του Παντελη Μπουκαλα, απο την Καθημερινη...
Με όποιο παλαιότερο ποσοστό κι αν συγκρίνουμε τις επιδόσεις της Χ.Α. στα γκάλοπ που διενεργήθηκαν αφότου βρέθηκε στη φυλακή η κεφαλή της, το συμπέρασμα, όσο αποκαρδιωτικό, δεν μπορεί παρά να είναι το ίδιο: Παρά τις αποκαλύψεις που πιστοποιούν τον σφόδρα αντιδημοκρατικό και βαθύτατα ρατσιστικό χαρακτήρα του φασιστικού κόμματος, που εμπνέεται από τον Χίτλερ, τα ποσοστά του στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μέχρι στιγμής έχει αποφύγει την κατάρρευση. Το 6% ή 7% που αποσπά στη μ.Φ. (μετά τη Φυλακή) περίοδο, υπολείπεται κατά τρεις ή εφτά μονάδες από τα ποσοστά πρόσφατων σφυγμομετρήσεων που την παρουσίαζαν υψωμένη στο 10% ή και το 14%, διατηρείται όμως στο επίπεδο του περυσινού Ιουνίου.
Αυτό σημαίνει ότι μια καθαρά πολιτική υπόθεση, την ήττα των φιλοναζιστικών αντιλήψεων και του πατριδοκαπηλικού σοβινισμού, δεν μπορούν να τη φέρουν εις πέρας οι αστυνομικές και δικαστικές έρευνες και αποφάσεις. Φυσικά και είναι νωρίς ακόμη· φυσικά και προς το παρόν το διεγερμένο θυμικό των οπαδών του χρυσαυγιτισμού λειτουργεί συσπειρωτικά (όπως συμβαίνει πάντα όταν κάποιος κίνδυνος απειλεί μια αγέλη, μια ομάδα, μια αίρεση κτλ.)· φυσικά και δρουν σαν συγκολλητίνη οι αυτοηρωοποιητικές θεωρίες περί «σκευωρίας των μοχθηρών σιωνιστών». Και πάλι όμως η αντοχή της οικογενειακής επιχείρησης του κ. Μιχαλολιάκου και των μπιστικών του απαιτεί ενδελεχέστερη μελέτη, με τίμια αυτοκριτική διάθεση.
Αν το «γιατί φτάσαμε έως εδώ» αντιμετωπιστεί με τη συνήθη ρηχότητα, το «πώς θα ξεφύγουμε» θα αποδειχθεί πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο πίστεψαν αρχικά όσοι επείγονται να «ανακτήσουν» ψήφους αλλά όχι ψυχές· εξ ου και οι κολακείες που απευθύνουν στους «πεπλανημένους», εικάζοντας ότι αρκούν αυτές (συν δύο κρυφά ρουσφέτια) για να παλιννοστήσουν οι φυγάδες». Οσο οι μετακινηθέντες στη Χ.Α. αντιμετωπίζονται στο σύνολό τους σαν «αισθηματίες», που αντέδρασαν υπερβολικά, σαν πεισμωμένα παιδιά, δηλαδή όχι ως συμμεριζόμενοι τα χρυσαυγίτικα «ιδεώδη» εν όλω ή εν μέρει αλλά σαν τσαντισμένοι τύποι με τιμωρητική διάθεση πλην με καλή καρδιά, ο σκληρός χρυσαυγίτικος πυρήνας θα παραμένει ακέραιος.
Δεν περιττεύει λοιπόν και δεν προσβάλλει κανέναν το να αναρωτηθούμε, με όση ειλικρίνεια μας απέμεινε, μήπως τελικά δεν είμαστε τόσο δημοκράτες, απαξάπαντες, όσο ορίζει ένας από τους φυλετικούς μύθους μας, που επικαλείται μονότονα σαν άλλοθι ή μείζον επιχείρημα τη γέννηση της δημοκρατίας στην Αθήνα. Αν είμαστε τόσο δημοκράτες όλοι μας, εκ κληρονομίας και εις τους αιώνας των αιώνων, θα πρέπει να βρούμε κάποιον τρόπο να εξηγήσουμε γιατί, λ.χ., η αντίσταση στην τυραννία των συνταγματαρχών ήταν πολύ πολύ μικρότερη απ’ όσο επέτρεπε να φανεί ο κατόπιν χούντας κίβδηλος αντιστασιακός πληθωρισμός, καθώς και γιατί ακόμη υπάρχει ένα άθραυστο κομμάτι φιλοχουντικών (μία από τις πηγές του χρυσαυγιτισμού).
Δεν περιττεύει επίσης να σκεφτούμε μήπως δεν είμαστε, εντέλει, τόσο φανατικοί της φιλαλληλίας όσο ισχυριζόμαστε, επικαλούμενοι αδιαχώριστα την αρχαιοελληνική κληρονομιά και τη χριστιανική μας παράδοση. Ο χριστιανισμός ωστόσο, όπως το βλέπουμε και στη στάση ιεραρχών του (ανάμεσά τους δεν λείπουν οι φίλα προσκείμενοι στη Χ.Α.), κατάντησε άδειο κέλυφος για τους πολλούς, μια ρουτίνα που δεν επηρεάζει το πνεύμα. Οσο για τον Ξένιο Δία, ε, του δώσαμε να καταλάβει πόσο τον υπολογίζουμε χαρίζοντας το όνομά του, σαδιστικά είρωνες, στη μισαλλόδοξη σκούπα διαρκείας που εγκαινιάστηκε προ πολλών μηνών, με πρωθυπουργικώς διακηρυγμένο στόχο την «ανακατάληψη των πόλεων»· μια σκούπα που δουλεύει βασισμένη στο ρατσιστικό δόγμα «πας μη λευκός, ύποπτος και συλληπτέος», επικυρώνοντας έτσι τη χρυσαυγίτικη «ιδεολογία».
Η βιολογική–γονιδιακή προσέγγιση της πολιτικής και της κοινωνίας μόνο μύθους κατασκευάζει, φενακιστικά θετικούς («εμείς οι Ελληνες, πρώτοι, καλύτεροι και αγνότεροι») ή αρνητικούς κατάδηλα άδικους («οι υπάνθρωποι Εβραίοι, αιώνιοι συνωμότες κατά του ελληνισμού», όπως πιστεύει άλλωστε μέγα πλήθος, συντροφοδότης και αυτό της Χ.Α.). Το ότι ο τόπος μας τυγχάνει λίκνο της δημοκρατίας δεν μας προσφέρει καμία άτρωτη ασπίδα· οχληρός μάρτυρας η ιστορία μας, γεμάτη πραξικοπήματα, δικτατορίες και χούντες, καθώς και πρόθυμους υπηρέτες τυράννων, Ελλήνων και ξένων. Με τον ίδιο τρόπο, το ότι τυγχάνουμε λίκνο του ολυμπιακού ιδεώδους δεν μας προικοδότησε με καμία αιώνια αθλητική αγνότητα· μάρτυρας η ροπή μας στα αναβολικά (κρατικώς επιχορηγούμενη παλαιότερα), προς ενίσχυση των «νικηφόρων ελληνικών γονιδίων», καθώς και η πολύχρονη γηπεδική κατάντια, της απάτης και της βίας.
Οσα προαναφέρθηκαν για τις πηγές από τις οποίες μπορούν να αντλήσουν οι χρυσαγύρτες (η πηγή των παλαιόθεν αντιδημοκρατών και φιλοτυράννων, η πηγή των εβραιοφάγων, η πηγή των ξενηλατών), ίσως εξηγούν μέχρι ενός σημείου την ανθεκτικότητα της Χ.Α. Αλλά το ναζιστικό κόμμα ενίσχυσε την πολυσυλλεκτικότητά του και με την πολυμορφία του. Εδρασε σαν οργάνωση πρώτον πολιτική, φαινομενικά νομοταγής, εκμεταλλευόμενη τη Βουλή και την αμηχανία της· δεύτερον, στρατιωτική, ημιπαράνομη (δίνοντας έτσι ευκαιρία στους ουκ ολίγους φαιόνοες να βιώσουν τη φαντασίωση ισχύος με «στολή πόλεως», κουμπούρια και άγριους ξυλοδαρμούς ή και δολοφονίες αποκομμένων μεταναστών, Τσιγγάνων, αριστερών κ.ά.)· τρίτον, θεατρινίστικα «ακτιβιστική», με διανομή τροφίμων «μόνο σε Ελληνες», επιθέσεις σε νοσοκομεία που πρέπει να περιθάλπουν «μόνο Ελληνες», σκηνοθετημένη «προστασία» γιαγιάδων· τέταρτον, υποκοσμική, όπως καταθέτουν πρώην μέλη της, με προστασία μαγαζιών της νύχτας, εμπόριο όπλων, «ξέπλυμα» βρώμικου χρήματος κτλ.· πέμπτον, παρααστυνομική–παρακρατική, γεγονός που της εξασφάλιζε την ακίνδυνη παρουσία της και την έγκαιρη πληροφόρηση· έκτον, διαπλεκόμενη, κυρίως με το εφοπλιστικό κεφάλαιο, όπως μαρτυρούν οι δεκάδες υπέρ αυτού ερωτήσεις της στη Βουλή, αλλά και οι επιδρομές της στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη· έβδομον, μισθοφορική, αφού όσοι ήθελαν να ξεμπερδεύουν με τους μετανάστες, όταν τέλειωνε η δουλειά τους στις ελιές ή στ’ αμπέλια, φώναζαν πέντ’-έξι «λεβέντες» και καθάριζαν έναντι αντιτίμου.
Δεν είναι έκτροπη παραδοξότητα η Χ.Α., ασύμβατη με το ελληνικό πνεύμα, όπως θέλει ο αμήχανος μύθος. Απεναντίας. Γι’ αυτό και δεν θα ηττηθεί εύκολα και γρήγορα. Γιατί, κατά βάθος, πρέπει να ηττηθεί μια εκδοχή «ελληνικότητας» που την ασπάζονται πολύ περισσότεροι από τους ψηφοφόρους της.
Με όποιο παλαιότερο ποσοστό κι αν συγκρίνουμε τις επιδόσεις της Χ.Α. στα γκάλοπ που διενεργήθηκαν αφότου βρέθηκε στη φυλακή η κεφαλή της, το συμπέρασμα, όσο αποκαρδιωτικό, δεν μπορεί παρά να είναι το ίδιο: Παρά τις αποκαλύψεις που πιστοποιούν τον σφόδρα αντιδημοκρατικό και βαθύτατα ρατσιστικό χαρακτήρα του φασιστικού κόμματος, που εμπνέεται από τον Χίτλερ, τα ποσοστά του στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μέχρι στιγμής έχει αποφύγει την κατάρρευση. Το 6% ή 7% που αποσπά στη μ.Φ. (μετά τη Φυλακή) περίοδο, υπολείπεται κατά τρεις ή εφτά μονάδες από τα ποσοστά πρόσφατων σφυγμομετρήσεων που την παρουσίαζαν υψωμένη στο 10% ή και το 14%, διατηρείται όμως στο επίπεδο του περυσινού Ιουνίου.
Αυτό σημαίνει ότι μια καθαρά πολιτική υπόθεση, την ήττα των φιλοναζιστικών αντιλήψεων και του πατριδοκαπηλικού σοβινισμού, δεν μπορούν να τη φέρουν εις πέρας οι αστυνομικές και δικαστικές έρευνες και αποφάσεις. Φυσικά και είναι νωρίς ακόμη· φυσικά και προς το παρόν το διεγερμένο θυμικό των οπαδών του χρυσαυγιτισμού λειτουργεί συσπειρωτικά (όπως συμβαίνει πάντα όταν κάποιος κίνδυνος απειλεί μια αγέλη, μια ομάδα, μια αίρεση κτλ.)· φυσικά και δρουν σαν συγκολλητίνη οι αυτοηρωοποιητικές θεωρίες περί «σκευωρίας των μοχθηρών σιωνιστών». Και πάλι όμως η αντοχή της οικογενειακής επιχείρησης του κ. Μιχαλολιάκου και των μπιστικών του απαιτεί ενδελεχέστερη μελέτη, με τίμια αυτοκριτική διάθεση.
Αν το «γιατί φτάσαμε έως εδώ» αντιμετωπιστεί με τη συνήθη ρηχότητα, το «πώς θα ξεφύγουμε» θα αποδειχθεί πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο πίστεψαν αρχικά όσοι επείγονται να «ανακτήσουν» ψήφους αλλά όχι ψυχές· εξ ου και οι κολακείες που απευθύνουν στους «πεπλανημένους», εικάζοντας ότι αρκούν αυτές (συν δύο κρυφά ρουσφέτια) για να παλιννοστήσουν οι φυγάδες». Οσο οι μετακινηθέντες στη Χ.Α. αντιμετωπίζονται στο σύνολό τους σαν «αισθηματίες», που αντέδρασαν υπερβολικά, σαν πεισμωμένα παιδιά, δηλαδή όχι ως συμμεριζόμενοι τα χρυσαυγίτικα «ιδεώδη» εν όλω ή εν μέρει αλλά σαν τσαντισμένοι τύποι με τιμωρητική διάθεση πλην με καλή καρδιά, ο σκληρός χρυσαυγίτικος πυρήνας θα παραμένει ακέραιος.
Δεν περιττεύει λοιπόν και δεν προσβάλλει κανέναν το να αναρωτηθούμε, με όση ειλικρίνεια μας απέμεινε, μήπως τελικά δεν είμαστε τόσο δημοκράτες, απαξάπαντες, όσο ορίζει ένας από τους φυλετικούς μύθους μας, που επικαλείται μονότονα σαν άλλοθι ή μείζον επιχείρημα τη γέννηση της δημοκρατίας στην Αθήνα. Αν είμαστε τόσο δημοκράτες όλοι μας, εκ κληρονομίας και εις τους αιώνας των αιώνων, θα πρέπει να βρούμε κάποιον τρόπο να εξηγήσουμε γιατί, λ.χ., η αντίσταση στην τυραννία των συνταγματαρχών ήταν πολύ πολύ μικρότερη απ’ όσο επέτρεπε να φανεί ο κατόπιν χούντας κίβδηλος αντιστασιακός πληθωρισμός, καθώς και γιατί ακόμη υπάρχει ένα άθραυστο κομμάτι φιλοχουντικών (μία από τις πηγές του χρυσαυγιτισμού).
Δεν περιττεύει επίσης να σκεφτούμε μήπως δεν είμαστε, εντέλει, τόσο φανατικοί της φιλαλληλίας όσο ισχυριζόμαστε, επικαλούμενοι αδιαχώριστα την αρχαιοελληνική κληρονομιά και τη χριστιανική μας παράδοση. Ο χριστιανισμός ωστόσο, όπως το βλέπουμε και στη στάση ιεραρχών του (ανάμεσά τους δεν λείπουν οι φίλα προσκείμενοι στη Χ.Α.), κατάντησε άδειο κέλυφος για τους πολλούς, μια ρουτίνα που δεν επηρεάζει το πνεύμα. Οσο για τον Ξένιο Δία, ε, του δώσαμε να καταλάβει πόσο τον υπολογίζουμε χαρίζοντας το όνομά του, σαδιστικά είρωνες, στη μισαλλόδοξη σκούπα διαρκείας που εγκαινιάστηκε προ πολλών μηνών, με πρωθυπουργικώς διακηρυγμένο στόχο την «ανακατάληψη των πόλεων»· μια σκούπα που δουλεύει βασισμένη στο ρατσιστικό δόγμα «πας μη λευκός, ύποπτος και συλληπτέος», επικυρώνοντας έτσι τη χρυσαυγίτικη «ιδεολογία».
Η βιολογική–γονιδιακή προσέγγιση της πολιτικής και της κοινωνίας μόνο μύθους κατασκευάζει, φενακιστικά θετικούς («εμείς οι Ελληνες, πρώτοι, καλύτεροι και αγνότεροι») ή αρνητικούς κατάδηλα άδικους («οι υπάνθρωποι Εβραίοι, αιώνιοι συνωμότες κατά του ελληνισμού», όπως πιστεύει άλλωστε μέγα πλήθος, συντροφοδότης και αυτό της Χ.Α.). Το ότι ο τόπος μας τυγχάνει λίκνο της δημοκρατίας δεν μας προσφέρει καμία άτρωτη ασπίδα· οχληρός μάρτυρας η ιστορία μας, γεμάτη πραξικοπήματα, δικτατορίες και χούντες, καθώς και πρόθυμους υπηρέτες τυράννων, Ελλήνων και ξένων. Με τον ίδιο τρόπο, το ότι τυγχάνουμε λίκνο του ολυμπιακού ιδεώδους δεν μας προικοδότησε με καμία αιώνια αθλητική αγνότητα· μάρτυρας η ροπή μας στα αναβολικά (κρατικώς επιχορηγούμενη παλαιότερα), προς ενίσχυση των «νικηφόρων ελληνικών γονιδίων», καθώς και η πολύχρονη γηπεδική κατάντια, της απάτης και της βίας.
Οσα προαναφέρθηκαν για τις πηγές από τις οποίες μπορούν να αντλήσουν οι χρυσαγύρτες (η πηγή των παλαιόθεν αντιδημοκρατών και φιλοτυράννων, η πηγή των εβραιοφάγων, η πηγή των ξενηλατών), ίσως εξηγούν μέχρι ενός σημείου την ανθεκτικότητα της Χ.Α. Αλλά το ναζιστικό κόμμα ενίσχυσε την πολυσυλλεκτικότητά του και με την πολυμορφία του. Εδρασε σαν οργάνωση πρώτον πολιτική, φαινομενικά νομοταγής, εκμεταλλευόμενη τη Βουλή και την αμηχανία της· δεύτερον, στρατιωτική, ημιπαράνομη (δίνοντας έτσι ευκαιρία στους ουκ ολίγους φαιόνοες να βιώσουν τη φαντασίωση ισχύος με «στολή πόλεως», κουμπούρια και άγριους ξυλοδαρμούς ή και δολοφονίες αποκομμένων μεταναστών, Τσιγγάνων, αριστερών κ.ά.)· τρίτον, θεατρινίστικα «ακτιβιστική», με διανομή τροφίμων «μόνο σε Ελληνες», επιθέσεις σε νοσοκομεία που πρέπει να περιθάλπουν «μόνο Ελληνες», σκηνοθετημένη «προστασία» γιαγιάδων· τέταρτον, υποκοσμική, όπως καταθέτουν πρώην μέλη της, με προστασία μαγαζιών της νύχτας, εμπόριο όπλων, «ξέπλυμα» βρώμικου χρήματος κτλ.· πέμπτον, παρααστυνομική–παρακρατική, γεγονός που της εξασφάλιζε την ακίνδυνη παρουσία της και την έγκαιρη πληροφόρηση· έκτον, διαπλεκόμενη, κυρίως με το εφοπλιστικό κεφάλαιο, όπως μαρτυρούν οι δεκάδες υπέρ αυτού ερωτήσεις της στη Βουλή, αλλά και οι επιδρομές της στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη· έβδομον, μισθοφορική, αφού όσοι ήθελαν να ξεμπερδεύουν με τους μετανάστες, όταν τέλειωνε η δουλειά τους στις ελιές ή στ’ αμπέλια, φώναζαν πέντ’-έξι «λεβέντες» και καθάριζαν έναντι αντιτίμου.
Δεν είναι έκτροπη παραδοξότητα η Χ.Α., ασύμβατη με το ελληνικό πνεύμα, όπως θέλει ο αμήχανος μύθος. Απεναντίας. Γι’ αυτό και δεν θα ηττηθεί εύκολα και γρήγορα. Γιατί, κατά βάθος, πρέπει να ηττηθεί μια εκδοχή «ελληνικότητας» που την ασπάζονται πολύ περισσότεροι από τους ψηφοφόρους της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου