του Παντελη Μπουκαλα, απο την Καθημερινη...
Στα γράμματα από την Κύπρο, σαράντα χρόνια μετά τον «Αττίλα», ο φάκελος, μαζί με τα γραμματόσημα του ταχυδρομικού κόστους, εξακολουθεί να φέρει σε μιαν ακρίτσα το χαρακτικό του Τάσσου: ένα Κυπριωτάκι πνιγμένο από τα τουρκικά συρματοπλέγματα. Συνήθεια πια και μηχανική κίνηση των υπηρεσιών παρά επιλογή των επιστολογράφων; Ισως. Ακόμα και οι επαναλαμβανόμενες μικροκινήσεις, όμως, δεν χάνουν ποτέ όλο τους το νόημα· ας σκεφτούμε απλώς πόσο ανούσια θα φαινόταν η καθημερινότητά μας αν θεωρούσαμε ανόητες όλες τις κινήσεις ρουτίνας που τη συναποτελούν.
Και το «Δεν ξεχνώ», σαν αυτοκόλλητο, σαν επιτοίχια κραυγή ή σύνθημα άγαρμπα σφηνωμένο στα διαγγέλματα, ρουτίνα έγινε έτσι όπως περνούσαν άγονες οι δεκαετίες. Με την Κύπρο να αναζητεί «δίκαιη και βιώσιμη λύση» και την Ελλάδα να ανταποκρίνεται με το δικό της στερεότυπο περί «συμπαράστασης και συμπαράταξης». Φτάσαμε τελικά, από φταίξιμο τριπλό («εδώ πάνω», στην Αθήνα, «εκεί κάτω», στη Λευκωσία, και «εκεί ψηλά», στις Βρυξέλλες, που η σύμπτωσή τους με το Βερολίνο δεν εξαντλείται στο αρχικό Β), να διεκδικείται «δίκαιη και βιώσιμη λύση» όχι πια στο πρόβλημα της κατοχής, αλλά στο οικονομικό – και να μη βρίσκεται ούτε αυτή. Εδώ μάλιστα, στο πάντοτε ένοχο κέντρο, αναθέσαμε στον ναρκισσευόμενο ρεαλισμό μας να καθαρίσει με την ενοχή αυτή, επιτρέποντάς του να χαρακτηρίσει (συλλήβδην) «ριαλιστές» τους Κύπριους· να τους καταγγείλει, δηλαδή, ότι ο μόνος καημός τους είναι τα ριάλια. Ταυτόχρονα, ο πραγματισμός μας τους διαβάλλει σαν αθύρματα του αισθηματικού ανορθολογισμού όποτε προσπαθούν να βρουν το πρόσωπό τους στον σπασμένο καθρέφτη. Αλλά η αντίφαση αυτή δεν μας προβληματίζει. Μονά-ζυγά, δικά μας.
Η αλήθεια είναι ότι κάποιο πρόβλημα, σκεπασμένο από τη συμπαραταξιακή ρητορεία, υπήρχε από παλιά. Και αφορούσε τα αισθήματα και της ηγεσίας (που συχνά ένιωθε σαν βαρίδι το Κυπριακό), αλλά και τα λαϊκά. Κι αυτοί, βέβαια, μας λένε καλαμαράδες, αλλά κι εμείς βρίσκαμε ένα σωρό πράγματα για να νιώσουμε θιγμένοι. Πότε τις θέσεις στα πανεπιστήμια, που «μας τις έτρωγαν οι Κύπριοι», πότε τα λεφτά της ΕΟΚ, που κι αυτά «μας τα έτρωγαν οι Τζυπραίοι», πότε τον «μετατραυματικό ευδαιμονισμό» τους... Η μόνιμη ενόχλησή μας, όμως, σχετιζόταν με το «Δεν ξεχνώ». Επειδή διακρίναμε στο βάθος και μια αιχμή που δεν αφορούσε τον «Αττίλα», αλλά όσους εξ Αθηνών τού άνοιξαν τον δρόμο. Αυτό πια το μετρούσαμε σαν απόπειρα μητροκτονίας. Κι ας αλήθευε.
Η υπόθεση ότι εφεξής το «Δεν ξεχνώ» θα καλύπτει και την πανωλεθρία της 25ης Μαρτίου δεν είναι άστοχη. Στους μη λησμονητέους θα πρέπει να συμπεριληφθούν πια οι αδερφοί του εθνικού κέντρου, για την τωρινή τους στάση, και οι σύμμαχοι του ευρωπαϊκού κέντρου. Δε βαριέσαι. Το ’χουν αυτό τα παιδιά. Ολο στην γκρίνια είναι και στο παράπονο. Θα μεγαλώσουν κάποια στιγμή. Θα ωριμάσουν όπως εμείς. Και θα νιώσουν ότι πιο κακό βαρίδι από τη μνήμη δεν υπάρχει.
Και το «Δεν ξεχνώ», σαν αυτοκόλλητο, σαν επιτοίχια κραυγή ή σύνθημα άγαρμπα σφηνωμένο στα διαγγέλματα, ρουτίνα έγινε έτσι όπως περνούσαν άγονες οι δεκαετίες. Με την Κύπρο να αναζητεί «δίκαιη και βιώσιμη λύση» και την Ελλάδα να ανταποκρίνεται με το δικό της στερεότυπο περί «συμπαράστασης και συμπαράταξης». Φτάσαμε τελικά, από φταίξιμο τριπλό («εδώ πάνω», στην Αθήνα, «εκεί κάτω», στη Λευκωσία, και «εκεί ψηλά», στις Βρυξέλλες, που η σύμπτωσή τους με το Βερολίνο δεν εξαντλείται στο αρχικό Β), να διεκδικείται «δίκαιη και βιώσιμη λύση» όχι πια στο πρόβλημα της κατοχής, αλλά στο οικονομικό – και να μη βρίσκεται ούτε αυτή. Εδώ μάλιστα, στο πάντοτε ένοχο κέντρο, αναθέσαμε στον ναρκισσευόμενο ρεαλισμό μας να καθαρίσει με την ενοχή αυτή, επιτρέποντάς του να χαρακτηρίσει (συλλήβδην) «ριαλιστές» τους Κύπριους· να τους καταγγείλει, δηλαδή, ότι ο μόνος καημός τους είναι τα ριάλια. Ταυτόχρονα, ο πραγματισμός μας τους διαβάλλει σαν αθύρματα του αισθηματικού ανορθολογισμού όποτε προσπαθούν να βρουν το πρόσωπό τους στον σπασμένο καθρέφτη. Αλλά η αντίφαση αυτή δεν μας προβληματίζει. Μονά-ζυγά, δικά μας.
Η αλήθεια είναι ότι κάποιο πρόβλημα, σκεπασμένο από τη συμπαραταξιακή ρητορεία, υπήρχε από παλιά. Και αφορούσε τα αισθήματα και της ηγεσίας (που συχνά ένιωθε σαν βαρίδι το Κυπριακό), αλλά και τα λαϊκά. Κι αυτοί, βέβαια, μας λένε καλαμαράδες, αλλά κι εμείς βρίσκαμε ένα σωρό πράγματα για να νιώσουμε θιγμένοι. Πότε τις θέσεις στα πανεπιστήμια, που «μας τις έτρωγαν οι Κύπριοι», πότε τα λεφτά της ΕΟΚ, που κι αυτά «μας τα έτρωγαν οι Τζυπραίοι», πότε τον «μετατραυματικό ευδαιμονισμό» τους... Η μόνιμη ενόχλησή μας, όμως, σχετιζόταν με το «Δεν ξεχνώ». Επειδή διακρίναμε στο βάθος και μια αιχμή που δεν αφορούσε τον «Αττίλα», αλλά όσους εξ Αθηνών τού άνοιξαν τον δρόμο. Αυτό πια το μετρούσαμε σαν απόπειρα μητροκτονίας. Κι ας αλήθευε.
Η υπόθεση ότι εφεξής το «Δεν ξεχνώ» θα καλύπτει και την πανωλεθρία της 25ης Μαρτίου δεν είναι άστοχη. Στους μη λησμονητέους θα πρέπει να συμπεριληφθούν πια οι αδερφοί του εθνικού κέντρου, για την τωρινή τους στάση, και οι σύμμαχοι του ευρωπαϊκού κέντρου. Δε βαριέσαι. Το ’χουν αυτό τα παιδιά. Ολο στην γκρίνια είναι και στο παράπονο. Θα μεγαλώσουν κάποια στιγμή. Θα ωριμάσουν όπως εμείς. Και θα νιώσουν ότι πιο κακό βαρίδι από τη μνήμη δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου