Σάλο έχουν προκαλέσει στις ΗΠΑ οι αποκαλύψεις του βιβλίου του Μπεν Αργουαντ που κυκλοφόρησε πρόσφατα υπό τον τίτλο «Η συνεργασία. Το συμβόλαιο του Χόλιγουντ με τον Χίτλερ».
Ο συγγραφέας, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και μέχρι την κήρυξη του πολέμου με τη Γερμανία, τα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ απέφυγαν επιμελώς την παραγωγή οποιασδήποτε ταινίας με αντιναζιστικό/αντιφασιστικό περιεχόμενο, τορπιλίζοντας όλες τις σχετικές απόπειρες. Ακόμη και η αναφορά στον καλπάζοντα αντισημιτισμό ήταν ανεπιθύμητη, και από το 1933 και μετά εξαφανίζονται από τις οθόνες οι αναγνωρίσιμοι ως εβραίοι χαρακτήρες, παρ' όλο που σχεδόν όλοι οι ιδιοκτήτες των στούντιο ήταν εβραϊκής καταγωγής. Κορυφαίο σημείο αυτής της θέλησης για συνεργασία με το ναζιστικό καθεστώς ήταν η παραχώρηση στο Γερμανό πρόξενο στο Λος Αντζελες της πρόσβασης στα σενάρια με «ευαίσθητα» θέματα, καθώς και της δυνατότητας να προβαίνει σε υποδείξες για το περιεχόμενό τους αλλά και να παρεμβαίνει στο μοντάζ των ταινιών, κόβοντας τις ανεπιθύμητες σκηνές.
Οι εξαντλητικές έρευνες του Αργουαντ στα γερμανικά και αμερικανικά αρχεία δείχνουν ότι οι λόγοι μιας τέτοιας στάσης δεν ήταν οικονομικοί. Τα κέρδη από την προβολή ταινιών του Χόλιγουντ στη Γερμανία ήταν αμελητέα για τα δεδομένα του κλάδου. Αυτό που συνέβαινε είναι ότι ακριβώς την περίοδο όπου στις ΗΠΑ, και ειδικά στο χώρο του πολιτισμού, αναπτυσσόταν ένα ρωμαλέο αντιφασιστικό και εργατικό κίνημα στο οποίο ηγεμόνευε η Αριστερά, το Χόλιγουντ είχε επιλέξει το «άλλο άκρο».
Υπό την καθοδήγηση ατόμων όπως ο Τζόζεφ Μπριν, υπεύθυνος της εφαρμογής του περίφημου «κώδικα (λογοκρισίας) Χέιζ» και άνθρωπος με τεράστια εξουσία στον κλάδο, ο βασικός πολιτισμικός φορέας διάδοσης των «αμερικανικών φιλελεύθερων αξιών» ανά τον κόσμο αντιτάχθηκε με κάθε τρόπο σε όσους ήθελαν να επιστήσουν την προσοχή της κοινής γνώμης στον κίνδυνο του φασισμού. Βασικό κίνητρο στάθηκε ο συνδυασμός αντισημιτισμού και αντικομμουνισμού και η θέληση να κρατηθούν πάση θυσία οι ΗΠΑ εκτός της επερχόμενης παγκόσμιας σύρραξης.
Αλλά και οι ελίτ της Ευρώπης δεν σκέφτονταν διαφορετικά όταν υπέγραφαν το 1938 τη συμφωνία του Μονάχου και παρέδιδαν την Τσεχοσλοβακία στους ναζί. Η επιχείρηση «κατευνασμού» του Χίτλερ από τις δύο κυριότερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, Αγγλία και Γαλλία, αποσκοπούσε στο να στρέψει το γερμανικό επεκτατισμό «προς Ανατολάς», στο διακηρυγμένο πρωταρχικό του στόχο, τον «εβραιομπολσεβικισμό», που ενσάρκωνε η Σοβιετική Ενωση. Το σύνθημα που κυριαρχούσε τότε εξ άλλου στη γαλλική Δεξιά, και που έστρωνε το έδαφος για τη συνθηκολόγηση του 1940, ήταν «καλύτερα ο Χίτλερ, παρά το Λαϊκό Μέτωπο».
Οπως ξέρουμε, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, και πάνω απ' όλα οι ασύλληπτες θυσίες του σοβιετικού λαού και του Κόκκινου Στρατού, κατάφεραν να αντιστρέψουν το πνεύμα του Μονάχου και να θέσουν τα θεμέλια μιας μεταπολεμικής ευρωπαϊκής τάξης που θα καθιστούσε αδύνατη την επανεμφάνιση της φασιστικής βαρβαρότητας. Αυτή η πνοή αποδείχθηκε ωστόσο βραχύβια. Για να νομιμοποιηθεί ο Ψυχρός Πόλεμος και ο νέος ιμπεριαλισμός υπό αμερικανική ηγεμονία έπρεπε να ξεχαστεί το αντιφασιστικό πνεύμα και να υποκατασταθεί από το σχήμα των «δύο ολοκληρωτισμών», του φασιστικού και του κομμουνιστικού. Και μια και ο φασισμός είχε ηττηθεί, απόλυτη προτεραιότητα αποκτούσε πλέον για τη Δύση το μέτωπο κατά του κομμουνισμού.
Στη χώρα μας, ως γνωστόν, το αντιφασιστικό πνεύμα της μεταπολεμικής Ευρώπης δεν φύσηξε ούτε προς στιγμήν. Ενας κατ' εξοχήν φιλελεύθερος αστός πολιτικός, θρεμμένος με τις αξίες της νεοκαντιανής φιλοσοφίας, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, χαρακτήρισε το κολαστήριο της Μακρονήσου «μεγάλο εκπαιδευτήριο που γυρεύει να στηριχθεί εις τον ορθόν λόγον». Χρειάστηκε το τραγικό φιάσκο της απριλιανής χούντας για να καταρρεύσει το μετεμφυλιακό καθεστώς και να λειτουργήσει μια κοινοβουλευτική δημοκρατία παρόμοια με αυτή της υπόλοιπης Δυτικής Ευρώπης. Χρειάστηκε, με άλλα λόγια, η άκρως απωθητική σήμερα στους κυρίαρχους κύκλους Μεταπολίτευση για να αποδεχθεί η άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό κάποιους στοιχειώδεις δημοκρατικούς κανόνες.
Εάν υπάρχει όμως μια ελληνική ιδιαιτερότητα, αυτή βρίσκεται κυρίως στη διατήρηση ενός καθεστώτος εξαίρεσης, ενός μονόπλευρου εμφυλίου κατά της Αριστεράς, για πολλές δεκαετίες μετά το τέλος του Πολέμου. Ο όψιμος χαρακτήρας της πρώτης ουσιαστικά αστικής δημοκρατίας ίσως να συσκότισε ένα βασικό ιστορικό δίδαγμα του 20ού αιώνα: ότι ακόμη και σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού, όταν η άρχουσα τάξη είναι αντιμέτωπη με μεγάλη κρίση και αισθάνεται να κλονίζεται η ίδια της η εξουσία, όταν με άλλα λόγια η διατήρηση αυτής της εξουσίας της γίνεται όλο και λιγότερο συμβατή με το δημοκρατικό πλαίσιο, τότε οι ίδιοι οι υπερασπιστές των φιλελεύθερων αξιών στρέφονται ενάντιά του και ανοίγουν το δρόμο της εκτροπής. Για να το πούμε πιο απλά, όποιος στηρίζει τη θεωρία των «δύο άκρων» έχει στην πραγματικότητα ήδη διαλέξει το δικό του.
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King's College του Λονδίνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου