ΕΓΡΑΦΑ την προηγούμενη Κυριακή πως κάθε μέρα ακούς κι ένα κακό νέο. Ολο και πιο κοντά, σε όλο και πιο δικούς σου. Μαζεύεται η παρέα στο σπίτι, ξεκινάτε με όλη τη διάθεση να περάσετε καλά, να γελάσετε, να ξεχαστείτε, να μαλακώσει λίγο το βάρος μέσα στα αστεία, στην αγάπη και στη συντροφικότητα, αλλά αυτό αντέχει λίγο.
Στο πεντάλεπτο κάποιος θα σκοτεινιάσει, κάποιος θα «σπάσει» και θα εξομολογηθεί την ανέχειά του ή θα μας πει κάποιο στενάχωρο νέο για κάποιον φίλο. Κάθε φορά, τα διαλείμματα ελευθερίας γίνονται όλο και πιο σύντομα. Κρέμονται βαρίδια στα πόδια, εμφανή, και σε τραβάνε στα βρόμικα νερά. Εγκλωβιστήκαμε. Εννοώ πως ακόμη και όσοι είχαν θωρακίσει μια φιλοσοφία ζωής -ή έτσι νόμιζαν, τουλάχιστον- η οποία δεν είχε να κάνει ούτε με την κατανάλωση ούτε με τα χρήματα, τελικά ανακάλυψαν με το βίαιο τρόπο πως δεν ήταν τόσο ανεξάρτητοι όσο πίστευαν. Τις είχαν ανοίξει κι εκείνοι τις παγίδες τους αλλά δεν τις έβλεπαν. Και τώρα σκάνε λογαριασμοί και πέρα από την αδυναμία σου να τους πληρώσεις, σε λυγίζει και η «ανεπάρκειά» σου ως προς τη φιλοσοφία και την αντιμετώπιση της ζωής που πίστευες πως είχες πληρώσει το τίμημα για να τις δικαιώσεις, αλλά ήταν μόνο στο μυαλό σου. Κάποτε είχα γράψει πως αν τσακίσουμε για οικονομικούς λόγους, θα είμαστε όλοι εκτεθειμένοι ανεπανόρθωτα απέναντι σε όλα τα διαβάσματα και τα ακούσματά μας. Ηρωική ατάκα μου είχε φανεί. Μπαρούφα αποδείχτηκε, δυστυχώς. Δεν είχα συμπεριλάβει αρκετές παραμέτρους στην εξίσωσή μου. Κάτι μικρά παιδιά, κάτι οικονομικές θηλιές που δεν γίνεται να τις βαφτίζεις φουλάρια, κάτι άρρωστους γονείς...
Και τώρα μαζευόμαστε, αλλά δεν αρκεί αυτό. Δεν ερχόμαστε αντιμέτωποι μόνο με χρέη, ανεργία και φόβο, αλλά και με όλα τα μεγάλα λόγια που έχουμε πει. Τα πιστεύαμε, αλλά δεν τα είχαμε δοκιμάσει σε πραγματικές συνθήκες πολέμου, παρά μόνο μέσα στους δοκιμαστικούς σωλήνες των φιλολογικών μας συζητήσεων. Και ακόμη κι αν αρκετοί θεωρούμε πως έχουμε ακόμη την ευκαιρία να τραβήξουμε ένα δρόμο δίχως οικονομικές εξαρτήσεις, δεν είναι εύκολο πια, έχουμε ανθρώπους γύρω μας, δίπλα μας, που δεν μπορούν να διανύσουν αυτό το δρόμο, τους ακούγεται τρελός.
Ο καθένας θα λύσει τον κόμπο του με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Λίγοι από αυτούς τους τρόπους είναι αναίμακτοι. Ελάχιστοι. Αυτοί είναι τρόποι που έχουν να κάνουν με την τύχη. Αλλά δεν μπορείς να στηρίζεσαι σε αυτούς. Κρίνονται τα όμορφα λόγια και οι ανθρωπιστικές αξίες που μας «έκαψαν» το μυαλό, που τις πιστέψαμε -ορθώς- και πρέπει να τις κρατήσουμε με τα δόντια. Κρίνεται το αν μεταβολίσαμε σωστά τα μεγάλα έργα της τέχνης ή απλά τα καταναλώσαμε, ανεξάρτητα αν υποστήριξα παραπάνω πως αυτό ακούγεται ως μία πολυτέλεια ή μπαρούφα, απέναντι σε ανθρώπους που δεν έχουν πια ούτε να φάνε. Αντιμέτωποι με την αλήθεια μας.
Επίσης κρίνονται πολλά, και κυρίως οι αντιστοιχίες των ωραίων εννοιών. Αλληλεγγύη, συντροφικότητα, νοιάξιμο. Ακόμη, επινοητικότητα στις παρηγοριές, προσαρμοσμένες κατά περίσταση, πυροδότηση αγωνιστικής διάθεσης, λίγο πριν πετάξει κάποιος λευκή πετσέτα, «υποδαύλιση» της λύσσας για ζωή, τη ζωή μας. Οι πατέντες του σήμερα ίσως να είναι η πραγματικότητα του αύριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου