Ένα από τα πιο γνωστά μυθιστόρημα της Άγκαθα Κρίστι φέρει τον τίτλο «O φόνος είναι εύκολος». Η συγγραφέας δεν υποστηρίζει ότι είναι εύκολο να σκοτώνεις, κάθε άλλο, όμως εξηγεί ότι ο φόνος είναι εύκολος εφόσον έχεις «ήδη» σκοτώσει. Η δεύτερη φορά είναι πιο εύκολη. Όταν έχεις προπηλακίσει ανθρώπους, όταν τους έχεις σύρει στο χώμα και μένεις ατιμώρητος, είναι εύκολο να στρέψεις την κάννη εναντίον τους.
Το έγκλημα που συντελέστηκε την περασμένη Τετάρτη στη Μανωλάδα ήταν εύκολο ακριβώς γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά. Παχιά λόγια ακούστηκαν αυτή την εβδομάδα από «επώνυμα» χείλη. Λόγια περί ανθρωπιάς, πολιτισμού και δικαιωμάτων. Όμως αυτά τα λόγια έπρεπε να είχαν ειπωθεί εδώ και χρόνια αφού οι πυροβολισμοί κατά των μεταναστών εργατών δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Είχαν προηγηθεί πράξεις ντροπής, πράξεις εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι πιστολάδες της αγροτοβιομηχανικής επιχείρησης έχουν παρελθόν -για την ακρίβεια, κάποιοι αν όχι όλοι οι μικρομεσαίοι εργοδότες της περιοχής έχουν παρελθόν.
Διόλου τυχαία η λήθη έχει σκεπάσει τα όσα εγκληματικά έχουν συμβεί και συμβαίνουν σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο στην Ηλεία. Λήθη που δεν οφείλεται μόνο στη συνενοχή, αλλά και στο φόβο. Τα θύματα διστάζουν επειδή φοβούνται, επειδή τρομοκρατούνται. Νέοι άνθρωποι πέθαναν όταν η καλύβα τους καταπλακώθηκε από χώματα ή πήρε φωτιά. Άλλους τους ξυλοκόπησαν ή τους αλυσόδεσαν σε στύλους. Συλλέκτες πορτοκαλιών, τομάτας, σταφίδας. Γεγονότα που περνούν στα ψιλά των εφημερίδων, στα ψιλά της συλλογικής συνείδησης, στα εφήμερα της μνήμης.
Η εξαθλίωση, η ανεργία, τα μεροκάματα της πείνας δεν είναι συνέπειες της κρίσης, αλλά προϋπόθεση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η ίδια η μνημονιακή πολιτική γεννά τις Μανωλάδες και όχι το «μεταναστευτικό πρόβλημα» ή η συνενοχή της τοπικής κοινωνίας.
«Ένα, δύο, τρία πολλά Πολυτεχνεία» ήταν ένα από τα πιο γνωστά συνθήματα της πρώτης δεκαετίας της μεταπολίτευσης. Σήμερα, πετύχαμε τις «μία, δύο, τρεις, πολλές Μανωλάδες». Και τα θύματα δεν είναι μόνο σκουρόχρωμοι Ασιάτες, αλλά και τα «δικά μας παιδιά», που δεν κοιμούνται σε τολ με οροφή από νάιλον, αλλά στη φιλόξενη οικογενειακή στέγη, όμως ο ίδιος τρόμος πλανιέται πάνω από τα κεφάλια τους.
(ΠΡΙΝ, "Το τέλος της αγοράς", 21.4.2013)
ΠΕΡΙ ΜΠΟΪΚΟΤΑΖ
Την άνοιξη του 1986 πολλοί στην Ελλάδα έκαναν μποϊκοτάζ στη φράουλα. Όχι όμως για λόγους αντιρατσιστική ευαισθησία, αλλά από φόβο αφού το ραδιενεργό νέφος του Τσερνομπίλ είχε φτάσει και στη Βαλκανική χερσόνησο.
Τώρα το να τρως φράουλες είναι σαν να τρως ωμό συκώτι, όπως τα βαμπίρ στις ταινίες τρόμου. Το μποϊκοτάζ στις φράουλες Μανωλάδας εξανάγκασε πολλούς υπαίθριους πωλητές να αλλάξουν τις ταμπέλες τους (οι "φράουλες Μανωλάδας" βαφτίστηκαν "φράουλες Τραγανού" ή "φράουλες Αχαϊας"). Ταυτόχρονα, κάποιες αλυσίδες σούπερ μάρκετ δήλωσαν ότι δεν προμηθεύονται πλέον φράουλες από τον συγκεκριμένο μεγαλοπαραγωγό και χονδρέμπορα.
Σε πολλές περιπτώσεις, κάτω στην Ηλεία, η φράουλα σαπίζει στα χωράφια, όχι τόσο γιατί περιορίστηκε η ζήτηση, αλλά γιατί οι παραγωγοί διστάζουν να προσλάβουν μετανάστες χωρίς χαρτιά για τη συγκομιδή.
Μέχρι στιγμής δεν διαθέτουμε αριθμητικά στοιχεία για την απήχηση του μποϊκοτάζ. Ωστόσο, η κίνηση αυτή, που εκδηλώθηκε μέσω Διαδικτύου, συνέβαλε στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης στην Ελλάδα και ίσως στο εξωτερικό. Τα μποϊκοτάζ των καταναλωτών ή των τηλεθεατών δεν αλλάζουν τον κόσμο ούτε υποκαθιστούν τους μαζικούς αγώνες, όμως η υποτίμησή τους θα ήταν απαράδεκτος σνομπισμός.
Πάντως, περισσότερο μας μποϊκοτάρουν σήμερα τα φρούτα το λαό, παρά ο λαός τα φρούτα, αφού οι τιμές των οπωροκηπευτικών, ακόμα και όταν αυτά βρίσκονται στην εποχή τους, παραμένουν απαγορευτικά υψηλές για πολλές οικογένειες. Πριν προλάβουμε να κάνουμε εμείς μποϊκοτάζ στις φράουλες, μας έχουν ήδη κάνει αυτές...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου