Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, απο το Red NoteBook...
Αν υπάρχει ένα «κλειδί» για να διαβάσει κανείς τις 37 σελίδες της Έκθεσης Μούιζνιεκς για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα [1], αυτό είναι η διαρκής αντιπαραβολή νόμου (ή νομοθετικών κενών) και πράξης, η οποία και διατρέχει ολόκληρο το κείμενο. Γράφτηκε ότι η Έκθεση αποτελεί «κόλαφο». Όντως. Αποδέκτης της, όμως, δεν είναι η Χρυσή Αυγή, όπως μπορεί να θεωρήσει κανείς με μια επιπόλαιη ανάγνωση. Κείμενα του είδους της Έκθεσης απευθύνονται πρωτίστως στο ανώτατο «συλλογικό» όργανο, το οποίο ασκεί δημόσια διοίκηση στο ελληνικό κράτος — σε αυτό, δηλαδή, που έχει και τον πρώτο λόγο για το νόμο και την πράξη. Ο κόλαφος, λοιπόν, αφορά εξολοκλήρου την ελληνική κυβέρνηση.
Αναγκαία επισήμανση: ο Μιούζνιεκς δεν είναι κάποιο ακραίο στοιχείο, απόγονος των Κομμουνάρων ή ένας σύγχρονος Πασιονάριος, που παρεισέφρησε, γύρευε πώς, στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Υπήρξε συμπρόεδρος του λετονικού FirstParty, που περιγράφεται ως φιλελεύθερο-συντηρητικό, με βάση δε το βιογραφικό του ο ίδιος είναι μάλλον «κεντρώος». Έχει βαρύνουσα σημασία, λοιπόν, ότι η Έκθεση, από το χέρι κάποιου κατά τεκμήριο μετριοπαθή, αποδοκιμάζει διαδοχικά: τις δηλώσεις του πρωθυπουργού περί «ανακατάληψης των πόλεων» και του υπουργού ΠΡΟ.ΠΟ. περί «βόμβας στα θεμέλια του κράτους»· την αδιαφορία της Βουλής ενώ βουλευτές της Χρυσής Αυγής εκφράζουν λόγο μίσους· την ακύρωση του νόμου για την ιθαγένεια από το ΣτΕ και τη μη ανέγερση τεμένους και μουσουλμανικού νεκροταφείου, αν και σχετική σύσταση υπάρχει από το 2002· την «εξευτελιστική» πρακτική που ακολουθείται για τους αιτούντες άσυλο, τις «απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες διαβίωσης που αντιμετωπίζουν οι κρατούμενοι μετανάστες». Έχει επιπλέον σημασία ότι η Έκθεση δεν προτείνει μόνο την απαγόρευση της Χρυσής Αυγής, βάσει διεθνούς σύμβασης του 1966 (ΙCERD, αρ. 4β), η οποία κυρώθηκε το 1970 (επί Χούντας!), και η οποία έχει υπερ-νομοθετική ισχύ κατά το Σύνταγμα (αρ. 28, παρ. 1) [2]. Προτείνει, επίσης, την περίληψη αυτορρυθμιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση του ρατσισμού στον Κανονισμό της Βουλής (αρ. 77)· τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου μηχανισμού καταγγελιών αστυνομικής αυθαιρεσίας· «την εξαίρεση από τις θέσεις αρχών επιβολής του νόμου οποιουδήποτε μέλους του προσωπικού τους διαπράττει αδικήματα με ρατσιστικά κίνητρα ή υποστηρίζει αντιδημοκρατικές εκδηλώσεις του ελληνικού νεοναζιστικού κόμματος». Και, τέλος, ζητάει «να δοθεί τέρμα στην πολιτική της συστηματικής κράτησης όλων των παράτυπων μεταναστών και να προβλεφθούν εναλλακτικές της κράτησης λύσεις στην ελληνική νομοθεσία και πράξη», αφού η κράτηση είναι «εξαιρετικά πολυδάπανη και μη αποτελεσματική».
Πώς είδε, λοιπόν, την Έκθεση ο βασικός της αποδέκτης; Η πρώτη ανάγνωση του δεκαπεντασέλιδου με τις παρατηρήσεις της κυβέρνησης θυμίζει μάλλον μαθητή που, ενώ αγωνίζεται για τη βάση, πιάνεται αδιάβαστος και προσπαθεί –άτεχνα, με μισές αλήθειες, υπερβολές και ψέματα– να τα μπαλώσει. Η παρομοίωση όμως δεν είναι απόλυτα ακριβής. Ποιος μαθητής, ενώ βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση, αντί να παραδεχτεί κάποια στιγμή το πρόβλημα, χρησιμοποιεί διπλή γλώσσα και επιχειρεί ταυτόχρονα να περάσει στην αντεπίθεση;
Η διγλωσσία της κυβέρνησης απέναντι στον νεοναζισμό έχει ήδη διαπιστωθεί, και μάλιστα σε επίπεδο ευρωπαϊκών οργανώσεων όπως το EGAM. [3] Εν προκειμένω, όμως, ο συντάκτης της απάντησης αποφεύγει και να μιλήσει καν για νεοναζισμό. Κάνει λόγο για «ακραία οργάνωση», για «αυτόκλητους ‘προστάτες της νομιμότητας’» και τις «απεχθείς θεωρίες και πρακτικές τους», άνευ προσήμου. Tην ίδια στιγμή, προσφέρει στη Χρυσή Αυγή μια αναπάντεχη συνηγορία, αναγνωρίζοντας την αυξημένη κοινοβουλευτική της δύναμη ως «έκφραση λαϊκής απογοήτευσης και διαμαρτυρίας εναντίον σκληρών, αν και αναγκαίων, μέτρων λιτότητας». Ακόμα χειρότερα, επισημαίνει με περισπούδαστο ύφος ότι «οι λύσεις δεν μπορούν να είναι προϊόν συναισθηματικών αντιδράσεων που θα μπορούσαν να έχουν αντιπαραγωγική επίδραση» (!). Πετάει μάλιστα ως υπονοούμενο ότι τον Ιανουάριο, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισε να μην αποκλείσει από τις εργασίες της την Ελένη Ζαρούλια — παραλείποντας, βεβαίως, τη «λεπτομέρεια» ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός κατηγορήθηκε δημόσια ότι αθέτησε την υπόσχεσή του να επιληφθεί σχετικά, παρά τις πιέσεις του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των δύο εταίρων του κ. Σαμαρά στην τρικομματική.
Κατά τα άλλα, όταν δεν διαψεύδει, ψευδόμενη, τον Επίτροπο, παρουσιάζοντας μια μαγική εικόνα όσον αφορά τα καταγγελλόμενα, η κυβέρνηση είτε τα προσπερνάει επιδεικτικά είτε καμώνεται ότι ήδη κινείται προς την επιθυμητή κατεύθυνση είτε, τέλος, αποδίδει στην οικονομική κρίση προβλήματα που δεν ανάγονται στην οικονομία. Αγνοώντας πεισματικά τη διεθνή ορολογία, προτιμάει να μιλά για «παράνομους» –και όχι «παράτυπους»– μετανάστες και αρνείται την επιδείνωση της υγείας τους στην Ελλάδα λόγω των συνθηκών κράτησής τους, συνδέοντάς τους ρητά με «χρόνια λοιμώδη νοσήματα». Απευθυνόμενη, δηλαδή, σε έναν ευρωπαίο εμπειρογνώμονα, παραγνωρίζει όσα έχουν κατ’ επανάληψη έχει καταγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, και αναπαράγει το αγοραίο, ρατσιστικό στερεότυπο του «λαθραίου-υγειονομική απειλή» — επιμένοντας, κατά τα άλλα, ότι ο ρατσισμός είναι φαινόμενο περιθωριακό κι ότι η κρίση δεν έχει αμβλύνει την ευθυκρισία μας. «Ηχώρα μας παρά τις παρατηρούμενες ελλείψεις κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση», καταλήγει μακάρια η απάντηση…
Στην Έκθεση Μούιζνιεκς συνοψίζεται μια εν εξελίξει διαδικασία εκφασισμού. Το μοντέλο που περιγράφει, άλλωστε, εφαρμόζεται και στον «γενικό πληθυσμό»: το μαρτυρούν η κατάσταση στις φυλακές, τα πογκρόμ κατά των αστέγων, η Χαλκιδική (όπως νωρίτερα το Σύνταγμα), η αιματηρή καταστολή διαδηλώσεων και απεργιών. Συνιστά λοιπόν, και για τον λόγο αυτό, ένα εξαιρετικά σημαντικό κείμενο, που, εκτός όλων των άλλων, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αξιοποιήσει, τόσο στο νομοπαρασκευαστικό έργο όσο και στον δημόσιο λόγο του. Είναι ένα κείμενο που, μεταξύ άλλων, δείχνει ότι με τον φασισμό επελαύνοντα, ο στενός αντιμνημονιακός αγώνας δεν αρκεί. Κι ότι, εν τέλει, η παραμικρή διεύρυνση του κενού μεταξύ μνημονιακών και φασιστών, είναι κέρδος: τόσο για τον αντιμνημονιακό αγώνα όσο και για τον αντιφασιστικό.
Το κείμενο δημοσιεύεται στα Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής. Mε αφορμή τη δημοσίευση της Έκθεσης Μούιζνιεκς, την Παρασκευή 26.4.2013 το Red Notebook οργανώνει εκδήλωση με θέμα «Kρατική βία, ασφάλεια, Aριστερά». Μιλούν οι: Σοφία Βιδάλη (εγκληματολόγος στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης), Ιωάννα Κούρτοβικ (μέλος του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα) και Δημήτρης Τσουκαλάς (βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ).
___________
Σημειώσεις
1 Η έκθεση και η απάντηση της κυβέρνησης εδώ: goo.gl/9zjvo
2 Ήθελα να σημειώσω πως σε ό,τι αφορά την απαγόρευση, είμαι από αυτούς που διαφωνούν με το μέτρο. Βλ. σχετικά, Δ. Μπελαντής, «Για την απαγόρευση της Χρυσής Αυγής», RedNotebook, 30.10.2012 (goo.gl/sfwIZ).
3 Βλ., λ.χ., ανακοίνωση του EGAM (Ευρωπαϊκό Αντιρατσιστικό Κίνημα», που καταδικάζει το «διπλό παιχνίδι του Έλληνα πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, με τον νεοναζισμό και την απαράδεκτη υποστήριξη στην Χρυσή Αυγή», 23.1.2013 (goo.gl/DQI0k).
Αναγκαία επισήμανση: ο Μιούζνιεκς δεν είναι κάποιο ακραίο στοιχείο, απόγονος των Κομμουνάρων ή ένας σύγχρονος Πασιονάριος, που παρεισέφρησε, γύρευε πώς, στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Υπήρξε συμπρόεδρος του λετονικού FirstParty, που περιγράφεται ως φιλελεύθερο-συντηρητικό, με βάση δε το βιογραφικό του ο ίδιος είναι μάλλον «κεντρώος». Έχει βαρύνουσα σημασία, λοιπόν, ότι η Έκθεση, από το χέρι κάποιου κατά τεκμήριο μετριοπαθή, αποδοκιμάζει διαδοχικά: τις δηλώσεις του πρωθυπουργού περί «ανακατάληψης των πόλεων» και του υπουργού ΠΡΟ.ΠΟ. περί «βόμβας στα θεμέλια του κράτους»· την αδιαφορία της Βουλής ενώ βουλευτές της Χρυσής Αυγής εκφράζουν λόγο μίσους· την ακύρωση του νόμου για την ιθαγένεια από το ΣτΕ και τη μη ανέγερση τεμένους και μουσουλμανικού νεκροταφείου, αν και σχετική σύσταση υπάρχει από το 2002· την «εξευτελιστική» πρακτική που ακολουθείται για τους αιτούντες άσυλο, τις «απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες διαβίωσης που αντιμετωπίζουν οι κρατούμενοι μετανάστες». Έχει επιπλέον σημασία ότι η Έκθεση δεν προτείνει μόνο την απαγόρευση της Χρυσής Αυγής, βάσει διεθνούς σύμβασης του 1966 (ΙCERD, αρ. 4β), η οποία κυρώθηκε το 1970 (επί Χούντας!), και η οποία έχει υπερ-νομοθετική ισχύ κατά το Σύνταγμα (αρ. 28, παρ. 1) [2]. Προτείνει, επίσης, την περίληψη αυτορρυθμιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση του ρατσισμού στον Κανονισμό της Βουλής (αρ. 77)· τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου μηχανισμού καταγγελιών αστυνομικής αυθαιρεσίας· «την εξαίρεση από τις θέσεις αρχών επιβολής του νόμου οποιουδήποτε μέλους του προσωπικού τους διαπράττει αδικήματα με ρατσιστικά κίνητρα ή υποστηρίζει αντιδημοκρατικές εκδηλώσεις του ελληνικού νεοναζιστικού κόμματος». Και, τέλος, ζητάει «να δοθεί τέρμα στην πολιτική της συστηματικής κράτησης όλων των παράτυπων μεταναστών και να προβλεφθούν εναλλακτικές της κράτησης λύσεις στην ελληνική νομοθεσία και πράξη», αφού η κράτηση είναι «εξαιρετικά πολυδάπανη και μη αποτελεσματική».
***
Πώς είδε, λοιπόν, την Έκθεση ο βασικός της αποδέκτης; Η πρώτη ανάγνωση του δεκαπεντασέλιδου με τις παρατηρήσεις της κυβέρνησης θυμίζει μάλλον μαθητή που, ενώ αγωνίζεται για τη βάση, πιάνεται αδιάβαστος και προσπαθεί –άτεχνα, με μισές αλήθειες, υπερβολές και ψέματα– να τα μπαλώσει. Η παρομοίωση όμως δεν είναι απόλυτα ακριβής. Ποιος μαθητής, ενώ βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση, αντί να παραδεχτεί κάποια στιγμή το πρόβλημα, χρησιμοποιεί διπλή γλώσσα και επιχειρεί ταυτόχρονα να περάσει στην αντεπίθεση;
Η διγλωσσία της κυβέρνησης απέναντι στον νεοναζισμό έχει ήδη διαπιστωθεί, και μάλιστα σε επίπεδο ευρωπαϊκών οργανώσεων όπως το EGAM. [3] Εν προκειμένω, όμως, ο συντάκτης της απάντησης αποφεύγει και να μιλήσει καν για νεοναζισμό. Κάνει λόγο για «ακραία οργάνωση», για «αυτόκλητους ‘προστάτες της νομιμότητας’» και τις «απεχθείς θεωρίες και πρακτικές τους», άνευ προσήμου. Tην ίδια στιγμή, προσφέρει στη Χρυσή Αυγή μια αναπάντεχη συνηγορία, αναγνωρίζοντας την αυξημένη κοινοβουλευτική της δύναμη ως «έκφραση λαϊκής απογοήτευσης και διαμαρτυρίας εναντίον σκληρών, αν και αναγκαίων, μέτρων λιτότητας». Ακόμα χειρότερα, επισημαίνει με περισπούδαστο ύφος ότι «οι λύσεις δεν μπορούν να είναι προϊόν συναισθηματικών αντιδράσεων που θα μπορούσαν να έχουν αντιπαραγωγική επίδραση» (!). Πετάει μάλιστα ως υπονοούμενο ότι τον Ιανουάριο, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισε να μην αποκλείσει από τις εργασίες της την Ελένη Ζαρούλια — παραλείποντας, βεβαίως, τη «λεπτομέρεια» ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός κατηγορήθηκε δημόσια ότι αθέτησε την υπόσχεσή του να επιληφθεί σχετικά, παρά τις πιέσεις του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των δύο εταίρων του κ. Σαμαρά στην τρικομματική.
Κατά τα άλλα, όταν δεν διαψεύδει, ψευδόμενη, τον Επίτροπο, παρουσιάζοντας μια μαγική εικόνα όσον αφορά τα καταγγελλόμενα, η κυβέρνηση είτε τα προσπερνάει επιδεικτικά είτε καμώνεται ότι ήδη κινείται προς την επιθυμητή κατεύθυνση είτε, τέλος, αποδίδει στην οικονομική κρίση προβλήματα που δεν ανάγονται στην οικονομία. Αγνοώντας πεισματικά τη διεθνή ορολογία, προτιμάει να μιλά για «παράνομους» –και όχι «παράτυπους»– μετανάστες και αρνείται την επιδείνωση της υγείας τους στην Ελλάδα λόγω των συνθηκών κράτησής τους, συνδέοντάς τους ρητά με «χρόνια λοιμώδη νοσήματα». Απευθυνόμενη, δηλαδή, σε έναν ευρωπαίο εμπειρογνώμονα, παραγνωρίζει όσα έχουν κατ’ επανάληψη έχει καταγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, και αναπαράγει το αγοραίο, ρατσιστικό στερεότυπο του «λαθραίου-υγειονομική απειλή» — επιμένοντας, κατά τα άλλα, ότι ο ρατσισμός είναι φαινόμενο περιθωριακό κι ότι η κρίση δεν έχει αμβλύνει την ευθυκρισία μας. «Ηχώρα μας παρά τις παρατηρούμενες ελλείψεις κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση», καταλήγει μακάρια η απάντηση…
***
Στην Έκθεση Μούιζνιεκς συνοψίζεται μια εν εξελίξει διαδικασία εκφασισμού. Το μοντέλο που περιγράφει, άλλωστε, εφαρμόζεται και στον «γενικό πληθυσμό»: το μαρτυρούν η κατάσταση στις φυλακές, τα πογκρόμ κατά των αστέγων, η Χαλκιδική (όπως νωρίτερα το Σύνταγμα), η αιματηρή καταστολή διαδηλώσεων και απεργιών. Συνιστά λοιπόν, και για τον λόγο αυτό, ένα εξαιρετικά σημαντικό κείμενο, που, εκτός όλων των άλλων, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αξιοποιήσει, τόσο στο νομοπαρασκευαστικό έργο όσο και στον δημόσιο λόγο του. Είναι ένα κείμενο που, μεταξύ άλλων, δείχνει ότι με τον φασισμό επελαύνοντα, ο στενός αντιμνημονιακός αγώνας δεν αρκεί. Κι ότι, εν τέλει, η παραμικρή διεύρυνση του κενού μεταξύ μνημονιακών και φασιστών, είναι κέρδος: τόσο για τον αντιμνημονιακό αγώνα όσο και για τον αντιφασιστικό.
Το κείμενο δημοσιεύεται στα Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής. Mε αφορμή τη δημοσίευση της Έκθεσης Μούιζνιεκς, την Παρασκευή 26.4.2013 το Red Notebook οργανώνει εκδήλωση με θέμα «Kρατική βία, ασφάλεια, Aριστερά». Μιλούν οι: Σοφία Βιδάλη (εγκληματολόγος στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης), Ιωάννα Κούρτοβικ (μέλος του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα) και Δημήτρης Τσουκαλάς (βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ).
___________
Σημειώσεις
1 Η έκθεση και η απάντηση της κυβέρνησης εδώ: goo.gl/9zjvo
2 Ήθελα να σημειώσω πως σε ό,τι αφορά την απαγόρευση, είμαι από αυτούς που διαφωνούν με το μέτρο. Βλ. σχετικά, Δ. Μπελαντής, «Για την απαγόρευση της Χρυσής Αυγής», RedNotebook, 30.10.2012 (goo.gl/sfwIZ).
3 Βλ., λ.χ., ανακοίνωση του EGAM (Ευρωπαϊκό Αντιρατσιστικό Κίνημα», που καταδικάζει το «διπλό παιχνίδι του Έλληνα πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, με τον νεοναζισμό και την απαράδεκτη υποστήριξη στην Χρυσή Αυγή», 23.1.2013 (goo.gl/DQI0k).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου