Oι άνθρωποι πίσω από τους αριθμούς
Στο σκηνικό των καταιγιστικών αποκαλύψεων για τη δράση της Χρυσής Αυγής, η υπόθεση της παιδείας έχει εξαφανιστεί από το προσκήνιο ή έχει περάσει στις πίσω σελίδες των εφημερίδων. Όμως η απεργία των εργαζομένων στη διοίκηση οκτώ πανεπιστημίων της χώρας, [1] με την καθολική συμπαράσταση των διδασκόντων και των φοιτητών, συμπληρώνει την πέμπτη της εβδομάδα. Η δε εβδομάδα έκλεισε με την εκπνοή τελεσίγραφου του Υπουργείου σχετικά με την αποστολή στοιχείων για 1.349 υπαλλήλους προς διαθεσιμότητα/απόλυση, χωρίς την «επίσκεψη» εισαγγελέων και χωρίς στην πράξη να αποσταλούν στοιχεία, με εξαίρεση ένα πανεπιστήμιο.
Οι αναγνώστριες και αναγνώστες των «Ενθεμάτων» και της Αυγής γνωρίζουν από προηγούμενη πλούσια αρθρογραφία τις περισσότερες πτυχές του δράματος και είναι εξοικειωμένες και εξοικειωμένες με τις σχετικές θεωρητικές επεξεργασίες. Στο σημείωμα αυτό θέλω να θίξω μερικές λιγότερο συζητημένες πλευρές του, υπενθυμίζοντας πως πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν άνθρωποι και προσωπικά δράματα, όπως εύγλωττα υπογράμμισαν οι λευκές μάσκες της διαμαρτυρίας των εργαζομένων στη διοίκηση του ΕΜΠ, και πως, για λόγους που υπερβαίνουν αυτό το σημείωμα, οι άνθρωποι αυτοί είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους γυναίκες.
Χαρακτικό του Φρανς Μασερεέλ
Με την τωρινή απεργία των υπαλλήλων της διοίκησης ανασύρονται και πάλι τα γνωστά και επαναλαμβανόμενα κλισέ και οδυρμοί:
«Κλειστά πανεπιστήμια», «δεν μπορώ να πάω στο γραφείο μου/στο εργαστήριό μου», «δεν μπορούν να γίνουν εγγραφές των παιδιών που τόσο μόχθησαν να μπουν στο πανεπιστήμιο», «στερούνται το πτυχίο τους όσοι τελείωσαν». Όμως τα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα τα οκτώ άμεσα πληττόμενα, έκλεισαν από τον υπουργό Παιδείας και τις μνημονιακές πολιτικές. Αδυνατούν δε να ανοίξουν, έστω και αν η απεργία λήξει σήμερα. Αδυνατούν να ανοίξουν αν απολυθούν 1.349 υπάλληλοι, γιατί το «άνοιγμα» και το «κλείσιμο» έχει ορισμένες υλικές και πρακτικές διαστάσεις, που δεν βλέπουν ποτέ τα φώτα της δημοσιότητας.
«Κλειστά πανεπιστήμια», «δεν μπορώ να πάω στο γραφείο μου/στο εργαστήριό μου», «δεν μπορούν να γίνουν εγγραφές των παιδιών που τόσο μόχθησαν να μπουν στο πανεπιστήμιο», «στερούνται το πτυχίο τους όσοι τελείωσαν». Όμως τα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα τα οκτώ άμεσα πληττόμενα, έκλεισαν από τον υπουργό Παιδείας και τις μνημονιακές πολιτικές. Αδυνατούν δε να ανοίξουν, έστω και αν η απεργία λήξει σήμερα. Αδυνατούν να ανοίξουν αν απολυθούν 1.349 υπάλληλοι, γιατί το «άνοιγμα» και το «κλείσιμο» έχει ορισμένες υλικές και πρακτικές διαστάσεις, που δεν βλέπουν ποτέ τα φώτα της δημοσιότητας.
Για παράδειγμα, οι πόρτες των αιθουσών δεν ανοίγουν ούτε κλείνουν αυτόματα, οι εγγραφές δεν πραγματοποιούνται και τα δελτία βαθμολογίας, τα πτυχία ή τα πιστοποιητικά δεν εκδίδονται από μηχανές (έστω και «έξυπνες»), οι βιβλιοθήκες δεν λειτουργούν μόνο με τα ηλεκτρονικά τους αρχεία και καταλόγους, τα εργαστήρια δεν διατηρούνται εν λειτουργία μόνο επειδή μπαίνουν σ’ αυτά διευθυντές, διδάσκοντες, φοιτητές και φοιτήτριες, τα εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ των ερευνητικών προγραμμάτων δεν τα διαχειρίζονται φαντάσματα, τη λειτουργία των ηλεκτρονικών συστημάτων δεν την εξασφαλίζει ο καλός θεός τού –και Θρησκευμάτων– Υπουργείου.
Τα παραπάνω, όπως και τα γενικότερα προβλήματα υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης με διδακτικό προσωπικό,[2] τα κατάλαβαν αμέσως οι νεοεισαχθείσες φοιτήτριες και φοιτητές και οι γονείς τους, οι οποίοι συμμετείχαν μαζικά στην καθιερωμένη, αν και ασυνήθιστη φέτος, υποδοχή των πρωτοετών. Άλλωστε, πολλοί γονείς είναι πλέον και οι ίδιοι θύματα των πολιτικών λιτότητας και συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα. Φαίνεται όμως πως δεν είναι κατανοητά από τον υπουργό και τον γενικό γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας – αμφότεροι καθηγητές πανεπιστημίων εκτός των οκτώ. Δεν εξηγείται αλλιώς πώς, π.χ., από το ΕΜΠ ζητείται να περιλάβει στη λίστα των 399 προς διαθεσιμότητα/απόλυση υπαλλήλων της διοίκησης περισσότερους κλητήρες και φύλακες από όσους διαθέτει, 80-100% των διοικητικών-υπαλλήλων γραφείων, 45% των βιβλιοθηκονόμων, 82% των υπαλλήλων της υπηρεσίας διαχείρισης του Ειδικού Λογαριασμού Έρευνας, το σύνολο του προσωπικού ηλεκτρονικών υπολογιστών. Θα μπορούσα να προσθέσω εδώ και πολλές άλλες «κουραστικές» λεπτομέρειες.[3]
Το διάβημα αυτό του Υπουργείου και η αυτάρεσκη βεβαιότητα ότι μπορεί να το υλοποιήσει με πλήρη κοινωνική αποδοχή δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Έρχεται στη συνέχεια αφενός μιας συστηματικής ενοχοποίησης, κάποτε και ποινικοποίησης, κάθε κινητοποίησης εργαζομένων και αφετέρου μιας συστηματικής απαξίωσης του ίδιου του δημόσιου πανεπιστημίου, όπως και του δημόσιου τομέα γενικά. Το ρεπερτόριο των αιτιάσεων είναι πλούσιο, αλλά λείπει εντελώς η ελληνική κοινωνία στερείται παντελώς πληροφόρησης για τις υψηλές επιδόσεις των δημόσιων πανεπιστημίων, τις επιτυχίες των αποφοίτων τους διεθνώς και την αναβάθμιση του διδακτικού προσωπικού, της έρευνας και της διοίκησης εδώ και τρεις δεκαετίες. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν μπορεί να συγκροτηθεί μια σοβαρή, καλόπιστη και εποικοδομητική συζήτηση για τα υπαρκτά προβλήματα, τα οποία κανείς δεν έχει αρνηθεί. Ούτε βέβαια για τους τρόπους υπέρβασής τους.
Το 2006, ο πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου είχε συμβουλεύσει την τότε υπουργό Παιδείας να κάνει υπομονή πέντε-έξι χρόνια, μέσα στα οποία, για λόγους δημογραφικούς, θα έχει… καθαρίσει το πανεπιστήμιο από τα (απείθαρχα) απομεινάρια της μεταπολίτευσης. Δυστυχώς για τους σχεδιασμούς της τωρινής κυβέρνησης, παρά τις διαψεύσεις και τις ακυρώσεις, κάτι μένει από εκείνη την κληρονομιά των ελπίδων και των προσδοκιών, κάτι που έχει χτιστεί με κόπο και προσπάθειες πολλών, και αρνείται να παραδοθεί αμαχητί στις επιταγές της τρόικας και των ακολούθων της.
* Καθηγήτρια στο ΕΜΠ, όπου διανύω το 32ο έτος εργασίας και, αν οι σχετικές φήμες αληθεύουν, ίσως το τελευταίο, καθώς τη διαθεσιμότητα των διοικητικών θα ακολουθήσει η διαθεσιμότητα του διδακτικού προσωπικού.
[1] ΕΚΠΑ, ΕΜΠ, ΟΠΑ, ΑΠΘ, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πανεπιστήμιο Κρήτης. Στις κινητοποιήσεις συμμετέχει και η ΑΣΚΤ.
[2] Περίπου 1.000 νέοι επιστήμονες σε όλα τα πανεπιστήμια είναι εκλεγμένοι και παραμένουν αδιόριστοι από το 2010.
[3] Για το ΕΜΠ: πώς καταφέρνουν, π.χ. να λειτουργούν, παρά τις συνεχείς επιθέσεις και περικοπές, 9 σχολές με 13.000 φοιτητές και φοιτήτριες (3.000 μεταπτυχιακοί και υποψήφιοι διδάκτορες), 125 εξειδικευμένα εργαστήρια, 19 προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, το Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου, το Μετσόβιο Κέντρο Διεπιστημονικής Έρευνας στο Μέτσοβο, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα των σπουδών και της έρευνας και με αποτελεσματική διοίκηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου