Κιμπι...
Πόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή; Έχει παντού το ίδιο βάρος, το ίδιο κόστος συντήρησης, το ίδιο κόστος αφανισμού; Το ερώτημα μου προέκυψε με την ίδια αφορμή που μπορεί να προέκυψε και σε σας. Η τρομοκρατική επίθεση στη Βοστόνη προκάλεσε τα ανακλαστικά των κοιμώμενων στην αγκαλιά της τρόικας ΜΜΕ. Διακόπηκε η ροή του προγράμματος, άνοιξαν παράθυρα αναμετάδοσης του CNN, στήθηκαν έκτακτες εκπομπές και οι ομιλούσες κεφαλές των τηλεπαραθύρων έπρεπε να επιστρατεύσουν την επινοητικότητά τους για να δώσουν ερμηνείες, να διατυπώσουν σενάρια, ποιος είναι αυτή τη φορά ο εχθρός, πόσο ισλάμ κρύβει, πόση Ακροδεξιά, πόσον εξτρεμισμό ή τρέλα. Τρεις νεκροί, 176 τραυματίες σε μια μέρα χαράς για τους Βοστονέζους οπωσδήποτε είναι μια τραγωδία. Αλλά δεν είναι και η 11η Σεπτεμβρίου.
Δεν έγινε κάτι αντίστοιχο για τους πέντε νεκρούς στις διαδηλώσεις της Βενεζουέλας, ούτε για τους δεκάδες νεκρούς του σεισμού στα σύνορα Ιράν και Πακιστάν. Κι ούτε λόγος να διακόψει κανείς το πρόγραμμα για τους 16 νεκρούς σ’ ένα ορυχείο της Γκάνα, ή για τον απροσδιόριστο αριθμό καθημερινών θυμάτων στον εμφύλιο της Συρίας. Και με την αιματηρή καθημερινότητα στο Ιράκ ποιος ασχολείται πια, μετά βίας βρίσκουν θέση στα μονόστηλα οι απολογισμοί νεκρών από επιθέσεις αυτοκτονίας, κι αν του Ιράκ οι χαμένες ζωές έχουν κάποια μικρή τύχη στην ειδησεογραφία, δεν ισχύει το ίδιο για τη Σομαλία, ποιος άλλωστε καταγράφει τον απολογισμό των εμφυλίων που σοβούν σ’ όλη την Αφρική, αυτοί οι θάνατοι είναι μόνο για τις στατιστικές του ΟΗΕ, που κατά καιρούς αφυπνίζουν τον κοιμώμενο ανθρωπισμό της Δύσης.
Μάθαμε συγκλονιστικές λεπτομέρειες για το οκτάχρονο παιδί που έχασε τη ζωή του στο σημείο των εκρήξεων στη Βοστόνη, μαθαίνουμε κι άλλες συγκινητικές ιστορίες απλών Αμερικανών που τραυματίστηκαν, ακρωτηριάστηκαν ή σοκαρίστηκαν, αλλά δεν έχουμε μάθει έστω και μια απλή ιστορία ενός από τα 10.000 -15.000 παιδιά που κατά τους απολογισμούς των διεθνών οργανώσεων έχουν χαθεί στη διάρκεια των συγκρούσεων στη Συρία. Ακόμη κι αυτό το «περίπου» του απολογισμού -5.000 παιδιά πάνω, 5.000 παιδιά κάτω- είναι ένα μέτρο του χάσματος των τιμών της ζωής μεταξύ Δύσης και Ανατολής, πλούσιων και φτωχών κοινωνιών, ισχυρών και ανίσχυρων κρατών. Στη Βοστόνη δεν υπήρξε «περίπου», μετρήθηκε και η παραμικρή σταγόνα αίματος που χύθηκε, και η τελευταία κραυγή τρόμου που βγήκε, και το τελευταίο δάκρυ που κύλησε. Έγινε πρώτο θέμα παντού, γιατί, πράγματι, η ζωή δεν έχει παντού το ίδιο ειδικό βάρος και, αν υπήρχε χρηματιστήριο για την αξιολόγησή της από τις ψυχρές και ακριβοδίκαιες αγορές, είναι σίγουρο ότι θα εκτόξευαν στα ύψη την τιμή της ζωής στην αμερικανική αγορά, «νέο ιστορικό ρεκόρ στην Dead Man Walking Street», κάποια ανάλογη δίκαιη αποτίμηση θα έκαναν στις λονδρέζικες ή στις βερολινέζικες ζωές, αλλά οι ζωές της Αφρικής, της Ινδονησίας, της Κίνας, του Πακιστάν δεν μοιάζει να έχουν καμιά πολυτιμότητα, ώστε ν’ αξίζουν να μπουν έστω σε μια αγορά ανθρώπινων ζωών. Ποιος επενδύει σε κάτι εξ ορισμού χαμένο;
«Είμαστε όλοι Βοστονέζοι», έσπευσαν κάποιοι να πουν και να γράψουν, ίσως για να ξεπλύνουν εκείνη την «ντροπή» της 9.11.2001, όταν το τραυματισμένο γόητρο της υπερδύναμης που κατέρρεε μαζί με τους Δίδυμους Πύργους και 3.000 ανυποψίαστες ζωές προκαλούσε κάποια κρυφή χαιρεκακία, ίσως και μια παράλογη προσδοκία ότι το θηρίο θα μαλακώσει, αν κι έγινε το αντίθετο. «Είμαστε όλοι Βοστονέζοι», είπαν κι έγραψαν, αιτιολογώντας με άψογο ορθολογισμό την περήφανη θλίψη τους, γιατί -λέει- οι ΗΠΑ είναι το προπύργιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, γιατί αν δεν ήταν οι ΗΠΑ θα ήμασταν κάτι μεταξύ Βόρειας Κορέας και Βιετνάμ.
Αλλά το πρόβλημα είναι ακριβώς αυτό: «Δεν είμαστε όλοι Βοστονέζοι». Όσο πιο μακριά από το «κέντρο του κόσμου» βρισκόμαστε, τόσο μικραίνει το ειδικό βάρος της ανθρώπινης υπόστασής μας, γι’ αυτό άλλωστε η πολιτισμένη Δύση τη μετρά με πλούτο, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Κι αφού το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη Σομαλία είναι μόλις 600 δολάρια τον χρόνο- τόσο κοστίζει εκεί κάθε κεφαλή και το σώμα που τη συνοδεύει, λιγότερο από 2 δολάρια τη μέρα-, πού να βρει τα υπόλοιπα ο μέσος Σομαλός για να υπερβεί τα 49 χρόνια του προσδόκιμου ζωής του;
«Δεν είμαστε όλοι Βοστονέζοι», είμαστε πιο πολύ Σομαλέζοι, Βιετναμέζοι, Βορειοκορεάτες, Σύροι, Ιρακινοί, γιατί απέχουμε όλο και περισσότερο από τις αποτιμήσεις του χρηματιστηρίου της ζωής, από τα 48.000 δολάρια κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Βοστονέζου και του Νεοϋορκέζου. Αυτή είναι η ανομολόγητη συνθήκη της πραγματικότητας: το ειδικό βάρος της ανθρώπινης ζωής είναι συνάρτηση του ειδικού βάρους της χώρας στην οποία «φυτρώνει», κι είναι απορίας άξιον γιατί οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης που βαθμολογούν το αξιόχρεο κάθε κράτους δεν έχουν επινοήσει κι έναν δείκτη που να μετρά το αξιόζωον κάθε πολίτη της, να το πουλάνε στις τράπεζες να ξέρουν πώς πορεύονται, να το δίνουν και στις ασφαλιστικές να ξέρουν κι αυτές αν αξίζει τον κόπο να τον ασφαλίσουν – αν και το κάνουν ήδη, ζητώντας από τους υποψήφιους πελάτες «εγγυήσεις» ότι δεν θα πάθουν καρκίνο, δεν έχουν φραγμένες αρτηρίες και κουρασμένη καρδιά.
Λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτε παράδοξο στο γεγονός ότι ένας θάνατος, αν και για τον νεκρό έχει την ίδια ακριβώς βαρύτητα είτε επέρχεται σε ένα πολυτελές διαμέρισμα της Βοστόνης είτε σε ένα παράπηγμα της Καμπούλ, για τους ζώντες έχει άλλη σημασία και βαρύτητα. Οι Αμερικανοί οικονομέτρες, που δεν αφήνουν τίποτε αμέτρητο, έχουν επινοήσει την «τιμή μιας στατιστικής ζωής», που σημαίνει περίπου πόσο κοστίζει στην κοινωνία η προστασία ενός ανθρώπου από τον απροσδόκητο θάνατο από ιάσιμη ασθένεια, από αποτρέψιμα ατυχήματα κι απειλές, από την περιβαλλοντική επιβάρυνση κ.ά. Ο «λογαριασμός» πριν από μερικά χρόνια έβγαλε πως το κόστος είναι περίπου 8 εκατομμύρια δολάρια δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης για μια αμερικανική «στατιστική ζωή», κι υποτίθεται ότι στη δαπάνη αυτή περιλαμβάνονται τα τρισεκατομμύρια που διατίθενται για να βομβαρδιστεί το Αφγανιστάν, να ισοπεδωθεί το Ιράκ, γιατί η αμερικανική «στατιστική ζωή» απειλείται παντού κι αξίζει τους θανάτους πολλών μη Αμερικανών που η «στατιστική ζωή» τους δεν έχει καν τιμή.
Το παράδοξο είναι το πώς το βλέμμα και τα προγραμματισμένα συναισθήματα όλων μας, είτε ζούμε σε καπιταλιστική μητρόπολη, είτε σε ένα φτωχό βαλκανικό χωριό, έχουν ομογενοποιηθεί και εξοικειωθεί μ’ αυτό το άνισο ισοζύγιο της ανθρώπινης ζωής και θανάτου. Αν και ο φόβος του δεύτερου είναι το μόνο που μας καθιστά ίσους από γεννήσεώς μας, η απώλεια της πρώτης μάς συγκλονίζει όταν συμβαίνει «έκτακτα», όπως στη Βοστόνη, αλλά μας φαίνεται σχεδόν φυσική όταν συμβαίνει στο περιθώριο του καπιταλιστικού σύμπαντος, από «φυσικά» γεγονότα όπως η πείνα, η ελονοσία, ο εμφύλιος ή η αστοχία ενός αμερικανικού βομβαρδισμού.
Μήπως αδικώ με τις κοινοτοπίες μου τις γεωπολιτικές διαστάσεις μιας φονικής επίθεσης στις ΗΠΑ σε σχέση με τις περιορισμένης διεθνούς επιρροής ανθρώπινες εκατόμβες στην Ασία ή την Αφρική; Δεν τις αγνοώ καθόλου, κι αντιλαμβάνομαι πως, ακόμη κι αν οι εκρήξεις της Βοστόνης ήσαν αναίμακτες, δύσκολα θα αποφεύγαμε έναν νέο κύκλο τρομοφοβίας κι έναν ακόμη γύρο ασφαλειομανίας, που από το 2001 και μετά κόστισε σε όλη της Δύση πολλά σε χρήμα, δικαιώματα και αυταρχισμό, αλλά δεν πρόσθεσε τίποτα ούτε στην ασφάλεια ούτε στην αξία της ανθρώπινης ζωής. Αντίθετα, η αξία κάθε «στατιστικής ζωής» παραμένει πιο εκτεθειμένη σε απλούστατους κινδύνους και απειλές, ακόμη και στην πολιτισμένη Δύση, στην «ανθρωπιστική» Ευρώπη που υποτίθεται πως σώζει τον εαυτό της από έναν ιστορικό θάνατο, διαλύοντας το σύστημα κοινωνικής προστασίας, υποβαθμίζοντας τα συστήματα υγείας, εκθέτοντας τους φτωχότερους Ευρωπαίους σε κινδύνους θανάτου που νομίζαμε πως είχαν εξαλειφθεί. Βρετανοί επιστήμονες προειδοποίησαν ήδη για την «τοξική, γενετική κληρονομιά της λιτότητας», για τον θανατηφόρο συνδυασμό ύφεσης και κρατικής αναλγησίας, που μειώνει δραστικά την «τιμή της στατιστικής ζωής» του μέσου Ευρωπαίου. Προσεχώς, όλοι θα είμαστε Σομαλοί. Αν και στην Ελλάδα, όπως μας θύμισε η Μανωλάδα, είμαστε ήδη Μπαγκλαντέζοι.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Για δεκαετίες οι ομοσπονδιακές Αρχές (των ΗΠΑ) έχουν υπολογίσει την αξία μιας «στατιστικής ζωής» και έχουν χρησιμοποιήσει αυτήν την τιμή κάθε φορά που εκτιμούν τα κόστη και τα ευεργετήματα των προτεινόμενων ρυθμίσεων. Αν μια ρύθμιση αναμενόταν να σώσει μερικές ζωές, ο αριθμός των ζωών θα μπορούσε να πολλαπλασιαστεί με την «τιμή της στατιστικής ζωής» για να αποτιμηθούν τα οφέλη. Ωστόσο, επειδή οι ζωές που σώζονται στο μέλλον έχουν την ίδια ονομαστική τιμή με τις ζωές που σώζονται στο παρόν, η πραγματική τιμή των μελλοντικών ζωών φθίνει σταθερά, με έναν ετήσιο ρυθμό που κυμαίνεται μεταξύ του 3% έως 7%. Με άλλα λόγια, αν μια ζωή που σώζεται σήμερα αξίζει 8 εκατομμύρια δολάρια, μια ζωή που θα σωθεί σε δέκα ή είκοσι χρόνια θα αξίζει πολύ λιγότερο. Ένας ρυθμός μείωσης 7% μειώνει στο μισό την αξία μιας ζωής που αναμένεται να σωθεί το 2022 και κατά τρία τέταρτα την αξία μιας ζωής που θα σωθεί το 2032. Αυτή η διαδικασία εμποδίζει τη ρύθμιση των βραδυφλεγών κινδύνων, όπως η καρκινογένεση στους χώρους εργασίας ή η παγκόσμια κλιματική αλλαγή.
Ben Trachtenberg, «Tinkering with the machinery of life» (UCLA LAW REVIEW)
(Επενδυτής. 20/4/2013)
Δεν έγινε κάτι αντίστοιχο για τους πέντε νεκρούς στις διαδηλώσεις της Βενεζουέλας, ούτε για τους δεκάδες νεκρούς του σεισμού στα σύνορα Ιράν και Πακιστάν. Κι ούτε λόγος να διακόψει κανείς το πρόγραμμα για τους 16 νεκρούς σ’ ένα ορυχείο της Γκάνα, ή για τον απροσδιόριστο αριθμό καθημερινών θυμάτων στον εμφύλιο της Συρίας. Και με την αιματηρή καθημερινότητα στο Ιράκ ποιος ασχολείται πια, μετά βίας βρίσκουν θέση στα μονόστηλα οι απολογισμοί νεκρών από επιθέσεις αυτοκτονίας, κι αν του Ιράκ οι χαμένες ζωές έχουν κάποια μικρή τύχη στην ειδησεογραφία, δεν ισχύει το ίδιο για τη Σομαλία, ποιος άλλωστε καταγράφει τον απολογισμό των εμφυλίων που σοβούν σ’ όλη την Αφρική, αυτοί οι θάνατοι είναι μόνο για τις στατιστικές του ΟΗΕ, που κατά καιρούς αφυπνίζουν τον κοιμώμενο ανθρωπισμό της Δύσης.
Μάθαμε συγκλονιστικές λεπτομέρειες για το οκτάχρονο παιδί που έχασε τη ζωή του στο σημείο των εκρήξεων στη Βοστόνη, μαθαίνουμε κι άλλες συγκινητικές ιστορίες απλών Αμερικανών που τραυματίστηκαν, ακρωτηριάστηκαν ή σοκαρίστηκαν, αλλά δεν έχουμε μάθει έστω και μια απλή ιστορία ενός από τα 10.000 -15.000 παιδιά που κατά τους απολογισμούς των διεθνών οργανώσεων έχουν χαθεί στη διάρκεια των συγκρούσεων στη Συρία. Ακόμη κι αυτό το «περίπου» του απολογισμού -5.000 παιδιά πάνω, 5.000 παιδιά κάτω- είναι ένα μέτρο του χάσματος των τιμών της ζωής μεταξύ Δύσης και Ανατολής, πλούσιων και φτωχών κοινωνιών, ισχυρών και ανίσχυρων κρατών. Στη Βοστόνη δεν υπήρξε «περίπου», μετρήθηκε και η παραμικρή σταγόνα αίματος που χύθηκε, και η τελευταία κραυγή τρόμου που βγήκε, και το τελευταίο δάκρυ που κύλησε. Έγινε πρώτο θέμα παντού, γιατί, πράγματι, η ζωή δεν έχει παντού το ίδιο ειδικό βάρος και, αν υπήρχε χρηματιστήριο για την αξιολόγησή της από τις ψυχρές και ακριβοδίκαιες αγορές, είναι σίγουρο ότι θα εκτόξευαν στα ύψη την τιμή της ζωής στην αμερικανική αγορά, «νέο ιστορικό ρεκόρ στην Dead Man Walking Street», κάποια ανάλογη δίκαιη αποτίμηση θα έκαναν στις λονδρέζικες ή στις βερολινέζικες ζωές, αλλά οι ζωές της Αφρικής, της Ινδονησίας, της Κίνας, του Πακιστάν δεν μοιάζει να έχουν καμιά πολυτιμότητα, ώστε ν’ αξίζουν να μπουν έστω σε μια αγορά ανθρώπινων ζωών. Ποιος επενδύει σε κάτι εξ ορισμού χαμένο;
«Είμαστε όλοι Βοστονέζοι», έσπευσαν κάποιοι να πουν και να γράψουν, ίσως για να ξεπλύνουν εκείνη την «ντροπή» της 9.11.2001, όταν το τραυματισμένο γόητρο της υπερδύναμης που κατέρρεε μαζί με τους Δίδυμους Πύργους και 3.000 ανυποψίαστες ζωές προκαλούσε κάποια κρυφή χαιρεκακία, ίσως και μια παράλογη προσδοκία ότι το θηρίο θα μαλακώσει, αν κι έγινε το αντίθετο. «Είμαστε όλοι Βοστονέζοι», είπαν κι έγραψαν, αιτιολογώντας με άψογο ορθολογισμό την περήφανη θλίψη τους, γιατί -λέει- οι ΗΠΑ είναι το προπύργιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, γιατί αν δεν ήταν οι ΗΠΑ θα ήμασταν κάτι μεταξύ Βόρειας Κορέας και Βιετνάμ.
Αλλά το πρόβλημα είναι ακριβώς αυτό: «Δεν είμαστε όλοι Βοστονέζοι». Όσο πιο μακριά από το «κέντρο του κόσμου» βρισκόμαστε, τόσο μικραίνει το ειδικό βάρος της ανθρώπινης υπόστασής μας, γι’ αυτό άλλωστε η πολιτισμένη Δύση τη μετρά με πλούτο, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Κι αφού το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη Σομαλία είναι μόλις 600 δολάρια τον χρόνο- τόσο κοστίζει εκεί κάθε κεφαλή και το σώμα που τη συνοδεύει, λιγότερο από 2 δολάρια τη μέρα-, πού να βρει τα υπόλοιπα ο μέσος Σομαλός για να υπερβεί τα 49 χρόνια του προσδόκιμου ζωής του;
«Δεν είμαστε όλοι Βοστονέζοι», είμαστε πιο πολύ Σομαλέζοι, Βιετναμέζοι, Βορειοκορεάτες, Σύροι, Ιρακινοί, γιατί απέχουμε όλο και περισσότερο από τις αποτιμήσεις του χρηματιστηρίου της ζωής, από τα 48.000 δολάρια κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Βοστονέζου και του Νεοϋορκέζου. Αυτή είναι η ανομολόγητη συνθήκη της πραγματικότητας: το ειδικό βάρος της ανθρώπινης ζωής είναι συνάρτηση του ειδικού βάρους της χώρας στην οποία «φυτρώνει», κι είναι απορίας άξιον γιατί οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης που βαθμολογούν το αξιόχρεο κάθε κράτους δεν έχουν επινοήσει κι έναν δείκτη που να μετρά το αξιόζωον κάθε πολίτη της, να το πουλάνε στις τράπεζες να ξέρουν πώς πορεύονται, να το δίνουν και στις ασφαλιστικές να ξέρουν κι αυτές αν αξίζει τον κόπο να τον ασφαλίσουν – αν και το κάνουν ήδη, ζητώντας από τους υποψήφιους πελάτες «εγγυήσεις» ότι δεν θα πάθουν καρκίνο, δεν έχουν φραγμένες αρτηρίες και κουρασμένη καρδιά.
Λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτε παράδοξο στο γεγονός ότι ένας θάνατος, αν και για τον νεκρό έχει την ίδια ακριβώς βαρύτητα είτε επέρχεται σε ένα πολυτελές διαμέρισμα της Βοστόνης είτε σε ένα παράπηγμα της Καμπούλ, για τους ζώντες έχει άλλη σημασία και βαρύτητα. Οι Αμερικανοί οικονομέτρες, που δεν αφήνουν τίποτε αμέτρητο, έχουν επινοήσει την «τιμή μιας στατιστικής ζωής», που σημαίνει περίπου πόσο κοστίζει στην κοινωνία η προστασία ενός ανθρώπου από τον απροσδόκητο θάνατο από ιάσιμη ασθένεια, από αποτρέψιμα ατυχήματα κι απειλές, από την περιβαλλοντική επιβάρυνση κ.ά. Ο «λογαριασμός» πριν από μερικά χρόνια έβγαλε πως το κόστος είναι περίπου 8 εκατομμύρια δολάρια δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης για μια αμερικανική «στατιστική ζωή», κι υποτίθεται ότι στη δαπάνη αυτή περιλαμβάνονται τα τρισεκατομμύρια που διατίθενται για να βομβαρδιστεί το Αφγανιστάν, να ισοπεδωθεί το Ιράκ, γιατί η αμερικανική «στατιστική ζωή» απειλείται παντού κι αξίζει τους θανάτους πολλών μη Αμερικανών που η «στατιστική ζωή» τους δεν έχει καν τιμή.
Το παράδοξο είναι το πώς το βλέμμα και τα προγραμματισμένα συναισθήματα όλων μας, είτε ζούμε σε καπιταλιστική μητρόπολη, είτε σε ένα φτωχό βαλκανικό χωριό, έχουν ομογενοποιηθεί και εξοικειωθεί μ’ αυτό το άνισο ισοζύγιο της ανθρώπινης ζωής και θανάτου. Αν και ο φόβος του δεύτερου είναι το μόνο που μας καθιστά ίσους από γεννήσεώς μας, η απώλεια της πρώτης μάς συγκλονίζει όταν συμβαίνει «έκτακτα», όπως στη Βοστόνη, αλλά μας φαίνεται σχεδόν φυσική όταν συμβαίνει στο περιθώριο του καπιταλιστικού σύμπαντος, από «φυσικά» γεγονότα όπως η πείνα, η ελονοσία, ο εμφύλιος ή η αστοχία ενός αμερικανικού βομβαρδισμού.
Μήπως αδικώ με τις κοινοτοπίες μου τις γεωπολιτικές διαστάσεις μιας φονικής επίθεσης στις ΗΠΑ σε σχέση με τις περιορισμένης διεθνούς επιρροής ανθρώπινες εκατόμβες στην Ασία ή την Αφρική; Δεν τις αγνοώ καθόλου, κι αντιλαμβάνομαι πως, ακόμη κι αν οι εκρήξεις της Βοστόνης ήσαν αναίμακτες, δύσκολα θα αποφεύγαμε έναν νέο κύκλο τρομοφοβίας κι έναν ακόμη γύρο ασφαλειομανίας, που από το 2001 και μετά κόστισε σε όλη της Δύση πολλά σε χρήμα, δικαιώματα και αυταρχισμό, αλλά δεν πρόσθεσε τίποτα ούτε στην ασφάλεια ούτε στην αξία της ανθρώπινης ζωής. Αντίθετα, η αξία κάθε «στατιστικής ζωής» παραμένει πιο εκτεθειμένη σε απλούστατους κινδύνους και απειλές, ακόμη και στην πολιτισμένη Δύση, στην «ανθρωπιστική» Ευρώπη που υποτίθεται πως σώζει τον εαυτό της από έναν ιστορικό θάνατο, διαλύοντας το σύστημα κοινωνικής προστασίας, υποβαθμίζοντας τα συστήματα υγείας, εκθέτοντας τους φτωχότερους Ευρωπαίους σε κινδύνους θανάτου που νομίζαμε πως είχαν εξαλειφθεί. Βρετανοί επιστήμονες προειδοποίησαν ήδη για την «τοξική, γενετική κληρονομιά της λιτότητας», για τον θανατηφόρο συνδυασμό ύφεσης και κρατικής αναλγησίας, που μειώνει δραστικά την «τιμή της στατιστικής ζωής» του μέσου Ευρωπαίου. Προσεχώς, όλοι θα είμαστε Σομαλοί. Αν και στην Ελλάδα, όπως μας θύμισε η Μανωλάδα, είμαστε ήδη Μπαγκλαντέζοι.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Για δεκαετίες οι ομοσπονδιακές Αρχές (των ΗΠΑ) έχουν υπολογίσει την αξία μιας «στατιστικής ζωής» και έχουν χρησιμοποιήσει αυτήν την τιμή κάθε φορά που εκτιμούν τα κόστη και τα ευεργετήματα των προτεινόμενων ρυθμίσεων. Αν μια ρύθμιση αναμενόταν να σώσει μερικές ζωές, ο αριθμός των ζωών θα μπορούσε να πολλαπλασιαστεί με την «τιμή της στατιστικής ζωής» για να αποτιμηθούν τα οφέλη. Ωστόσο, επειδή οι ζωές που σώζονται στο μέλλον έχουν την ίδια ονομαστική τιμή με τις ζωές που σώζονται στο παρόν, η πραγματική τιμή των μελλοντικών ζωών φθίνει σταθερά, με έναν ετήσιο ρυθμό που κυμαίνεται μεταξύ του 3% έως 7%. Με άλλα λόγια, αν μια ζωή που σώζεται σήμερα αξίζει 8 εκατομμύρια δολάρια, μια ζωή που θα σωθεί σε δέκα ή είκοσι χρόνια θα αξίζει πολύ λιγότερο. Ένας ρυθμός μείωσης 7% μειώνει στο μισό την αξία μιας ζωής που αναμένεται να σωθεί το 2022 και κατά τρία τέταρτα την αξία μιας ζωής που θα σωθεί το 2032. Αυτή η διαδικασία εμποδίζει τη ρύθμιση των βραδυφλεγών κινδύνων, όπως η καρκινογένεση στους χώρους εργασίας ή η παγκόσμια κλιματική αλλαγή.
Ben Trachtenberg, «Tinkering with the machinery of life» (UCLA LAW REVIEW)
(Επενδυτής. 20/4/2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου