του Χρηστου Λασκου, απο το Κοκκινο Σημειωματαριο...
Την αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν μου έδωσε η συνέντευξη της Βίκης Σκούμπη στη Ζωή Γεωργούλα, που δημοσιεύθηκε στην Εποχή της Κυριακής που μας πέρασε - και κυρίως η συγκεκριμένη διατύπωση:
«Δεν γίνεται να προτάσσουμε συνεχώς τις εκλογές σαν πανάκεια. Δεν εννοώ, βεβαίως, ότι δεν πρέπει να τίθεται το ζήτημα των εκλογών, αλλά ότι είναι αναποτελεσματικό να το ανακινούμε σε κάθε περίσταση. Εκλογές έχει νόημα να απαιτούνται επίσημα όταν η εκλογική αναμέτρηση έχει ήδη επιβληθεί από το συσχετισμό δυνάμεων, όπως εξάλλου έγινε με τις εκλογές του 2012. Μόνο αν η κυβέρνηση καταρρεύσει από μια παλλαϊκή κινητοποίηση, οι εκλογές θα βιωθούν ως νίκη και θα αναβαθμιστούν σε κρίσιμο διακύβευμα που αφορά όλους μας. Επείγει να συνειδητοποιήσουμε σε ποιο βαθμό έχουν απονομιμοποιηθεί στα μάτια ενός πολύ μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης, όχι μόνο η κυβέρνηση και το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, αλλά και η ίδια η εκλογική διαδικασία. Είναι σαφές ότι η προκήρυξη εκλογών δεν θα μπορούσε από μόνη της να επαναφέρει στις κάλπες το 40% που απείχε την τελευταία φορά. Μάλιστα δεν αποκλείεται αυτήν τη φορά η αποχή να ξεπεράσει ακόμα και αυτό το υψηλό ποσοστό αγγίζοντας το 50%. Η αποχή και η άνοδος της ΧΑ αποτελούν φαινόμενα ομοτάξια και απόλυτα αλληλένδετα και σαν τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστούν».
Νομίζω πραγματικά πως εδώ σημειώνονται πράγματα εξαιρετικά σημαντικά σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα (και τις δυνατότητες) μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Γιατί το γεγονός πως η τελευταία αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την απελευθέρωσή μας από την κατάσταση του βασανιζόμενου -έως θνήσκοντος- πειραματόζωου, δεν την κάνει και ικανή συνθήκη. Το διακηρύσσουμε, άλλωστε, συνεχώς. Μόνο η εμπλοκή μεγάλου αριθμού ανθρώπων και η έμπρακτη, δηλαδή ενσώματη, απόρριψη της λογικής της ανάθεσης φτιάχνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις προκειμένου μια κυβέρνηση της Αριστεράς να γίνει πραγματικότητα, καταρχήν, και πετυχημένη πραγματικότητα, στη συνέχεια.
Το διακηρύσσουμε μεν, αλλά πέραν τούτου;
Η Σκούμπη, λοιπόν, μας επισημαίνει κάτι σπουδαίο όταν λέει πως δεν υπάρχει το παραμικρό ενδεχόμενο να υλοποιηθεί το σχέδιο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αν απλώς ποντάρουμε σε ευνοϊκές ροές όσων ήδη αποδέχονται το εκλογικό παίγνιο – αν ποντάρουμε δηλαδή στο ότι θα μας ψηφίσουν, όταν έρθει η ώρα, μεγάλα τμήματα όσων τον Ιούνιο του 2012 ψήφισαν άλλα κόμματα. Αντίθετα, το λογικό είναι να επενδύσουμε σε όσους αντιμετωπίζουν ως ολοκληρωτικά απονομιμοποιημένα «όχι μόνο την κυβέρνηση και το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, αλλά και την ίδια την εκλογική διαδικασία». Πρώτα απ’ όλα, να αντιληφθούμε τμήματα ποιών κοινωνικών ομάδων είναι αυτοί οι άνθρωποι. Στη συνέχεια, με συστηματικό τρόπο, να επιδιώξουμε να τους βρούμε, και έτσι, να επιχειρήσουμε να τους εμπλέξουμε σε αυτή τη μεγάλη σύγκρουση, που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και έχει πραγματικό ιστορικό χαρακτήρα. Αν το καταφέρουμε, τότε και εκλογές θα προκαλέσουμε, και την αποχή των πιο πληβειακών στρωμάτων θα μειώσουμε, και στα μετέπειτα κρίσιμα θα έχουμε σοβαρή πιθανότητα να πετύχουμε.
Για να το πω αλλιώς: αν το καταφέρουμε, σημαίνει πως καταλάβαμε πως η απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και της ίδιας της εκλογικής διαδικασίας, ως βασικού μηχανισμού αναπαραγωγής επί δεκαετίες των καθεστωτικών βλέψεων και συμφερόντων, εμπεριέχει ένα πολύ ισχυρό δυναμικό για ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, χωρίς το οποίο δουλειά δεν γίνεται. Για να το καταφέρουμε, με άλλα λόγια, θα πρέπει να το αντιληφθούμε ως μείζον πρόβλημα. Πράγμα που σημαίνει πως θα πρέπει να αλλάξουμε πολλά στο δημόσιο λόγο μας και, ιδίως, στις ιεραρχήσεις που υπηρετεί συνήθως.
Επαναλαμβάνω κάτι που έγραψα τον περασμένο Απρίλιο [1]: «Αν ο στόχος είναι το 30% να γίνει 50 ή 60% για τις δυνάμεις της αριστεράς και, ακόμη περισσότερο, αν ο στόχος είναι η δημιουργία της αναγκαίας μαχητικής κοινωνικής συσπείρωσης μπροστά στην επερχόμενη μεγάλη σύγκρουση, η μέθοδος αναφορικά με τις προτεραιότητες στις γενικές της γραμμές είναι αρκετά προφανής. Αν παίρνεις 30%, ενώ σε ψηφίζει το 40% των ανέργων ή των νέων και το 35% των εργατών και ιδιωτικών υπαλλήλων, ο πρώτος και κυριότερος στόχος είναι να συστρατευθεί μαζί σου το 80% των ανέργων και των νέων και το 70% των εργατών και των ιδιωτικών υπαλλήλων. Ο πρώτος στόχος, δηλαδή, είναι να επεκτείνεις την ταξική σου επιρροή ακριβώς σε εκείνες τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες, για τις οποίες η αριστερά ιδρύθηκε και υπάρχει. Αυτοί είναι που θα φέρουν και τους υπόλοιπους. Πρώτη προϋπόθεση, λοιπόν, για μια ριζοσπαστική πολιτική με έρεισμα στην πραγματικότητα είναι η διατύπωση μιας πρότασης προς αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες και τάξεις, που θα διευκρινίζει τι έχουν να προσδοκούν βάσιμα και γρήγορα από μια κυβέρνηση της αριστεράς οι άνεργοι, οι εργάτες, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι εργαζόμενοι στην υγεία και στην παιδεία, οι γυναίκες και οι νέοι, μαζί με όσους υποφέρουν και πλήττονται συνεχώς».
Τι σημαίνει αυτό για το δημόσιο λόγο; Να ξεκινάει και να τελειώνει με τους ανέργους και τη δέσμευση πως, με κυβέρνηση της Αριστεράς, κανένας τους δεν θα είναι χωρίς εισόδημα – και να εξηγεί τον οικονομικό ρεαλισμό αυτής της «υπόσχεσης». Να ξεκινάει και να τελειώνει με τη βεβαιότητα πως, με κυβέρνηση της Αριστεράς, κανείς δεν θα μένει χωρίς πρόσβαση στα βασικά αγαθά και στις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Αυτά είναι πιο σημαντικά από τα άλλα, τα «μεγάλα». Στο μέτρο που επικοινωνούν και κινητοποιούν και τους ανθρώπους που «αδιαφορούν», αδρανούν και απέχουν, διαμορφώνουν το πλειοψηφικό κοινωνικό υποκείμενο που θα πάρει επάνω του τον παραγωγικό μετασχηματισμό (δεν είναι πολύ καλύτερη διατύπωση από το «παραγωγική ανασυγκρότηση»;), την αλληλέγγυα οικονομία, τη δημοκρατική ανάταξη, τις μεγάλες τοπικές και διεθνείς πρωτοβουλίες που ανοίγουν το δρόμο του κομμουνισμού της εποχής μας.
«Δεν γίνεται να προτάσσουμε συνεχώς τις εκλογές σαν πανάκεια. Δεν εννοώ, βεβαίως, ότι δεν πρέπει να τίθεται το ζήτημα των εκλογών, αλλά ότι είναι αναποτελεσματικό να το ανακινούμε σε κάθε περίσταση. Εκλογές έχει νόημα να απαιτούνται επίσημα όταν η εκλογική αναμέτρηση έχει ήδη επιβληθεί από το συσχετισμό δυνάμεων, όπως εξάλλου έγινε με τις εκλογές του 2012. Μόνο αν η κυβέρνηση καταρρεύσει από μια παλλαϊκή κινητοποίηση, οι εκλογές θα βιωθούν ως νίκη και θα αναβαθμιστούν σε κρίσιμο διακύβευμα που αφορά όλους μας. Επείγει να συνειδητοποιήσουμε σε ποιο βαθμό έχουν απονομιμοποιηθεί στα μάτια ενός πολύ μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης, όχι μόνο η κυβέρνηση και το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, αλλά και η ίδια η εκλογική διαδικασία. Είναι σαφές ότι η προκήρυξη εκλογών δεν θα μπορούσε από μόνη της να επαναφέρει στις κάλπες το 40% που απείχε την τελευταία φορά. Μάλιστα δεν αποκλείεται αυτήν τη φορά η αποχή να ξεπεράσει ακόμα και αυτό το υψηλό ποσοστό αγγίζοντας το 50%. Η αποχή και η άνοδος της ΧΑ αποτελούν φαινόμενα ομοτάξια και απόλυτα αλληλένδετα και σαν τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστούν».
Νομίζω πραγματικά πως εδώ σημειώνονται πράγματα εξαιρετικά σημαντικά σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα (και τις δυνατότητες) μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Γιατί το γεγονός πως η τελευταία αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την απελευθέρωσή μας από την κατάσταση του βασανιζόμενου -έως θνήσκοντος- πειραματόζωου, δεν την κάνει και ικανή συνθήκη. Το διακηρύσσουμε, άλλωστε, συνεχώς. Μόνο η εμπλοκή μεγάλου αριθμού ανθρώπων και η έμπρακτη, δηλαδή ενσώματη, απόρριψη της λογικής της ανάθεσης φτιάχνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις προκειμένου μια κυβέρνηση της Αριστεράς να γίνει πραγματικότητα, καταρχήν, και πετυχημένη πραγματικότητα, στη συνέχεια.
Το διακηρύσσουμε μεν, αλλά πέραν τούτου;
Η Σκούμπη, λοιπόν, μας επισημαίνει κάτι σπουδαίο όταν λέει πως δεν υπάρχει το παραμικρό ενδεχόμενο να υλοποιηθεί το σχέδιο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αν απλώς ποντάρουμε σε ευνοϊκές ροές όσων ήδη αποδέχονται το εκλογικό παίγνιο – αν ποντάρουμε δηλαδή στο ότι θα μας ψηφίσουν, όταν έρθει η ώρα, μεγάλα τμήματα όσων τον Ιούνιο του 2012 ψήφισαν άλλα κόμματα. Αντίθετα, το λογικό είναι να επενδύσουμε σε όσους αντιμετωπίζουν ως ολοκληρωτικά απονομιμοποιημένα «όχι μόνο την κυβέρνηση και το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, αλλά και την ίδια την εκλογική διαδικασία». Πρώτα απ’ όλα, να αντιληφθούμε τμήματα ποιών κοινωνικών ομάδων είναι αυτοί οι άνθρωποι. Στη συνέχεια, με συστηματικό τρόπο, να επιδιώξουμε να τους βρούμε, και έτσι, να επιχειρήσουμε να τους εμπλέξουμε σε αυτή τη μεγάλη σύγκρουση, που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και έχει πραγματικό ιστορικό χαρακτήρα. Αν το καταφέρουμε, τότε και εκλογές θα προκαλέσουμε, και την αποχή των πιο πληβειακών στρωμάτων θα μειώσουμε, και στα μετέπειτα κρίσιμα θα έχουμε σοβαρή πιθανότητα να πετύχουμε.
Για να το πω αλλιώς: αν το καταφέρουμε, σημαίνει πως καταλάβαμε πως η απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και της ίδιας της εκλογικής διαδικασίας, ως βασικού μηχανισμού αναπαραγωγής επί δεκαετίες των καθεστωτικών βλέψεων και συμφερόντων, εμπεριέχει ένα πολύ ισχυρό δυναμικό για ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, χωρίς το οποίο δουλειά δεν γίνεται. Για να το καταφέρουμε, με άλλα λόγια, θα πρέπει να το αντιληφθούμε ως μείζον πρόβλημα. Πράγμα που σημαίνει πως θα πρέπει να αλλάξουμε πολλά στο δημόσιο λόγο μας και, ιδίως, στις ιεραρχήσεις που υπηρετεί συνήθως.
Επαναλαμβάνω κάτι που έγραψα τον περασμένο Απρίλιο [1]: «Αν ο στόχος είναι το 30% να γίνει 50 ή 60% για τις δυνάμεις της αριστεράς και, ακόμη περισσότερο, αν ο στόχος είναι η δημιουργία της αναγκαίας μαχητικής κοινωνικής συσπείρωσης μπροστά στην επερχόμενη μεγάλη σύγκρουση, η μέθοδος αναφορικά με τις προτεραιότητες στις γενικές της γραμμές είναι αρκετά προφανής. Αν παίρνεις 30%, ενώ σε ψηφίζει το 40% των ανέργων ή των νέων και το 35% των εργατών και ιδιωτικών υπαλλήλων, ο πρώτος και κυριότερος στόχος είναι να συστρατευθεί μαζί σου το 80% των ανέργων και των νέων και το 70% των εργατών και των ιδιωτικών υπαλλήλων. Ο πρώτος στόχος, δηλαδή, είναι να επεκτείνεις την ταξική σου επιρροή ακριβώς σε εκείνες τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες, για τις οποίες η αριστερά ιδρύθηκε και υπάρχει. Αυτοί είναι που θα φέρουν και τους υπόλοιπους. Πρώτη προϋπόθεση, λοιπόν, για μια ριζοσπαστική πολιτική με έρεισμα στην πραγματικότητα είναι η διατύπωση μιας πρότασης προς αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες και τάξεις, που θα διευκρινίζει τι έχουν να προσδοκούν βάσιμα και γρήγορα από μια κυβέρνηση της αριστεράς οι άνεργοι, οι εργάτες, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι εργαζόμενοι στην υγεία και στην παιδεία, οι γυναίκες και οι νέοι, μαζί με όσους υποφέρουν και πλήττονται συνεχώς».
Τι σημαίνει αυτό για το δημόσιο λόγο; Να ξεκινάει και να τελειώνει με τους ανέργους και τη δέσμευση πως, με κυβέρνηση της Αριστεράς, κανένας τους δεν θα είναι χωρίς εισόδημα – και να εξηγεί τον οικονομικό ρεαλισμό αυτής της «υπόσχεσης». Να ξεκινάει και να τελειώνει με τη βεβαιότητα πως, με κυβέρνηση της Αριστεράς, κανείς δεν θα μένει χωρίς πρόσβαση στα βασικά αγαθά και στις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Αυτά είναι πιο σημαντικά από τα άλλα, τα «μεγάλα». Στο μέτρο που επικοινωνούν και κινητοποιούν και τους ανθρώπους που «αδιαφορούν», αδρανούν και απέχουν, διαμορφώνουν το πλειοψηφικό κοινωνικό υποκείμενο που θα πάρει επάνω του τον παραγωγικό μετασχηματισμό (δεν είναι πολύ καλύτερη διατύπωση από το «παραγωγική ανασυγκρότηση»;), την αλληλέγγυα οικονομία, τη δημοκρατική ανάταξη, τις μεγάλες τοπικές και διεθνείς πρωτοβουλίες που ανοίγουν το δρόμο του κομμουνισμού της εποχής μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου