι ένα ολόκληρο σύστημα θεσμών και δικαιωμάτων, άρρηκτα συνδεόμενων με τη διαδικασία τού εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Ισως το πιο κρίσιμο από αυτά, ακριβώς ως προς την εκλογική διαδικασία, είναι το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου μαζί με τους θεσμούς που το εξασφαλίζουν. Πριν από την κρίση, σε αυτόν τον τομέα δεν υπήρχε σοβαρή απειλή. Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου ήταν ανεκτό, εφόσον οι «κανόνες του παιχνιδιού» στη σφαίρα του λόγου διαμορφώνονταν σε τεράστιο βαθμό ανεμπόδιστα από τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Η μαζική ανέχεια και εξαθλίωση, που επέφεραν η κρίση και τα μνημόνια, όμως έχουν καταστήσει την εξουσιαστική επενέργεια των επικρατούντων μέσων ανεπαρκή. Η αγανάκτηση πολλών ανθρώπων τούς ωθεί να θέλουν να ακούσουν και άλλες φωνές: αντι-μνημονιακές, αντι-νεοφιλελεύθερες, αριστερές.

Σε αυτή τη νέα κατάσταση, η ιδανική λύση για τους κυβερνώντες θα ήταν η επιβολή λογοκρισίας. Οσο υπάρχουν ακόμη οι θεσμοί που δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο, δηλαδή όσο υπάρχει δημοκρατία, οι κυβερνώντες προσφεύγουν στο πλησιέστερο υποκατάστατο της λογοκρισίας. Αν δεν μπορείς να καταστείλεις τον ίδιο τον λόγο του αντιπάλου, αν δεν μπορείς να τον εξαναγκάσεις στη σιωπή, τι πιο κοντινό σε αυτό από το να παραποιείς χονδροειδώς τη σημασία των λεγομένων του; Τα τρία περιστατικά που ανέφερα στην αρχή δεν είναι ούτε «κουτοπονηριά» της συγκυβέρνησης ούτε απλό σύμπτωμα του «πανικού» της. Είναι ακόμα μια ένδειξη, στη σφαίρα του λόγου αυτή τη φορά, μιας μεθοδευμένης, στρατηγικά σχεδιασμένης, πορείας προς τον αυταρχισμό, μιας πορείας που θα επιταχύνεται όσο η αίσθηση απειλής από τη δημοκρατία θα επιτείνεται.

……………………………………………………….

*Διδάσκει Κοινωνική Θεωρία με ειδίκευση στην επικοινωνία στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων